Το κείμενο αυτό βασίζεται στο άρθρο «Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΖΗΤΗΜΑ» (Δ. Κυρίλλου), που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ» τόμος 24, Οκτώβριος 2017 – Ιανουάριος 2018.

 

Στις 23 Φλεβάρη του ’17 (8 Μάρτη με το Δυτικό ημερολόγιο και ημέρα της γυναίκας), οι εργάτριες της Πετρούπολης ξεκίνησαν μια μαχητική απεργία με αιτήματα για ψωμί και για να σταματήσει ο πόλεμος. Καμιά πολιτική δύναμη (ούτε καν τα κόμματα της αριστεράς) δεν είχε προβλέψει τη δυναμική αυτής της απεργίας, αντίθετα όλοι φοβόντουσαν ότι θα συντριβεί από την αστυνομία του Τσάρου.  Αν και αποτελούσαν το πιο χτυπημένο και κακοπληρωμένο κομμάτι της εργατικής τάξης, οι γυναίκες βγήκαν στους δρόμους, ξεσήκωσαν τα εργοστάσια και τις φτωχογειτονιές της πόλης, συγκρούστηκαν με την αστυνομία και άναψαν τη σπίθα που μέσα σε λίγες μέρες θα οδηγούσε στην ανατροπή του Τσάρου.

Ο Λέον Τρότσκι στην «Ιστορία της Ρωσικής επανάστασης» περιγράφει πολύ παραστατικά τον ρόλο που έπαιξαν οι εργάτριες στις καθημερινές μάχες των πρώτων κρίσιμων εβδομάδων στο εξεγερμένο Πέτρογκραντ: «Ένα πλήθος από γυναίκες … κατευθύνθηκε προς τη Δούμα για να ζητήσει ψωμί. Ήταν σαν να ζητούσαν γάλα από ένα κριάρι. Σε διάφορες συνοικίες εμφανίστηκαν κόκκινες σημαίες και οι επιγραφές τους μαρτυρούσαν ότι οι εργάτες ζητούσαν ψωμί, μα δε θέλανε πια ούτε αυταρχία ούτε πόλεμο»[1]

Κάθε ιστορική αναφορά που σέβεται τον εαυτό της έχει καταγράψει την καταλυτική παρουσία των εργατριών στην επανάσταση. Μέχρις εκεί όμως. Ακόμα και μέσα στην αριστερά ο ρόλος που έπαιξαν οι γυναίκες στη Ρωσική επανάσταση του 1917 και τα ζητήματα που συνδέονται με την ιδιαίτερη καταπίεση που υφίσταντο σαν γυναίκες συχνά υποτιμούνται σαν «δευτερεύουσες» αντιθέσεις. Για σεξουαλικότητα δε και ομοερωτική επιθυμία, ούτε λόγος να γίνεται, δεν υπάρχουν! Οι απόψεις αυτές περιορίζονται σε μονοδιάστατες περιγραφές, οι οποίες περιορίζονται στην οικονομική εξαθλίωση των εργατριών, στο ότι στην πλειοψηφία τους ήταν αμόρφωτο και ανειδίκευτο κομμάτι, στην αγανάκτηση και τον αυθορμητισμό με τον οποίο μπήκαν μπροστά και σύντομα …αποσύρθηκαν από τη δημόσια ζωή για να αναλάβουν οι «ειδικοί», δηλαδή οι άντρες. Είναι μια εικόνα στατική και λανθασμένη. Η παρουσία των εργατριών της Πετρούπολης δεν έπεσε από τον ουρανό. Κουβαλάει μια ολόκληρη ιστορία αμφισβήτησης της έμφυλης καταπίεσης που υφίσταντο σαν γυναίκες και αγώνων για τη χειραφέτηση, δεμένη με την ταξική πάλη, τις πολιτικές μάχες και τα ιδεολογικοπολιτικά κινήματα των προηγούμενων δεκαετιών. Στη Ρώσικη επανάσταση έφτασαν γεμάτες εμπειρίες και μπήκαν στη διαδικασία να διεκδικήσουν για πρώτη φορά όχι απλά και μόνο τα δικαιώματά τους, αλλά την κατάργηση ολόκληρου του κοινωνικού πλέγματος που τις καταδίκαζε σε πολίτες β’ κατηγορίας, του τσαρικού κράτους και των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής. Το γεγονός ότι η προσπάθειά τους τελικά δεν τις απελευθέρωσε από την έμφυλη καταπίεση δεν αναιρεί τις παρακαταθήκες που άφησε.

Από αυτή τη σκοπιά, είναι κατά τη γνώμη μας αβάσιμη (και άδικη) η θέση ότι ο Μαρξισμός –στη θεωρία ή στην πράξη- δεν έχει συμβάλει στην πάλη για την απελευθέρωση από την σεξιστική καταπίεση, ότι επικεντρώνεται σαν κοσμοθεωρία στις παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις του συστήματος, στα οικονομικά αιτήματα της εργατικής τάξης, υποτιμώντας ζητήματα όπως η ισότητα των φύλων και τα δικαιώματα των καταπιεσμένων. Μια προσεκτική ματιά στους αγώνες των γυναικών της Ρωσίας και στο ρόλο που έπαιξαν οι γυναίκες της αριστεράς και ιδιαίτερα του κόμματος των Μπολσεβίκων καταρρίπτει αυτούς τους μύθους και αφήνει πολύτιμες εμπειρίες μέχρι σήμερα. Επιπλέον αναδεικνύει και το γεγονός ότι στα πρώτα χρόνια της επανάστασης, η κυβέρνηση των Μπολσεβίκων έκανε βήματα για να εξαληφθεί η έμφυλη καταπίεση, συμπεριλαμβανομένου του ζητήματος της ομοερωτικής επιθυμίας.

 

Το γυναικείο κίνημα τον 19ο αιώνα

Το γυναικείο ζήτημα στη Ρωσία εμφανίζεται στα χρόνια που ακολούθησαν την ταπεινωτική ήττα της στον πόλεμο της Κριμαίας, μια ήττα η οποία τσαλάκωσε την εικόνα της αυτοκρατορίας. Τότε, το τσαρικό καθεστώς επιχείρησε κάποιες μεταρρυθμίσεις από τα πάνω, με πιο κομβική την κατάργηση της δουλοπαροικίας, στοιχείο που αρχίζει να επιφέρει αλλαγές στην κοινωνική δομή της αχανούς αυτοκρατορίας. Καθώς στα αστικά κέντρα συρρέουν κατά χιλιάδες άκληροι αγρότες για να επιβιώσουν με κάποια απασχόληση στον αναδυόμενο Ρώσικο καπιταλισμό, ολόκληρη η χώρα εξελίσσεται γοργά. Η Ρωσία παρουσίαζε χαρακτηριστικά συνδυασμένης και ανισόμετρης οικονομίας. Παράλληλα με τη ραγδαία ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού στις πόλεις, οι αχανείς αγροτικές εκτάσεις της αυτοκρατορίας βούλιαζαν στη φτώχεια, την απομόνωση και την υπανάπτυξη. Το απολυταρχικό καθεστώς διατηρούσε αυταρχικά τον έλεγχο πάνω στην κοινωνία μέσω απαρχαιωμένων νόμων και κατασταλτικών μηχανισμών. Η αστική τάξη, αν και ανερχόμενη δύναμη, δεν ήταν σε θέση να διεκδικήσει πολιτικά δικαιώματα και τους θεσμούς μιας αστικής δημοκρατίας όπως το κοινοβούλιο.

Έτσι, ενώ στη Δυτική Ευρώπη ενώσεις γυναικών είχαν ήδη κάνει τα πρώτα του βήματα στον απόηχο της Μεγάλης Γαλλικής επανάστασης και στην κοινωνική αναταραχή του 1830-40 αναδύθηκε το κίνημα για το δικαίωμα των γυναικών στην ψήφο (Σουφραζέτες), στη Ρωσική αυτοκρατορία η ψήφος δεν είχε δοθεί ούτε στους άντρες! Η χειραφέτηση των γυναικών γεννήθηκε με κέντρο το δικαίωμα για πρόσβαση στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στα πρώτα βήματα, αυτό αφορούσε αποκλειστικά γυναίκες της «φωτισμένης» αριστοκρατίας και της καπιταλιστικής τάξης και κήρυκες των δικαιωμάτων τους ήταν κύρια εμβληματικοί άντρες διανοούμενοι όπως ο Νικολάι Πιρόγκοφ και ο Μ.Λ.Μιχαήλωφ . Η αυτομόρφωση, το φιλανθρωπικό έργο, η συγγραφή άρθρων που κατέρριπταν τις αντι-φεμινιστικές θεωρίες της εποχής όπως π.χ. των Κ. Προυντόν και Μισλέ  ήταν το αντικείμενο των γυναικών αυτών, που το 1859 εκδώσαν το περιοδικό «Αυγή». Ο Αμερικανός ιστορικός Richard Stites στο βιβλίο του «Το κίνημα για τη γυναικεία απελευθέρωση στη Ρωσία 1860-1930» δίνει μια πανοραμική αναφορά των διαφορετικών κινημάτων (φεμινισμός, μηδενισμός (nihilism), αριστερά) που επιχείρησαν να δώσουν απάντηση στη γυναικεία καταπίεση. [2]

Η πιο ριζοσπαστική προοπτική σκιαγραφείται στο μυθιστόρημα του Νικολάι Τσερνισέφσκι «Τι να κάνουμε;», που κυκλοφόρησε το 1863, ενώ ο συγγραφέας βρισκόταν φυλακισμένος για τις ιδέες του στο φρούριο Πέτρου και Παύλου. Ο ίδιος δεν έζησε να δει πόσο πολύ θα επηρέαζε τις επόμενες γενιές αγωνιστών και διανοούμενων –ανδρών και γυναικών- της Ρωσίας. Απέναντι στις προκλήσεις της εποχής του και την τσαρική λογοκρισία, ο Τσερνισέφσκι εμπνέεται τη Βέρα Πάβλοβνα, μια γυναίκα από μικροαστική καταγωγή που απορρίπτει τα ήθη της εποχής και της καταπιεστικής μητέρας της που ήθελε να την «πουλήσει» σε έναν αριστοκράτη γαμπρό. Συνάπτει ένα λευκό γάμο, μορφώνεται, ανοίγει ένα συνεταιριστικό ραφτάδικο, όπου οι εργαζόμενες μοιράζονται τους καρπούς των κόπων τους ισότιμα και ζει την ενδιαφέρουσα ζωή που ήθελε η ίδια να ζήσει, επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση άντρα-γυναίκας πολύ πέρα από τις ισχύουσες αντιλήψεις. Το μυθιστόρημα προκάλεσε όλους τους διανοούμενους της εποχής, από τον αριστοκράτη Τουργκένιεφ μέχρι τον πεσιμιστή Ντοστογιέφσκι και αργότερα τον Λένιν, ο οποίος εμπνεύστηκε τον τίτλο για το ομώνυμο κλασικό βιβλίο του. Αν και ανήκε στην παράδοση των μηδενιστών (Νιχιλιστών), ο Τσερνισέφσκι απηχούσε τις ιδέες του ουτοπικού σοσιαλισμού (Όουεν, Φουριέ) που γνώριζαν άνθηση εκείνη την περίοδο, προσαρμοσμένες στο ιδανικό μιας αγροσοσιαλιστικής κοινωνίας ισότητας και αφθονίας. Από τον Μηδενισμό και με κεντρική αναφορά τους αγρότες ξεπήδησαν ριζοσπαστικές πολιτικές οργανώσεις που πρωταγωνίστησαν στο τέλος του 19ου αιώνα: Η ομάδα «Γη και Ελευθερία», η Ναρόντναγια Βόλυα (Λαϊκή θέληση) και η μετεξέλιξή της, το κόμμα των Σοσιαλεπαναστατών. Όλα αυτά ασφαλώς υπό καθεστώς μεγάλης αστυνομοκρατίας, που ώθησε ολόκληρες οργανώσεις σε συνωμοτική λειτουργία και δράσεις ατομικής βίας προς παραδειγματισμό. Αποκορύφωμα ήταν η εκτέλεση του τσάρου Αλέξανδρου Β΄ και η απόπειρα κατά του διαδόχου του, Αλέξανδρου Γ΄. Η Σοφία Περόφσκαγια που συμμετείχε στην εκτέλεση το 1881 απαγχονίστηκε από το καθεστώς και ήταν η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε στη Ρωσία. Η συμμετοχή γυναικών σε τρομοκρατικές ενέργειες κατά των εκπροσώπων του τσαρισμού ήταν συνηθισμένο φαινόμενο και τους προσέδιδε τεράστιο κύρος. Σε αυτή την παράδοση ξεκίνησαν η Μπερσκόφσκαγια και η Βέρα Ζασούλιτς.

Οι Ναρόντνικοι ήταν το κυρίαρχο ριζοσπαστικό ρεύμα στη Ρωσία εκείνη την περίοδο και είχαν σαν θεωρητικό πυρήνα την αλλαγή μέσα από την αυτομόρφωση και διδασκαλία – διαφώτιση των μαζών. Το κοινωνικό υποκείμενο γι’ αυτούς  ήταν η φτωχή αγροτιά και η αφύπνιση θα ερχόταν μέσα από παραδειγματικές ενέργειες κατά του τσαρικού κράτους και των συμβόλων του (αστυνομικά τμήματα, δημόσια κτήρια, πολιτικές προσωπικότητες), κάτι που απαιτούσε την προσωπική αυτοθυσία. Κατάφεραν να αποκτήσουν προσβάσεις και ρίζες μέσα στους αγρότες και να καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την προοδευτική διανόηση που συσπειρωνόταν σε μορφωτικούς κύκλους. Σε αυτούς τους κύκλους έκαναν τα πρώτα τους βήματα οι επαναστάτριες που πρωταγωνίστησαν στη Ρώσικη επανάσταση.

H δυναμική της Ρώσικης κοινωνίας ωστόσο μετατοπιζόταν γοργά προς τα αστικά κέντρα που εξελίχθηκαν σε καπιταλιστικές μητροπόλεις. Στη στροφή του 20ου αιώνα, η βαριά βιομηχανία και το σιδηροδρομικό δίκτυο είχαν μετατρέψει τις πόλεις σε πολυπληθή κέντρα συσσώρευσης κεφάλαιου και εργατών, που συνέρρεαν από τις επαρχίες αλλάζοντας τρόπο ζωής, ιδέες, ήθη και συνήθειες αιώνων.

Στους σοσιαλιστικούς κύκλους του Μπρουσνέφ (1889-92) αναφέρεται ότι λάμβαναν μέρος εργάτριες από τα υφαντουργεία και τα βαφεία, ράφτρες, υπηρέτριες και τρόφιμοι ορφανοτροφείων[3]. Αν και ο αριθμός τους ήταν μικρός, οι γυναίκες λειτουργούσαν σαν οργανώτριες στους χώρους τους. Οι συνθήκες ζωής των εργατριών ήταν φρικτές. Πληρώνονταν περίπου το ένα τρίτο με ένα δεύτερο του μισθού των αντρών, γεγονός που τις οδηγούσε σε ακραία φτώχεια, στην εξάρτηση από τους άντρες της οικογένειάς τους πολλές εκπορνεύονταν παράλληλα (!) για να συμπληρώσουν τα προς το ζειν. Αντιμετώπιζαν αφενός την επιφυλακτικότητα έως και ανταγωνισμό των αντρών εργατών που φοβόντουσαν ότι θα τους εκτόπιζαν από τις ειδικότητές τους και αφετέρου τη σεξουαλική παρενόχληση από τους προϊστάμενους και τους επιστάτες. Οι αρρώστιες θέριζαν, για περίθαλψη και ασφάλιση ούτε λόγος, πόσω μάλλον για αναπαραγωγικά δικαιώματα. Το 80% δεν ήξερε να διαβάζει και να γράφει, ενώ μόλις το 3% είχε φοιτήσει στο γυμνάσιο. Συνακόλουθα, η συμμετοχή των γυναικών στα συνδικάτα και τον δημόσιο βίο ήταν περιορισμένη. Ωστόσο στις στιγμές ανόδου του κινήματος, περνούσαν στην πρώτη γραμμή. Όταν το 1894-95 ξέσπασαν απεργίες στα υφαντουργεία του Γιάροσλαβ[4], κομμάτι μιας κοινωνικής αναταραχής που γνώρισε βίαιη καταστολή, οι εργάτριες βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των αγώνων, στη συνέχεια όμως υποχώρησαν και πάλι.

Προς τη στροφή του 20ου αιώνα, μπαίνει στο προσκήνιο και η αριστερά. Το 1898 ιδρύθηκε το Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (ΡΣΔΕΚ). Ήταν αποτέλεσμα της κίνησης της εργατικής τάξης και της αυξανόμενης επιρροής των Μαρξιστικών ιδεών  μέσα στη διανόηση, γυναικεία και αντρική. Το 1901 η Νάντια Κρούπσκαγια δημοσιεύει το δοκίμιο «Η εργάτρια», βασισμένο στην εμπειρία της από τους μορφωτικούς εργατικούς κύκλους που είχε συμμετάσχει. Από τους κύκλους ανάγνωσης έργων του Τολστόι η Κρούπσκαγια πέρασε στον Μαρξισμό πριν γνωρίσει τον Λένιν και συνδεθεί μαζί του. Μέσα από παρόμοιες διαδρομές, η Αλεξάνδρα Κολλοντάι και η Ινέσα Αρμάντ πέρασαν στον Μαρξισμό και από εκεί στο ΡΣΔΕΚ.

Από τα αριστερά κόμματα στην Ευρώπη, την πρωτοπορία στα γυναικεία ζητήματα κατείχε το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα SPD, το οποίο είχε διατυπώσει ότι υπήρχε ζήτημα διπλής καταπίεσης των γυναικών και διέθετε από το 1891«Γραφείο για το Γυναικείο ζήτημα» με ευθύνη της Κλάρα Τσέτκιν, με την οποία οι γυναίκες του ΡΣΔΕΚ μοιράζονταν πολλές κοινές αντιλήψεις και συνεργάζονταν στενά.

 

Φεμινισμός και Μαρξισμός στη στροφή του 20ου αιώνα

Ο 20ος αιώνας άνοιξε στη Ρωσία με ένα τεράστιο γεγονός: Την επανάσταση του 1905, την πρώτη μεγάλη εξέγερση στην αυλή του τσαρισμού. Αν και τελικά ηττήθηκε, ανάγκασε τον τσάρο σε περιορισμένες παραχωρήσεις, μεταξύ των οποίων μια μίνι βουλή, τη δούμα, με αιρετούς εκπροσώπους. Μέσα στον γενικό αναβρασμό, οι φεμινιστικές οργανώσεις βρήκαν πλατύ ακροατήριο και βγήκαν μπροστά στη διεκδίκηση της γυναικείας ψήφου συναντώντας σημαντική ανταπόκριση[5].  Πρέπει να διευκρινιστεί ωστόσο ότι δρούσαν σε καθαρά γυναικεία – διαταξική βάση, κι ακόμα κι όταν απευθύνονταν στις γυναίκες της εργατικής τάξης, το έκαναν με πατερναλιστικό τρόπο, με πιο ακραίο παράδειγμα αστές που έκαναν κήρυγμα στις οικιακές βοηθούς τους![6] Η ταξική θέση έκανε τεράστια διαφορά. Οι εργάτριες απαιτούσαν άδειες, επιδόματα, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και είχαν κάνει σημαντικά βήματα για να τα κερδίσουν. Αγωνίστριες όπως η Άννα Μπολντίρεβα και η Βέρα Καρέλινα έπαιξαν κεντρικό ρόλο στη «Ματωμένη Κυριακή» και εκλέχτηκαν στο Σοβιέτ της Πετρούπολης[7].  Οι αστές είχαν βασική αναφορά την έμφυλη διάκριση και την ψήφο, ενώ υποτιμούσαν τα εργατικά αιτήματα σαν χυδαίο υλισμό!

Η Κολλοντάι και οι συντρόφισσές της από το ΡΣΔΕΚ συγκρούστηκαν σκληρά με τις φεμινίστριες. Στον πυρήνα τους οι αντιπαραθέσεις μεταξύ τους ισχύουν και σήμερα. Δεν διαφωνούσαν ασφαλώς με τα αιτήματα για δικαιώματα και για την ψήφο, αλλά έδιναν καθαρή προτεραιότητα στην ταξική διάσταση των αγώνων των γυναικών και την προοπτική της συνολικής απελευθέρωσης της κοινωνίας, ενώ οι φεμινίστριες επεδίωκαν την ενότητα όλων των γυναικών, ανεξάρτητα από κοινωνική θέση με βασικό στόχο την ψήφο. Οι γυναίκες του Μπολσεβίκικου κόμματος δεν συμμετείχαν στις φεμινιστικές οργανώσεις, ωστόσο ήθελαν να αναδείξουν τα γυναικεία ζητήματα και κύρια από τη σκοπιά των εργαζόμενων γυναικών που φορτώνονταν πολλαπλάσια βάρη. Είχαν προσπαθήσει να οργανώσουν κομματικούς ομίλους γυναικών, συχνά προκαλώντας την εχθρότητα των ανδρών του κόμματος. Για ένα κομμάτι ανδρών – στελεχών, η ενασχόληση των γυναικών του κόμματος με τα «δικά τους» θέματα αποτελούσε παρέκκλιση και αποπροσανατολισμό από τα κομματικά καθήκοντα, ενώ για τις γυναίκες ήταν αναγκαιότητα για να οργανώσουν την παρέμβασή τους με τον καλύτερο τρόπο.

Όταν το καθεστώς σταθεροποιήθηκε, εξαπέλυσε μια εκστρατεία καταστολής των ελευθεριών που είχε απρόθυμα παραχωρήσει. Ωστόσο το φεμινιστικό κίνημα πρόλαβε να οργανώσει στην Πετρούπολη το πρώτο «Πανρωσικό Συνέδριο Γυναικών», το 1907 που αποτέλεσε ένα μαζικό πολιτικό γεγονός, απασχόλησε χιλιάδες γυναίκες και αποκρυστάλλωσε τις βασικές επιλογές που είχαν αντιπαρατεθεί την προηγούμενη περίοδο μέσα στις γυναίκες. Η πλειοψηφία των συνέδρων ήταν γυναίκες της διανόησης και της αφρόκρεμας της «καλής κοινωνίας» και μόνο ένα 5% προερχόταν από την εργατική τάξη. Το ΡΣΔΕΚ είχε στο μεταξύ διασπαστεί σε Μπολσεβίκικο και Μενσεβίκικο κόμμα, με το δεύτερο να συνεργάζεται στενά με τα δημοκρατικά κομμάτια των φεμινιστριών (συχνά με υποχωρητικό τρόπο), ενώ οι Μπολσεβίκοι δεν ήθελαν καμιά συνεργασία. Η Κολλοντάι πίστευε (ορθά) ότι έπρεπε να συμμετέχουν επιδιώκοντας να εξηγήσουν με σαφή τρόπο ποιες είναι οι διαφορές στην πολιτική αντίληψη. Στην ομιλία της, που διαβάστηκε από μια συντρόφισσά της – η ίδια είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη Ρωσία για να μη συλληφθεί- εξηγούσε:

«Ο κόσμος της γυναίκας διαιρείται, όπως ακριβώς ο κόσμος των ανδρών σε δυο στρατόπεδα. Τα συμφέροντα και οι προσδοκίες μιας ομάδας γυναικών τη φέρνουν κοντά στην τάξη των αστών, ενώ η άλλη ομάδα έχει στενή σύνδεση με το προλεταριάτο, και τα αιτήματά του για απελευθέρωση αγκαλιάζουν την πλήρη λύση του γυναικείου ζητήματος. Οπότε αν και τα δυο στρατόπεδα ακολουθούν το γενικό σύνθημα της «απελευθέρωσης των γυναικών», οι στόχοι και τα συμφέροντα διαφέρουν. Κάθε ομάδα ασυνείδητα έχει αφετηρία τα συμφέροντα της δικής της τάξης, κι αυτή χρωματίζει τους στόχους και τα καθήκοντα που βάζει… Όσο εμφανώς ριζοσπαστικά τα αιτήματα των φεμινιστριών, δεν πρέπει να χάνουμε από τα μάτια μας ότι οι φεμινίστριες δεν μπορούν, εξ’ αιτίας της ταξικής τους θέσης να παλέψουν για τον ριζικό μετασχηματισμό της σύγχρονης οικονομικής και κοινωνικής δομής της κοινωνίας, χωρίς την οποία η απελευθέρωση των γυναικών δεν μπορεί να είναι πλήρης… Αν σε συγκεκριμένες συνθήκες, τα βραχυπρόθεσμα καθήκοντα των γυναικών όλων των τάξεων συμπίπτουν, οι τελικοί στόχοι των δυο στρατοπέδων, οι οποίοι μακροπρόθεσμα καθορίζουν την κατεύθυνση του κινήματος και την τακτική, διαφέρουν κάθετα. Ενώ για τις φεμινίστριες η επίτευξη ίσων δικαιωμάτων στον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο αποτελεί αυτοσκοπό, ίσα δικαιώματα σήμερα για τις προλετάριες είναι μόνο ένα μέσον για το προχώρημα του αγώνα ενάντια στην οικονομική υποδούλωση της εργατικής τάξης.»[8]

Προς το ‘17

Τα χρόνια που ακολούθησαν δικαίωσαν τους Μπολσεβίκους και τις Μπολσεβίκες. Χρειάστηκε ωστόσο να κάνουν βήματα σαν κόμμα σε σχέση με τη γυναικεία παρέμβαση. Στις αρχές του 1913, με αφορμή την πρώτη διοργάνωση της Διεθνούς μέρας της γυναίκας στη Ρωσία, εμφανίστηκε ένα ειδικό ένθετο στην Πράβδα με τίτλο «Η δουλειά και η ζωή της εργαζόμενης γυναίκας». Από εκεί ξεπήδησε το γυναικείο έντυπο «Ραμποτνίτσα» (Εργάτρια), μετά από εισήγηση του Λένιν στο γραφείο εξωτερικού[9] της Κεντρικής Επιτροπής των Μπολσεβίκων. Την έκδοσή του ανέλαβε η Άννα Ουλιάνοβα-Ελιζάροβα, η οποία συντόνιζε τα δυο τμήματα της γυναικείας συντακτικής επιτροπής, (εσωτερικού και εξωτερικού). Λίγο πριν κυκλοφορήσει το πρώτο φύλλο, όλη η συντακτική ομάδα της Ρωσίας συνελήφθη εκτός από την Ουλιάνοβα, η οποία τελικά κατάφερε να εκδώσει το πρώτο τεύχος σε 12000 φύλλα για τη Μέρα της Γυναίκας. Το «editorial» από την Κρούπσκαγια διαχώριζε τη στάση των Μπολσεβίκων απέναντι στις αστές φεμινίστριες. Στην πραγματικότητα οι Μπολσεβίκοι δεν ήταν αντίθετοι στο να γίνει δουλειά στις γυναίκες, αρκεί η παρέμβαση να βρισκόταν κάτω από τον συνολικό έλεγχο του κόμματος. Η Ραμποτνίτσα φιλοξενούσε άρθρα για τους χώρους δουλειάς των γυναικών, τη μητρότητα, τους παιδικούς σταθμούς, ζητήματα υγιεινής, τα εκλογικά δικαιώματα. Κυκλοφόρησαν επτά τεύχη μέχρι τον Ιούνιο του 1914 που αναγκάστηκαν να διακόψουν την έκδοση λόγω του ξεσπάσματος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Δυο από τα επτά φύλλα κατασχέθηκαν. Ξανακυκλοφόρησε μετά την επανάσταση του Φλεβάρη

Μέσα από αυτή τη συγκεκριμένη παρέμβαση στις γυναίκες, το Μπολσεβίκικο κόμμα βρέθηκε σε πολύ καλύτερη θέση όταν ξέσπασε η επανάσταση στη Ρωσία. Βοήθησε σημαντικά και η θέση που είχε υιοθετήσει ενάντια στον ιμπεριαλιστικό Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Αυτή τη φορά οι Ρωσίδες φεμινίστριες πέρασαν στο αντίπαλο στρατόπεδο: όχι μόνο στήριξαν τις πολεμικές επιχειρήσεις του τσάρου, αλλά είχαν προσπαθήσει -χωρίς επιτυχία- να οργανώσουν σώμα γυναικών στο μέτωπο, πιστεύοντας ότι έτσι θα βελτιωνόταν η εικόνα της γυναίκας στην κοινωνία![10] Στα πρώτα βήματα της επανάστασης κάποιες στήριξαν την προσωρινή κυβέρνηση. Σύντομα όμως αποδείχτηκε ότι οι μεταρρυθμίσεις του Κερένσκι ήταν λιγοστές και άτολμες (όπως και η κυβέρνησή του)[11].

Γυναίκες και επανάσταση

Για την επαναστατική κυβέρνηση, η κατάληψη της εξουσίας από τα εργατικά συμβούλια τον Οχτώβρη του ‘17 ήταν μόνο η αρχή για την οικοδόμηση μιας διαφορετικής κοινωνίας. Για να μπορεί «να κυβερνάει η κάθε μαγείρισσα», όπως χαρακτηριστικά είχε πει ο Λένιν για να περιγράψει τη δυναμική της αυτενέργειας των απλών ανθρώπων, χρειαζόταν να απαλλαγεί από την καταπίεση.

Ήδη οι γυναίκες έπαιζαν βασικό ρόλο στην παραγωγή, ήταν σχεδόν η μισή ενεργή εργατική τάξη. Πολλές εργάτριες είχαν οργανωθεί στο κόμμα των Μπολσεβίκων, σημαντική αλλαγή από το 1905, που είχε επηρεάσει θετικά και την αυτοπεποίθησή τους[12]. Η απελευθέρωση όμως ήταν πιο δύσκολη υπόθεση. Χρειαζόταν να σπάσουν όχι μόνο παρωχημένες ιδέες στα μυαλά του κόσμου αλλά πραγματικά δεσμά, θεσμοί αιώνων που φόρτωναν τη γυναίκα με διπλά και πολλαπλά βάρη και την κρατούσαν δέσμια σε κατώτερη θέση.

Αρκετά αργότερα ο Τρότσκι έγραψε: «Η θέση της γυναίκας είναι ο πιο παραστατικός και εκφραστικός δείκτης για εκτίμηση της κοινωνικής επανάστασης και της κρατικής πολιτικής. Η Οχτωβριανή επανάσταση επέγραψε πάνω στη σημαία της τη χειραφέτηση του γυναικείου φύλου και δημιούργησε την πιο προοδευτική νομοθεσία στην ιστορία για το γάμο και την οικογένεια.»[13]

Πράγματι, η κυβέρνηση των Μπολσεβίκων ξεκίνησε από τα νομοθετικά: Λίγες βδομάδες μετά την Οχτωβριανή επανάσταση, με διάταγμα καθιερώθηκε ο πολιτικός γάμος σαν υποχρεωτικός (με απλή δήλωση στο ληξιαρχείο), δίνοντας μάλιστα το δικαίωμα επιλογής του επωνύμου (του άντρα ή της γυναίκας – ο Τρότσκι επέλεξε το όνομα της γυναίκας του, Ναταλίας Σεντόφ). Επίσης το αυτόματο (μονομερές) διαζύγιο, η αναγνώριση και προστασία της μητρότητας μέσα στο γάμο αλλά και εκτός, όπως στους λεγόμενους «de facto» γάμους – συμβιώσεις, με χορήγηση αδειών και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Δόθηκε το δικαίωμα καθολικής ψήφου, καθιερώθηκε η ισότητα στην εργασία και στους μισθούς[14]. Με αντίστοιχο διάταγμα (1920) νομιμοποιήθηκαν οι εκτρώσεις χωρίς όρους και προϋποθέσεις και μάλιστα δωρεάν στα δημόσια νοσοκομεία.

Με τον Οικογενειακό κώδικα του 1918 καταργήθηκαν τα αδικήματα της μοιχείας, της αιμομιξίας και της ομοφυλοφιλίας. Αναφέρονται τουλάχιστον δυο ανοιχτά ομοφυλόφιλοι άντρες σε κυβερνητικές θέσεις (Γκιόργκι Τσιτσέριν στο Υπουργείο Εξωτερικών και Γκριγκόρι Μπάτκις, Ινστιτούτο Κοινωνικής Υγιεινής, συγγραφέας του «Η σεξουαλική επανάσταση στη Ρωσία», 1925). Ο Νταν Χίλι γράφει ότι οι λεσβίες ήταν αποδεκτές, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Λεβ Ρόζενσταϊν, διευθυντή του Ινστιτούτου για την Νευροψυχιατρική Προφύλαξη στην Μόσχα, που κάλεσε «ένστολες Λεσβίες, γυναίκες της πολιτοφυλακής και του Κόκκινου Στρατού, να μιλήσουν στους φοιτητές για την ζωή τους» και ανακοίνωσε ότι «οι γυναίκες στην Σοβιετική Ρωσία μπορούν νόμιμα να πάρουν ονόματα ανδρών και να ζήσουν σαν άντρες»[15]. Κάποιες γυναίκες κατατάχτηκαν και πολέμησαν στον εμφύλιο με τον Κόκκινο Στρατό, λιγότερο στο ένοπλο τμήμα[16], πιο πολύ στην προπαγάνδα, στο νοσηλευτικό και στη μυστική υπηρεσία. Την ίδια εποχή εμφανίζεται στη Ρωσία το στιλ “apash” -νεαρές γυναίκες που υιοθετούσαν το στιλ των ανδρών χούλιγκαν της εποχής: μακρύ παλτό, κοντά μαλλιά, μπερέ και σφιχτή ζώνη. Οι γυναίκες αυτές ενίοτε συνέχιζαν να αυτοπροσδιορίζονται ως γυναίκες αλλά άλλες φορές χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά ανδρικούς προσδιορισμούς για τον εαυτό τους. Το cross-dressing ήταν κάτι σχετικά συνηθισμένο.[17]

Η επαναστατική Ρωσία παραχώρησε απλόχερα και χωρίς όρους και προϋποθέσεις δημοκρατικά δικαιώματα που στις αστικές δημοκρατίες της Δύσης χρειάστηκαν δεκαετίες για να κατακτηθούν (ουσιαστικά με το γυναικείο κίνημα του Μάη του ’68 και την εξέγερση του Stonewall). Η θέση της κυβέρνησης ήταν ότι τα δικαιώματα αυτά ενίσχυαν την δυνατότητα των πολιτών να έχουν επιλογή πάνω στο σώμα τους και την κοινωνικότητά τους, και αυτό ήταν απόλυτα συμβατό με το πρόταγμα για την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Σε σχέση με τις γυναίκες, η πολιτική δεν είχε καθόλου να κάνει με κάποια φιλελεύθερη διάθεση των Μπολσεβίκων, αλλά με το σπάσιμο της υλικής βάσης της γυναικείας καταπίεσης και σ’ αυτήν η πυρηνική οικογένεια κατείχε κεντρικό ρόλο. Ήταν ο θεσμός που κρατούσε τις γυναίκες δεμένες με το νοικοκυριό, το μεγάλωμα των παιδιών αλλά και με τις κοινωνικές και ατομικές συμβάσεις της αστικής ηθικής. Τα μέτρα της σοβιετικής κυβέρνησης επιχείρησαν να χτυπήσουν τα θεμέλια της πυρηνικής οικογένειας: να ελαφρύνουν τις εργάτριες από το φορτίο της δουλειάς στο σπίτι και να ελευθερώσουν το χρόνο τους για συμμετοχή στα κοινά. Εκεί στόχευε η μεταφορά πόρων από την κατάργηση των κληρονομικών δικαιωμάτων στη χρηματοδότηση κρατικών θεσμών και κοινοτικών υπηρεσιών που αναλάμβαναν το μαγείρεμα, το πλύσιμο, το ράψιμο αλλά και τη φροντίδα των παιδιών. Η χρήση των υπηρεσιών δεν ήταν υποχρεωτική, ωστόσο άνοιγε δυνατότητες για μια διαφορετική οργάνωση του ελεύθερου χρόνου, της κοινωνικότητας, του έρωτα, της σεξουαλικότητας. Ο Λένιν, ο Τρότσκι και κύρια η Αλεξάνδρα Κολλοντάι έδωσαν βαρύτητα στην εξήγηση αυτών των αναγκαίων τομών. Η Κολλοντάι χαρακτηριστικά έλεγε: «Ο διαχωρισμός της κουζίνας από τον γάμο δεν είναι λιγότερο σημαντικός από τον διαχωρισμό εκκλησίας – κράτους…»[18]. Η πολιτική της κυβέρνησης στο ζήτημα της κατοικίας βρισκόταν στην ίδια κατεύθυνση. Οι ξενώνες και οι κοινοτικές (communal) πολυκατοικίες όπου συστεγάζονταν οικογένειες αλλά και εργένηδες-ισες πολλαπλασιάστηκαν μέσα στα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση. Ήταν κτήρια λιτά σε εμφάνιση (τα νεόδμητα τουλάχιστον) αλλά με επαρκές φως, κεντρική θέρμανση και κοινό πλυσταριό, ενίοτε με κοινό μαγειρείο-κουζίνα και τραπεζαρία. Η προσπάθεια ήταν οι οικιακές εργασίες να μεταφερθούν από τον προσωπικό – οικογενειακό προς τον δημόσιο χώρο. Αν αυτό σήμερα φαίνεται ουτοπικό, χρειάζεται να θυμηθεί κανείς ότι οι μεγάλοι αρχιτέκτονες του μοντερνισμού και στις Δυτικές χώρες[19] σχεδίαζαν τις εργατικές πολυκατοικίες με παρόμοιες αρχές.

Οι νομοθετικές ρυθμίσεις ωστόσο δεν ήταν αρκετές ώστε να αλλάξουν θεσμοί και βαρίδια αιώνων.  Δεν υπήρχε κανένας αυτόματος τρόπος ώστε μια κοινωνία με τις καθυστερήσεις της Ρωσίας να κινηθεί με τον τρόπο που έβαζε το επαναστατικό καθεστώς, πόσο μάλλον που το ποσοστό των γυναικών στα σοβιέτ, στα συνδικάτα, ακόμα και στο Μπολσεβίκικο κόμμα παρέμενε μικρό. Στην αγροτιά τα πράγματα ήταν χειρότερα. Σε ένα συνέδριο εργατών γης λίγο μετά την Οχτωβριανή επανάσταση, δεν συμμετείχε ούτε μια γυναίκα αντιπρόσωπος, και σε σχετική ερώτηση του Γκριγκόρι Ζινόβιεφ, η απάντηση που ήρθε έλεγε ότι «δεν είναι χώρος αυτός για γυναίκες διότι εδώ συζητάμε σοβαρά ζητήματα και βρίζουμε…»[20]. «Η απελευθέρωση των γυναικών της εργατικής τάξης είναι έργο των ίδιων», έλεγε ο Λένιν[21]. Οι επαναστάτριες έπρεπε να ανοιχτούν στις γυναίκες.

Τον Νοέμβρη του 1918 οργανώθηκε στην Αίθουσα των Συνδικάτων του Κρεμλίνου το πρώτο Παν-ρωσικό Συνέδριο των Εργαζόμενων γυναικών. Ήταν μια προσπάθεια της  κυβέρνησης να μετατρέψει σε πράξη τα επαναστατικά μέτρα και να επικοινωνήσει με τις μάζες των γυναικών από τη Βαλτική ως τη Σιβηρία. Την οργανωτική επιτροπή απάρτιζαν οι Ινέσα Αρμαντ, Α. Κολλοντάι, Κλάβδια Νικολάεβα και ο τότε γραμματέας των Μπολσεβίκων Γιάκοβ Σβερντλόφ. Η ανταπόκριση ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη. Περίμεναν τριακόσιες συνέδρους και τελικά ήρθαν 1047 γυναίκες αντιπρόσωποι –κυρίως εργάτριες, φορούσαν κόκκινα μαντήλια, προβιές, πολύχρωμες τοπικές ενδυμασίες, στρατιωτικά αμπέχονα, φώναζαν και μιλούσαν αδιάκοπα.

Έγιναν αναλύσεις των θέσεων της κυβέρνησης για τη θέση της γυναίκας, τα νέα διατάγματα, την οικογένεια στο κομμουνιστικό κράτος, ενώ συχνά οι ομιλήτριες διακόπτονταν από κραυγές όπως «εμείς δεν θα παρατήσουμε τα παιδιά μας!»[22] , εννοώντας ότι κάποια από τα κυβερνητικά μέτρα τους φαίνονταν υπερβολικά. Η ομιλία του Λένιν έκανε τεράστια αίσθηση. Για πρώτη φορά στην ιστορία αρχηγός κράτους έκανε παρέμβαση για το γυναικείο ζήτημα. Προφανώς ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι δεν άλλαξαν γνώμη υπέρ αυτόνομων γυναικείων οργανώσεων. Είχαν όμως τη συγκυρία και τον κρατικό μηχανισμό με το μέρος τους και κατανοούσαν ότι έπρεπε να κερδίσουν τον γυναικείο πληθυσμό της Ρωσίας στο στρατηγικό τους σχέδιο. Αυτή η πολιτική πρόταση χρειαζόταν μια ζωντανή συλλογικότητα.

Το Ζενοτντέλ

Το Ζενοτντέλ (Γραφείο Γυναικών), συγκροτήθηκε με στόχο να οργανώσει τη δουλειά για το γυναικείο, να μεταφέρει την στρατηγική της σοβιετικής κυβέρνησης σε κάθε γωνιά της Ρωσίας και να πείσει τις γυναίκες να το κάνουν πραγματικότητα. Πρώτη επικεφαλής εκλέχτηκε η Ινέσα Αρμάντ (μετά το θάνατό της το 1920, αντικαταστάθηκε από την Κολλοντάι). Πλαισιωνόταν από ένα δίκτυο γυναικείων στελεχών και ομάδες εθελοντριών σε τοπικά γραφεία στις μεγάλες πόλεις. Κάθε χώρος είχε να εκλέξει αντιπροσώπους για μια θητεία στο Ζενοτντέλ (κατά το πρότυπο των σοβιέτ). Οι εκλεγμένες συμμετείχαν στις κεντρικές συνεδριάσεις και μετέφεραν την εμπειρία τους πίσω στους χώρους τους. Αυτή η διαδικασία ήταν πολύ σημαντική, καθώς οι γυναίκες δεν έπαιρναν συχνά το λόγο σε δημόσιες συζητήσεις, ακόμα κι όταν είχαν πολλά να πουν (κάτι που δυστυχώς ισχύει μέχρι σήμερα). Σταδιακά ξεπερνούσαν τον φόβο και τις αναστολές που συχνά καθηλώνουν πολλές γυναίκες στη σιωπή και εκπαιδεύτηκαν στον δημόσιο λόγο.

Οργανώθηκαν προπαγανδιστικές αποστολές με τρένα και πλοία, αρχικά για την υποστήριξη του Κόκκινου Στρατού στον εμφύλιο που είχε ξεσπάσει, με αποτέλεσμα το κέρδισμα χιλιάδων γυναικών στα μετόπισθεν και στην πρώτη γραμμή. Το σύνθημα ήταν «να πάμε στο λαό», εκεί που αυτός ζούσε: στους χώρους δουλειάς, στα σπίτια, στα δημόσια λουτρά, ακόμη και στα τζαμιά. Έτσι χιλιάδες γυναίκες κάθε φυλής και θρησκείας συμμετείχαν σε συνελεύσεις και ήρθαν σε επαφή με τις κομμουνιστικές ιδέες. Αναφέρονται περιστατικά γυναικών που έσχιζαν επιδεικτικά τις μαντήλες τους σε δημόσιους χώρους, σαν ένδειξη χειραφέτησης ενάντια στη θρησκευτική τους παράδοση![23] Αυτό ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής τους εξέλιξης μέσα από την παρέμβαση στην κοινωνία και όχι πατρονάρισμα από τις Μπολσεβίκες.

Σημαντική αποστολή ήταν η καταπολέμηση του αναλφαβητισμού που στις γυναίκες έφτανε σε τρομακτικά επίπεδα. Μέλη των Μπολσεβίκων με εμπειρία στην εκπαίδευση, όπως η Νάντια Κρούπσκαγια που είχε διδάξει παλιότερα, έπαιξαν κεντρικό ρόλο στα μαθήματα που οργανώθηκαν για ενήλικες.

Η «Κομμουνίστρια» ήταν το μηνιαίο περιοδικό του Ζενοτντέλ. Αναφέρονται 18 περιοδικές εκδόσεις με συνολική κυκλοφορία που έφτανε 670,000 φύλλα[24].

Το Ζενοτντέλ δεν είχε μόνο συμπάθειες. Στις απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές υπήρξαν περιπτώσεις που στελέχη του καταδιώχτηκαν ή και δολοφονήθηκαν, κυρίως από άντρες που εξοργίζονταν όταν έβλεπαν τη σύντροφό τους να κερδίζεται στην ενεργό πολιτική και το θεωρούσαν απώλεια για τη δική τους οικογένεια/σχέση και για τον τρόπο ζωής που είχαν συνηθίσει. Κάποιες γυναίκες έγιναν αποδέκτες της χειρότερης βίας για αυτή τους την επιλογή. Επικριτές του Ζενοτντέλ υπήρχαν και μέσα στο Μπολσεβίκικο κόμμα, που το θεωρούσαν αποπροσανατολισμό σε σχέση με μια προηγούμενη πολεμική θέση που αναφερόταν στην ενότητα ανδρών και γυναικών της εργατικής τάξης. Είναι μια λαθεμένη κριτική κατά τη γνώμη μας. Το εγχείρημα του Ζενοτντέλ ήταν τεράστιο ποιοτικό βήμα από την γενικολογία περί ενότητας της εργατικής τάξης προς την απόπειρα να γίνουν οι γυναίκες ενεργά επαναστατικά υποκείμενα μέσα στα όργανα της σοβιετικής εξουσίας.

Τελικά όμως η τύχη του εγχειρήματος της γυναικείας χειραφέτησης στη Ρωσία κρίθηκε από πολύ πιο σκληρούς παράγοντες, από την εξέλιξη της εργατικής εξουσίας μέσα στο πρώτο σοβιετικό κράτος:

Η Ρώσικη κοινωνία βγήκε από τον εμφύλιο με διαλυμένη την οικονομία (στο τέλος του 1920 η βιομηχανική παραγωγή είχε κατρακυλήσει στο 20% αυτής του 1914) αποδιοργανωμένα τα εργατικά συμβούλια, και με 9 εκατομμύρια νεκρούς (υπολογίζοντας θανάτους από κρύο, ασθένειες και κακουχίες)  που προέρχονταν κυρίως από τις πόλεις και από το προλεταριάτο, την κοινωνική δύναμη που θα μπορούσε να κάνει πραγματικότητα τα επαναστατικά μέτρα της σοβιετικής κυβέρνησης. Τον Πολεμικό Κομμουνισμό ακολούθησε η Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ), η οποία αποτελούσε αναγκαστική υποχώρηση και τα μέτρα της οποίας οδήγησαν σε άνοδο της ανεργίας, με πρώτα θύματα τις γυναίκες που το 1923 αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία των ανέργων. Το Ζενοντέλ πρότεινε «θετική διάκριση» για τις γυναίκες σε περίπτωση απολύσεων, αλλά αυτό δεν έγινε αποδεκτό[25]. Τα φιλόδοξα σχέδια για εκτεταμένες κοινοτικές υπηρεσίες ξέμειναν από χρηματοδότηση. Ο νόμος που προέβλεπε ίση αμοιβή για ίση εργασία έμεινε στα χαρτιά και αντί για την οικονομική αυτονομία, οι γυναίκες βρέθηκαν να εξαρτώνται περισσότερο από τους άντρες. Συνακόλουθα, το αυτόματο διαζύγιο μετατράπηκε από όπλο των καταπιεσμένων (γυναικών) σε πλεονέκτημα των ισχυρότερων (ανδρών) κατά των γυναικών. Εκατομμύρια παιδιά εγκαταλελειμμένα από τους γονείς τους (besprizorniki), τριγύριζαν άστεγα στις φτωχογειτονιές των μεγαλουπόλεων. Το 1921 επανάκαμψε το φαινόμενο της πορνείας, το οποίο είχε περιοριστεί τα πρώτα χρόνια μέσα από συστηματική καμπάνια και στήριξη των εκδιδόμενων γυναικών. Στην ύπαιθρο τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα: Η προοπτική ανεξαρτησίας των γυναικών έγινε εφιάλτης για τα μικρά αγροτικά νοικοκυριά που είχαν μάθει να επιβιώνουν σε οικογενειακή βάση.

Η πυρηνική οικογένεια δοκιμάστηκε κυρίως σαν ιδεολογικό κέλυφος (ρομαντικός έρωτας, μονογαμία, κοινωνική αποδοχή) αλλά τελικά άντεξε σαν θεσμός γιατί παρέμεινε το ατομικό καταφύγιο για τους άντρες και τις γυναίκες.

Η αντεπανάσταση

Σε όλη τη δεκαετία του ’20, μέσα στη Ρωσική κοινωνία συνυπήρχαν τα προοδευτικά βήματα με τα πισωγυρίσματα, καθώς η εξέλιξη της επανάστασης βρισκόταν σε διαδικασία διαπάλης, παιζόταν μέσα στο ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η επικράτηση του Σταλινισμού και η πολιτική που εφαρμόστηκε από το 1930 και μετά (βίαιη κολεκτιβοποίηση, πεντάχρονα πλάνα, σταχανοβισμός στην παραγωγή και καταστολή κάθε αντιπολίτευσης) συνιστούν κατά  τη γνώμη μας μια αντεπανάσταση που ανέτρεψε πλήρως τις περισσότερες κατακτήσεις που είχε κερδίσει η εργατική τάξη της Ρωσίας.

Σε σχέση με τα δικαιώματα των γυναικών, οι αμβλώσεις απαγορεύτηκαν με νόμο το 1936, ενώ το διαζύγιο έγινε δυσκολότερο και εξαιρετικά δαπανηρό (με δικαστικό παράβολο που κλιμακωνόταν από το πρώτο διαζύγιο στο επόμενο κ.ο.κ!). Με τα πεντάχρονα πλάνα οι εργάτριες επέστρεψαν μαζικά στην παραγωγή αλλά οι περισσότερες θέσεις εργασίας άνοιξαν στη βαριά βιομηχανία και η ισότητα με τους άντρες εφαρμόστηκε προς τα κάτω. Ο αναδυόμενος κρατικός καπιταλισμός χρειαζόταν την πυρηνική οικογένεια και όχι την απελευθέρωση ούτε τους κοινωνικούς πειραματισμούς της δεκαετίας του ’20, γι’ αυτό ενθάρρυνε τον κονφορμισμό, βράβευε τις πολύτεκνες γυναίκες και επέκρινε τις άτεκνες. Το Ζενοτντέλ διαλύθηκε το 1930 (ειρωνικά στην επέτειο της διεθνούς μέρας της γυναίκας) με δήλωση του Στάλιν ότι «είχε εκπληρώσει τους στόχους του για τη θέση των γυναικών»! Το 1934 η ομοφυλοφιλία θεωρήθηκε αδίκημα με ποινή έως 8 χρόνια φυλάκισης και ξεκίνησαν καμπάνιες ενάντια στην έκλυση των ηθών, και τη μοιχεία!

 

Αντί επιλόγου

Η πολιτική των Μπολσεβίκων στο έμφυλο ζήτημα και τα μέτρα της Οχτωβριανής επανάστασης έχουν δεχτεί κριτικές από διαφορετικές πλευρές. Κομμάτια του φεμινισμού τα εκμηδενίζουν, θεωρώντας τα απρόθυμες προσπάθειες να αντιμετωπιστεί η γυναικεία καταπίεση, συχνά ξεπέφτοντας σε ψυχολογικές ερμηνείες με βάση αποσπασματικές δηλώσεις συγκεκριμένων Μπολσεβίκων ηγετών. Παρόμοια είναι η αντίληψη ότι στη Σοβιετική Ρωσία δεν υπήρχε ενδιαφέρον για τα έμφυλα ζητήματα, αλλά μόνο για την ανάπτυξη της κρατικής οικονομίας. Αγνοούν έτσι ένα ολόκληρο κοινωνικό όραμα για το οποίο πάλεψαν χιλιάδες άντρες και γυναίκες.

Από μια διαφορετική πλευρά έχουν εκφραστεί και επικρίσεις για «αχαλίνωτη σεξουαλική επανάσταση και χυδαίο υλισμό» που χρεώνονται στη μαρξιστική παράδοση του ιστορικού υλισμού. Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται και δεξιές κριτικές που ευδοκίμησαν στον Δυτικό κόσμο και στη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου κύρια κατηγορούσαν την πρώην ΕΣΣΔ σαν μια κοινωνία ακόλαστη, που «διέλυσε την οικογένεια, τη θρησκεία» κλπ. Ωστόσο η θεώρηση ότι η σταλινική αντεπανάσταση λειτούργησε σαν κάποιου είδους «διορθωτική κίνηση» απέναντι στη φρενίτιδα της επανάστασης είναι ολότελα λαθεμένη. Είναι θλιβερό ότι κομμάτια της αριστεράς ακόμη και σήμερα αναπαράγουν απόψεις νοσταλγίας της κανονικότητας και υποτίμησης των σύγχρονων κινημάτων απελευθέρωσης  χαρακτηρίζοντάς τα ειρωνικά «δικαιωματισμό». Χρειάζεται να θυμίσουμε ότι η σεξιστική καταπίεση αποτελεί πραγματική διάκριση μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, που διαιρεί την εργατική τάξη, στερεί στοιχειώδη δικαιώματα από τα καταπιεσμένα κομμάτια της και δημιουργεί αποδιοπομπαίους τράγους. Η αριστερά οφείλει να βρίσκεται στο πλευρό των καταπιεσμένων.

Στο διάστημα  του μεσοπολέμου, κινήσεις σεξουαλικής χειραφέτησης είχαν αναπτυχθεί διεθνώς, από το Βερολίνο και το Ινστιτούτο Σεξουαλικής έρευνας του Μάγκνους Χίρσφελντ (με το οποίο η επαναστατική κυβέρνηση της Ρωσίας είχε σταθερή συνεργασία), μέχρι την προοδευτική περίοδο του Βίλχελμ Ράιχ σε σχέση με τη σεξουαλικότητα. Η επαναστατική Ρωσία όχι μόνο κράτησε την πιο «ανοιχτόμυαλη» στάση, αλλά έκανε έμπρακτα βήματα για να εκλείψει η σεξιστική καταπίεση.

Η κριτική μιας ολόκληρης επαναστατικής προσπάθειας για τη χειραφέτηση των γυναικών δεν μπορεί να ανάγεται σε ηθικολογία και κώδικες κοινωνικής συμπεριφοράς, ούτε να μένει σε ιδεαλιστικό επίπεδο. Ο αντίκτυπος των μέτρων στην προσωπική ζωή και τις ατομικές σχέσεις εξαρτάται όχι μόνο από τις αντιλήψεις που κουβαλάει ο καθένας και η καθεμιά από το παρελθόν, αλλά από τη  γενικότερη οικονομική και πολιτική κατάσταση, την πορεία της επαναστατικής διαδικασίας και το πώς στέκεται κανείς απέναντι στις αλλαγές που βρίσκονταν σε εξέλιξη. Εκεί χάθηκε η ρωσική επανάσταση και συνακόλουθα η απελευθέρωση. Άποψη για την κοινωνική οργάνωση υπήρχε, δεν υπήρχε όμως μία μοναδική απάντηση ούτε για το προς τα πού βάδιζε το πρώτο σοβιετικό κράτος, αλλά ούτε για το πώς θα την οργάνωνε και θα την ζούσε ο καθένας στην προσωπική του ζωή, παρά μόνο μια ηθική πυξίδα. Στο μυθιστόρημα της Κολλοντάι «Ο έρωτας των εργατριών μελισσών», η ηρωίδα Βασιλίσα Μαλιγκίνα ταλαντεύεται ανάμεσα στα κοινωνικά ήθη της εποχής και τις αλλαγές που έφερνε η σοβιετική επανάσταση στην καθημερινότητα της εργατικής τάξης, στις σχέσεις, στο γάμο, στη σεξουαλική ζωή και τελικά χαράζει διαφορετικά κριτήρια και αξίες. Η ίδια η Κολλοντάι, παρά τις μετέπειτα συγκρούσεις με τους Μπολσεβίκους (και συμβιβασμούς), αποτιμά την περίοδο που υπηρέτησε το γυναικείο ζήτημα σαν την πιο δημιουργική περίοδο της ζωής της[26]. Μεγάλη αξία έχουν επίσης τα κείμενα του Τρότσκι «Προβλήματα της καθημερινής ζωής» που εκφράζουν το μεταίχμιο στο οποίο βρισκόταν η επαναστατική Ρωσία[27].

Σήμερα οι γυναίκες σε όλο τον κόσμο βρίσκονται αντιμέτωπες με επιθέσεις στις κατακτήσεις τους και με τη σεξιστική ιδεολογία που δίνει κάλυψη σ’ αυτές τις επιθέσεις. Ωστόσο αντιστέκονται, βρίσκονται στους δρόμους, από τη Βραζιλία του Μπολσονάρου μέχρι την Αμερική του Τραμπ, την Πολωνία, την Ισπανία, την Ελλάδα. Στους αγώνες για την υπεράσπιση των αμβλώσεων, ενάντια στον σεξισμό και την ομοφοβία, η αναφορά στη στάση και τα μέτρα της επαναστατικής Ρωσίας αποτελεί πηγή έμπνευσης. Υπήρξαν η πρώτη σοβαρή προσπάθεια να δοθεί τέλος στην έμφυλη καταπίεση και τις συνέπειές της στην καθημερινή ζωή των ανδρών και των γυναικών, σαν μέρος της διαδικασίας συνολικής απελευθέρωσης της κοινωνίας, και σαν τέτοια αξίζουν κάθετη υπεράσπιση.

 

[1]  Λέον Τρότσκι, Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης, Εκδόσεις Αλλαγή, 1984. Τόμος Ι, σελ. 101

[2] Richard Stites, The women’s liberation movement in Russia (1860-1930), Princeton University Press, 1978.

[3] Jane Macdermid and Anna Hillyar, Midwives of the revolution, Verso 1999, σελ. 33

[4] Alexandra Kollontai https://www.marxists.org/archive/kollonta/1919/history.htm

[5] Η «Ένωση Γυναικών για ίσα δικαιώματα» από το 1905 μέχρι το 1906 αύξησε τα μέλη της από 30 σε 8000. Jane Macdermid and Anna Hillyar, οπ.π. σελ. 42.

[6] Rothschild-Goldberg, The Russian Women’s Movement: 1859–1917, Ph.D. Thesis, University of Rochester, 1976, αναφέρεται στο Tony Cliff “Class Struggle and Women’s Liberation”, http://www.marxists.de/gender/cliff/06-marxrus.htm

[7] Jane Macdermid and Anna Hillyar, οπ.π. σελ. 33-34

[8] Alexandra Kollontai «The Social Basis of the Woman Question», https://www.marxists.org/archive/kollonta/1909/social-basis.htm (δεν έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά)

[9] Εκείνο το διάστημα τα περισσότερα στελέχη των Μπολσεβίκων βρίσκονταν στο εξωτερικό λόγω καταστολής

[10] Jane Macdermid and Anna Hillyar, οπ.π. σελ. 179-180

[11] Jane Macdermid and Anna Hillyar, οπ.π. σελ. 179-180

[12] Jane Macdermid and Anna Hillyar, οπ.π. σελ. 82

[13] Leon Trotski, Writings 1937-38, Pathfinder Press, New York, 1970, σελ.129.

[14] Richard Stites, οπ.π. σελ. 366-70

[15] Dan Healey, Homosexual desire in revolutionary Russia, University of Chicago Press, 2001, σελ. 141

[16] Ο Stites αναφέρει 73,858 γυναίκες, από τις οποίες 1,854 έχασαν τη ζωή τους.

[17] https://ourbabadoesntsayfairytales.wordpress.com/2017/06/18/το-φυλο-στην-μεγάλη-αναταραχη

[18] Αναφέρεται στο Tony Cliff, οπ.π.

[19] Π.χ. Le Corbusier, κίνημα Bauhaus κ.α.

[20] Αναφέρεται από τις Jane Macdermid and Anna Hillyar, οπ.π. σελ. 195-196

[21] Lenin, on the emancipation of women, Progress Publishers, 1977, σελ.72

[22] Richard Stites, οπ.π. σελ. 330

[23] Richard Stites, οπ.π. σελ. 340

[24] Richard Stites, οπ.π. σελ. 336

[25] C.E.Hayden, Russian history III:2, 1976, αναφέρεται στον Tony Cliff οπ.π.

[26] Cathy Porter – Alexandra Kollontai: A Biography, Merlin Press, 2013

[27] Κολλοντάι, «Ο έρωτας των εργατριών μελισσών», Ελεύθερος Τύπος, 1980. Τρότσκι, «Προβλήματα της καθημερινής ζωής», Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2007