Το κοινωνικο-πολιτισμικό φαινόμενο της ρωσικής επαναστατικής υποκουλτούρας

(αποσπάσματα)

 

Στη σύγχρονη βιβλιογραφία συναντάμε την άποψη ότι δεν γίνεται πουθενά λόγος για την επιρροή του ΚΣΕ (Κόμμα Σοσιαλεπαναστατών, ΠCΡ) στο αγροτικό κίνημα και στα χρόνια της πρώτης ρωσικής επανάστασης, αλλά ούτε και στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου των ετών 1918-1921, ή ότι -σε εξαιρετικές περιπτώσεις- αυτή η επιρροή έχει περιοριστεί στο ελάχιστο: εσέροι-αγρότες έγιναν επικεφαλής στην πορεία της εξέγερσης, όμως το κόμμα των σοσιαλεπαναστατών δεν ασκούσε επιρροή ούτε στην προετοιμασία, ούτε στην έναρξή της (μια και η εξέγερση ξέσπασε αυθόρμητα)[1].

…Φαίνεται πως ο ιστορικός που εγκλωβίστηκε στο μύθο του “Σύντομα μαθήματα ιστορίας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (β)”, όχι μόνο δεν βρίσκει την επιρροή τέτοιων πειθαρχημένων και συγκεντρωτικών κομμάτων, αλλά δεν βρίσκει καν τα κόμματα αυτά στη Ρωσία κατά την επανάσταση του 1905-1907 (τόσο κατά τη διάρκεια, όσο και μετά από αυτήν) γιατί απλούστατα δεν υφίσταντο στην ιστορική πραγματικότητα.

…Η πρώτη ρωσική επανάσταση μπορεί δικαίως να θεωρηθεί ως “η στιγμή της αλήθειας” για τα νέα ρωσικά κόμματα, καθώς για πρώτη φορά στην πορεία της απέκτησαν τη δυνατότητα να βγουν από την αφάνεια και να συναντηθούν με τις μάζες, κι επίσης να καλλιεργήσουν ορισμένες συνθήκες για μια ευρεία κομματική συγκρότηση. Ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτές οι συνθήκες στην καλύτερη περίπτωση μπορούν μόλις κατά το ήμισυ να θεωρηθούν νόμιμες, δεν απέτρεψαν γενικά τις συστηματικές συλλήψεις των επαναστατών και τις αποτυχίες των κομματικών οργανώσεων. Και πάλι όμως, παρά τους διωγμούς και τις συλλήψεις, όλα τα επαναστατικά κόμματα έγιναν μαζικά. Αυτό οδήγησε γενικά όχι μόνο στην ποσοτική αύξηση των κομμάτων –τώρα ήταν διαφορετικά από αυτά που υπήρχαν στην αρχή της επανάστασης.

 

…Πριν το 1ο Συνέδριο των εσέρων που διεξήχθη το Δεκέμβριο 1905-Ιανουάριο 1906, το κόμμα των εσέρων δεν είχε ούτε εγκεκριμένο πρόγραμμα, ούτε συστημένο καταστατικό, ούτε σταθερή συμμετοχή. Οι διάφοροι μελετητές εκτιμούν με διαφορετικό τρόπο ο καθένας τον αριθμό των μελών του, αλλά ακόμα και οι υψηλότεροι αριθμοί δεν ξεπερνούν τους 3.000 ανθρώπους[2]. Τα ενεργά μέλη του ΚΣΕ, σύμφωνα με τα λεγόμενα της Ε.Κ.Μπρέσκο-Μπρεσκόβσκαγια μετρούν “μερικές εκατοντάδες νεολαίων”, ενώ σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Μ.Ι.Λεονόφ, στη σφαίρα κομματικής επιρροής των εσέρων βρίσκονταν από 1,5 έως 2 χιλιάδες άνθρωποι, με κυριαρχία των διανοουμένων ανάμεσα στα ενεργά μέλη και στις ηγεσίες κάθε επιπέδου[3].

Ωστόσο υπήρχε η ΚΕ (Κεντρική Επιτροπή), η οποία, με τη συνδρομή του Ινστιτούτου των εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων, προσπάθησε να συντονίσει τις δραστηριότητες ενός ευρύτατου δικτύου τοπικών οργανώσεων, και ο Κεντρικός Κομματικός Τύπος, όπου ετίθεντο ζητήματα ιδεολογίας, τακτικής και κομματικής συγκρότησης. Είναι επίσης σημαντικό ότι εντός κι εκτός συνόρων της Ρωσίας εκδίδονταν εφημερίδες, μπροσούρες και φυλλάδια, που προορίζονταν για προπαγάνδα σε διάφορα στρώματα της κοινωνίας.

…Η διαδικασία μετατροπής του ΚΣΕ σε επαναστατικό κόμμα το οποίο συμφωνούσε λίγο έως πολύ με τα καθαυτά παραδοσιακά κριτήρια, άρχισε το 1905 κι έφτασε στο απόγειό του τον επόμενο χρόνο. Στο Ι Συνέδριο του ΚΣΕ αποφασίστηκε το καταστατικό, τα συγκεκριμένα κριτήρια συμμετοχής και οριοθετούνται εν πολλοίς οι εξουσίες όλων των μελών του κόμματος. Όμως πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή η διαδικασία δεν ολοκληρώθηκε και, όπως σωστά παρατήρησε ο Μ.Ι.Λεονόβ, “το ΚΣΕ ήταν πολύ χαλαρό από άποψη οργάνωσης, με όχι τόσο αυστηρή πειθαρχία και όχι τόσο ισχυρή αλληλεγγύη”[4].

…Αμέσως μετά την ήττα της επανάστασης 1905-1907 ήρθαν στην επιφάνεια παλιές διαμάχες πάνω στις αρχές της οικοδόμησης του κόμματος. Όλως παραδόξως η πρώτη ρωσική επανάσταση έδωσε επιχειρήματα τόσο στους υπέρμαχους των μαζικών κινημάτων οι οποίοι έδιναν βάση στην πανεθνική ένοπλη εξέγερση και επανάσταση τη στιγμή που έβλεπαν με σκεπτικισμό την τρομοκρατία, όσο και στην πλευρά που υποστήριζε την τακτική των τρομοκρατών οι οποίοι έβλεπαν μέχρι το τέλος της επανάστασης την τρομοκρατία ακριβώς ως ένα μέσο για την ανατροπή του τσαρισμού. Οι τελευταίοι δέχτηκαν σκληρή κριτική από την ηγεσία του κόμματος των εσέρων, παίρνοντας στην ουσία ως παράδειγμα το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα προκειμένου για την οικοδόμηση του κόμματος. Έτσι, ένας από τους υποστηρικτές της ομάδας “Πρωτοβουλίες των Μειονοτήτων” και ένας από τους συγγραφείς της “Επαναστατικής Σκέψης”, υποδεικνύοντας το 1908 ότι οι ιδέες του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος που δρα σε νόμιμες συνθήκες αποτελούσαν το θεμέλιο των οργανωτικών ιδεών των περισσότερων ρωσικών κομμάτων, διαπίστωσε ότι το να συνδυάζεις την οργάνωση διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων σε δημοκρατική βάση και την ανάγκη για υπόγεια δράση είναι εξαιρετικά πολύπλοκο ζήτημα. Οι εσέροι, κατά τη γνώμη του συγγραφέα, στόχευαν στην οικοδόμηση ενός μαζικού κόμματος σύμφωνα με το δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο, όμως βρέθηκαν μπροστά σε ένα άλυτο πρόβλημα. Πράγματι, εκτός από την οργάνωση του προλεταριάτου, το κόμμα των εσέρων αναλαμβάνει το πρόβλημα της αγροτικής οργάνωσης και της προετοιμασίας του για ένοπλη εξέγερση, αλλά αναλαμβάνει επίσης και τη διεξαγωγή ενός τρομοκρατικού αγώνα

…Ο Κ.R.Kocharovsky, πρώην μέλος της “Λαϊκής Θέλησης”, αναλύοντας τις αιτίες που οι εσέροι δεν μπόρεσαν να συγχρωτιστούν με το λαό και να νικήσουν τις ξενόφερτες για το ρωσικό λαό ιδέες της σοσιαλδημοκρατίας, έγραψε:

Οι σοσιαλεπαναστάτες μέσα σε πέντε χρόνια -στα χρόνια 1902–1906 πέτυχαν μεγάλες νίκες- κατέκτησαν σχεδόν όλη την αγροτιά (που την εκπροσωπούσαν ενσυνείδητα στοιχεία), τη μισή επαναστατική διανόηση, ένα σημαντικό μέρος του προλεταριάτου (οι μισοί από αυτούς ήταν στο Πέτρογκραντ), αλλά δεν κέρδισαν τη σοσιαλδημοκρατία τελικά. Και ο λόγος που δεν μπόρεσαν να το κάνουν είναι απλός, αλλά βαθύς: δεν αντιπαρέβαλλαν το δόγμα τους στο δόγμα των άλλων. Κέρδισαν απλά δύναμη από τις προσωπικότητες των στελεχών στις τάξεις τους, αμέτρητες και λαμπρές πνευματικές νίκες προσωπικοτήτων όπως η Μπρεσκόφσκαγια και ταλέντων όπως ο Τσερνοφ. Κέρδισαν την ανυπέρβλητη μαγεία της ηρωικής πολεμικής τακτικής τους: οι τρομοκράτες τους μπορούν να συγκριθούν με τους μαχητές αυτοκτονίας, το αίμα τους συγκλόνισε το λαό περισσότερο από όλα τα κόκκινα πανό και τις προκηρύξεις. Κέρδισαν το δικό τους αγροτικό πρόγραμμα στο οποίο το λαϊκό δόγμα ήταν πιο ώριμο και το οποίο εξέφραζε διαρκώς τα συμφέροντα και την αυτοσυνειδησία του αγροτικού λαού της Ρωσίας. Ωστόσο όλα αυτά ήταν μεμονωμένα κι αποσπασματικά στοιχεία: όλοι αυτοί αποτελούσαν ξεχωριστά άτομα, όλο αυτό ήταν μεμονωμένο -ακόμα και τα συμφωνημένα σημεία του προγράμματος-, όλο αυτό δεν συνιστούσε κάποιο ενιαίο σύνολο, δεν ήταν μια καινούρια εκδοχή του λαϊκισμού, ενός εξεγερμένου και νικηφόρου συνόλου, μια συνεκτική κοινωνική θρησκεία. Και μόνο κάτι τέτοιο θα μπορούσε να δώσει καθαρή νίκη στους ναρόντνικους, ακριβώς αυτό περίμενε και λαχταρούσε ο λαός- αυτό περιμένει και λαχταράει κάθε λαός στον κόσμο από το σοσιαλισμό[5].

 

…Κατά τη γνώμη μας οι αφορμές για αυτό που αντιμετώπιζε το ΚΣΕ στα χρόνια της επανάστασης του 1905-1907 – η εισροή στο κόμμα τυχαίων ανθρώπων, ο “επαναστατικός χουλιγκανισμός”, η χαλαρή πειθαρχία και συνείδηση (η λέξη ενσυνείδητος στα στόματα των εργατών της Αγ. Πετρούπολης αποκτά υποτιμητική-υβριστική σημασία μετά την επανάσταση διότι πολλοί συνδικαλιστικοί και κομματικοί λειτουργοί μεταξύ των εργαζομένων καταδικάστηκαν για κλοπή και υπεξαίρεση[6]), πρέπει να αναζητηθούν καταρχήν στις γενικότερες κοινωνικο-ψυχολογικές και πολιτικές συνθήκες στη Ρωσία αυτής της περιόδου. Το χαμηλό επίπεδο πολιτικής κουλτούρας στα κατώτερα στρώματα του πληθυσμού, που αφυπνίστηκαν ξαφνικά και ανοίχθηκαν στην πολιτική και στα κόμματα, έκανε αυτήν τη μάζα όχι και το καλύτερο υλικό για την οργανωτική συγκρότηση του κόμματος. Αυτή η αιφνίδια μετάβαση στην πολιτική και τα κόμματα, η οποία διέφερε από τη σταδιακή, αργή αφομοίωση των γερμανών εργατών στο SPD, δε συνέβαλε καθόλου στο σχηματισμό της κομματικής πειθαρχίας και πολιτικής συνείδησης, ούτε στην οικοδόμηση μιας δυνατής οργάνωσης, τη βάση της οποίας θα αποτελούσαν τελικά πλήθος κομματικών πυρήνων που αυτενεργούσαν. Το αποτέλεσμα του μετασχηματισμού ενός ακαλλιέργητου και αταίριαστου υλικού σε μαζική οργάνωση ήταν ένα: χαμηλό επίπεδο πολιτικής συνείδησης των μελών του, χαλαρή πειθαρχία, καταστροφική έλλειψη ικανοτήτων αυτοδιαχείρισης και ικανών κομματικών διευθυντών, αδυναμία κάθε οριζόντιας και κάθετης οργάνωσης κ.α. Υπό αυτό το πρίσμα, πολλά προβλήματα και αδυναμίες των εσερικών οργανώσεων μπορούν κάλλιστα να επεκταθούν σε όλα τα ρωσικά αντίπαλα κόμματα.

…Όμως πέραν από την οργανωτική κομματική δομή, πρέπει να αναφερθούμε και σε κάτι που παραδοσιακά ξεφεύγει από την οπτική των ιστορικών, πρόκειται για αυτό που θεωρούταν, ας πούμε, η ψυχή του “συνωμοτικού-ελιτιστικού οργανισμού”, η υποκουλτούρα του Ρώσου επαναστάτη, η οποία επέδρασσε σημαντικά στη δημιουργία των ρωσικών κομμάτων και χωρίς την κατανόηση της οποίας δεν είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε επαρκώς πολλά ρωσικά επαναστατικά κινήματα στην ιστορία και την αλληλοσυσχέτιση των ρωσικών επαναστατικών κομμάτων.

…Κατά τη γνώμη μας το χρονικό διάστημα στο οποίο υπήρξε η υποκουλτούρα του Ρώσου επαναστάτη, οριοθετείται από τη στιγμή που διαμορφώνεται στα τέλη της δεκαετίας του ’50 αρχές ’60 του 19ου αιώνα μέχρι τη βίαιη εξάλειψή της μαζί με τους φορείς της στο τέλος της δεκαετίας του ’30 του 20ου αιώνα (οι τελευταίες εστίες της έσβησαν κατά τη μετανάστευση). Είχε δίκιο ο ιστορικός Andre Liebig που έγραψε ότι “όταν η μενσεβικική <…> ‘Socialist Herald’ έπαψε να υπάρχει μετά την εξορία στην Αμερική το 1963, εξαφανίστηκε και ο τελευταίος κύκλος της διανόησης του 19ου αιώνα”[7]. Προσθέτουμε μόνο, ότι δεν εξαφανίστηκε απλώς η ρωσική διανόηση, αλλά η διανόηση-φορέας της υποκουλτούρας του ρώσου επαναστάτη.

…Χαρακτηριστική είναι και η αντιπαραβολή του V.M.Chernov με τον Β.Ι.Λένιν ως χαρισματικό ηγέτη και καθοδηγητή του κόμματός του, και με τον G.A.Gershuni – ως εκπροσώποι διαφόρων τύπων της ρωσικής επαναστατικής διανόησης[8]. Αλλά ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους σκοπούς της έρευνάς μας έχει το πρόχειρο σημείωμα του Chernov, όπου αντιπαραβάλλοντας τον εαυτό του με το Λένιν, μιλάει για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο:

Ο Λένιν και ο Chernov ως τύποι ήταν πράγματι ψυχολογικά και ηθικο-πολιτικά ισοδύναμοι μέσα στα κόμματα που εκπροσωπούσαν. Ήταν και οι δύο βαθιά πατριώτες. Όμως ήταν διαφορετικοί σε αυτό που ενσάρκωναν και, μπορούμε ακόμα να πούμε, οι εντελώς αντίθετες πλευρές του εθνικού ρωσικού χαρακτήρα[9].

Έχουμε πολλές αποδείξεις, για το πόσο πολύ διέφεραν οι σοσιαλιστές των διαφόρων κομμάτων ως προς την ιδιοσυγκρασία τους. Οι πιο λογικοί, επιφυλακτικοί, και αυτοί που έκλιναν περισσότερο στα λόγια παρά στην πράξη θεωρούνταν οι μενσεβίκοι στο επαναστατικό κίνημα[10]. Και οι πιο παράτολμοι και ριψοκίνδυνοι, με πιο ξεκάθαρη επαναστατική ιδεολογία θεωρούνταν (με φθίνουσα σειρά) οι αναρχικοί, οι μαξιμαλιστές, οι αριστεροί εσέροι, οι εσέροι και οι μπολσεβίκοι (το 1917 οι μπολσεβίκοι προς έκπληξη όλων έσπασαν όλα τα ρεκόρ). Οι τελευταίοι, εκτός των άλλων, διέφεραν φανατικά ως προς την αλαζονεία και το μίσος για “αυτούς που δεν είναι με το μέρος μας”. Αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα του μπολσεβικισμού το παρατήρησε το 1949 ο μενσεβίκος μετανάστης G.J.Aronson που θεώρησε πως “αυτό το μίσος ήταν η μαγιά για να αναδυθεί κατόπιν ο σταλινισμός”[11].

 

Υπήρχε όμως και μια άλλη τάση: άνθρωποι από διαφορετικά κόμματα, έλκονταν μεταξύ τους, αφού τους ένωνε η κοινή ιδέα, ο στόχος να ξεπεράσουν τα στενά κομματικά όρια. Ο Μ.Μ. Τσερνιάφσκι, που ήταν παρών στη συζήτηση μεταξύ των Σάβινκοβ και Πλεχάνοφ που έγινε το 1911 στο σπίτι του τελευταίου στο Σαν Ρέμο και είχε θέμα την αναγκαιότητα σύγκλισης των σοσιαλιστικών κομμάτων της Ρωσίας, θυμάται:

<…> όλο το βράδυ ένα ζήτημα βασάνιζε τη σκέψη μου: Τι είδους μαγνήτης ενώνει αυτούς του δυο εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους. Σε μένα ήταν πέρα για πέρα ξεκάθαρο ότι πρόκειται για ήρωες από δυο τελείως διαφορετικές όπερες αν και είχαν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά: και οι δυο ήταν επαναστάτες, άνθρωποι ταλαντούχοι με μεγάλο χαρακτήρα. Την ίδια στιγμή δεν θα μπορούσα να εκφράσω με λόγια που βρίσκεται αυτή η διαφορά. Το ότι ανήκουν σε διαφορετικά κόμματα δεν έχει την παραμικρή σημασία. Υπάρχουν στα διάφορα κόμματα πάρα πολλοί άνθρωποι που μοιάζουν μεταξύ τους σαν δυο καινούργια νομίσματα των πέντε καπικιών.

Ωστόσο, και μέσα στο κόμμα υπήρχε αρκετά μεγάλη ποικιλία «τύπων» που μερικές φορές είχαν πολύ μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ τους από ότι διέφεραν από τους συγγενικούς τους «τύπους» των άλλων κομμάτων. Έτσι, ως προς την ιδιοσυγκρασία, ένας από τους κυριότερους τύπους των εσέρων (ο αποφασιστικός και μαχητικός) ήταν κοντά στους μπολσεβίκους, ενώ ο άλλος τύπος, αυτός του διανοούμενου που εκφράζει την αγάπη του για το λαό, προκαλούσε την απόλυτη απόρριψη και περιφρόνηση των μπολσεβίκων. Στο πλαίσιο αυτό αξίζει να αναφερθούμε στην περιγραφή που έκανε σε αναφορά του για τον επιφανή Eσέρο Β. Μ. Ζενζίνοβ μυστικός συνεργάτης του Τμήματος Εξωτερικών Υποθέσεων της ГПУ[12] το 1922: «Τυπικό μέλος της Ντιρεκτόριας του Αυξέντιεβ[13] – άβουλος, αναποφάσιστος και χαζός <….> Ασταθής, κοντόφθαλμος στην πολιτική, τυπικός αναποφάσιστος ρώσος διανοούμενος. Όλα αυτά δεν τον εμποδίζουν να θεωρεί τον εαυτό του πραγματικό σοσιαλιστή. (η υπογράμμιση δική μας – Κ.Μ). Για τους κομμουνιστές που θεωρούσαν πως μόνο αυτοί δικαιούνται τον τίτλο του αληθινού ρώσου επαναστάτη και σοσιαλιστή, οι λέξεις «τυπικός αναποφάσιστος ρώσος διανοούμενος», αποτελούσαν σίγουρα καταδίκη για τον επαναστάτη και έθεταν υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα να «θεωρεί τον εαυτό του πραγματικό σοσιαλιστή». Πιθανώς ένας πολύ σημαντικός λόγος για να ««πιάσει ο καθένας τη γωνιά του»» στο κοινό κομματικό «δωμάτιο» ήταν η ιδιοσυγκρασία και η δύναμη της βούλησης του καθενός, o μεγαλύτερος ή μικρότερος ορθολογισμός ή, αντίθετα, η τάση για άμεση ενεργό δράση, ακόμη και μια τάση για εθελοντισμό κλπ. Έτσι στα χρόνια της επανάστασης του 1905-1907 από τους εσέρους αποχώρησαν οι μαξιμαλιστές, οι οποίοι από πολλές απόψεις θαύμασαν εκ των προτέρων τα πειράματα των μπολσεβίκων το 1917, και στα 1917 στο ΚΣΕ εκτός από τους κεντρώους εσέρους (τους καθαυτό εσέρους) εμφανίστηκαν και οι «αριστεροί εσέροι», συγγενείς ως προς την ιδιοσυγκρασία με τους μαξιμαλιστές και τους μπολσεβίκους, και οι «δεξιοί» εσέροι τύπου Ν. Ντ. Αυξέντιεβ, Β.Β. Ρούντνεβ, Ι.Ι. Φονταμίνσκι, Μ.Β. Βισνιάκ, οι οποίοι είχαν εντελώς διαφορετική φυσιογνωμία. Το 1921 ο Τσερνόφ θα πει στους «δεξιούς» εσέρους: στις μεταξύ μας σχέσεις είμαστε βάρβαροι που μιλάμε διαφορετικές γλώσσες.

Ήδη από το 1910 ο Τσερνόφ έλεγε μόνο για τους μαξιμαλιστές (τα ίδια θα μπορούσε να πει και δέκα χρόνια αργότερα για τους αριστερούς εσέρους):

Πολλά στοιχεία, που τα χαρακτηρίζει η ανυπόμονη, η έντονα επαναστατική και ασυμβίβαστη ιδιοσυγκρασία, τα οποία θα ήταν το πιο φυσικό να προσχωρήσουν στον αναρχισμό, εντάχτηκαν στις γραμμές του ΚΣΕ, το ηθικό και πολιτικό κύρος του οποίου είχε ανεβεί πολύ ψηλά στα μάτια του κοινού μετά από μια σειρά δυνατών ενεργειών.<…> Αυτοί ακριβώς αποτέλεσαν αργότερα στο κόμμα τις φυγόκεντρες δυνάμεις, οι οποίες δεν δημιούργησαν ξεχωριστή φράξια ή ακόμα και νέο κόμμα μόνο και μόνο γιατί τους έλειπαν οι ηγέτες.

Οι απόψεις και η υποκουλτούρα των «δεξιών» εσέρων δεν εξελίχθηκαν σε κάτι ολοκληρωμένο, ορισμένο σε χαρτί (παρά τον τεράστιο αριθμό άρθρων που γράφτηκαν από τους ίδιους στην εξορία). Αυτός φαίνεται να είναι ένας από τους λόγους που ούτε οι σύγχρονοι τους, ούτε οι ιστορικοί δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν και να εξηγήσουν τι ακριβώς αντιπροσωπεύει ο «δεξιός εσέρος». Στον καιρό του προσπάθησε να το κάνει ο Βισνιάκ, ο οποίος έδωσε έναν εκτενή, παθητικό και πολύ ασαφή ορισμό. Σύμφωνα με αυτόν,

Ο δεξιός εσέρος δεν είναι οπαδός των συνθημάτων «όλα ή τίποτα», «τώρα ή ποτέ», δεν απολυτοποιεί μια οποιαδήποτε αρχή που αποκλείει όλες τις άλλες, δεν είναι δογματικός, ούτε φανατικός, δεν έχει την αξίωση να θεωρείται αλάνθαστος.

Ο δεξιός εσέρος δεν έχει το πάθος της καταστροφής. Ο δεξιός εσέρος πιστεύει πως πρέπει «να ανοίγουμε τα μάτια των αντιπάλων και όχι να τους τα βγάζουμε». Ο δεξιός εσέρος εμπνέεται από την επιθυμία για ελευθερία, είναι παθιασμένος με την ελευθερία, όντας ναρόντνικος και ιδεαλιστής που αποδέχεται ότι οι κοινωνικές ανάγκες και στόχοι βρίσκονται ψηλότερα από τους προσωπικούς. «Ιδεολογικά ο δεξιός εσέρος θεωρεί τον εαυτό του ρεαλιστή» αναγνωρίζοντας και την «κατηγορική προσταγή» και τον κριτικό έλεγχο, μέσω του νου, όλων των πλευρών της ζωής. Ο δεξιός εσέρος είναι «πατριώτης χωρίς σωβινισμό», γνωρίζει που είναι η πατρίδα του, είναι όμως και διεθνιστής.

Σε αυτόν ωστόσο ανήκουν οι αράδες που με τον πιο ανάγλυφο τρόπο αποκαλύπτουν το φαινόμενο του «δεξιού εσερισμού». Ανακαλώντας στη μνήμη τις δεκαετίες του 20 και του 30 ο Βισνιάκ έγραφε:

Ένα από τα χαρακτηριστικά και ουσιώδη γνωρίσματα [της δεξιάς πτέρυγας του κόμματος] ήταν το ότι εμείς δεν είχαμε σαν αφετηρία τον σοσιαλισμό, σαν τη βάση των θεμελίων ή σαν ανώτατη και απόλυτη αξία, αλλά οδηγούμασταν προς αυτόν σαν προς το αποτέλεσμα, προς το συμπέρασμα, που λογικά και ιστορικά απορρέει από τον ανθρωπισμό, τον δημοκρατισμό, από την αγάπη για την ελευθερία, από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την κοινωνική δικαιοσύνη<…> ο σοσιαλισμός έπαψε να

είναι για μας αυτός ο καταστροφικός σοσιαλισμός, που χτίζει το νέο πάνω στην άρνηση και την αντίθεση σε κάθε τι που προϋπήρχε, που βρίσκεται σε ερειπωμένη κατάσταση<…> Το πνεύμα της καταστροφής αντικαταστάθηκε από τη θέληση για δημιουργικότητα, για δημιουργία. Η προτροπή στο μίσος , στην ταξική και εθνική πάλη – με έκκληση για αλληλεγγύη που προέρχεται από την τάξη και μέσω της αλληλεγγύης των εθνών θα οδηγήσει στην ανατολή της διεθνούς και πανανθρώπινης συνεργασίας.

Στο κόμμα των εσέρων διαμορφώθηκε ακόμα ένας τύπος εσέρου καθώς και μια πολύ συγκεκριμένη παραλλαγή εσέρικης υποκουλτούρας, που δεν μοιάζει με την βασική. Αυτή διαμορφώθηκε σταδιακά ανάμεσα στα μέλη της Μαχητικής Οργάνωσης του ΚΣΕ κατά τα έτη 1903-1905, όταν αυτά βίωναν εντελώς ασυνήθιστες καταστάσεις, τελείως διαφορετικές απο την καθημερινή ζωή των επονομαζόμενων «μαζικών» (των προπαγανδιστών, διαφωτιστών, τεχνικών, μελών επιτροπών). Αυτή η «υποκουλτούρα», σύμβολο της οποίας ήταν ο Σάβινκοβ, έγινε αντικείμενο κριτικής και επιθέσεων ακόμα και μέσα στον κύκλο των εσέρων. Εναντίον της συντάχθηκαν και οι «γέροι» και οι «νεαροί» και οι «μαζικοί», ακόμα και ένα τμήμα των «τρομοκρατών» – ονόμαζαν τους μαχητικούς «επαναστατική ιππική φρουρά». Τους ασκούσαν κριτική για υπεροψία, για πνεύμα εξαιρετικότητας, αποξένωση απο το υπόλοιπο κόμμα (Ο Τσερνόφ, λίγο πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, σκέφτηκε ακόμα και σχέδιο εναλλαγής των «μαχητικών» και των «μαζικών» στα διάφορα πόστα), τους κατηγορούσαν για Νιτσεϊσμό, για ατέλειωτες αναζητήσεις πάνω στο ζήτημα του θανάτου, για το δικαίωμα στον φόνο, και τέλος για μια ροπή προς τις θεολογικές αναζητήσεις. Πρέπει να πούμε ότι η απόρριψη από το εσερικό περιβάλλον αυτού του φαινομένου, που μπορεί να ονομαστεί εμβρυική υποκουλτούρα, οι επιθέσεις εναντίον του και εναντίον του Σάβινκοβ, αρχηγού και συμβόλου του, δεν συνέβαλαν καθόλου στην επέκταση του και την προσέλκυση νέων οπαδών. Ο ίδιος ο Σάβινκοβ έλεγε ότι, «μόνο τον συγχωρούν». Οι ιδέες, οι σκέψεις που εξέφρασε ο Σάβινκοβ στις «Αναμνήσεις», στο «Χλωμό άλογο», στο «Αυτό που δεν υπήρχε», ενέτειναν ακόμα περισσότερο τις επιθέσεις εναντίον του – «αυτός που φτύνει την επανάσταση», «μάστορας του κόκκινου εργαστηρίου» κλπ, κλπ. Στην απόφαση της δικαστικής εξεταστικής επιτροπής για την υπόθεση του Άζεβ, σαν βασικός ένοχος κρίθηκε το πνεύμα της επαναστατικής ιππικής φρουράς, το πνεύμα της εξαιρετικότητας, ο ελλιπής έλεγχος της Μαχητικής Οργάνωσης από την Κεντρική Επιτροπή, πράμα που δεν μπορούσε παρά να προκαλέσει την αγανάκτηση των μελών της ΜΟ.

Πρέπει επίσης να υπογραμμίσουμε ότι η επεξεργασία των κανόνων της κοινής, εντός πλαισίων, επαναστατικής υποκουλτούρας γίνονταν από διάφορες ομάδες και στη διάρκεια μακροχρόνιας περιόδου, και ακόμα ότι αυτές οι ομάδες στον 19ο και 20ο αιώνα, μπορούσαν να είναι είτε περισσότερο ανοιχτές, είτε περισσότερο κλειστές, και ορισμένες από αυτές είχαν ευθέως σεχταριστικό χαρακτήρα (ο κύκλος του Ισούτιν, η οργάνωση του Νετσιάεβ).

Μιλώντας στο θεωρητικό σεμινάριο «η υποκουλτούρα των αντιπολιτευόμενων κινημάτων στην Ρωσία του 19ου και 20ου αιώνα», που πραγματοποιήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1996 στο ίδρυμα «Μεμοριάλ» (στη διοργάνωση του συμμετείχε και ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου), ο ερευνητής από το Πετρούπολη Λεβ Λουριέ, εξέφρασε ορισμένες πολύ γόνιμες σκέψεις, οι οποίες απαιτούν ωστόσο και διορθώσεις και περεταίρω ανάπτυξη (παραθέτουμε το κείμενο σύμφωνα με την φωνητική εγγραφή):

Εδώ μπορεί να αποδειχτεί χρήσιμη η μεθοδολογία της μελέτης κάθε είδους κλειστών κοινοτήτων, κοινοτήτων με αποκλίνουσα συμπεριφορά όπως οι συναινέσεις των παλαιών πιστών, οι εντός νόμου κλέφτες, δηλαδή ορισμένες ομάδες που τις ενώνει ο κοινός κίνδυνος και πρέπει να επικοινωνούν πρώτα και κύρια μεταξύ τους. Η επαναστατική υποκουλτούρα είναι πολύ ισχυρή και είναι ισχυρότερη από κάθε άλλη υποκουλτούρα και καταρρέει αργά. Και ότι εμφανίζεται στην εφηβεία και στα νεανικά χρόνια συντηρείται για πολύ μεγάλη χρονική περίοδο, δηλαδή είναι η υποκουλτούρα που αναπτύσσεται σαν νεανική αντικουλτούρα και παραμένει σχεδόν μέχρι τα γεράματα, γιατί σε περίπτωση κινδύνου, όπως και στα νεανικά τους χρόνια σφραγίζονται σε αυτή την ομάδα, αφού στη φυλακή αυτοί θα βρεθούν με τους ίδιους ανθρώπους, στην παρανομία με τους ίδιους ανθρώπους, στην εξορία τους ίδιους ανθρώπους, σε ένα ξένο περιβάλλον, είναι σαν τους πεντηκοστιανούς στον Καναδά, σαν τους παλαιούς πιστούς στην Καλιφόρνια, σχηματίζουν κάτι σαν θύλακες, πολιτιστικούς θύλακες, πολιτιστικές σκήτες.

Κατά την άποψη μας δεν πρέπει να συμφωνήσουμε με τον ισχυρισμό του Λεβ Λουριέ ότι η επαναστατική υποκουλτούρα που δημιουργήθηκε σαν νεανική αντικουλτούρα, «καταρρέει αργά» και «σφραγίζεται», για δυο λόγους. Έτσι θα ήταν αν η υποκουλτούρα που δημιούργησε η νεολαία τις δεκαετίες του 60 και του 70 δεν βίωνε την εισροή φρέσκου αίματος, αλλά είναι γεγονός είναι ότι κάθε γενιά ωθούμενη από το στόχο να δημιουργήσει «νεανική αντικουλτούρα», εισήγαγε κάτι δικό της, κάτι καινούργιο, αναζωογονούσε αυτή την υποκουλτούρα. Μερικές φορές αυτό οδηγούσε σε συγκρούσεις μεταξύ «γονέων» και «παιδιών», άλλοτε επιτυγχάνονταν συναίνεση, άλλοτε όχι (και τότε εμφανίζονταν μια άλλη επιλογή υποκουλτούρας εντός της ήδη υπάρχουσας υποκουλτούρας, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση με τους εσέρους μαχητές για την οποία ήδη έγινε λόγος).

Η νεολαία ήταν αυτή που δεν άφηνε σε ησυχία τους «κολλημένους» στις απόψεις και τις διαθέσεις τους «γέρους», αυτή γίνονταν ένα είδος «κινητήρα προόδου», αυτή κατάφερνε στις διαμάχες και τις συζητήσεις να προσθέτει το δικό της, το νέο, το οποίο εξασφάλισε την ανάπτυξη, την ανανέωση της υποκουλτούρας, προσδίδοντας αυθεντικότητα στις νέες πραγματικότητες στις οποίες γεννήθηκε η νεολαία και που ήθελε να ληφθουν υπόψη. Αυτή η διαδικασία «ανανέωσης» ήταν διαρκής και αφορούσε πολλά ζητήματα. Έτσι για παράδειγμα στις αρχές του 20ου αιώνα συνέβη η περίεργη σύγκρουση των «γέρων» εσέρων με τους νεαρούς βλαστούς των εσέρων από τον κύκλο των επονομαζόμενων «τρωκτικών της επιστήμης» (έτσι τους ονόμαζε ο Μ. Ρ. Γκοτς), «γάλλων» (ο Ο. Σ. Μινόρ) ή «γερμανο- εσέρικων κλωσσόπουλων» (Β. Μ. Τσερνόφ), μιας ομάδας φοιτητών που στα 1899-1904 σπούδαζαν στα πανεπιστήμια του Βερολίνου, του Χάλλε και της Χαϊδελβέργης και αποτελούνταν από τους Α.Ρ. Γκοτς, Ν. Ντ. Αυξέντιεβ, Β. Μ. Ζενζίνοβ, Ι.Ι. Φονταμίνσκι, Β. Β. Ρούντνεβ, Ντ. Ο. Γκαβρόνσκι, Μ.Ο. Τσέιτλιν και άλλους. Κεντρική φιγούρα σε αυτά τα «κλωσσόπουλα» ήταν ο Αυξέντιεβ, του οποίου την ηγεσία αναγνώριζαν όλα τα μέλη της, και που σύμφωνα με τον Τσερνόφ, ήταν «ολόκληρη ομάδα εξαιρετικών ανθρώπων που έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην ιστορία του κόμματος των σοσιαλιστών – επαναστατών άλλοτε σαν ενιαίο σύνολο και άλλοτε ξεχωριστά». Τα μέλη της ομάδας είχαν αποφασίσει, πριν ασχοληθούν σοβαρά με την κομματική δουλειά να προετοιμαστούν για αυτό θεωρητικά. Οι περισσότεροι από αυτούς μελετούσαν φιλοσοφία και ήθελαν « υπό το πολιτικό πρόγραμμα των ναρόντνικων και με τη βοήθεια της νεοναρόντνικης φιλοσοφίας» να ξεπεράσουν «όχι τόσο τους Λαβρώφ και Μιχαήλοφσκι όσο τους Καντ και Ριλ». Το 1903 μετά τη σύλληψη του Γκερσούνι και τη διάλυση μιας σειράς από εσέρικες οργανώσεις (μεταξύ των οποίων και της οργάνωσης του Σαράτοφ που έπαιζε το ρόλο της Κεντρικής Επιτροπής), όταν πολλοί ηγέτες του κόμματος άρχισαν να ανησυχούν στα σοβαρά για την τύχη του, οι Μ. Ρ. Γκοτς και Ο. Σ. Μινόρ ταξίδεψαν στη Γερμανία και προσπάθησαν να πείσουν τους «γάλλους» να έρθουν στη Ρωσία να σώσουν την κατάσταση. Στις δεκαετίες του 70 και του 80 (όταν μεταξύ των επαναστατών η μετανάστευση στο εξωτερικό θεωρούνταν απρεπής και γενικά την έβλεπαν σαν λιποταξία) ακόμα και στη δεκαετία του 90, κάθε επαναστάτης που δεν ήθελε να φαίνεται μικρόψυχος, έπρεπε να πάει στη Ρωσία. «Τα τρωκτικά» από την πλευρά τους επέμεναν ότι για την επανάσταση και το κόμμα θα ήταν χρήσιμο αν συνέχιζαν τις σπουδές. Και το κυριότερο είναι πως η άποψη τους αυτή πέρασε χωρίς καμιά συνέπεια για τους ίδιους αφού δεν τους χαρακτήρισαν ούτε εγωιστές, ούτε λιποτάκτες και δειλούς και σύντομα, μέσα σε λίγα χρόνια έκαναν γρήγορη κομματική καριέρα. Ο δε Τσερνόφ είχε την τάση να δικαιολογεί «τα τρωκτικά». Το γεγονός ότι επιδείκνυαν μια ανοχή στα πειράματα τους με τη φιλοσοφία και την κοινωνιολογία, εξηγείται από την ατμόσφαιρά που κυριαρχούσε στο εσερικό περιβάλλον, (να σημειώσουμε ότι το σοσιαλδημοκρατικό περιβάλλον ήταν αρκετά λιγότερο ανεκτικό και αυτό δυσκόλευε τις διαδικασίες προσαρμογής των «νέων» ιδεών και της αλλαγής της υποκουλτούρας). Το γεγονός ότι αποδέχτηκαν αδιαμαρτύρητα την άρνηση τους να πάνε στη Ρωσία, σήμαινε πως οι «γέροι» αναγκάστηκαν «να συντονιστούν» και να βρουν παρηγοριά και ηρεμία στη σκέψη ότι τα «τρωκτικά» που δεν υποτάχτηκαν στην αντίληψη τους για το «ιερό» κομματικό χρέος, ίσως να έχουν και δίκαιο.

Σε μια σειρά από περιπτώσεις ωστόσο, η νεολαία στέκονταν αλληλέγγυα με τους «γέρους». Όταν ο Σάβινκοβ εξεγέρθηκε ενάντια στον «θετικισμό» και τον «ορθολογισμό» της «παλιάς» επαναστατικής ηθικής, του αντιστάθηκαν. Αυτός ξεπέρασε κατά πολύ αυτό το περιβάλλον, και ανέβηκε ψηλότερα από αυτό στην αντανάκλαση, στην προθυμία να μιλάει αμερόληπτα για τη λάθος πλευρά της ζωής του επαναστάτη και για την ακατανόητη στους περισσότερους κομματικούς συντρόφους επιθυμία να «ελευθερώσουν το πνεύμα», που οδήγησε στην απόρριψη και την απόλυτη παρανόηση. Όμως, οι απόψεις του ηττήθηκαν όχι μόνο γιατί τις αντιμετώπισαν με εχθρότητα οι «γέροι», πολύ περισσότερο σε αυτή την ήττα συντέλεσε το γεγονός ότι αυτές τις απόψεις δεν τις κατάλαβε και τις απέρριψε μεγάλο κομμάτι της νεολαίας και ο Σάβινκοβ έγινε αιρετικός στα μάτια και των μεν και των δε (εξαιρουμένων ορισμένων ανθρώπων, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν και επιφανείς εσέροι όπως οι Λ. Ε. Σίσκο, Τσερνόφ, Ι. Ι. Φονταμίνσκι και άλλοι που τον υπερασπίστηκαν. Στα τέλη πια της δεκαετίας του 70 του 20ου αιώνα η εσέρα Μπ. Α. Μπάμπινα θεωρούσε ότι ο Μπ. Β. Σάβινκοβ είχε τα απαραίτητα προσόντα για τον ρόλο του ηγέτη του κόμματος των εσέρων, εάν βέβαια στα έργα του «Το χλωμό άλογο» και «Αυτό που δεν υπήρχε», δεν είχε καταστρέψει την εικόνα του με τις ηθικές του αναζητήσεις και εκφράστηκε για τον Τσερνόφ πολύ απότομα:

Για μένα ο Τσερνόφ δεν ήταν υπόδειγμα σοσιαλιστή. Ήταν ταλαντούχος θεωρητικός, έγραφε υπέροχα, στην προσωπική του ζωή όμως δεν συμπεριφέρονταν σαν σοσιαλιστής. Στη διάρκεια της επανάστασης ο ηγέτης του κόμματος, ο υπουργός γεωργίας, αντί να ασχοληθεί με τα άμεσα καθήκοντα του, ασχολείται με γυναικοδουλειές, αλλάζει σύζυγο – αυτό είναι απρεπές. Του έλειπαν εντελώς τα προσόντα του ηγέτη, ήταν απλά ένας καλός θεωρητικός. Αρχηγός μας θα μπορούσε να ήταν ο Σάβινκοβ, ο οποίος όμως είχε εντελώς διαφορετικό προσανατολισμό. Και μετά ήταν εντελώς ανήθικός άνθρωπος, δεν είχε καθόλου ηθική. Θυμόσαστε που κήρυττε: «Γιατί απαγορεύεται να σκοτώσουμε τον άντρα της ερωμένης μας, ενώ επιτρέπεται να σκοτώσουμε έναν υπουργό; Αν γενικά μπορούμε να σκοτώσουμε έναν άνθρωπο, δεν έχει σημασία ποιόν και για ποιους λόγους. Αυτά μας τα σερβίριζε το 1909. Όλη η εσερική μας νεολαία ήταν βαθειά εξοργισμένη» Είναι αξιοσημείωτο ότι στο κεφάλι της Μπ. Α. Μπάμπινα (όπως και της πλειονότητας των εσέρων) οι ηθικές αναζητήσεις, όπως και οι θεολογικές του Μπ. Β. Σάβινκοβ από τη θέση του «ηθικού μαξιμαλισμού» (όρος του Β. Μ. Τσερνόφ) μετατρέπονται στην …..πεποίθηση, ότι ο Μπ. Β. Σάβινκοβ «<…> ήταν εντελώς ανήθικος άνθρωπος, δεν είχε ηθική».

«Η ανανέωση» από την νεολαία τόσο των απόψεων, όσο και της υποκουλτούρας διευκολύνθηκε σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι γίνονταν η εναλλαγή των επαναστατικών στελεχών, όταν πολλοί γέροι απλώς αποσύρονταν στην προσωπική τους ζωή. Εκτός αυτού εμείς θα εστιάζαμε εντελώς διαφορετικά από τον Λεβ Λουριέ, στο ζήτημα αμοιβαίας σχέσης και της υπεροχής της «νεανικής αντικουλτούρας» και της επαναστατικής υποκουλτούρας. Υπάρχει η άποψη ότι η επαναστατική νεολαία των δεκαετιών του 60 και του 70, στην προσπάθεια της να κατανοήσει τον κόσμο που μας περιβάλει και να βρει την θέση της σε αυτόν, δημιουργεί εξ αρχής αυτό που εμείς τώρα, με τους συνήθεις για μας όρους θα ονομάζαμε «νεανική αντικουλτούρα». Οι φορείς της όμως άρχισαν να συνειδητοποιούνται κυρίως στον κοινωνικοπολιτικό χώρο, και αυτό ακριβώς το πεδίο θεωρούσαν ως κύριο για τους ίδιους (σε αντίθεση, να πούμε, από διάφορες επιλογές και συγκεκριμένες μορφές της «νεανικής αντικουλτούρας» του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα). Ωστόσο, αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι οι επαναστάτες διαφόρων γενεών δεν προσπάθησαν να κατανοήσουν και άλλους τομείς της ζωής, εκτός από τον κοινωνικοπολιτικό. Από τη μια πλευρά δημιουργήθηκε μια υποκουλτούρα, η οποία υπαγόρευε στον επαναστάτη και τον τρόπο ζωής, και τις μορφές του ελεύθερου χρόνου, και τον κύκλο μελέτης, και τους κανόνες συμπεριφοράς που στην πραγματικότητα διέπουν τις ενέργειες του ακόμα και σε τέτοια πράγματα, όπως ας πούμε η επίσκεψη σε πορνείο, ο εθισμός στο αλκοόλ, o εθισμός στα τυχερά παιχνίδια, ο αχαλίνωτος τρόπος ζωής ακόμα και η εξωτερική εμφάνιση κλπ, κλπ. Από την άλλη πλευρά, πολλοί από αυτούς θεωρούσαν την υποκουλτούρα τους σαν, κατά κάποιο τρόπο, την βάση (ή σαν το πρωτότυπο) για τη δημιουργία της κουλτούρας του νέου σοσιαλιστικού κόσμου, της κουλτούρας που θα αποτελέσει σύνθεση της υποκουλτούρας τους και της κουλτούρας του «εργαζόμενου λαού». Δεν είναι καθόλου τυχαίο που στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν δημοφιλείς οι ιδέες της θεοπλασίας και της «προλεταριακής κουλτούρας». Αυτό όμως αφορούσε τους πιο «προχωρημένους», για να μιλήσουμε τη γλώσσα της σημερινής νεολαίας. Η μεγάλη όμως πλειοψηφία των επαναστατών, είχε ως αξίωμα της, ότι με τη ζωή τους, τον αγώνα τους, την ηθική τους, ακόμα και με την καθημερινή τους συμπεριφορά, πρέπει να είναι οι φάροι, το παράδειγμα για τα εκατομμύρια αυτών που ζουν σε συνθήκες εξαθλίωσης και εκτός «κουλτούρας».

Όπως φαίνεται, η επαναστατική υποκουλτούρα όχι μόνο γεννήθηκε σαν «νεανική αντικουλτούρα», αλλά και παρέμεινε τέτοια στον πυρήνα της. Και εδώ θα ήταν σκόπιμο να σημειωθεί, ότι το επαναστατικό περιβάλλον στο σύνολό του ήταν πάντα νεανικό. Σύμφωνα με μαρτυρία του Λ. Γκ. Ντέιτς, το 1887 στους επαναστατικούς κύκλους η ηλικία των 25-26 ετών θεωρούνταν ήδη «σεβάσμια». Αλλά και μετά από τρεις – πέντε δεκαετίες, όταν μιλούσαν για τις «επαναστατικές γενιές», για τις «επαναστατικές δυναστείες», όταν εμφανίστηκαν στην ηγεσία των επαναστατικών κομμάτων πολλοί «σεβάσμιοι επαναστάτες γέροντες» με άσπρα μαλλιά, όταν έκανε την εμφάνιση της η «γιαγιά» (η Ε. Κ. Μπρέσκο – Μπρεσκόφσκαγια) και ο «παππούς» (ο Ν. Β. Τσαϊκόφσκι, ο οποίος είναι αλήθεια πως για την ανάρμοστη συμπεριφορά του στη δίκη του 1908 έχασε τον αυτόν τον τιμητικό τίτλο) της «ρωσικής επανάστασης», ο μέσος όρος ηλικίας των μελών των αντιπολιτευόμενων σοσιαλιστικών κομμάτων ήταν πολύ μικρός και σε ότι αφορά τους εσέρους, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ιστορικού Μ. Ι. Λεόνοφ δεν ξεπερνούσε τα είκοσι δυο χρόνια.

Αυτό το επιβεβαιώνει και ένα πρόχειρο σημείωμα του Τσερνόφ, ενός εκ των ηγετών του κόμματος των εσέρων, σημείωμα που αναφέρονταν στο ρόλο της διανόησης στα επαναστατικά κόμματα: «Διανόηση: το χρώμα, η κρέμα, οι δογματικοί. Μέχρι 20-25 ετών». Σε αυτό το πλαίσιο, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ακόλουθες θέσεις του Τσερνόφ που τις βρίσκουμε στα πρόχειρα του με το εξής περιεχόμενο:

Συνήθως – είναι στελέχη που απαρτίζουν τον σκελετό. Επαγγελματίας επαναστάτης. Περιπλανώμενος απόστολος του σοσιαλισμού, ιππότης, τιμωρός όσων ασκούν βία. Εξαιρετικός κατά κάποιο τρόπο τύπος. Η φυλακή είναι το πανεπιστήμιο του. Οι ανακρίσεις είναι οι εξετάσεις του για το πιστοποιητικό ενηλικίωσης. Η συνωμοτικότητα αποτελεί τον τρόπο ζωής του. Ο συναγωνισμός στην επιδεξιότητα να ξεφεύγει απο την αστυνομία είναι το άθλημα του. Οι αποδράσεις από τη φυλακή – τα επεισόδια. Η τεχνικές πλαστογράφησης διαβατηρίων, κατασκευής εκρηκτικών, και εξοπλισμού κρυπτογράφησης αποτελούν την επαγγελματική του εκπαίδευση. Η προπαγάνδα και η διαφώτιση είναι η ζωή του.

Ενδεικτική είναι και η παρατήρηση που έκανε στο 3ο Συμβούλιο του κόμματος τον Ιούλιο του 1907 (στη συζήτηση του ζητήματος για τη συνδικαλιστική δουλειά) εσέρος μέλος Επιτροπής Περιοχής, εκπρόσωπος της περιοχής Υπερκαυκασίας:      «<…>ας πάρουμε την ηλικιακή σύνθεση: Η μέση ηλικία των γερμανών σοσιαλδημοκρατών είναι τα 30 χρόνια, εγώ είμαι μέλος Επιτροπής Περιοχής και είμαι λίγο πάνω από τα 20». Στα «γερμανικά» πρότυπα ηλικίας πλησίαζαν μόνο όσοι ανήκαν στους ηγετικούς κύκλους του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και του κόμματος των σοσιαλιστών – επαναστατών (το ποσοστό της διανόησης επίσης αμέσως αυξάνονταν πολλές φορές).

Για να καταλάβουμε με ποιό τρόπο στην πραγματική ζωή συντηρούνταν η αριθμητική υπεροχή της νεολαίας στο επαναστατικό περιβάλλον, πρέπει να μελετήσουμε την πείρα που έθεσε η ίδια η ζωή μετά την πρώτη ρωσική επανάσταση, αν και ο ίδιος μηχανισμός λειτούργησε και πριν και μετά από αυτή. Μετά από σοβαρές αποτυχίες και την κατάρρευση της οργάνωσης «Λαϊκή Βούληση»[14] κατά την 8η δεκαετία του 19ου αιώνα στο επαναστατικό κίνημα εντάχτηκε η νεολαία, από τους ενεργούς «γέρους» στη Ρωσία παρέμειναν μεμονωμένα άτομα. Στην πλειοψηφία τους έγιναν εμιγκρέδες και «ξεκίνησαν την επανάσταση μεταξύ τους», και μόνο ορισμένοι από αυτούς εγκαταλείποντας τους οικισμούς στα τέλη του 19ου – αρχές του 20ου αιώνα, εντάχτηκαν στη «άγνωστη φυλή των νέων». Αυτό έγινε ακόμα πιο έντονα μετά την πρώτη ρωσική επανάσταση, όταν, υπό την επίδραση διαφόρων αιτιών, ξεκινώντας από την κόπωση, την απώλεια προοπτικής, τον φόβο των κυβερνητικών διώξεων και καταλήγοντας στην καταθλιπτική εντύπωση που προκάλεσε η υπόθεση Άζεβ ή στην απογοήτευση από τους ηγέτες της επανάστασης, χιλιάδες «γέροι» επαναστάτες «επέστρεψαν στην ιδιωτική τους ζωή» και πολλοί βρέθηκαν στο εξωτερικό. Την άνοιξη του 1912, ένας από τους ηγέτες του κόμματος, ο Α. Α. Αργκουνόφ, συνοψίζοντας όλο το υλικό που είχε στη διάθεσή του, κατέληξε σε ένα συμπτωματικό συμπέρασμα. Έγραψε:

 

Το πρώτο πράγμα που παρατηρούμε είναι η σχεδόν ολοκληρωτική απουσία της ενήλικης μας διανόησης από τις παράνομες οργανώσεις. Αυτό παρατηρείται παντού, αναφέρεται σε μηνύματα από διάφορα μέρη. «Μας λείπουν τα έμπειρα στελέχη», «Μας λείπει η πείρα», «μαθαίνουμε δουλεύοντας» – τέτοια ακούγαμε σε γενικές γραμμές. Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, οι «έμπειροι», οι «ενήλικες» και άλλοι σύντροφοι δεν συμμετέχουν στις παράνομες οργανώσεις.

Ωστόσο, τα πρώην κομματικά στελέχη δεν συμμετείχαν και στη νόμιμη δουλειά στα διάφορα «ιδρύματα πολιτισμού», Ο Αργκουνόφ έβγαλε το ακόλουθο δίκαιο συμπέρασμα:

Έτσι όλο το βάρος της παράνομης δουλειάς το σηκώνει στους ώμους της η νεολαία – κυρίως οι φοιτητές, και η νεολαία της επαρχίας από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Τους προηγούμενους ηγέτες του κινήματος τους αντικατέστησε η νεολαία, η παράνομή δουλειά γίνεται από την ίδια και από πρωτοπόρους εργάτες και αγρότες με τους έμπειρους και ενήλικες να αδιαφορούν.

Το ίδιο επαναλήφθηκε και στα 1923-1925, όταν η σπουδάζουσα νεολαία, που είχε ξεκινήσει την πάλη με την εξουσία για τα δικαιώματα της και για την «πανεπιστημιακή αυτονομία»  έψαχνε απεγνωσμένα τους σοσιαλιστές, οι οποίοι ήδη βρίσκονταν στις εξορίες και στις φυλακές, και ήθελε βοήθεια και απαντήσεις σε πολλές ερωτήσεις.

Μόνο στις δεκαετίες του 30 και του 40 κατάφεραν να τσακίσουν αυτόν τον μηχανισμό ένταξης της νεολαίας στο επαναστατικό περιβάλλον, από την μια μέσω της φυσικής εξόντωσης του ίδιου του επαναστατικού περιβάλλοντος και από την άλλη πείθοντας τα νιάτα για το ανεπίτρεπτο ύπαρξης στη σοβιετική νεολαία οποιασδήποτε «αντικουλτούρας». Όμως ούτε ο φόβος του κοινωνικού στιγματισμού, ούτε ο φόβος των διώξεων δεν μπόρεσε να σταματήσει τη φυσική για τη νεολαία διαδικασία να ταχτεί σε οποιαδήποτε διαμαρτυρία. Από τη δεκαετία του 50, η διαδικασία αυτή απλώθηκε και με τη μορφή των στιλιάγκι[15] και με το πάθος για τη δυτική μουσική και βέβαια με τις απόπειρες πολιτικής διαμαρτυρίας που στις δεκαετίες του 40 και του 50 πήρε τη μορφή της κριτικής των κομμουνιστών από τη σκοπιά των κλασσικών του μαρξισμού – λενινισμού και αργότερα στις δεκαετίες του 60 και του 70 πήρε τη μορφή του κινήματος των διαφωνούντων και των παράνομων πολιτικών κινημάτων της νεολαίας με απόψεις από μαυροεκατονταρχίτικες μέχρι φιλοκομουνιστικές, όμως ήδη εκείνη την εποχή ο δεσμός μεταξύ των γενεών είχε σπάσει.

Πολύ ισχυρό αποτύπωμα στην επαναστατική υποκουλτούρα άφησε επίσης το γεγονός ότι αυτή ήταν πάντα υπό διωγμό, αντίθετη στο νόμο, παράνομη. Στα απομνημονεύματα του ο Ντέιτς αφιερώνει αρκετό χώρο σε σκέψεις για τις αιτίες ύπαρξης στη Ρωσία τόσο ισχυρού στρώματος «παράνομων», στο πως ξεδιπλώθηκε η παράδοση της παράνομης ύπαρξης, στα συν και τα πλην αυτής. Σαν χαρακτηριστικά γνωρίσματα του «παρανόμου» σημείωνε την «εξοικείωση του στους κινδύνους, την πλήρη αδιαφορία για το μέλλον του, τη ετοιμότητα να χάσει ανά πάσα στιγμή την ελευθερία, ακόμα και τη ζωή του», την επιθυμία να κάνει κάτι σημαντικό, μεγάλο, δυνατό», «τη δίψα για δυνατά συναισθήματα, για επικίνδυνες γεμάτες ρίσκο ενέργειες», την ετοιμότητα «ανά πάσα στιγμή να ενταχτεί στην πιο απελπισμένη επιχείρηση, στην οποία δεν θα του ήταν δύσκολο να δώσει και τη ζωή του».

Στις αρχές του 20ου αιώνα, και κυρίως μετά την επανάσταση του 1905-1907, οι δυνατότητες της αστυνομίας (και το δίκτυο των μυστικών συνεργατών της) αναπτύχτηκαν τόσο, ώστε ούτε λόγος περί μακροχρόνιας ύπαρξης κάποιου στην παρανομία δεν μπορούσε να γίνει, όμως οι παραδόσεις του «παράνομου» ήταν ήδη πολύ ισχυρές, αλλά και η ίδια η παράνομη κατάσταση είχε τα πλεονεκτήματα της, χωρίς καν να αναφέρουμε τις περιπτώσεις που αυτή ήταν απαραίτητη ή αναγκαστική.

Όπως και 30-40 χρόνια πριν, η παράνομη δουλειά άφησε το σημάδι της στις συνήθειες και τη νοοτροπία των ανθρώπων. Έτσι για παράδειγμα η μπολσεβίκα Ε. Ντ. Στάσοβα απαρίθμησε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που κατά την άποψη της ήταν απαραίτητα στον καθένα που βρίσκεται σε παράνομη κομματική δουλειά: η χρονική ακρίβεια στη συνάντηση με τον σύντροφο ή στη γιάφκα· «η παρατηρητικότητα, η προσοχή στο περιβάλλον», «η ικανότητα να ελέγχει το πρόσωπο του», ώστε κατά την ανάκριση, «με κανένα τρόπο να μη εξωτερικέψει τις σκέψεις και τα συναισθήματα»· η συνήθεια «να μη ρωτά ο ένας τον άλλον για κάτι που δεν τον αφορά».

Σαν ένα από τα στοιχεία κλειδιά που διαμορφώνουν την καθιερωμένη υποκουλτούρα, μπορεί να θεωρηθεί το σύστημα των κανόνων συμπεριφοράς που ρυθμίζονται από την «κοινή γνώμη» της κοινότητας, η οποία χαρτογραφεί τα όρια του αποδεκτού και του μη αποδεκτού (και που ελέγχει τη συμμόρφωση σε αυτούς του κανόνες). Η ανάγκη για κάτι παρόμοιο ήταν για τους ρώσους επαναστάτες ζήτημα επιβίωσης της κοινότητας, και οδήγησε στη σταδιακή δημιουργία ενός είδους «κομματικής δικαιοσύνης». Οι κανόνες συμπεριφοράς του επαναστάτη στην ανάκριση, στη φυλακή, στο δικαστήριο (που τον βοηθούν να διακρίνει τα όρια του επιτρεπτού στους συμβιβασμούς για τη ελάφρυνση της ποινής του, από τη μια πλευρά, και της προδοσίας από την άλλη), και τα κίνητρα τους, για να κυριολεκτήσουμε, έδωσαν την πρώτη ώθηση για να δημιουργηθεί αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε ιδιόρρυθμο, επαναστατικό «κομματικό δίκαιο» Η «κομματική δικαιοσύνη» ενσωμάτωσε επίσης, εκτός από νομικούς κανόνες, και συγκεκριμένους μηχανισμούς και δομές ανάκρισης και δίκης. Εκτός αυτού μια από τις σπουδαιότερες λειτουργίες της κομματικής και εξωκομματικής «συντροφικής» ανάκρισης και δίκης ήταν η «αποκατάσταση της τιμής» και η υπεράσπιση της αξιοπρέπειας του επαναστάτη.

Η γέννηση και η ανάπτυξη του επαναστατικού δίκαιου αντικατόπτριζαν συνολικά τις γενικές τάσεις και τις πηγές της γέννησης και της ανάπτυξης της υποκουλτούρας του ρώσου επαναστάτη, ενώ τεράστιο ρόλο έπαιξαν οι κοινωνικές πηγές της διαμόρφωσης τους και οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες (ας πάρουμε σαν παράδειγμα, τις περιόδους αντίδρασης και επανάστασης, οι οποίες άφησαν αμέσως το στίγμα τους σε αυτές). Σε ότι αφορά τις κοινωνικές πηγές διαμόρφωσης της επαναστατικής υποκουλτούρας και του επαναστατικού δίκαιου, από τη μια πλευρά εξελίχτηκαν κάτω από την ισχυρή, ίσως ακόμα και την κυρίαρχη επιρροή της κουλτούρας της αριστοκρατίας καθώς και των επονομαζόμενων «νόμων της τιμής» που έπαιξαν σε αυτή ρόλο κλειδί, από την άλλη οι συμμετέχοντες στο επαναστατικό κίνημα εκπρόσωποι των πιο διαφορετικών τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων, επίσης επηρέασαν σημαντικά στη διαμόρφωση της περί δικαίου συνείδησης, των κανόνων συμπεριφοράς και της πρακτικής δράσης του επαναστάτη.

Η πρώτη σοβαρή συνάντηση των επαναστατικών κομμάτων με τις πλατιές μάζες συνέβη κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1905-1907 και, παρά το γεγονός ότι τα συνθήματα και οι ιδέες των κομμάτων υποστηρίχτηκαν από τις μάζες, δεν μπορούμε μονοσήμαντα να χαρακτηρίσουμε αυτή τη συνάντηση επιτυχημένη. Αποκάλυψε σοβαρά προβλήματα και αντιφάσεις και από τη μια και από την άλλη πλευρά. Παραφράζοντας τα λόγια του Λένιν που ονόμασε την επανάσταση του 1905-1907 πρόβα της επαναστατικής έκρηξης του 1917, μπορούμε να πούμε ότι η επανάσταση του 1905-1907 ήταν πρόβα εξετάσεων τόσο για το λαό όσο και για τα κόμματα που ανέλαβαν να εκφράσουν τα συμφέροντα του. Εξετάσεις στα μαθήματα της πολιτικής ωριμότητας και διορατικότητας, εξετάσεις που απέτυχαν παταγωδώς μεταξύ Φλεβάρη και Οκτώβρη και από το ΚΣΕ και από τις λαϊκές μάζες.

Το ΚΣΕ απέτυχε γιατί δεν στάθηκε στο ύψος των ιστορικών προκλήσεων της εποχής και των επιθυμιών των επαναστατημένων μαζών. Ο Α. Ρ. Γκοτς, 20 χρόνια αργότερα, στη φυλακή δίκαια αναφώνησε ότι οι εσέροι και μενσεβίκοι το 1917 θύμιζαν «<….> τον ανθυπασπιστή του ανέκδοτου που ισχυρίζονταν ότι όλος ο λόχος έχει λάθος βηματισμό και μόνο αυτός βηματίζει σωστά, οι εσέροι και οι μενσεβίκοι επέμεναν πεισματικά στην ορθότητα της πολιτικής τους γραμμής παρά τα προφανή γεγονότα. Ο Νταντόν στη Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση έλεγε πως [πρέπει] να είμαστε σε θέση όχι μόνο να οδηγούμε το λαό, μα και να τον ακολουθούμε ανά πάσα στιγμή.

Οι λαϊκές μάζες – επειδή, λόγω της έλλειψης πολιτικής κουλτούρας και διορατικότητας δεν διέκριναν πίσω από τις υποσχέσεις των μπολσεβίκων να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους, ούτε το πρόσωπο των δικτατόρων, ούτε τα αδίστακτα τυχοδιωκτικά πειράματα στον ίδιο τους το λαό.

Επιστημονικό – ενημερωτικό και εκπαιδευτικό κέντρο «Μεμοριάλ»

  

[1] Βλ. V.V.Kondrashin, “Το κόμμα των εσέρων και το αγροτικό κίνημα στην παραποτάμια περιοχή του Βόλγα το 1918-1921”, Η περιοχή της Σαμάρα σύμφωνα με τη Ρώσικη Ιστορία, βλ. Σαμάρα 2001, σελ. 121-132, V.V.Kondrashin “Αγροτικό κίνημα στην παραποτάμια περιοχή του Βόλγα το 1918-1922”, Μ.:”Ianus-K”, 2001

[2] Ν.Ντ.Εροφέεβ (N.D.Erofeev), “Περί του αριθμού και της σύστασης του κόμματος των εσέρων τις παραμονές της πρώτης ρωσικής επανάστασης” στα μη προλεταριακά κόμματα της Ρωσίας στις τρεις επαναστάσεις, Μ. 1789, σελ. 127

[3] Βλ. Μ.Ι.Λεονόφ, “Οι εσέροι στην επανάσταση 1905-1907”, Σαμάρα 1992, σελ.15

[4] Ο.π., σελ. 8

[5] ΕΑΡΕ φ. 5847, τ. 1, παρ. 67, σ. 40-41

[6] Βλ. για παράδειγμα το λόγο του απεσταλμένου από την Αγία Πετρούπολη στο 5ο Σοβιέτ του Κόμματος το Μάιο του 1909 “Μερικοί πολύ ικανοί και ώριμοι εργάτες του ΚΣΕ, οι οποίοι έδρασαν σε εμπορικές ενώσεις ως αντιπρόσωποι των σοσιαλεπαναστατών, πιάστηκαν να κλέβουν.[…] Έτσι στους κομματικούς οργανισμούς υπήρχαν τέτοιες περιπτώσεις: ο ταμίας από την περιοχή Αλεξάντρ-Νιέφσκι καταχράστηκε χρήματα.” (Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνικής Ιστορίας, Αρχείο ΚΣΕ, 146).

[7] ”Περιεχόμενα του περιοδικού ”Τα νέα των σοσιαλιστών”: 1921-1963”, Socialist Herald, Συλλογή: 1964-1965, Παρίσι, 1992, σ. 28

[8] ΕΑΡΕ φ. 5847, τ. 1, παρ. 66, σ. 102-103

[9] Ο.π. τ. 1, παρ. 67, σ. 259

[10] Βλ., για παράδειγμα, Α.Golubkov ”Στα δύο μέτωπα”, Μ., 1933, σελ. 21

[11] G.Aronson, ”Μenshevism (Experience of Characteristics)”, Socialist Herald, 1949, No 10 (625), σελ. 179

[12] Κρατική Πολιτική Διεύθυνση του Λαικού Επιτροπάτου Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΣΣΔ με κύρια ευθύνη την τήρηση της σοσιαλιστικής νομιμότητας. (Σημ. μεταφραστή)

[13] Авксентьевская Директория ή Προσωρινή Πανρωσική Κυβέρνηση: Σχηματίστηκε στην πόλη Ουφά από αντιμαχόμενες στους μπολσεβίκους ομάδες (23 Σεπτεμβρίου – 18 Νοεμβρίου 1918)

[14] Народная воля – επαναστατική οργάνωση των Ναρόντνικων που εμφανίστηκε το 1879 μετά τη διάσπαση της οργάνωσης «Γη και Βούληση» και την κατάρρευση της τρομοκρατικής οργάνωσης «Ελευθερία ή Θάνατος». Έθετε σαν κύριο στόχο να υποχρεώσει την κυβέρνηση να προβεί σε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις για τον κοινωνικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. (σημ. μεταφραστή).

[15] Стиля́ги ( Στιλιάγκι): Νεολαιίστικη υποκουλτούρα στην ΕΣΣΔ, που διαδόθηκε κυρίως στις μεγάλες σοβιετικές πόλεις από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και είχε ως σημείο αναφοράς τον αμερικανικό τρόπο ζωής (σημ. μεταφραστή)