Το δεύτερο κόμμα της Οκτωβριανής Επανάστασης
Τάσος Κωστόπουλος

Συνέντευξη με τον Ρώσο ιστορικό Γιαροσλάβ Λεόντιεφ για τους Αριστερούς Εσέρους (1917-1937)

Η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία (25 Οκτωβρίου με το παλιό / 7 Νοεμβρίου με το νέο ημερολόγιο) υπήρξε αναμφίβολα το σημαντικότερο γεγονός του 20ού αιώνα. Η μετατροπή του ενός έκτου της υφηλίου σε κράτος που διακήρυττε πως εκπροσωπεί όχι κάποιο μεμονωμένο έθνος αλλά το παγκόσμιο προλεταριάτο στην αέναη πάλη του με τους αστούς (και τη φτωχή αγροτιά στην αναμέτρησή της με τη μεγάλη γαιοκτησία) ήταν μια εξέλιξη που σφράγισε τις εξελίξεις των δεκαετιών που ακολούθησαν, τροποποιώντας ριζικά το περιεχόμενο και τις διαχωριστικές γραμμές της πολιτικής, τόσο σε παγκόσμια κλίμακα όσο και στο εσωτερικό κάθε εθνοκρατικού σχηματισμού.

Οποιες κι αν υπήρξαν οι κατοπινές εξελίξεις στην ίδια τη Σοβιετική Ενωση, για την υπόλοιπη ανθρωπότητα αυτή η τομή παρέμεινε ενεργή ίσαμε τα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» μάς επανέφερε στο σημείο εκκίνησης.
Ειδικά στον τομέα της «δημόσιας» ιστορίας, το ρωσικό 1917 μπορεί να ξαναδιαβαστεί με δυο τρόπους. Ο ένας είναι το ξαναζέσταμα των σχημάτων του Ψυχρού Πολέμου, μια απλοποιητική προσέγγιση με τους μπολσεβίκους από τη μια κι όλους τους υπόλοιπους από την άλλη. Πρόκειται για τη ματιά που κυριάρχησε στον δημόσιο λόγο τα πρώτα χρόνια μετά το 1989/1991, με τους πολέμιους του σοβιετικού «ολοκληρωτισμού» να διαθέτουν πλέον, για προφανείς λόγους, συντριπτική ηγεμονία απέναντι στους νοσταλγούς του «υπαρκτού». Ο δεύτερος τρόπος να μελετήσει κανείς το 1917 είναι η επιστροφή στις πηγές, επιλογή που μετά το άνοιγμα των σοβιετικών αρχείων μας επιτρέπει ν’ αποκτήσουμε μια πολύ πιο σφαιρική εικόνα τής τότε επαναστατικής εμπειρίας.

Απ’ αυτή την άποψη, το διεθνές ιστορικό συνέδριο που οργανώθηκε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2019 για τη Ρωσική Επανάσταση, με πρωτοβουλία ακτιβιστών και ομάδων της ευρύτερης ριζοσπαστικής Αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου, υπήρξε πολλαπλά ενδιαφέρον καθώς έφερε το πολυπληθές κοινό του σ’ επαφή με τον σχετικό προβληματισμό που έχει αναπτυχθεί τις τελευταίες δεκαετίες, όχι μόνο στη Δύση αλλά και στην ίδια τη Ρωσία. Από τις εισηγήσεις που διαβάστηκαν εκεί, την προσοχή μας τράβηξε μεταξύ άλλων το κείμενο του Γιαροσλάβ Λεόντιεφ για τις εναλλακτικές μορφές σοσιαλιστικής κοινωνικής οργάνωσης, με τις οποίες πειραματίστηκαν μετά το τέλος του ρωσικού εμφυλίου οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες («Εσέροι»).

Καθηγητής Νεότερης Ιστορίας στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας και επιμελητής της έκδοσης του αρχείου των Αριστερών Εσέρων, ο κ. Λεόντιεφ μας μίλησε αναλυτικά για το αντικείμενο της έρευνάς του και, πάνω απ’ όλα, γι’ αυτές τις άγνωστες διαδρομές των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων.

Το άνοιγμα των αρχείων

Οπως συμβαίνει σε κάθε χώρα που σέβεται στοιχειωδώς την ιστορία της (και δεν εξαφανίζει τα ενοχλητικά τεκμήρια με τελετουργικές πυρές, όπως αυτή που έστησε το 1989 στη Χαλυβουργική ο πατήρ Μητσοτάκης σε συνεργασία με τους Λεωνίδα Κύρκο και Χαρίλαο Φλωράκη), πολύτιμη πηγή για την ιστορία ενός επαναστατικού κινήματος αλλά και για τη διαχρονική συνέχεια των κατασταλτικών μηχανισμών αποτελούν οι φάκελοι της Ασφάλειας.

«Αφότου το αρχείο των Αριστερών Εσέρων κατασχέθηκε από την Τσεκά», την πολιτική αστυνομία της Σοβιετικής Ρωσίας, εξηγεί ο συνομιλητής μας, «μέχρι την εποχή του Χρουστσόφ φυλασσόταν στα αρχεία της Κα-Γκε-Μπε. Κατόπιν πέρασε στο κεντρικό κομματικό αρχείο, που πλέον λέγεται Ρωσικό Κρατικό Αρχείο Κοινωνικοπολιτικής Ιστορίας (RGASPI). Δουλειά μου στο RGASPI είναι η έκδοση των ντοκουμέντων των Αριστερών Εσέρων, έργο που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Εχουμε εκδώσει ουσιαστικά όλα τα τεκμήρια που βρίσκονται στα RGASPI, υπάρχουν όμως πάρα πολλά ντοκουμέντα στο Αρχείο της FSB [διαδόχου της KGB]. Τώρα άνοιξαν τα αρχεία της Τσεκά στην Ουκρανία κι έχουμε μια ροή εγγράφων από την Ουκρανία για τους Αριστερούς Εσέρους και τους αναρχικούς, δεδομένου ότι υπήρχαν στενές σχέσεις ανάμεσα στα αριστερά κόμματα της Ουκρανίας κι εκείνα της Ρωσίας, αλληλογραφία κι άλλες επαφές. Τα υλικά αυτά ήταν κλειστά μέχρι πριν από τρία χρόνια. Δεν με ενδιαφέρουν τα τεκμήρια για τους Ουκρανούς εθνικιστές (Πετλιούρα κ.ά.), αλλά εκείνα για τους Ρώσους αριστερούς που στα χρόνια του πολέμου βρίσκονταν στην Οδησσό ή σ’ άλλα μέρη της Ουκρανίας».

Για τον ίδιο λόγο, ο κ. Λεόντιεφ μελετά επίσης το αρχείο της Τσεκά για το αναρχικό αγροτικό κίνημα του Νέστορα Μαχνό: «Μ’ ενδιαφέρει επειδή ανάμεσα στα στελέχη του στρατού του Μαχνό, στην πρώτη γραμμή, βρίσκονταν Αριστεροί Εσέροι και Αριστεροί Κομμουνιστές», μέλη της εσωκομματικής αντιπολίτευσης των Μπολσεβίκων.

Αγρότες και «τρομοκράτες»

Ας επιστρέψουμε, όμως, στους Αριστερούς Εσέρους –«το δεύτερο κόμμα της Οκτωβριανής Επανάστασης», η συνεργασία του οποίου με τους μπολσεβίκους αποδείχθηκε καθοριστική για την επιβίωση του νέου καθεστώτος τους πρώτους μήνες μετά την κατάληψη της εξουσίας.

Ως αυτοτελής σχηματισμός οι Αριστεροί Εσέροι προέκυψαν αμέσως μετά τον Οκτώβρη, όταν η ανατροπή του Κερένσκι από τους μπολσεβίκους και τη Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή του σοβιέτ της Πετρούπολης επέφερε τη διάσπαση του μέχρι τότε ενιαίου Κόμματος Σοσιαλεπαναστατών (Партия Социалистов-Революционеров –και στην καθομιλουμένη «С-Р», «Εσέροι»).

Γεννημένο στην παρανομία το 1902, ένα χρόνο πριν από τη διάσπαση των Ρώσων Σοσιαλδημοκρατών σε μπολσεβίκους και μενσεβίκους, το κόμμα των Εσέρων εξέφραζε κυρίως τη συμμαχία της ριζοσπαστικοποιημένης επαρχιακής μικροαστικής διανόησης (δάσκαλοι χωριών και κατώτεροι υπάλληλοι) με το ριζοσπαστικότερο τμήμα της ρωσικής αγροτιάς.

Σε αντίθεση με τους Ρώσους Σοσιαλδημοκράτες, οι Σοσιαλεπαναστάτες έδιναν πολύ μικρότερη σημασία στη θεωρητική προπαρασκευή και πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην «έμπρακτη προπαγάνδα». Κληρονόμοι της επαναστατικής παράδοσης των Ναρόντνικων («Λαϊκιστών») του 19ου αιώνα, θεωρούσαν επίσης ως ανώτερη μορφή έμπρακτης προπαγάνδας τις ένοπλες ενέργειες εναντίον μισητών στελεχών του τσαρικού καθεστώτος, προσδίδοντας θετική σημασιοδότηση στον όρο «τρομοκράτης» (террорист). Οπως ήταν δε φυσικό, οι επιφανέστερες φυσιογνωμίες του κινήματός τους αναδείχθηκαν μέσα από αυτήν ακριβώς τη δραστηριότητα.

«Το δημοφιλέστερο στέλεχος των ΑΣΡ», υπενθυμίζει ο συνομιλητής μας, «ήταν η Μαρία Σπιριδόνοβα, μια γυναίκα που το 1906 είχε θεωρηθεί σύμβολο της Ρωσικής Επανάστασης, με ορισμένους από τους λαμπρότερους Ρώσους ποιητές (τον Μαξιμιλιάν Βαλόσιν, τον Μάντελσταμ, τον Μπαρίς Παστερνάκ) να γράφουν ποιήματα γι’ αυτήν. Στα είκοσι δυο της χρόνια, η Σπιριδόνοβα πυροβόλησε θανάσιμα τον επαρχιακό σύμβουλο του Ταμπόφ, μεγαλογαιοκτήμονα και επικεφαλής της τοπικής αστυνομίας, Γκαβρίλ Λουζινόφσκι, που είχε καταστείλει με μεγάλη αγριότητα το τοπικό αγροτικό κίνημα. Βασανίστηκε, βιάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά ο τσάρος μετέτρεψε την ποινή της σε ισόβια δεσμά κάτω από την πίεση της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Ενας δημοσιογράφος ονόματι Βλαντίμιροφ είχε κάνει έρευνα για τα βασανιστήρια που υπέστη και δημοσίευσε τα ευρήματά του σε μεγάλη εφημερίδα της Πετρούπολης κι εν συνεχεία σε φυλλάδιο που μεταφράστηκε σε διάφορες γλώσσες. Στη Γαλλία και σ’ άλλες ευρωπαϊκές χώρες συγκροτήθηκαν επιτροπές διανοουμένων που ζητούσαν να της δοθεί χάρη. Εικόνες της Σπιριδόνοβα, ως ινδάλματος του κινήματος, υπήρχαν στα γραφεία όλων των αντικαθεστωτικών οργανώσεων της ρωσικής πολιτικής προσφυγιάς».

Η διάσπαση

Μετά την ανατροπή του τσάρου τον Φλεβάρη του 1917, το κόμμα των Εσέρων βγήκε, όπως και η υπόλοιπη ρωσική Αριστερά, από την παρανομία. Μέσα στο οκτάμηνο δυαδικής εξουσίας που ακολούθησε, με την Προσωρινή Κυβέρνηση από τη μια και τα συμβούλια εργατών, στρατιωτών και αγροτών (σοβιέτ) από την άλλη, το κόμμα γιγαντώθηκε με την προσχώρηση εκατοντάδων χιλιάδων μελών σε όλη τη χώρα, ιδίως στην επαρχία και τις στρατιωτικές μονάδες. Η κεντρική καθοδήγηση της Μόσχας και της Πετρούπολης είχε μάλλον χαλαρή σύνδεση μ’ αυτές τις οργανώσεις που ξεπετάγονταν εδώ κι εκεί αυτοχαρακτηριζόμενες ως «Εσέροι»· σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις, αγνοούσε ακόμη και την ύπαρξή τους. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την όξυνση της ταξικής πάλης και τη συμμετοχή της ηγετικής, συντηρητικότερης τάσης του κόμματος στην Προσωρινή Κυβέρνηση τον Απρίλιο του 1917, οδήγησε τελικά στη διάσπασή του, καθιστώντας αδύνατη τη συμβίωση των αντιμαχόμενων τάσεων («δεξιά» και «αριστερά») που είχαν διαμορφωθεί στο εσωτερικό του ήδη από το 1909.

«Μια βασική διχογνωμία ανάμεσα στις δυο τάσεις», εξηγεί ο κ. Λεόντιεφ, «ήταν πως οι Αριστεροί ήταν διεθνιστές· στη διάρκεια του πολέμου είχαν πάρει μέρος στις διεθνείς αντιπολεμικές διασκέψεις της Αριστεράς του Τσίμερβαλντ. Θεωρούσαν επίσης ότι τα αγροτικά σοβιέτ έπρεπε να καταλάβουν αμέσως τη γη από τους ιδιοκτήτες, ενώ η Γενική Επιτροπή, η κομματική δηλαδή ηγεσία, θεωρούσε πως έπρεπε να περιμένουν, μέχρι να αποφασίσει επ’ αυτού η μελλοντική Συντακτική Συνέλευση. Υπήρχαν επίσης κάποιες ομοιότητες με τις απόψεις των αναρχοσυνδικαλιστών στο εργατικό ζήτημα, όσον αφορά το δικαίωμα των εργοστασιακών επιτροπών (όχι των κεντρικών συνδικάτων, αλλά των επιτροπών στο τοπικό επίπεδο του εργοστασίου) να επιβάλλουν αποφάσεις στους διευθυντές, να ασκούν διευθυντική εξουσία. Οι μπολσεβίκοι αποδέχονταν επίσης αυτή την εξουσία των επιτροπών, υπήρχε όμως διαρκής ανταγωνισμός με τους Εσέρους και τους αναρχικούς για τον έλεγχό τους».

Η διαφοροποίηση αυτή συνοδεύτηκε από σταδιακό επαναπροσδιορισμό της στάσης, όχι μόνο των νέων μελών αλλά και πολλών παλιών αγωνιστών που βγήκαν από τις φυλακές και τις εξορίες. Η Σπιριδόνοβα, λ.χ., «επέστρεψε από την εξορία στη Μόσχα το Μάιο του 1917 και αρχικά δεν ήταν ιδιαίτερα ριζοσπαστική. Προσπάθησε ν’ αναλύσει τις διαφορές στο κόμμα και τελικά τάχθηκε με την αριστερή ομάδα του Μπαρίς Καμκόφ. Ο Καμκόφ είχε μετάσχει ως πρόσφυγας στις διασκέψεις του Τσίμερβαλντ κι ήταν έντονα διεθνιστής και αντιμιλιταριστής».

Παρά τις διαφορές, η ενότητα του κόμματος διατηρήθηκε, πάντως, τυπικά μέχρι τα τέλη του φθινοπώρου. Στις εκλογές της 12ης Νοεμβρίου για τη Συντακτική Συνέλευση, οι Εσέροι κατέβηκαν ως ενιαίος σχηματισμός –κι αναδείχθηκαν σε πρώτο κόμμα, με 18.807.439 ψήφους (45,11%) έναντι 9.844.637 (23,6%) των Μπολσεβίκων, 3.655.917 (8,8%) των Ουκρανών Σοσιαλιστών, 1.986.601 (4,8%) των δεξιών Συνταγματικών Δημοκρατικών και 1.364.826 (3,3%) των Μενσεβίκων (Oliver Radkey, «Russia Goes to the Polls. The Election to the All-Russian Constituent Assembly, 1917», Ιθακα-Λονδίνο 1990, σ. 18-19). Τη στιγμή όμως που τα ψηφοδέλτιά του θριάμβευαν στην επαρχία, σε κεντρικό επίπεδο το κόμμα είχε ήδη διασπαστεί ως αποτέλεσμα της Οκτωβριανής Επανάστασης.

«Σε πολλές πόλεις, οι Αριστεροί Εσέροι διαδραμάτισαν κομβικό ρόλο στην ένοπλη κατάληψη της εξουσίας», επισημαίνει ο κ. Λεόντιεφ. «Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως το Χάρκοβο, το Πσκοφ ή το Αστραχάν, βρέθηκαν μάλιστα επικεφαλής των τοπικών επαναστατικών επιτροπών. Στο Σμολένσκ, η επαναστατική επιτροπή, όπου πλειοψηφούσαν οι μπολσεβίκοι αλλά περιλάμβανε επίσης δυο Αριστερούς Εσέρους κι έναν αναρχικό, επέλεξε τον Αριστερό Εσέρο Γεβγκένι Ραζούμοφ ως πρόεδρο του εκεί συμβουλίου λαϊκών επιτρόπων, δηλαδή της τοπικής κυβέρνησης. Στη Μόσχα, πάλι, Αριστερός Εσέρος ήταν ο σημαιοφόρος Γιούρι Σαμπλίν που κατέλαβε το δημαρχείο».

Η ενεργός συμμετοχή στην επανάσταση οδήγησε έτσι στη διάσπαση: «Στην Κ.Ε. των Εσέρων, η κυρίαρχη τάση του κόμματος είπε στους Αριστερούς Εσέρους ν’ αποχωρήσουν από το 2ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ [που ενέκρινε την ανατροπή του Κερένσκι], όπως έκαναν οι μενσεβίκοι κι όλοι οι δεξιοί σοσιαλιστές. Οι Αριστεροί Εσέροι δεν το δέχτηκαν όμως και διαγράφηκαν από το κόμμα, γεγονός που τους ώθησε ν’ αποφασίσουν τη αυτοτελή συγκρότησή τους. Το ιδρυτικό συνέδριο του νέου Kόμματος των Αριστερών Εσέρων [Партия Левых Социалистов-Революционеров] πραγματοποιήθηκε στις 18/11/1917 (π.η.). Παράλληλα ξεκίνησαν στην Αγία Πετρούπολη οι εργασίες του Πανρωσικού Σοβιέτ των Χωρικών, που επίσης χωρίστηκε σε δυο ομάδες: η μια ακολούθησε τους Αριστερούς Εσέρους, ενώ η δεύτερη τάχθηκε με τους ορθόδοξους».

Τι μεγέθη αντιπροσώπευαν αυτές οι συλλογικότητες; «Τα μέλη των Σοσιαλεπαναστατών, και των δυο τάσεων, μέσα στο 1917 έφτασαν το 1.000.000. Οταν το κόμμα διασπάστηκε, οι αριθμός των Αριστερών Εσέρων ήταν πολύ μικρότερος από εκείνον των Δεξιών. Τους επόμενους μήνες δεν έπαψε ωστόσο να μεγαλώνει και το καλοκαίρι του 1918 έφτασε τις 300.000. Οι μπολσεβίκοι το 1917 είχαν 400.000 μέλη κι οι μενσεβίκοι 300.000. Το καλοκαίρι του 1918 οι μπολσεβίκοι είχαν φτάσει τους 500.000. Ο ρυθμός ανάπτυξης του Κόμματος των Αριστερών Εσέρων ήταν μεγαλύτερος από εκείνον των μπολσεβίκων, αλλά οι μπολσεβίκοι παρέμεναν περισσότεροι».

Η κυβερνητική εμπειρία

Ως απόρροια της συμμετοχής τους στην ανατροπή του Κερένσκι, του τελεσίγραφου που το πανίσχυρο σοβιέτ των σιδηροδρομικών απηύθυνε στους μπολσεβίκους απαιτώντας τη διεύρυνση της νέας κυβέρνησης με συμμετοχή των υπόλοιπων σοσιαλιστικών κομμάτων, αλλά και της ανάγκης των μπολσεβίκων να επεκτείνουν την κοινωνική βάση της επανάστασης στην επαρχία, οι Αριστεροί Εσέροι ανέλαβαν το επόμενο διάστημα ηγετικές θέσεις στο νέο καθεστώς.

Στις 6 Νοεμβρίου, η Ολομέλεια της Πανρωσικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ (ВЦИК), το επαναστατικό δηλαδή Κοινοβούλιο, ανέδειξε στο προεδρείο του επτά Σοσιαλεπαναστάτες· ανάμεσά τους η Σπιριδόνοβα, ως πρόεδρος του αγροτικού τμήματος της ВЦИК και αναπληρώτρια του προέδρου της, Γιάκοφ Σφερντλόφ. Στις 19 Νοεμβρίου, ο Αριστερός Εσέρος Αντρέι Καλιγκάγιεφ ανέλαβε λαϊκός κομισάριος (υπουργός) Γεωργίας και τις επόμενες εβδομάδες ακολούθησαν ακόμη επτά: Ισαάκ Στάινμπεργκ (Δικαιοσύνης), Προς Προσιάν (Τηλεπικοινωνιών), Βλαντιμίρ Τρουτόφκσι (Τοπικής Αυτοδιοίκησης), Βλαντιμίρ Καρέλιν (Δημόσιας Περιουσίας), Μπαρίς Καμκόφ, Βλαντιμίρ Αλγκασόφ κι Αλεξάντρ Μπριλιάντοφ (άνευ χαρτοφυλακίου).

«Οι Αριστεροί Εσέροι και ο μετέπειτα σύζυγος της Σπιριδόνοβα, Ιλία Μαγιόροφ, ήταν αυτοί που συνέταξαν τον νόμο για την κοινωνικοποίηση της γης, μέτρο-κλειδί για την επικράτηση της επανάστασης», τονίζει ο συνομιλητής μας. «Αριστεροί Εσέροι διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο στη συγκρότηση του Κόκκινου Στρατού κι ένας απ’ αυτούς, ο Βιατσεσλάβ Αλεξαντρόβιτς, ήταν για ένα διάστημα το δεξί χέρι του Φελίξ Ντζερζίνσκι στην ηγεσία της Τσεκά». Στο πλαίσιο αυτής της σύμπραξης, όταν στις 6 Ιανουαρίου 1918 η ВЦИК διάλυσε την Προσωρινή Συνέλευση, οι Αριστεροί Εσέροι «τάχθηκαν πλήρως με τους μπολσεβίκους».

Η συμμαχία αυτή στην ηγεσία της επανάστασης δεν κράτησε, όμως, παρά μερικούς μήνες. «Η κρίσιμη στιγμή της σύγκρουσης ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο κόμμα του Οκτώβρη ήρθε μετά την επικύρωση της συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ» (3/3/1918), που παρέδωσε στη Γερμανία και τους συμμάχους της το ένα τρίτο των εδαφών της πρώην αυτοκρατορίας (Φινλανδία, Ουκρανία, Βαλτική, Καρς, μέρος της Λευκορωσίας). «Δεν ήταν όμως μόνο οι Αριστεροί Εσέροι αρνητικοί απέναντι στη συνθήκη. Στο κόμμα των Μπολσεβίκων, ούτε οι Αριστεροί Κομμουνιστές (ο Μπουχάριν, ο Ράντεκ) τη δέχονταν· ακόμη κι ο Φελίξ Ντζερζίνσκι, ο αρχηγός της Τσεκά, ανήκε τότε στους Αριστερούς Κομμουνιστές. Οι Αριστεροί Εσέροι είχαν λοιπόν την αυταπάτη ότι θα μπορέσουν να συνεχίσουν τη συνεργασία τους με τους μπολσεβίκους, αλλά μόνο με την τάση των Αριστερών Κομμουνιστών. Οι αναρχικοί ήταν επίσης φυσικά κατά του Μπρεστ-Λιτόφσκ».

Οι λόγοι που υπαγόρευσαν την αντίθεση των Αριστερών Εσέρων στη Συνθήκη, εξηγεί ο κ. Λεόντιεφ, «δεν ήταν καθόλου πατριωτικοί, αλλά καθαρά ιδεολογικοί. Πρώτον, οι επαναστάτες δεν μπορούν για λόγους αρχής να διαπραγματεύονται με ιμπεριαλιστές όπως ο Κάιζερ. Δεύτερον, ο γερμανικός κι ο αυστριακός στρατός, στα εδάφη που κατέλαβαν, στήριξαν αστικές κυβερνήσεις που πήραν πίσω από τους αγρότες τη γη που τους είχε διανεμηθεί ή είχαν καταλάβει και τις επέστρεψαν στους παλιούς ιδιοκτήτες – κι αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό. Ενώ οι Δεξιοί Εσέροι δεν μπορούσαν να δεχτούν αυτή την εξέλιξη από πατριωτική σκοπιά, οι Αριστεροί Εσέροι, οι Αριστεροί Κομμουνιστές και οι αναρχικοί την έβλεπαν ως ακύρωση της επανάστασης. Καθώς ήταν αδύνατο να τα βγάλουν πέρα με τον τακτικό γερμανικό στρατό, θεωρούσαν πως οι επαναστάτες έπρεπε να στραφούν στον ανταρτοπόλεμο. Διαμαρτυρόμενοι γι’ αυτή την εξέλιξη, οι Αριστεροί Εσέροι αποχώρησαν έτσι από το Συμβούλιο των Λαϊκών Κομισαρίων».

Δεν ήταν όμως μόνο το Μπρεστ-Λιτόφσκ που χώρισε τα δυο κόμματα. «Για ν’ αντιμετωπίσουν την επισιτιστική κρίση, οι μπολσεβίκοι πήραν αντιδημοφιλή μέτρα όπως η αποστολή στρατού κι εργατικών αποσπασμάτων στα χωριά, για ν’ αποσπάσουν τρόφιμα με τη βία. Οι Αριστεροί Εσέροι καταλάβαιναν, κι αυτοί, πως υπήρχε πραγματικό πρόβλημα. Δεν συμφωνούσαν όμως με τις μεθόδους που επιστράτευσαν οι μπολσεβίκοι. Οι μπολσεβίκοι είχαν λ.χ. την ιδέα να ξεκινήσουν ταξικό πόλεμο στα χωριά. Καθώς δεν μπορούσαν αν ελέγξουν τα αγροτικά σοβιέτ, εξέδωσαν διάταγμα για τη δημιουργία Επιτροπών Φτωχών Χωρικών.

Οι Αριστεροί Εσέροι ήταν απολύτως αντίθετοι μ’ αυτή την επιλογή, όχι όμως επειδή τάσσονταν υπέρ των πλούσιων χωρικών (των κουλάκων)· έβλεπαν τα πράγματα από την πλευρά των εργαζόμενων χωρικών, που δεν εκμεταλλεύονταν εργατική δύναμη, κατηγορία που περιλάμβανε τόσο τους φτωχούς όσο και τους μεσαίους αγρότες. Θεωρούσαν ότι τα μέτρα των μπολσεβίκων έσπρωχναν τους μεσαίους αγρότες στο πλευρό όχι ακριβώς των Λευκών, αλλά των δεξιών σοσιαλιστών».
Η ρήξη

Η τελική ρήξη επήλθε το καλοκαίρι του 1918, με πρωτοβουλία των Αριστερών Εσέρων. Στις 24 Ιουνίου η Κ.Ε. του κόμματος αποφάσισε τη διεξαγωγή τρομοκρατικών επιθέσεων εναντίον «εκπροσώπων του γερμανικού ιμπεριαλισμού», για να υπονομεύσει τη Συνθήκη. Ακολούθησε, στις 6 Ιουλίου, ο φόνος του Γερμανού πρέσβη Βίλελμ Φον Μίρμπαχ από έναν 18χρονο Εσέρο, μέλος της Τσεκά, που αργότερα εξελίχθηκε σε στενό συνεργάτη του Τρότσκι.

Διαψεύδοντας μια δημοφιλή συνωμοτική θεωρία της μετασοβιετικής περιόδου, ο κ. Λεόντιεφ επισημαίνει πως «ο φόνος του Μίρμπαχ δεν ήταν προβοκάτσια [των μπολσεβίκων], αλλά συνειδητή ενέργεια του κόμματος των Αριστερών Εσέρων. Τον Ιούλιο του 1918 σκοτώθηκε επίσης στο Κίεβο ο εκεί στρατιωτικός διοικητής Γκέρχαρντ Αϊχορν, από ομάδα Αριστερών Εσέρων μ’ επικεφαλής την Ιρίνα Καχόφσκα, φίλη της Σπιριδόνοβα. Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι, μ’ αυτές τις ενέργειές τους, οι Αριστεροί Εσέροι δεν ήθελαν να πλήξουν τους μπολσεβίκους. Ηθελαν να μεταβάλουν την εσωτερική κι εξωτερική πολιτική τους, ελπίζοντας πως οι Αριστεροί Κομμουνιστές θα τους βοηθούσαν. Οι Αριστεροί κομμουνιστές δεν αποχώρησαν όμως από το κόμμα των μπολσεβίκων, υποστήριξαν τον Λένιν, και οι μπολσεβίκοι εκμεταλλεύθηκαν την κατάσταση για να συλλάβουν τους Αριστερούς Εσέρους, συμπεριλαμβανομένων των αντιπροσώπων τους σε όλα τα επίπεδα. Μεταξύ των συλληφθέντων ήταν, φυσικά, και η Μαρία Σπιριδόνοβα».

Ακολούθησαν δίκες, σχετικά ελαφρές καταδίκες και παροχή αμνηστίας μετά τη γερμανική επανάσταση του Νοεμβρίου, με τους Αριστερούς Εσέρους να κινούνται τα επόμενα χρόνια μεταξύ παρανομίας, νομιμότητας κι ενεργού συμμετοχής στον ένοπλο αγώνα ενάντια στους Λευκούς και την ξένη στρατιωτική επέμβαση.

«Δεν μπορούμε να πούμε πως από τον Ιούλιο του 1918 και μετά οι Αριστεροί Εσέροι βρέθηκαν οριστικά στο περιθώριο», υποστηρίζει ο συνομιλητής μας. «Στην Ουκρανία, όπου διεξάγονταν μάχες με τους Λευκούς, διατήρησαν ενιαίο μέτωπο» με τους μπολσεβίκους και το αγροτικό αντάρτικο του αναρχικού Νέστορα Μαχνό. Στην πράξη, το κόμμα είχε όμως πάψει πια ν’ αποτελεί ενιαίο οργανισμό, με τις κατά τόπους οργανώσεις και τα στελέχη του να ρυθμίζουν αυτόβουλα τη στάση τους κατά περίπτωση: «Ενα μέρος των Αριστερών Εσέρων πέρασε στους κομμουνιστές, ένα άλλο τάχθηκε υπέρ του ενιαίου μετώπου με τους μπολσεβίκους, για νόμιμη δουλειά στα σοβιέτ, και μόνο ένα τρίτο κομμάτι τάχθηκε υπέρ εντονότερης σχέσεις με τους παρτιζάνους. Η πρώτη διάσπαση σημειώθηκε τον Μάρτιο του 1919 στους Ουκρανούς Αριστερούς Εσέρους. Ενα μέρος τους συνεργάστηκε αμέσως με τον Μαχνό, ενώ οι υπόλοιποι τάχθηκαν υπέρ της συνεργασίας με τους μπολσεβίκους».

Η μεταχείριση της Σπιριδόνοβα αντανακλά αρκετά εύγλωττα αυτή τη ρευστότητα. «Μετά την επανάσταση στη Γερμανία, αμνηστεύθηκε από την ВЦИК. Ηταν εξαιρετικά δημοφιλής, ασκούσε κριτική στον Τρότσκι και το Λένιν σε μεγάλες συγκεντρώσεις και το Φλεβάρη του 1919 συνελήφθη ξανά. Φυλακίστηκε στο Κρεμλίνο, όμως ένας νεαρός τσεκίστας τη βοήθησε να δραπετεύσει. Στην παρανομία, έδωσε συνέντευξη στην Εμμα Γκόλντμαν. Ενώ οι περισσότεροι σύντροφοί της ήταν ελεύθεροι, κλείστηκε σε ψυχιατρική κλινική – ένα από τα πρώτα θύματα αυτής της μεθόδου καταστολής των αντιφρονούντων. Οργανώθηκε όμως πελώρια καμπάνια για την απελευθέρωσή της από αναρχοσυνδικαλιστές, αριστερούς κομμουνιστές, συμβουλιακούς κομμουνιστές. Ακόμη και η Κλάρα Τσέτκιν ζήτησε από τον Λένιν την απόλυσή της: “Αν είναι τρελή, άσε τη να φύγει στην Ευρώπη”. Αφέθηκε ελεύθερη, αλλά δεν της επιτράπηκε να εγκαταλείψει τη Ρωσία. Παρέμεινε κάτω από τον έλεγχο της Τσεκά, σ’ ένα σανατόριο κοντά στη Μόσχα, κι αργότερα μεταφέρθηκε στη Σαμαρκάνδη και την Τασκένδη, καθώς υπήρχε φόβος πως οι Αριστεροί Εσέροι θα επιχειρούσαν να τη φυγαδεύσουν».

Οι συνεταιρισμοί

Το κύκνειο άσμα του δεύτερου κόμματος της Οκτωβριανής Επανάστασης γράφτηκε τη δεκαετία του 1920 σ’ ένα αρκετά διαφορετικό πεδίο, με την αναζήτηση και προσπάθεια εφαρμογής εναλλακτικών μορφών εργασίας και κοινωνικής οργάνωσης. «Προς το τέλος του εμφυλίου πολέμου», εξηγεί ο κ. Λεόντιεφ, «οι μπολσεβίκοι άρχισαν ν’ αμνηστεύουν τους φυλακισμένους αριστερούς σοσιαλιστές. Βγαίνοντας από τις φυλακές, αυτοί επεξεργάστηκαν ένα δικό τους κοινωνικοοικονομικό μοντέλο, ως εναλλακτικό δρόμο απέναντι στη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ)» –στο άνοιγμα, δηλαδή, του καθεστώτος στην ιδιωτική επιχειρηματικότητα εν ονόματι της ανάπτυξης.

«Ηταν μια παράδοξη κατάσταση: οι Αριστεροί Εσέροι παρέμεναν τυπικά ένα νόμιμο κόμμα, χωρίς αυτό να εμποδίζει τις συλλήψεις. Το τελευταίο φύλο του επίσημου περιοδικού τους εκδόθηκε τον Ιούλιο του 1922. Στα σοβιέτ της Μόσχας, της Πετρούπολης κι ορισμένων περιοχών μετείχαν αντιπρόσωποί τους μέχρι τον Δεκέμβριο του 1922. Ακόμη κι όταν απαγορεύθηκε το επίσημο περιοδικό τους, εξακολούθησαν να υπάρχουν Λέσχες Αριστερών Εσέρων, όπου συναντιούνταν και συζητούσαν για το μέλλον. Φυσικά βρίσκονταν κάτω από την εποπτεία της Τσεκά, οι σκέψεις που αναπτύσσονταν όμως εκεί σε σχέση με την επανάσταση ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες.

»Στόχος του εναλλακτικού τους σχεδίου ήταν μια συνδικαλιστική και συνεταιριστική ομοσπονδία. Δεν ήθελαν κεντρική πολιτική διεύθυνση, αλλά ελεύθερα σοβιέτ· αντί για λαϊκούς κομισάριους, ένα ανώτατο συμβούλιο επαγγελματικών συνδικάτων, ένα ανώτατο συμβούλιο καταναλωτικών συνεταιρισμών. Και αγροτικά συνδικάτα, που οι μπολσεβίκοι δεν επέτρεπαν να σχηματιστούν.

»Προσπάθησαν λοιπόν να εφαρμόσουν αυτές τις ιδέες. Για αρκετά χρόνια επιδόθηκαν σ’ ένα συνεταιριστικό δίκτυο, το πιο πετυχημένο στη Μόσχα, ένα δίκτυο αρτοποιών με την ονομασία “Μυρμηγκοφωλιά”, το οποίο κράτησε μέχρι το 1929. Ηταν η πιο πετυχημένη και ισχυρή ένωση αρτοποιών, απλωμένη στις γειτονιές της Μόσχας και όχι μόνο, καθώς βρίσκουμε παραρτήματά της σε πόλεις όπως η Τούλα. Βασική αρχή της “μυρμηγκοφωλιάς” ήταν η ίση αμοιβή της εργασίας –όπως ακριβώς συμβαίνει και με την εφημερίδα σας. Ολοι έπρεπε επίσης να μετέχουν συστηματικά, τόσο στη χειρωνακτική όσο και στη διευθυντική εργασία, με κυκλική εναλλαγή. Υπήρχε επίσης εκτεταμένη προνοιακή και πολιτιστική υποδομή: παιδικοί σταθμοί, θέατρο, στοιχειώδης εκπαίδευση των αγράμματων εργατών αλλά και προχωρημένα μαθήματα για τους πιο μορφωμένους (αστρονομία, ζωολογία κ.ο.κ). Πρόεδρος των “μυρμηγκιών” ήταν ένα πρώην μέλος της Κ.Ε. των Αριστερών Εσέρων, ονόματι Σεργκέι Ρίμπιν».

Το τέλος

Η απήχηση αυτού του εγχειρήματος (και των σχετικών θεωρητικών προβληματισμών) στην κοινωνία της ΝΕΠ, σε μια φάση που η Σοβιετική Ενωση εξακολουθούσε ν’ αποτελεί πεδίο κάθε λογής πρωτοποριακών πειραματισμών, παραμένει αντικείμενο υπό διερεύνηση.

Μετά το 1923, εξηγεί ο συνομιλητής μας, «οι Αριστεροί Εσέροι ήταν επισήμως απαγορευμένοι, εξέδιδαν όμως ανεπίσημα τα έργα τους ως άτομα και προσέλκυαν οπαδούς, ιδίως ανάμεσα στη νεολαία. Ακόμη και κάποιοι κύκλοι της Κομσομόλ [της επίσημης Κομμουνιστικής Νεολαίας], που δυσφορούσαν για τη στρατιωτικοποίηση σε σχολεία και πανεπιστήμια, έδειχναν ενδιαφέρον για τις ιδέες τους. Στις εκλογές στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, εκλέγονταν έτσι ως ριζοσπάστες εκπρόσωποι της Κομσομόλ αναρχικοί, Αριστεροί Εσέροι, μενσεβίκοι… Γι’ αυτή την ιστορία των νέων αναρχικών, των νέων Αριστερών Εσέρων, των νέων μενσεβίκων δεν έχουμε πλήρη εικόνα, λόγω του υπόγειου χαρακτήρα της: είναι αδύνατο να τους μετρήσουμε. Ως νεανικό φαινόμενο, η προσέλευση σ’ αυτές τις λέσχες σταματά πάντως ήδη πριν από το 1929».

Τη χρονιά εκείνη, η εγκατάλειψη της ΝΕΠ και η δρομολόγηση ενός απροκάλυπτα αυταρχικού προγράμματος βίαιης κολεκτιβοποίησης και ταχύρυθμης εκβιομηχάνισης έθεσε ουσιαστικά τέλος στη φάση των μετεπαναστατικών πειραματισμών, μετατρέποντας το σοβιετικό μοντέλο σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Στρατηγικό πρότυπο του Στάλιν, στη σχετική εισήγησή του, δεν αποτελούσε άλλωστε πλέον ο Μαρξ, αλλά ο εκσυγχρονιστής Μέγας Πέτρος.

«Οι λέσχες έκλεισαν, κάποιες όμως παράνομες ομάδες εξακολούθησαν να υφίστανται μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930», διευκρινίζει ο κ. Λεόντιεφ. «Οι άνθρωποι που συλλαμβάνονταν και στέλνονταν στις φυλακές και τις εξορίες, συναντούσαν εκεί τη γενιά της Σπιριδόνοβα, τους παλιούς ήρωες. Δεν είναι ως εκ τούτου 100% αλήθεια πως όλα είχαν τελειώσει το 1929 ή το 1930. Συνέχισαν σε κάποιο βαθμό τη θεωρητική δουλειά, εξέδωσαν ακόμη και κάποια πράγματα ως σαμιζντάτ (αυτοεκδόσεις), υπήρξε μια υπόγεια κουλτούρα. Το πραγματικό τέλος ήρθε το 1937, την εποχή της μεγάλης τρομοκρατίας του Γιέζοφ και του Στάλιν, όταν έγιναν μαζικές εκτελέσεις Εσέρων. Η Σπιριδόνοβα συνελήφθη ξανά. Μαζί με τον σύζυγό της, Ιλία Μαγιόροφ, και άλλους μεταφέρθηκαν στη Μόσχα, όπου καταδικάστηκε σε 25ετή κάθειρξη· τον Σεπτέμβριο του 1941, μετά τη γερμανική επίθεση, ο Στάλιν και ο Μπέρια διέταξαν όμως από κοινού την εκτέλεσή της. Μαζί της τουφεκίστηκαν (στο δάσος Μεντβέντεφσκι, έξω από το Αριόλ) ο Μαγιόροφ, ο παλιός μπολσεβίκος Κριστιάν Ρακόφσκι, ο θεωρητικός του ομοσπονδιακού συνεταιριστικού κινήματος Ανισίμ Τσιζικόφ κι άλλοι 153 πολιτικοί κρατούμενοι. Ο Ρίμπιν της “μυρμηγκοφωλιάς” είχε ήδη τουφεκιστεί το 1939· το ίδιο κι ο Μπαρίς Καμκόφ, μετά την κατάθεσή του ως κατηγορούμενου στη δίκη του Μπουχάριν». Το δεύτερο κόμμα της Οκτωβριανής Επανάστασης συμμερίστηκε έτσι πλήρως τη μοίρα των περισσότερων ιστορικών στελεχών του πρώτου…

Πηγή: η Εφημερίδα των συντακτών