Οι δύο τόμοι του Όλιβερ Χένρι Ράντκι για τους Σοσιαλεπαναστάτες το 1917 και τις αρχές του 1918 μπορούν να θεωρηθούν κλασικοί για τη σύγχρονη ιστοριογραφία, αξιοσημείωτοι για την οξυδερκή κρίση τους και τη σπουδαιότητα του υπό συζήτηση θέματός τους[1]. Λόγω των επικρατούντων απόψεων του φιλο-Μπολσεβικικού ρεύματος στον αγγλόφωνο κόσμο κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, κανένα από αυτά τα βιβλία δεν έχει πάρει την αναγνώριση που του αξίζει. Πράγματι, πολύ λίγοι Σοβιετολόγοι τα έχουν διαβάσει. Και είναι κρίμα καθώς αξίζουν τον θαυμασμό, αν όχι για κανέναν άλλο λόγο παρά για τη διαυγή, κομψή τους πρόζα, τόσο διαφορετική από τα μέτρια αγγλικά που είναι της μόδας τη σημερινή εποχή μεταξύ τόσων πολλών διάσημων ιστορικών.

Είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί οι ιστορικοί της Επανάστασης του 1917 και της ανόδου της Σοβιετικής κοινωνίας έχουν αγνοήσει πλήρως τα Λαϊκίστικα κόμματα. Μετά βίας μπορεί κάποιος να κατανοήσει την άνοδος και την εδραίωση του Μπολσεβίκικου καθεστώτος χωρίς μια ξεκάθαρη αντίληψη των βασικών, «αφανών», λόγων που βρίσκονται πίσω από την ήττα των σοσιαλεπαναστατών (δηλαδή το κόμμα της Ρωσικής αγροτιάς) και χωρίς σαφή εκτίμηση της δράσης των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών μετά τον Οκτώβριο του 1917. Ο Ράντκι πραγματικά αξίζει επίσης να διαβαστεί για το φως που μπορεί να ρίξει σε αυτά τα δύο θεμελιώδη ερωτήματα και για τα ευφυή ζητήματα που εγείρει αν και, δυστυχώς, η έρευνά του καλύπτει μόνο την περίοδο μέχρι τον Ιανουάριο του 1918. Βεβαίως, η σοβιετική ιστοριογραφία παρέχει ελάχιστη ή καθόλου βοήθεια στην επίλυση του ιστορικού προβλήματος που σχετίζεται με την άνοδο και την πτώση του οργανωμένου Λαϊκισμού στα 1917-1918 αφού, μέχρι την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, το βαρύ χέρι της ιδεολογίας κατέπνιξε ιστορικές μελέτες για αυτό το δύσκολο και ακανθώδες ζήτημα και οι Σοβιετικοί ερευνητές δεν μπορούσαν να διεξάγουν ελεύθερα την έρευνά τους. Φυσικά, πολύ σοβαρές και σχολαστικά λεπτομερείς μελέτες –μερικές βασισμένες σε αρχειακές πηγές– είναι διαθέσιμες και έχουν μεγάλη χρησιμότητα, αν και οι αναλύσεις τους φαίνεται να μην είναι καθόλου πειστικές και πολύ συχνά στην ίδια γραμμή με τις κρίσεις που εξέφραζαν εκείνη την εποχή ο Λένιν και η Μπολσεβίκικη προπαγάνδα[2].

Είναι πραγματικά εκπληκτικό σε ποιο βαθμό η δυτική ιστοριογραφία έχει αγνοήσει τη Λαϊκίστικη αριστερά κατά τη διάρκεια του 1917-1918[3]. Ούτε καν το άνοιγμα των αρχείων δεν χρησίμευσε στην προώθηση του ενδιαφέροντος για τη μελέτη του πεδίου ή στον εμπλουτισμό της μάλλον πενιχρής βιβλιογραφίας. Είναι λες και οι νικηφόροι Μπολσεβίκοι –μαζί με τα βουνά των ντοκουμέντων που το κόμμα του Λένιν έχει αφήσει για τις επόμενες γενιές– να είχε ρίξει ένα μαγικό ξόρκι πάνω στους ιστορικούς που δεν έχουν ακόμη πιάσει το νόημα της θεμελιώδους σημασίας ενός πολιτικού και κοινωνικού κινήματος που είχε τόσο μνημειώδη σημασία στην ίδρυση της Σοβιετικής κοινωνίας. Αυτό που ακολουθεί είναι μια προσπάθεια να γεμίσω αυτό το κενό ακολουθώντας τα βήματα του Ράντκι στην ανάπλαση των κύριων γεγονότων της δράσης των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών το 1918.

 

Από το παλιό PSR στους Αριστερούς Σοσιαλεπαναστάτες

Το θεμελιώδες σημείο εκκίνησης πρέπει αναγκαστικά να είναι η κρίση που ξέσπασε στο παλιό και ένδοξο Σοσιαλεπαναστατικό Κόμμα (PSR) το φθινόπωρο του 1917 και την άνοδο του Αριστερού Σοσιαλεπαναστατικού Κόμματος (PLSR). Πώς αντέδρασαν οι οργανωμένοι Λαϊκιστές στην κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους; Ποια ήταν η θέση των δεξιών και των αριστερών Σοσιαλεπαναστατών κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη δημιουργία μιας ομοιογενούς σοσιαλιστικής κυβέρνησης, που είχε προωθηθεί από την Παν-Ρωσική Εκτελεστική Επιτροπή της Ένωσης Σιδηροδρομικών (Vikzhel) αμέσως μετά τη Μπολσεβίκικη επανάσταση; Ας δούμε αν μπορούμε να απαντήσουμε την τελευταία ερώτηση πριν προχωρήσουμε στο γενικότερο θέμα της διάσπασης του Ρωσικού Λαϊκισμού.

Είναι γνωστό ότι η πανίσχυρη Vikzhel ανάγκασε τους Μπολσεβίκους να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με τους αντιπάλους τους. Η Vikzhel έστειλε ένα τηλεγράφημα στις 26 Οκτωβρίου 1917, απειλώντας με ολική κατάρρευση στην κίνηση των σιδηροδρόμων[4]. Καταδίκασε τoν «αδελφοκτόνο πόλεμο» και ήθελε τη δημιουργία μιας «ομοιογενούς σοσιαλιστικής και επαναστατικής κυβέρνησης», αφού η υπουργία του Κερένσκι είχε αποδειχτεί «ανίκανη να διατηρήσει την εξουσία» και το Συμβούλιο των Κομισάριων του Λαού, το οποίο ήταν η έκφραση ενός μόνο κόμματος, «δεν θα συναντούσε την αναγνώριση και την αποδοχή σε όλη τη χώρα». Η Vikzhel δήλωσε ότι θα διατηρούσε μια σχολαστικά ουδέτερη στάση ενώ η πολιτική σύγκρουση ξεδιπλωνόταν και θα υποστήριζε σταθερά την ίδρυση ενός εκτελεστικού οργάνου που θα περιλάμβανε «όλα τα Σοσιαλιστικά Κόμματα, από τους Μπολσεβίκους μέχρι τους Λαϊκούς Σοσιαλιστές» ως τη μόνη διέξοδο από την κρίση.

Η περιγραφή του Ράντκι για τη στάση των Σοσιαλεπαναστατών τις εβδομάδες που ακολούθησαν την εξέγερση του Οκτώβρη, αν και γράφτηκε πάνω από τριάντα χρόνια πριν, αξίζει ακόμα να διαβαστεί. Έδωσε μια πολύ πειστική και συνετή ανάλυση για το πού έγκειται η ευθύνη για την αποτυχία των διαπραγματεύσεων που πραγματοποίησε η Vikzhel: κατά την άποψή του, οι Μπολσεβίκοι δεν ήταν οι μόνοι που έδειξαν ανειλικρίνεια και αμφισημία κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων∙ οι Σοσιαλεπαναστάτες ήταν εξίσου ένοχοι. Η κεντρο-αριστερή πτέρυγα του PSR και η Μπολσεβίκικη μειοψηφία θα μπορούσαν, αναμφισβήτητα, να καταλήξουν σε συμφωνία, αλλά οι σκληροπυρηνικοί και στα δύο στρατόπεδα δεν ήταν διατεθειμένοι να έρθουν σε οποιοδήποτε συμβιβασμό[5]. Ο Άμπραμ Ρ. Γκοτς, ο οποίος ήταν ο οργανωτικός εγκέφαλος του PSR, επέλεξε την ένοπλη αντίσταση κατά των Μπολσεβίκων. Πράγματι, οργάνωσε την αποτυχημένη ανταρσία των δοκίμων αξιωματικών στην Πετρούπολη στις 29 Οκτωβρίου. Αντίθετα, ο Βίκτορ Μ. Τσερνόφ, ο πασίγνωστος και με διεθνές κύρος επικεφαλής του κόμματος, «ήταν περισσότερο σαν ένα διακοσμητικό πουλί που εκτίθετο περιστασιακά εξαιτίας της λαμπρότητας του κεντρο-αριστερού φτερώματός του και της επιρροής που ασκούσε στους στρατιώτες και τους αγρότες, αλλά κλεινόταν ξανά στο κλουβί του μόλις έδινε ενδείξεις ανεξάρτητης πτήσης»[6].

Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, τόσο η δεξιά όσο και η κεντροδεξιά πτέρυγα του PSR συνέχισαν να έχουν σημαντική επιρροή μέσα στο κόμμα –οι ίδιες φωνές που μερικούς μήνες πριν είχαν δεχτεί κυβερνητική συνεργασία με τους Καντέτ[7] και τη συνέχιση του πολέμου. Ένας τυπικός αντιπρόσωπος αυτής της μέτριας σχολής σκέψης ήταν ο δήμαρχος της Μόσχας Βαντίμ Β. Ρούντνεφ, ο οποίος υποστήριζε την ένοπλη αντιπαράθεση με τους μπολσεβίκους και ο οποίος ήταν ένας βαμμένος πατριώτης και ένθερμος υποστηρικτής μιας συμμαχίας με τους φιλελεύθερους[8]. Ακόμη και η κοινωνική σύνθεση των απλών μελών του κόμματος είχε αλλάξει, όπως θα μπορούσε να φανεί στα γεγονότα της Μόσχας, που ανασυγκρότησε λεπτομερώς ο Ράντκι. Στην πρώην πρωτεύουσα υπήρξε μόνο μια χλιαρή ανταπόκριση στην έκκληση της επιτροπής των Σοσιαλεπαναστατών για κινητοποίηση του λαού εναντίον μιας μπολσεβίκικης δικτατορίας, αφού «η απώλεια των προλεταριακών και στρατιωτικών μελών της είχε μετατρέψει το κόμμα στη Μόσχα σε μια οργάνωση διανοουμένων και ριζοσπαστικών-δημοκρατικών στοιχείων που δεν είχαν την τάση να αγωνίζονται στους δρόμους, εκτός από έναν απροσδιόριστο αριθμό φοιτητών που ενώθηκαν με τους συμμαθητές τους άλλων πεποιθήσεων σε ένα εθελοντικό κίνημα που λέγεται ότι είχε ξεκινήσει από τους Συνταγματικούς Δημοκράτες»[9].

Το φθινόπωρο του 1917, το PSR βρισκόταν σε αδιέξοδο. Μέχρι τότε, οι υποστηρικτές του στις πόλεις ήταν κυρίως διανοούμενοι και υπάλληλοι, οι οποίοι φυσικά θα μπορούσαν να στηρίξουν τις πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις αλλά οι οποίοι ήταν επίσης ικανοί να τυφλωθούν από τον πατριωτισμό και τον εθνικισμό. Ο Ράντκι είχε απόλυτο δίκιο καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «ο πόλεμος ήταν η νέμεση του PSR, όπως ήταν και όλης της Ρωσικής Επανάστασης»[10]. Στην πραγματικότητα, οι Σοσιαλεπαναστάτες αποδείχθηκαν ανίκανοι να σχηματίσουν μία σαφή και συνεπή λύση στο τρομακτικό πρόβλημα του πολέμου και κατέληξαν –σε μεγαλύτερη έκταση ακόμη και από τους Μενσεβίκους– να διαλυθούν με εσωτερικές συγκρούσεις μέχρι την τελική διάσπαση που ήρθε το Νοέμβριο του 1917, όταν ιδρύθηκε επίσημα το Αριστερό Σοσιαλεπαναστατικό Κόμμα (PLRS).

Ένα άλλο, όχι λιγότερο μοιραίο, πλήγμα ήρθε με το χάσμα ανάμεσα στην ηγεσία και τη βάση ως αποτέλεσμα του πολέμου. Οι μάζες ριζοσπαστικοποιήθηκαν όλο και περισσότερο και πικράθηκαν στη διάρκεια των χρόνων του πολέμου, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο και το μέτωπο, ενώ η δημοκρατική διανόηση έτεινε όλο και περισσότερο να υποστηρίζει τις φιλελεύθερες και εθνικιστικές θέσεις των επαγγελματικών και υπαλληλικών τάξεων. Υπήρξε μια εύθραυστη ενότητα μεταξύ των διανοουμένων και του λαού που είχε ανθίσει στα τέλη του 19ου αιώνα με την άνοδο του «τρίτου στοιχείου» και που είχε ευημερήσει κατά τα τελικά στάδια της Επανάστασης του 1905∙ αυτή η συμμαχία κατέρρευσε και έληξε στα πεδία των μαχών και τα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, μαζί με εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές. Σε καμία χώρα της γης η εθνική συνοχή, που διαποτιζόταν από το δηλητήριο του σοβινισμού το οποίο θέριευε ανάμεσα στις πλούσιες και τις κατώτερες τάξεις, δεν επιβιώνει άθικτη μέχρι το πικρό τέλος, όπως αποδεικνύεται από τις κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές της άμεσης μεταπολεμικής περιόδου. Παρ’ όλα αυτά, στη χώρα όπου εξουσίαζε ο τσάρος και όπου το χάσμα μεταξύ της υψηλόβαθμης κουλτούρας που επέτυχαν οι δυτικοποιημένες μεσαίες τάξεις και της καθυστέρησης της μάζας των πληβείων ήταν μεγαλύτερη, ο μακροχρόνιος πόλεμος είχε σκάψει μια ανυπέρβλητη τάφρο μεταξύ των δύο Ρωσιών. Αν και οι υπάλληλοι και οι επαγγελματίες μια δεκαετία νωρίτερα είχαν αντιταχθεί στον πόλεμο με την Ιαπωνία, το 1914 υπέκυψαν στο δέλεαρ του εθνικισμού που υπερνικούσε τις αντιρρήσεις των δυτικοευρωπαίων συναδέλφων τους. Φυσικά, αυτή η όλη διαδικασία ιδεολογικής ομοιογένειας είχε συνέπειες. Μόνο μια μικρή μειοψηφία της δημοκρατικής διανόησης που ήταν σε στενή επαφή με τις κατώτερες τάξεις και γνώριζε τις ανάγκες και τη νοοτροπία τους μπόρεσαν να αντέξουν τον πειρασμό να ενδώσουν στον εθνικισμό και βρήκαν καταφύγιο στον εξτρεμισμό και το ριζοσπαστισμό. Οι περισσότεροι από αυτούς ένιωσαν ότι –αν και έκαιγε πιο ζωηρή η φλόγα του παλιού ονείρου της μεταρρύθμισης– το πιο άμεσο και επείγον καθήκον που αντιμετώπιζε η πατρίδα ήταν ο γερμανικός ιμπεριαλισμός. Η δημοκρατική αστική τάξη ήταν ταυτόχρονα πονηρή και επαναστατική όσο ο τσάρος κρατούσε τα ηνία της εξουσίας. Πράγματι, η δημοκρατική αστική τάξη έπαιξε έναν ασήμαντο ρόλο στην πτώση του αυταρχικού καθεστώτος και στην εγκατάσταση της ελευθερίας στη Ρωσία. Ωστόσο, όταν έπεσε ο τσαρισμός, ήταν αληθινά σε δίλημμα –θα έπρεπε να αρχίσουν αμέσως οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με όλα τα εμπόλεμα μέρη ή θα έπρεπε να υπερασπιστούν τη δημοκρατική Ρωσική πατρίδα ενάντια στους Αυστρο-Γερμανούς εισβολείς; Η δημοκρατική αστική τάξη επέλεξε το τελευταίο, αφού υπήρχε το πρόσθετο πλεονέκτημα να εκφράζονται τα ισχυρά αισθήματα του πατριωτισμού με ιδεαλιστικούς όρους. Καθώς πολύ λίγοι Σοσιαλεπαναστάτες διανοούμενοι έμειναν πιστοί στα ειρηνιστικά τους ιδεώδη, οι επαγγελματικές και υπαλληλικές τάξεις που αποτελούσαν τώρα την καρδιά και την ψυχή του κόμματος εκσφενδόνιζαν κατηγορίες προδοσίας σε εκείνους που μιλούσαν με πραγματικούς όρους για ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις.

Μέσα στο PSR, οι συγκρούσεις είχαν φτάσει σε παροξυσμό μέχρι το τέλος του καλοκαιριού μετά τις διαδοχικές μαζικές εξεγέρσεις των αγροτών. Η αλήθεια είναι ότι στο Σοσιαλεπαναστατικό Κόμμα υπήρχαν τουλάχιστον τρεις ξεχωριστές και εντελώς ανόμοιες πολιτικές ομάδες που συνυπήρχαν δίπλα δίπλα, όλες, όμως, προερχόμενες από τις ίδιες Λαϊκίστικες ρίζες. Η προέλευση της κρίσης του Σοσιαλεπαναστατικού Κινήματος ξεκίνησε από την ήττα του 1905 και την αγροτική μεταρρύθμιση που προώθησε ο Στολίπιν∙ ήταν με το ξέσπασμα του πολέμου και κατά τη διάρκεια του ίδιου του πολέμου που οι διάφορες πολιτικές θέσεις στο Λαϊκίστικο κίνημα σκλήραιναν μέχρι το σημείο να καταλήξουν τελικά σε ασυμβίβαστο. Υποστηρίζεται κατ’ επανάληψη ότι ο κύριος λόγος για τη διάσπαση έγκειται στην πολιτική και ιδεολογική μεταμόρφωση μεγάλου μέρους της ρωσικής δημοκρατικής διανόησης, της οποίας η ξαφνική μεταστροφή στον φιλελεύθερο εθνικισμό τους τύφλωσε τόσο που δεν έβλεπαν ότι η χώρα αντιμετώπιζε πολύ πραγματικά και πολύ επείγοντα κοινωνικά προβλήματα. Έτσι, το 1917, χάρη στο ασυνήθιστα πειστικό και αληθοφανές Λαϊκίστικο μήνυμα, οι Σοσιαλεπαναστάτες κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα κόμμα με πολλούς οπαδούς και να πραγματοποιήσουν το θαύμα της ειρηνικής κινητοποίησης των αγροτικών μαζών. Στη συνέχεια, όμως, αντί να συγκαλέσουν τη Συντακτική Συνέλευση και να εισηγηθούν τη μεταρρύθμιση της γης, η ηγεσία του PSR έκανε αρκετά λάθη. Πρώτον, η ηγεσία υπολόγιζε ότι η αγροτιά, η οποία από καιρό λαχταρούσε τη γη των γαιοκτημόνων, και ο στρατός, που ήταν πρόθυμος να εγκαταλείψει τα χαρακώματα και να μοιραστεί τα λάφυρα της διαίρεσης των μεγάλων γαιών, θα μπορούσαν να συγκρατηθούν. Ο λαός, τόσο στις πρωτεύουσες όσο και στην ενδοχώρα, ικέτευε μάταια τους ηγέτες να αναγνωρίσουν τα αληθινά αισθήματα που διακατείχαν τις μάζες και τη φωτιά που τρεμοπαίζε ανάμεσα στις στάχτες σε ό,τι επιφανειακά φαινόταν ειρηνικό. Οι δεσμοί που είχε η Σοσιαλεπαναστατική διανόηση με το Ρωσικό λαό είτε είχαν χαθεί ή αποδυναμωθεί σε σημείο που η διανόηση δεν κατανοούσε πλέον ότι μόνο τα λόγια για το παλιό και ένδοξο πρόγραμμα του κόμματος δεν αρκούσαν πλέον για να επιλύσουν τις κοινωνικές συγκρούσεις και να καθησυχάσουν τις μάζες. Ο λαϊκός σκληρός πυρήνας του Σοσιαλεπαναστατικού κινήματος δεν διαλύθηκε, αλλά μάλλον πέρασε ακέραιος στο νέο πολιτικό κίνημα που προέκυψε από τη διάσπαση του PSR μετά τη νίκη των μπολσεβίκων. Ο Ράντκι είχε απόλυτο δίκιο όταν σημείωσε ότι ο «λαϊκός τύπος» και η νεαρή ηλικία των ηγετών του ήταν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του νέου Λαϊκίστικου κόμματος. Τη στιγμή της διάσπασης, οι περισσότεροι διανοούμενοι και υπάλληλοι παρέμειναν με το παλιό PSR, ενώ σχεδόν όλοι οι ναύτες και ένας μεγάλος αριθμός εργατών και στρατιωτών ακολούθησαν τους Αριστερούς Σοσιαλεπαναστάτες[11].

 

Η αρχή της συνεργασίας μεταξύ των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών και των Μπολσεβίκων

Αφού ο Λένιν είχε απορρίψει χωρίς δεύτερη σκέψη την πιθανότητα να συνεργαστεί με τους Μενσεβίκους και τους Σοσιαλεπαναστάτες, προσπάθησε να δημιουργήσει μια ειδική σχέση με την εξτρεμιστική αριστερή πτέρυγα των Λαϊκιστών, η οποία βρισκόταν σε διαδικασία διάσπασης από το PSR και την ίδρυση ενός ανεξάρτητου κόμματος. Η αλήθεια ήταν ότι οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των Μπολσεβίκων και των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών, οι οποίες είχαν αρχίσει αμέσως μετά την εξέγερση της Πετρούπολης και είχαν συνεχιστεί μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου, δεν ήταν καθόλου εύκολη∙ αν και το PLSR συμφωνούσε πραγματικά με τον Λένιν και το πρόγραμμά του όσον αφορά τα κρίσιμα ζητήματα της γης και της ειρήνης, συνέχιζε να διαφωνεί με το πραξικόπημα της 25ης Οκτωβρίου και ήταν εξαιρετικά δύσπιστο για τον τρόπο με τον οποίο κυβερνούσε το Συμβούλιο των Κομισάριων του Λαού (Sovnarkom)[12]. Επιπλέον, οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες σε καμία περίπτωση δεν παρουσίαζαν ένα ενωμένο και συνεκτικό μέτωπο. Ανάμεσα στις τάξεις τους υπήρχε μια ριζοσπαστική και σκληροπυρηνική πτέρυγα που συνυπήρχε με μια πιο μετριοπαθή πτέρυγα, η οποία γνώριζε τους δημοκρατικούς κανόνες του παιχνιδιού και που απεχθανόταν τις μεθόδους των μπολσεβίκων.

Θα ήταν καλό να έχουμε κατά νου ακριβώς τι διέκρινε το PLSR από τους Λενινιστές Μπολσεβίκους. Πρώτα απ’ όλα, το PLSR απέρριπτε την τρομοκρατία ως μέσο επιτάχυνσης της έλευσης του σοσιαλισμού και υποστήριζε την προστασία των δικαιωμάτων στην ελευθερία. Αυτά ήταν τα πιο καυτά θέματα διαμάχης μεταξύ των Μπολσεβίκων και των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων της Παν-Ρωσικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ (VTsIK). Στις 2 Νοεμβρίου 1917, ο Μ. Φ. Μάλκιν διαμαρτυρήθηκε έντονα ενάντια στη μονοκομματική δικτατορία, η οποία είχε λάβει κατασταλτικά μέτρα που κινδύνευαν να επηρεάσουν όχι μόνο τους πλούσιους ιδιοκτήτες αλλά και τις μάζες επίσης[13].Στη συνέχεια, δύο μέρες αργότερα, υπήρξε μια συζήτηση γεμάτη ένταση για την ελευθερία του τύπου μετά το διάταγμα του Sovnarkom που έκλεισε τις αστικές εφημερίδες. Ο Προς Π. Προσιάν ήταν απολύτως σαφής  καταδικάζοντας τις χοντροκομμένες θεωρίες του Λένιν και του Τρότσκι όταν παρατήρησε ότι «ο αγώνας για την ελευθερία του Τύπου ήταν πάντα στενά συνδεδεμένος με τον αγώνα για τον σοσιαλισμό»[14]. Ο Μάλκιν απάντησε στις απόπειρες των δύο κορυφαίων ηγετών των Μπολσεβίκων να παρουσιάσουν μια ιδεολογική αιτιολόγηση για τη δικτατορία με τον ακόλουθο τρόπο:

«Απορρίπτουμε σταθερά την ιδέα ότι ο σοσιαλισμός μπορεί να έρθει ενόπλως. […] Το αίτημα της επανάστασης έγκειται στο γεγονός ότι αγωνιζόμαστε όχι μόνο να γεμίζουμε τις πεινασμένες μας κοιλιές αλλά για μια υψηλότερη αλήθεια, την απελευθέρωση του ατόμου. Θα κερδίσουμε όχι με το κλείσιμο των αστικών εφημερίδων αλλά επειδή το πρόγραμμα και οι τακτικές μας εκφράζουν τα συμφέροντα των πλατιών μαζών που εργάζονται σκληρά, γιατί μπορούμε να κτίσουμε ένα στέρεο συνασπισμό στρατιωτών, εργατών και αγροτών.[…]

Ο Λένιν μας έχει πει για τις συκοφαντίες που διαδίδει ο αστικός Τύπος. […] Εμείς οι επαναστάτες και σοσιαλιστές απαντάμε σε αυτά τα ψέματα λέγοντας την αλήθεια. Τα ψέματα του αστικού τύπου δεν αποτελούν αυθεντικό κίνδυνο για το σοσιαλιστικό κίνημα. […]

Εμείς οι Σοσιαλεπαναστάτες ήμασταν κάποτε κρατούμενοι του τσαρισμού, αλλά ποτέ δεν ήμασταν σκλάβοι του και δεν θέλουμε τώρα να καθιερώσουμε τη δουλεία για κανέναν»[15].

Μια άλλη αιτία τριβής μεταξύ του κόμματος του Λένιν και των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών ήταν η παντοδυναμία της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία δεν υπόκειτο σε κανέναν έλεγχο. Ο Καρέλιν διαμαρτυρήθηκε για την κατάχρηση του όρου «αστική»:

«Δεν είναι μόνο οι αστικές κυβερνήσεις που πρέπει να δίνουν λογαριασμό για τον εαυτό τους ή να διατηρούν σε καλή τάξη τις υποθέσεις τους, ακόμη και σε λεπτομέρειες. […] Μια προλεταριακή κυβέρνηση πρέπει επίσης να υποβάλλεται σε λαϊκό έλεγχο. […]

Το αίτημά μας για υπεύθυνη κυβέρνηση απορρίπτεται στην απλοϊκή βάση ότι αυτό ήταν χαρακτηριστικό των προηγούμενων κοινοβουλευτικών καθεστώτων. Η λογική συνέπεια θα ήταν να εγκαταλείψουμε την ανάληψη της οικονομικής ευθύνης, μιας άλλης «αστικής» προκατάληψης. […]

Αυτά τα διατάγματα και τα προσχέδια διατάξεων που μαγειρεύονται σαν bliny[16] είναι εξαιρετικά αδαή, αν και μέχρι στιγμής, δόξα το θεό, η γραφή και η ανάγνωση δεν έχει δηλωθεί ως αστική προκατάληψη»[17].

Το PLSR δεν είχε καμία πρόθεση να επιτύχει συμβιβασμό πάνω στον διαχωρισμό των εξουσιών μεταξύ Sovnarkom και VTsIK κατά τις διαπραγματεύσεις που είχαν ξεκινήσει με τους Μπολσεβίκους για τη δημιουργία μιας δικομματικής κυβέρνησης. Αφού η PLSR εγκατέλειψε την αρχική ιδέα της συμμαχίας όλων των Σοσιαλιστικών κομμάτων μετά την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων που προώθησε η Vikzhel, αποφάσισε να συμμετάσχει στο Συμβούλιο των Κομισάριων του Λαού. Ωστόσο, το έπραξε μόνο μετά την ολοκλήρωση της διεύρυνσης της Παν-ρωσικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ (VTsIK), που συμπεριέλαβε εκπροσώπους του έκτακτου συνεδρίου των αγροτών (που εκείνη την περίοδο συνεδρίαζαν στην Πετρούπολη) και μετά την υιοθέτηση ενός ντοκουμέντου που ρύθμιζε τη σχέση μεταξύ της κυβέρνησης και του «κοινοβουλίου». Στην ομιλία του στο πρώτο συνέδριο του PLSR, ο Μπόρις Δ. Κάμκοφ χαρακτήρισε ως «τεράστια νίκη» για το κόμμα του τον διαχωρισμό του νομοθετικού κλάδου (με την επίφαση της VTsIK) από την εκτελεστική εξουσία (Sovnarkom)[18]. Πράγματι, οι κανόνες που εγκρίθηκαν στις 17 Νοέμβρη που διέπουν τη σχέση μεταξύ της VTsIK και του Sovnarkom[19] καθόρισαν ότι το Συμβούλιο των Κομισάριων του Λαού ήταν «απόλυτα υπεύθυνο ενώπιον της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής» και ότι «όλες οι νομοθετικές πράξεις και όλες οι διατάξεις μείζονος πολιτικού ενδιαφέροντος» έπρεπε να υποβάλλονται και να επικυρώνονται από το σοβιετικό «κοινοβούλιο». Μόνο μέτρα έκτακτης ανάγκης στον αγώνα ενάντια στους εχθρούς της Επανάστασης θα μπορούσαν να τεθούν αμέσως σε εφαρμογή και μόνο εάν η κυβέρνηση θα λογοδοτούσε μετά στη VTsIK. Τέλος, οι κανονισμοί υποχρέωναν κάθε μέλος του Sovnarkom να λογοδοτεί για τις ενέργειές του μία φορά την εβδομάδα ενώπιον της VTsIK και υποχρέωνε την κυβέρνηση να ανταποκρίνεται «αμέσως» σε κάθε αίτημα που υποβάλλει η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή. Μόλις επιτεύχθηκε αυτή η ομολογουμένως κατάλληλη αλλά αδούλευτη μορφή διάκρισης των εξουσιών μεταξύ Sovnarkom και VTsIK, οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες μπήκαν στην κυβέρνηση και δέχτηκαν, προς το παρόν, το Υπουργείο Γεωργίας (αργότερα θα υπηρετούσαν και σε άλλες θέσεις).

Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούσαν να υπάρχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών και των Μπολσεβίκων, όπως έδειξε η ομιλία της Μαρίας Α. Σπιριδόνοβα, εξ μέρους του PLSR, καλωσορίζοντας τους νεοεκλεγέντες αγρότες βουλευτές στις έδρες της VTsIK[20]. Η Λαϊκίστρια επαναστάτρια μίλησε για τις βασικές έννοιες που διέπουν τον διεθνή σοσιαλισμό και επανέλαβε ότι η ρωσική αγροτιά τελικά θα απελευθερωθεί μόνο μέσω μιας συμμαχίας με τους Ρώσους εργάτες και με τους εργάτες του κόσμου. Η ομιλία της περιείχε επίσης θρησκευτικούς υπαινιγμούς που ήταν ξένοι με το Μπολσεβίκικο δόγμα και που ακούστηκε σαν επιστροφή στα παραδοσιακά ιδεώδη του Ρωσικού Λαϊκισμού:

«Θα επιτύχουμε τα ιδανικά μας όχι απλώς μέσα από το μίσος, αλλά και μέσα από αισθήματα συμπόνοιας για όλους όσους υποφέρουν και αγαπούν, για όσους είναι καταπιεσμένοι. Για τα ιδανικά μας θα δώσουμε τα πάντα, τη ζωή μας και ίσως ακόμη και την τιμή μας. Πρέπει να απελευθερωθούμε από τα τελευταία ίχνη της δουλείας στην ψυχολογική μας νοοτροπία. Πρέπει να εξαλείψουμε το μίσος ανάμεσά μας και να κατευθύνουμε την έχθρα μας μόνο εναντίον των εχθρών μας. Πρέπει να αναπτύξουμε αμοιβαίο σεβασμό και ανοχή με τους συντρόφους μας στον αγώνα που μας περιμένει. Πρέπει να γίνουμε καλύτεροι, αγνότεροι, πιο ειλικρινείς, ώστε κανείς να μην τολμήσει να πει ότι η εξέγερσή μας φέρνει μίσος και κακό. Πάνω στα ερείπια της παλιάς κοινωνίας γεννιέται, κρυμμένη από τα μάτια μας, μια νέα κοινωνία δικαιοσύνης και αγάπης».

Επιπλέον, οι Μπολσεβίκοι και οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες διαφωνούσαν σχετικά με τη στάση που πρέπει να ακολουθήσουν όσον αφορά τη Συντακτική Συνέλευση, που είχε εκλεγεί τον Νοέμβριο του 1917. Στην αρχή, το PLSR φάνηκε να κλίνει υπέρ της αναγνώρισης του δικαιώματος της Συντακτικής Συνέλευσης να συνέρχεται και να ανακοινώνει σε όλη τη χώρα τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές της πολιτικής της. Πράγματι, ήταν αυτό ακριβώς το ζήτημα που προκάλεσε μια ζωηρή συζήτηση μέσα στη VTsIK. Ο Αριστερός Σοσιαλεπαναστάτης Στάινμπεργκ διαμαρτυρήθηκε ενάντια στο διάταγμα του Sovnarkom που εγκρίθηκε στις 28 Νοεμβρίου, με το οποίο οι ηγέτες του κόμματος Kadet έπρεπε να συλληφθούν με την κατηγορία ότι ήταν «εχθροί του λαού»[21]. Ο Στάινμπεργκ είπε ότι «δεν υπάρχει χώρος στον ταξικό αγώνα για αυθαίρετα κατασταλτικά μέτρα» και πρόσθεσε: «Το διάταγμα υπαινίσσεται η διάθεση να διακοπεί η Συντακτική Συνέλευση και αναγγέλλουμε ότι είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι σε ένα τέτοιο βήμα»[22]. Ο Τρότσκι απάντησε περιφρονητικά:

«Η Ρωσία χωρίζεται εντελώς σε δύο ασυμβίβαστα στρατόπεδα, εκείνο της αστικής τάξης και εκείνο του προλεταριάτου. Ανάμεσά τους είναι οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες, που δεν έχουν βρει ακόμη τo βηματισμό τους και ταλαντεύονται με ένα μικροαστικό φόβο που τους οδηγεί να εμποδίζουν τον ταξικό αγώνα του Συμβούλιου των Κομισάριων του Λαού. […] Μιλάτε αγανακτισμένοι από την ωμή τρομοκρατία που εφαρμόζουμε εναντίον των εχθρών της τάξης μας, αλλά επιτρέψτε μου να σας πω ότι σε ένα μήνα το πολύ θα πάρει πιο τρομακτικές (groznye) μορφές, με πρότυπο την τρομοκρατία των μεγάλων Γάλλων εαναστατών. Όχι το φρούριο αλλά η γκιλοτίνα θα περιμένουν τους εχθρούς μας»[23].

Στην ομιλία του, ο Μστιτσλάβσκι μνημόνευσε την αναφορά του Τρότσκι στη Γαλλική Επανάσταση για να δείξει πώς οι Μπολσεβίκοι, με τον ζήλο τους να αποδώσουν μια μικροαστική άποψη στο PLSR, οι ίδιοι ήταν υπερβολικά πρόθυμοι να αντιγράψουν τις πολιτικές μορφές μιας επανάστασης που αποτελούταν από αστούς και μικροαστούς. Με το είδος της τρομοκρατίας που υποστήριζαν ο Λένιν και ο Τρότσκι διέτρεχαν τον κίνδυνο να διαστρεβλώσουν την κοινωνική φύση της Ρωσικής Επανάστασης, μετατρέποντάς την σε εμφύλιο πόλεμο. Ο Μστιτσλάβσκι αισθάνθηκε ότι το καθήκον των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών ήταν να σταματήσουν τους Μπολσεβίκους να βλάπτουν τον σκοπό της Επανάστασης με τα τυφλά κατασταλτικά μέτρα τους, όπως η δίωξη των Kadets και της Συντακτικής Συνέλευσης[24].

Γιατί το PLSR άλλαξε την πορεία του και την ίδια τη συμμαχία του με τους Μπολσεβίκους για το ζήτημα της Συντακτικής Συνέλευσης; Ο Προσιάν έδωσε μια εξήγηση στη συνάντηση της VTsIK στις 22 Δεκεμβρίου, δηλώνοντας σαφώς ότι «δεν είμασταν υποκριτές, δεν λέγαμε ψέματα, όταν υπερασπιζόμασταν τη συνέλευση». Αλλά «η πραγματική ζωή είναι πιο αδιάλλακτη από το πολιτικό δόγμα. Η λογική της είναι πιο ανελέητη, και πιο συνετή, από κάθε πολιτικό πρόγραμμα». Από τότε που ότι η Συντακτική Συνέλευση ζητούσε πλήρη εξουσία, συγκρούστηκε με τα Σοβιετ, «τα μόνα όργανα της επαναστατικής εξουσίας», και μετά μπλόκαρε την κοινωνική επανάσταση που είχε ήδη ξεκινήσει στη χώρα[25].

 

Οι χωρικοί και η σοβιετική εξουσία

Μεταξύ του Νοεμβρίου του 1917 και των πρώτων μηνών του 1918, η κρίσιμη μάχη για την επιβίωση και εδραίωση της νέας εξουσίας έλαβε χώρα στην ύπαιθρο. Το φθινόπωρο του 1917 υπήρξε μια αυθόρμητη αγροτική εξέγερση, η οποία ήταν, ουσιαστικά, το τελικό στάδιο της Ρωσικής κοινωνικής επανάστασης. Εξαπλώθηκε τόσο πολύ και τόσο βίαια που γρήγορα ξέφυγε από τον έλεγχο, χωρίς να ελέγχεται από οποιαδήποτε πολιτική δύναμη ή κόμμα. Ο Λένιν, με μια ευφυέστατη κίνηση, κατάλαβε γρήγορα τη σημασία της και αυτό ήταν το πολιτικό αριστούργημά του το 1917.

Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι ενημερωμένοι παρατηρητές θα συμφωνούσαν ότι το περίφημο Διάταγμα για τη Γη συνέβαλε σημαντικά στη μεταστροφή των αγροτικών ξεσηκωμών, στρέφοντας σταδιακά τα πυρά της οργισμένης εξέγερσης (jacquerie) και κερδίζοντας την αγροτιά στο Μπολσεβίκικο καθεστώς. Ωστόσο, αυτή δεν είναι εντελώς η πλήρης εικόνα. Σε μια πολύ σημαντική μελέτη, ο Μπολσεβίκος ιστορικός A. Β. Σεστακόφ, υποστήριξε με τόλμη ότι η ημερομηνία της Οκτωβριανής εξέγερσης δεν πρέπει να θεωρηθεί «ορόσημο στον αγώνα των αγροτών ενάντια στους pomeshchiki (ιδιοκτήτες)» και ότι η εξέγερση μαινόταν μέχρι τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο[26]. Η μελέτη του Σεστακόφ, δυστυχώς άγνωστη στους δυτικούς μελετητές, βασίζεται σε στέρεα αποδεικτικά στοιχεία.

Η αλήθεια είναι ότι η άνοδος μιας νέας λαϊκής κυβέρνησης στην Πετρούπολη δεν επέδρασσε καθόλου στη συμπεριφορά των αγροτικών μαζών. Κατά κανόνα, οι αγρότες ενημερώθηκαν για το Διάταγμα για τη Γη μόνο λίγο μετά το γεγονός: ο Μπολσεβίκικος Τύπος και ακόμη και οι κυβερνητικές αναφορές ήταν διαθέσιμα και σε κυκλοφορία μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα, άγνωστα στην απέραντη ρωσική επαρχία. Ακόμη και όταν τα νέα της αγροτικής πολιτικής της κυβέρνησης του Λένιν έφθαναν στην ενδοχώρα (συνήθως διαδίδονταν από τους στρατιώτες που επέστρεφαν από το μέτωπο, ενημερώνοντας τους συμπατριώτες τους για τις διακηρύξεις της νέας κυβέρνησης), το Διάταγμα για τη Γη ερμηνεύτηκε ως ένα κάλεσμα για κατάληψη των εδαφών και των αγαθών των γαιοκτημόνων. Είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη τον εξαιρετικά πρωτόγονο βαθμό πολιτικής αντίληψης των πρώτων «Μπολσεβίκων» προπαγανδιστών, των οποίων οι ενέργειες εξυπηρετούσαν μόνο την αύξηση του χάους και της βίας που ήδη κυριαρχούσαν στην ύπαιθρο.

Αν και το διάταγμα του Λένιν, παρά τις προθέσεις και τους στόχους του, δεν είχε κανένα πρακτικό αποτέλεσμα, ήταν εντούτοις μια αρκετά διορατική και επινοητική πολιτική πράξη, με στόχο να ανοίξει ο δρόμος προς μια καθολική και ριζική αναδιάρθρωση της ιδιοκτησίας της γης στη Ρωσία. Ωστόσο, για την αναδιάρθρωση της ιδιοκτησίας της γης, έπρεπε πρώτα να κερδηθούν πολιτικά οι αναρχικές αγροτικές μάζες. Αυτή δεν ήταν δουλειά για ένα πολιτικό κόμμα όπως το Μπολσεβίκικο κόμμα που δεν είχε αγροτικές ρίζες και το οποίο ήταν μακριά από τις φροντίδες και τις σκέψεις των κατοίκων της υπαίθρου. Μόνο ένα πολιτικό κίνημα που είχε μακρά Λαϊκίστικη παράδοση θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα σταματήσει το χάος και θα δημιουργήσει μια νέα τάξη στα χωριά. Ήταν ξεκάθαρο στον Λένιν από την αρχή ότι μόνο η πολιτική πλατφόρμα των Σοσιαλεπαναστατών μπορούσε να ικανοποιήσει τις βασικές διαικδικήσεις της ρωσικής αγροτιάς και συνεπώς την υιοθέτησε, προς έκπληξη και οργή των Μπολσεβίκων φίλων του και των εχθρών του. Παρ’ όλα αυτά, για μερικές εβδομάδες, ο πολιτικός του σεκταρισμός τον εμπόδισε να καταλήξει σε συμφωνία με την Λαϊκίστικη αριστερά, η οποία –μολονότι συμφωνούσε με τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές του Διατάγματος για τη Γη– διαφωνούσε με τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι Μπολσεβίκοι στην εξουσία. Όταν συνειδητοποίησε ότι η πλατφόρμα των Λαϊκιστών δεν θα μπορούσε ποτέ να εφαρμοστεί από το κόμμα του, τόσο για πολιτικούς όσο και για πολιτιστικούς λόγους, ο Λένιν άνοιξε την πόρτα του Sovnarkom για τους Αριστερούς Σοσιαλεπαναστάτες και τους έδωσε το Αγροτικό Κομισαριάτο. Αυτός ο κυβερνητικός συνασπισμός με το PLSR βοήθησε πάρα πολύ το μπολσεβίκικο κόμμα σε μια κρίσιμη στιγμή κατά τη σύγκληση της Συντακτικής Συνέλευσης. Ακόμη πιο σημαντικό, όσον αφορά τη διασφάλιση και την ενίσχυση του σοβιετικού καθεστώτος, ήταν ο προσηλυτισμός που πραγματοποιήθηκε μέσα στους αγρότες από τη Λαϊκίστικη αριστερά στο κέντρο και πάνω απ’ όλα στις ενδοχώρες. Κάποιος θα μπορούσε να πει με ασφάλεια ότι χωρίς αυτούς τους νέους συμμάχους, οι Μπολσεβίκοι θα έχαναν γρήγορα την εξουσία.

Το Δεύτερο Παν-Ρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, το οποίο επικύρωσε την κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους και εξέλεξε μια νέα εκτελεστική επιτροπή, δεν αντιπροσώπευε καθόλου την ύπαιθρο. Πράγματι, η εκτελεστική επιτροπή του Παν-Ρωσικού Σοβιέτ των Αγροτών Βουλευτών βρισκόταν σταθερά στα χέρια των Σοσιαλεπαναστατών και ήταν ανοιχτά και υπερήφανα εχθρική προς τους Μπολσεβίκους. Στην πρωτεύουσα έγινε μια άγρια μάχη για τον έλεγχο του κύριου οργάνου της πολιτικής εκπροσώπησης των αγροτικών μαζών μεταξύ Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 1917. Ο Ράντκι έχει δώσει μια λεπτομερή περιγραφή του «αγώνα για την αγροτιά», περιγράφοντας τα περίπλοκα πολιτικά γεγονότα και την κοινωνική σύνθεση των συνεδρίων που έγιναν στα γρήγορα το ένα μετά το άλλο στην Πετρούπολη κατά τη διάρκεια αυτών των εβδομάδων[27]. Μια διάσκεψη των εκπροσώπων της υπαίθρου, που ξεκίνησε στην Πετρούπολη στις 10 Νοεμβρίου, αυτοανακυρήχθηκε έκτακτο αγροτικό συνέδριο και εξέλεξε ένα Προεδρείο από Αριστερούς Σοσιαλεπαναστάτες. Λίγες μέρες αργότερα, η συνέλευση χωρίστηκε σε δύο αντιτιθέμενα στρατόπεδα: το έκτακτο συνέδριο, στο οποίο κυριαρχούσε η Λαϊκίστικη αριστερά και οι Μπολσεβίκοι, και η διάσκεψη των υποστηρικτών της Εκτελεστικής Επιτροπής του Παν-Ρωσικού Σοβιέτ των Αγροτών. Το έκτακτο συνέδριο πραγματοποιήθηκε πάνω κάτω ταυτόχρονα με το ιδρυτικό συνέδριο του PLSR και οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες αποφάσισαν να αναγνωρίσουν το Sovnarkom και να στείλουν τους δικούς τους αντιπροσώπους, νομιμοποιώντας έτσι το Μπολσεβίκικο καθεστώς και βγάζοντάς το από την απομόνωσή του. Ο Ράντκι περιέγραψε τα γεγονότα ως εξής:

«Το Έκτακτο Συνέδριο (10/25 Νοεμβρίου) εφοδίασε το καθεστώς του Λένιν με ένα φύλο συκής για να καλύψει την προλεταριακή γύμνια του. Το απλό γεγονός ότι μια συνέλευση αγροτών είχε ενώσει τη φωνή της με τη φωνή των εργατών και των στρατιωτών συνέβαλε στη σταθεροποίηση του καθεστώτος, διότι μέσα στη γενική σύγχυση λίγοι μπήκαν στον κόπο να εξετάσουν τον τίτλο του συνέδριου ή την εγκυρότητα των διαπιστευτηρίων των μελών του»[28].

Η τελική διάσπαση μεταξύ της «δεξιάς» και της «αριστεράς» συνέβη κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παν-Ρωσικού Αγροτικού Συνεδρίου, που πραγματοποιήθηκε στην Πετρούπολη από τις 26 Νοεμβρίου έως τις 10 Δεκεμβρίου 1917. Και οι δύο αντίθετες εκτελεστικές επιτροπές που εξελέγησαν από το συνέδριο προσπάθησαν να ενισχύσουν τη θέση τους συγκαλώντας ένα νέο γενικό συνέδριο. Το συνέδριο των φιλο-Μπολσεβίκων Αγροτών, που πραγματοποιήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1918, αποφάσισε να συγχωνευθεί με το Τρίτο Παν-Ρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, το οποίο γινόταν ταυτόχρονα. Την ίδια στιγμή, πραγματοποιήθηκε το «δεξιό» Αγροτικό Συνέδριο∙ επέστρεψε στις αξίες της Συντακτικής Συνέλευσης και, όπως και η Συντακτική Συνέλευση, διαλύθηκε βίαια. Έτσι, χάρη στην οριστική συμβολή των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών, οι Μπολσεβίκοι κατάφεραν να ξεπεράσουν την αντίσταση του παλαιού PSR και να εδραιώσουν τα κεντρικά όργανα της σοβιετικής εξουσίας.

Τα προαναφερθέντα γεγονότα, αν και είναι σημαντικά, δεν έχουν καμία απολύτως σημασία για την κατανόηση της πολιτικής μεταστροφής που συνέβη στη Ρωσία από τα τέλη του 1917 έως τις αρχές του 1918. Ο «αγώνας για την αγροτιά» ξέσπασε όχι μόνο στην Πετρούπολη, αλλά σε όλη την απέραντη χώρα∙ αυτός ο αγώνας ήταν για να καθορίσει τη μοίρα της σοβιετικής εξουσίας. Αν και οι Μπολσεβίκοι είχαν την ενεργό υποστήριξη πολλών εργατών και στρατιωτών στις πρωτεύουσες και στα κύρια βιομηχανικά κέντρα, στις επαρχίες το νέο καθεστώς είτε δεν είχε καταφέρει να καθιερωθεί ή κρεμόταν από μια κλωστή. Σε τελική ανάλυση, όλα εξαρτιόνταν από τη θέση που έπρεπε να πάρουν τα σοβιετικά περιφερειακά συνέδρια. Σε ένα αγροτικό έθνος όπως η Ρωσία, τα σοβιετικά περιφερειακά συνέδρια αποτελούνταν κυρίως από αγρότες αντιπροσώπους.

Έχουμε μόνο τις πιο στοιχειώδεις γνώσεις σχετικά με τη σύνθεση και τις δραστηριότητες των τοπικών αγροτικών συνεδρίων, αν και έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας στην ενδοχώρα. Πολύ λίγοι ιστορικοί ήταν αρκετά τολμηροί ώστε να επιχειρήσουν να συγκεντρώσουν πληροφορίες για τους πολιτικούς αγώνες στην ύπαιθρο τους μήνες που ακολούθησαν την Οκτωβριανή Επανάσταση[29].Το βιβλίο του Σεστακόφ, για άλλη μια φορά, έρχεται να σώσει την κατάσταση∙ βασισμένος σε τοπικές πηγές, περιγράφει την μεταβαλλόμενη πολιτική διάθεση των αγροτικών σοβιέτ τους τελευταίους μήνες του 1917 στις επαρχίες της μαύρης γης. Για παράδειγμα, στις 29 Οκτωβρίου, το σοβιέτ του Τεμνικόφ (επαρχία του Ταμπόφ) αποφάσισε να στηρίξει την Προσωρινή Κυβέρνηση και να πολεμήσει τον Μπολσεβικισμό∙ στις 23 Ιανουαρίου 1918, ανακοίνωσε στο Sovnarkom ότι μια νέα δύναμη με λαϊκή στήριξη οργανώθηκε στην περιοχή[30].Παρόμοια γεγονότα, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, προκύπταν σε όλη τη χώρα. Η πολιτική κατάκτηση της περιοχής και των σοβιέτ των volosti επέτρεψε στους Μπολσεβίκους και τους Αριστερούς Σοσιαλεπαναστάτες να ξεφορτωθούν τα volostnye zemstva (δηλαδή, τα διοικητικά όργανα των αγροτικών περιοχών) και τα άλλα όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης που προέκυψαν μετά την Επανάσταση του Φεβρουαρίου που μέχρι τότε είχαν αρνηθεί να αναγνωρίσουν τη νέα κυβέρνηση. Σαφώς, η διάσπαση της PSR και η άνοδος του PLSR ήταν υπεύθυνα για το νέο μίγμα πολιτικής στα αγροτικά volosti. Το παλαιό PSR, το οποίο μέχρι τότε έλεγχε τις τοπικές διοικήσεις, ήταν τώρα μειοψηφία και στερήθηκε την εξουσία. Το κόμμα του Τσερνόφ πρώτα είδε την απότομη πτώση της επιρροής του στην ύπαιθρο στα τέλη του καλοκαιριού, και τώρα έχανε τον πολιτικό έλεγχο των αγροτικών οργανώσεων. Από μόνοι τους, οι Μπολσεβίκοι δεν θα είχαν ούτε τη δύναμη ούτε την ικανότητα να διαρρήξουν την εξουσία στις αγροτικές περιοχές του κόμματος που είχε κερδίσει τις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση. Περιττό να πούμε ότι στις αρχές του 1918 λειτουργούσαν στις γεωργικές περιοχές 207 Μπολσεβίκικες οργανώσεις (που κάλυπταν μόνο το 3-4% των αγροτικών volosti) με συνολικά 4.122 αγωνιστές αγρότες[31].

Από τους πρώτους μήνες του 1918, τα σοβιέτ των volosti έγιναν το σημαντικότερο πολιτικό και διοικητικό όργανο στις αγροτικές περιοχές και, επομένως, η σπονδυλική στήλη του νέου καθεστώτος στην ύπαιθρο. Τα καθήκοντά τους ήταν πολλαπλά και αφορούσαν ουσιαστικά όλες τις πτυχές της καθημερινής ζωής στους αγροτικούς οικισμούς, από τη διαίρεση της γης έως την προμήθεια εφοδίων, από τη διοίκηση σχολείων και νοσοκομείων μέχρι τη βοήθεια των άπορων (ορφανών, ηλικιωμένων, αναπήρων κ.λπ.), από την επιβολή του νόμου και της τάξης έως την ένοπλη υπεράσπιση της επικράτειας. Αν και δεν γνωρίζουμε πολλά για το πώς πραγματικά δούλευαν αυτά τα τοπικά σοβιέτ (οι εμπεριστατωμένες πηγές είναι διάσπαρτες και ακόμα δεν έχουν μελετηθεί), ένα είναι σίγουρο –το Μπολσεβίκικο καθεστώς ήταν σε θέση να εδραιωθεί και να ριζώσει σε μεγάλο βαθμό χάρη στην άνοδο των τοπικών Σοβιέτ.

 

Η κοινωνικοποίηση της γης

 Έχουμε ήδη δει πως, αν και το Διάταγμα για τη Γη είχε τεράστια πολιτική αξία, δεν είχε άμεσες πρακτικές συνέπειες. Υπήρχαν, όμως, ορισμένες άλλες νομοθετικές πράξεις που είχαν αντίκτυπο στην οικονομική και κοινωνική ζωή της υπαίθρου, μεταξύ των οποίων ο νόμος που εγκρίθηκε στις 13/26 Δεκεμβρίου 1917 για τις επιτροπές γης, ο οποίος καθόρισε τους τρόπους με τους οποίους αυτά τα λειτουργικά όργανα έπρεπε να εκλεγούν και ποια θα ήταν η αρμοδιότητά τους, τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο[32]. Οι επιτροπές γης δημιουργήθηκαν τον Απρίλιο του 1917 από την Προσωρινή Κυβέρνηση∙ τώρα τους ανατέθηκε να έχουν την εξουσία να καταμετρούν τη γη και να διαχειρίζονται όλα τα κατασχεθέντα εδάφη. Οι δράσεις των επιτροπών γης των volosti ήταν πολύ σημαντικές∙ τον Ιανουάριο του 1918 πραγματοποιήθηκε ένα Παν-ρωσικό συνέδριο των επιτροπών γης των volosti και συνέβαλε στο σχεδιασμό του νόμου για την κοινωνικοποίηση της γης και εξέλεξε ένα Κεντρικό Συμβούλιο Γης (glavnyi zemeVnyi sovet) στο οποίο κυριαρχούσαν οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες. Στους Αριστερούς Σοσιαλεπαναστάτες ανατέθηκε το καθήκον να εποπτεύουν την τεράστια μεταρρύθμιση της γης που είχε ήδη ξεκινήσει. Το PLSR δεν ήταν μόνο επικεφαλής της Λαϊκού Κομισαριάτου για τη Γεωργία, αλλά ζήτησε επίσης –και απόκτησε– την ηγεσία του αγροτικού τμήματος της Παν-ρωσικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής, η οποία (όπως και οι άλλες υπηρεσίες της VTsIK) έδρασε ως κοινοβουλευτική επιτροπή με εκτεταμένα επιχειρησιακά καθήκοντα. Κατά την περίοδο που συνεργάζονταν με τους Μπολσεβίκους, οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες ήταν ανυποχώρητοι στο να διατηρηθεί η ανεξαρτησία του Σοβιετικού «κοινοβουλίου» με σεβασμό στο Sovnarkom και τα ξεχωριστά Λαϊκά Κομισαριάτα. Δεν κατάφερναν πάντα με επιτυχία να υπερασπίζονται τα προνομία της VTsIK. Το αντίθετο μάλιστα. Όμως, στην περίπτωση του αγροτικού τομέα, πράγματι το κατάφεραν, καθιστώντας το έτσι ένα από τα κύρια μέσα που χρησιμοποίησε το PLSR για τη διαμόρφωση του νέου αγροτικού κόσμου σύμφωνα με τις προτιμήσεις τους. Ο αγροτικός τομέας της VTsIK, με επικεφαλή τη Μαρία Σπιριδόνοβα, όχι μόνο έστειλε αγκιτάτορες και πολιτικά φυλλάδια στην ύπαιθρο, αλλά δέχτηκε επίσης πολλούς απεσταλμένους αγρότες με αιτήματα (το λεγόμενο khodoki)[33].

Οι δραστηριότητες του PLSR σε αυτούς τους μήνες ήταν καρποφόρες, αφού ήταν σύμφωνες με τις βαθύτερες προσδοκίες του αγροτικού κόσμου. Αξίζει να ληφθεί υπόψη ότι οι κύριοι πρωταγωνιστές των βαθιών αλλαγών στον αγροτικό κόσμο ήταν οι ίδιοι οι αγρότες και ότι τα κόμματα στην εξουσία (πρωτίστως οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες) ήταν εκείνα που διέθεταν τα θεσμικά εργαλεία για την αναδιάταξη της ιδιοκτησίας της γης που επιθυμούσαν οι κάτοικοι του χωριού. Η ισότητα στην ιδιοκτησία της γης, που επιτεύχθηκε μέσα στους πρώτους έξι μήνες του 1918, ήταν το αποκορύφωμα της επιθυμίας αιώνων για τους αγρότες και είχε γίνει από την αρχή το μότο του Λαϊκίστικου κινήματος. Βοηθώντας να γίνει πράξη, το PLSR κατάφερε ως εκ θαύματος να συνδυάσει τις πολιτικές και ιδεολογικές του παραδόσεις με τις διεκδικήσεις της αγροτιάς. Στις αρχές του 1918, το σοβιετικό καθεστώς κατόρθωσε να κατανικήσει τόσο τα πολιτικά κόμματα όσο και τις αντίθετες κοινωνικές τάξεις δημιουργώντας βαθιές ρίζες στα χωριά και υποστηρίζοντας το κύριο αίτημα του ρωσικού λαϊκισμού. Ο ρωσικός λαϊκισμός –θεωρούμενος περισσότερο ως πίστη παρά ως λογική πεποίθηση– ήταν σίγουρα ζωντανός στις καρδιές και τα μυαλά εκατομμυρίων ανδρών και γυναικών. Προκειμένου να κατανοηθεί η επικρατούσα διάθεση της υπαίθρου, θα αρκούσε να διαβαστούν τα πρακτικά των τοπικών αγροτικών συνεδρίων της εποχής που δόθηκαν στην κυκλοφορία. Επιλέγοντας ένα από τα πολλά, τα πρακτικά του συνεδρίου που διεξήχθη στο Βεζέτσκ (στην επαρχία Τβερ) τον Μάρτιο του 1918, και μια ομιλία ενός από τους αντιπροσώπους, διαβάζουμε ότι δεν ήταν μέλος κάποιου πολιτικού κόμματος, αλλά ήταν «απλώς ένας Λαϊκιστής (narodnik) που αγαπούσε τα ροζιασμένα χέρια των συναδέλφων του». Ο Λαϊκιστής εκπρόσωπος ήταν ο Βορόνιν και ζήτησε την ίση αναδιανομή της γης, επιστρέφοντας στη γλώσσα των μουζίκων: «Ο Θεός δημιούργησε τη γη και μόνο οι εργάτες μπορούν να την χρησιμοποιήσουν»[34].

Ο narodniki υποστήριξε επίσης την αναβίωση της obshchina (κοινότητα γης), μια ιδέα την οποία οι Ρώσοι Μαρξιστές απεχθάνονταν. Αν και οι κοινότητες γης δηλωθήκαν νεκρές πολλές φορές, η αναβίωση της obshchina επιτεύχθηκε τελικά το 1917. Μετά την πτώση του τσαρισμού και την κατάργηση του ασφυκτικού αστυνομικού κράτους, το obshchestvo ή το mir (όπως οι χωρικοί αποκαλούσαν την κοινότητα των χωριών τους) έγινε το κέντρο της πολιτικής και οργανωτικής ζωής των αγροτών. Κατά κύριο λόγο, οι σημαντικότερες αποφάσεις (από τις «προτάσεις» και τις «οδηγίες» για την κατοχή των εδαφών των γαιοκτημόνων) λαμβάνονταν συλλογικά από τις αγροτικές συνελεύσεις[35]. Δεν γνωρίζουμε αρκετά για το τι συνέβη στην obshchina κατά τη διάρκεια των μηνών που ξέσπασε η εξέγερση∙ ομοίως υπάρχουν και πολλές άλλες όψεις της ζωής του χωριού σε εκείνη την ταραχώδη εποχή που παραμένουν αδιευκρίνιστες. Ένα πράγμα όμως είναι βέβαιο: από τις αρχές του 1918, οι αγροτικές κοινότητες ήταν και πάλι στην πρώτη γραμμή των γεγονότων και όσο εχθρικές κι αν θα μπορούσαν να είναι απέναντι τους οι Μπολσεβίκικες αρχές, η δύναμή τους αυξήθηκε κατά τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου.

Μόλις τέθηκε το επιχειρησιακό έδαφος για μεταρρύθμιση μέσω των επιτροπών γης, η σοβιετική κυβέρνηση θέσπισε κατευθυντήριες γραμμές για τη μεταρρύθμιση μέσω του θεμελιώδους νόμου της κοινωνικοποίησης της γης, η οποία επικυρώθηκε στις 27 Ιανουαρίου (9 Φεβρουαρίου) του 1918. Δημοσιεύθηκε λίγες μέρες αργότερα, για να συμπέσει με την επέτειο της χειραφέτησης των αγροτών το 1861[36]. Το κείμενο ήταν σαφώς εμπνευσμένο από το πρόγραμμα αγροτικής μεταρρύθμισης των Σοσιαλεπαναστατών, αν και ήταν αντίθετο με το ιερό δόγμα του Ρωσικού Μαρξισμού.

Στην πραγματικότητα, οι Μπολσεβίκοι δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να πανηγυρίζουν για το νόμο που υποστηρίζαν οι εταίροι τους στην κυβέρνηση. Ωστόσο, για άλλη μια φορά, ο Λένιν τους έπεισε ότι η «μαύρη αναδιανομή» (αυτό που οι Ρώσοι μουζίκοι ονόμαζαν ισότιμη διανομή της γης) ήταν αναπόφευκτη και περιορίστηκε σε κάποιες λίγες τροποποιήσεις στο υπό συζήτηση σχέδιο.

Ο νόμος επίσημα διακήρυσσε ότι στο εφεξής όλες οι μορφές ιδιωτικής ιδιοκτησίας της γης θα καταργηθούν χωρίς αποζημίωση και ότι η χρήση της θα παραχωρείται αποκλειστικά σε όσους πράγματι δούλευαν τη γη. Επομένως, μόνο οι εργάτες γης μπορούσαν νομίμως να διεκδικήσουν τη χρήση γεωργικών εκτάσεων. Αυτές ήταν οι Λαϊκίστικες αρχές που διαπερνούσαν ολόκληρο το νομοθετικό κείμενο. Δηλώθηκε επίσης ότι οι μεταρρυθμίσεις, μεταξύ άλλων, αποσκοπούσαν στο «να ενθαρρύνουν το συνεταιριστικό σύστημα της γεωργίας σε βάρος της ιδιωτικής καλλιέργειας, με το πρώτο να είναι πιο οικονομικό και να οδηγεί σε μια σοσιαλιστική οικονομία». Ένα άλλο άρθρο δήλωνε ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στη συνεταιριστική χρήση της γης σε αντίθεση με την ατομική χρήση. Αυτές ήταν φυσικά απλές δηλώσεις αρχής, καθώς οι πραγματικές διατάξεις του νόμου ρύθμιζαν με λεπτομέρεια την ισότιμη αναδιανομή της γης. Τα αγροτικά τμήματα των τοπικών Σοβιέτ ήταν οι φορείς που ήταν αρμόδιοι για την επίβλεψη της μεταρρύθμισης. Μετά το Παν-Ρωσικό Συνέδριο του Ιανουαρίου, οι επιτροπές γης διαλύθηκαν και τα μέλη τους σχημάτισαν τα νέα επιχειρησιακά όργανα που θέσπισε ο νόμος περί κοινωνικοποίησης. Τα αγροτικά τμήματα υποτίθεται ότι στήριζαν την εκχώρηση γης με ένα βασικό κριτήριο, τον κανόνα κατανάλωσης-εργασίας (ipotrebitel’no-trudovaia norma), που ήταν μια τυπικά Λαϊκίστικη ιδέα, λαμβάνοντας υπόψη τόσο την ικανότητα εργασίας κάθε αγροτικής οικογένειας όσο και τον αριθμό των στομάτων που πρέπει να τραφούν. Γι’ αυτό ο νόμος απαριθμεί τις κατηγορίες ατόμων που εξαιρούνται από την εργασία λόγω ηλικίας ή φύλου (κορίτσια και αγόρια έως την ηλικία των 12, γυναίκες μετά την ηλικία των 50 και άνδρες μετά την ηλικία των 60) και καθιέρωσε επίσης, σε ποσοτικούς όρους, την ικανότητα εργασίας των ατόμων, αξιολογημένη με βάση το φύλο και την ηλικιακή ομάδα (εκτός από τη βαθμολογία πλήρους εργασιακής ικανότητας των ανδρών ηλικίας 18 έως 60 ετών, στις γυναίκες ηλικίας 18 έως 50 ετών δόθηκε βαθμός 0,8, μέχρι τους εφήβους και των δύο φύλων μεταξύ 12 και 16 ετών, στους οποίους αποδόθηκε βαθμός μισής μονάδας).

Ο νόμος προσπάθησε να δημιουργήσει τόσο νομικές όσο και θεσμικές προϋποθέσεις για την κατανομή της γης στους αγρότες με όσο το δυνατό πιο ισότιμο τρόπο. Και την άνοιξη του 1918, σε όλη τη Ρωσία, υπήρξε μια κολοσσιαία αναδιανομή της ιδιοκτησίας της γης. Ωστόσο, όσο περίεργο μπορεί να φαίνεται, η Σοβιετική ιστοριογραφία συχνά ήταν αρκετά διστακτική, σχεδόν αμήχανη στην αντιμετώπιση ενός γεγονότος τόσο τεράστιας οικονομικής και κοινωνικής σημασίας. Πιο συγκεκριμένα, υπήρχαν πολύ λίγοι ιστορικοί στη διάρκεια της Σταλινικής περιόδου που τολμήσαν να πουν την αλήθεια για την αληθινή φύση της αγροτικής μεταρρύθμισης του 1918, κόντρα στην επίσημη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία οι κουλάκοι (οι πλούσιοι αγρότες) επωφελήθηκαν περισσότερο από το κομμάτιασμα της περιουσίας των γαιοκτημόνων. Αυτή η προφανής διαστρέβλωση της αλήθειας μπορεί να εξηγηθεί μόνο με το Μπολσεβίκικο δόγμα ότι η αγροτιά χωριζόταν σε τάξεις αντιμαχόμενες μεταξύ τους. Δεδομένης της διαδικασίας κοινωνικής και οικονομικής εξίσωσης που έγινε στην ύπαιθρο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, είναι δύσκολο να κατανοηθεί ο λόγος που το κόμμα διώκει τους κουλάκους –μερικές φορές λυσσαλέα, μερικές φορές λιγότερο– από το καλοκαίρι του 1918 μέχρι την κολεκτιβοποίηση του Στάλιν.

Το 1949, στα βάθη της περιόδου του σκοταδισμού, ο Ευγκένι Α. Λούτσκι έγραψε ένα πολύ γενναίο άρθρο, που είναι χρήσιμο μέχρι σήμερα, αποκαλύπτοντας τις εξισωτικές επιπτώσεις του νόμου για την κοινωνικοποίηση της γης[37].Τα ιδεώδη ισοτιμίας του νόμου φανερώνονταν σαφώς από το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα αγροτεμάχια διανεμήθηκαν «ανάλογα με τα στόματα» (po edokam), δηλ. σύμφωνα με τον συνολικό αριθμό των ανθρώπων που αποτελούν μια αγροτική οικογένεια. Αυτό ήταν το αδιαμφισβήτητο και αναντίρρητο κριτήριο που υιοθετήθηκε, ειδικά στις επαρχίες της μαύρης γης, όπου οι κοινοτικές παραδόσεις είχαν βαθύτατες ρίζες και όπου η δίψα για γη ήταν πολύ έντονη. Όπως έγραψε ο Σεστακόφ, «η απόφαση για χρήση της γης με ισότιμο τρόπο και να διανεμηθεί ανάλογα με τα στόματα που έπρεπε να θραφούν στήριξε όλα τα ψηφίσματα που διέπουν την αναδιανομή»[38]. Εδώ, μάλιστα, συχνά και τα χωράφια που κατείχαν οι αγρότες πριν από τη μεταρρύθμιση συμπεριλήφθηκαν στη γενική αναδιανομή της γης σύμφωνα με τους νέους νόμους. Φαίνεται (αν και δεν υπάρχουν λεπτομερείς μελέτες μεμονωμένων αγροτικών περιοχών των τεράστιων εκτάσεων γης στη Ρωσία) ότι η γη σε άλλα μέρη ανακατανέμονται με λιγότερο ισότιμο τρόπο∙ σε άλλες περιοχές, ελήφθη υπόψη η εργασιακή ικανότητα κάθε οικογένειας και οι πλουσιότεροι αγρότες ήταν σε θέση να διατηρήσουν τη γη τους. Όπως πρότεινε ο Κιπ[39], η σαφής κατανόηση των τρόπων υλοποίησης της μεταρρύθμισης απαιτεί την κατανόηση της φύσης των αγροτικών σχέσεων και των αγροτικών παραδόσεων κάθε περιοχής, αντί για την τυπική εξήγηση της σοβιετικής ιστοριογραφίας –την «πίεση των κουλάκων». Εν πάση περιπτώσει, η αναδιανομή, με σπάνιες εξαιρέσεις, διεξήχθη με ειρηνικό και οργανωμένο τρόπο, αν και φυσικά υπήρχαν, αναπόφευκτα, συγκρούσεις με το γειτονικό volosti. Ένας αυτόπτης μάρτυρας, ο οποίος περνούσε αρκετούς μήνες το χρόνο στην ύπαιθρο της κεντρικής Ρωσίας και κατά συνέπεια τη γνώριζε καλά, μίλησε για τη «απίστευτη μεταμόρφωση» που συνέβη τον Απρίλιο: «Όταν αφέθηκε στους ίδιους οι χωρικοί χώρισαν τη γη [… ] ειρηνικά […] και χωρίς τη βοήθεια των επιθεωρητών, στηριζόμενοι αποκλειστικά στην εμπειρία που αποκτήθηκε από την κοινοτική ιδιοκτησία γης»[40]. Είναι αλήθεια ότι δεν συνέβησαν όλα τόσο εύκολα και τόσο ομαλά. Παρ’ όλα αυτά, η αντίθεση ανάμεσα στην αποκαλυπτική εξέγερση το φθινόπωρο του 1917 και την ήρεμη, επιμελή «μαύρη διανομή» την άνοιξη του 1918 ήταν εντυπωσιακή.

Το καθαρό αποτέλεσμα της ισότιμης μεταρρύθμισης είναι ότι, μολονότι στους Ρώσσους μουζίκους παραχωρήθηκαν όλες οι προθέσεις και σκοποί της χρήσης της γης που απαλλοτριώθηκε από τους pomeshchiki (ιδιοκτήτες) και την Εκκλησία, δεν αύξησε σε σημαντικό βαθμό την καλλιεργούμενη γη. Οι λόγοι είναι ξεκάθαροι: πολλοί έχουν σημειώσει ότι, από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οι μεγάλες αριστοκρατικές ιδιοκτησίες μειώθηκαν προοδευτικά, ενώ αυξήθηκαν οι αγροτικές εκτάσεις. Αυτό δεν μειώνει κατά κανένα τρόπο την εξαιρετική σημασία της αναδιανομής της γης το 1918. Μόλις η αριστοκρατία εκδιώχθηκε και η γη τους απαλλοτριώθηκε, οι μουζίκοι είχαν επιτύχει πλήρως αυτό που οι ίδιοι και οι πρόγονοί τους είχαν ονειρευτεί –ο παλιός ταξικός πόλεμος ανάμεσα στους pomeshchiki και τους χωρικούς τελείωσε τελικά με τον θρίαμβο των τελευταίων. Φανταστείτε τη βαθιά ικανοποίηση των χωρικών τους μήνες που ακολούθησαν την Οκτωβριανή Επανάσταση. Όχι μόνο είχαν εκδικηθεί τους μισητούς αριστοκράτες, τρομοκρατώντας τους και λεηλατώντας την ιδιοκτησία τους, αλλά επίσης το έκαναν χωρίς τα δρακόντεια αντίποινα που ακολουθούν συνήθως κάθε εξέγερση. Όχι μόνο η αγροτική τρομοκρατία το φθινόπωρο του 1917 έμεινε ατιμώρητη, αλλά επιπλέον νομιμοποιήθηκε από τη νέα εξουσία, που είχε καταργήσει την ιδιωτική ιδιοκτησία για πάντα.

Οι αγρότες αισθάνθηκαν επίσης ότι ήταν κύριοι της δικής τους μοίρας και του μέλλοντός τους και για έναν άλλο λόγο: είχαν τελικά χωρίσει τη γη βάσει κριτηρίων που είχαν ελεύθερα επιλέξει και είχαν βαθιά διαισθανθεί, χωρίς κανένα μεγάλο εμπόδιο. Δεν είχε σημασία ότι η συνολική επιφάνεια γης που κατανεμήθηκε σε κάθε χωριό ήταν ακόμα ανεπαρκής, δεδομένων των γεωργικών τεχνικών της εποχής. Το σημαντικό ήταν ότι τώρα οι μουζίκοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν (σχεδόν) όλη την καλλιεργήσιμη γη και ότι η γη θα μπορούσε να χωριστεί σύμφωνα με τους παλιούς κανόνες της obshchina. Επομένως, με κάθε έννοια οι αγρότες ήταν οι πραγματικοί νικητές της ρωσικής επανάστασης.

Οι οπαδοί του Λαϊκισμού ήταν επίσης βαθιά ικανοποιημένοι από τη συμμαχία τους με τους Μπολσεβίκους, αφού κατάφεραν να επιτύχουν την επανάσταση της γης που γενιές Ρώσων επαναστατών είχαν ονειρευτεί. Οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες προετοίμασαν το έδαφος και διαχειρίστηκαν τη μεγάλη μεταρρύθμιση της γης∙ ήταν οι κληρονόμοι της πολιτικής και ιδεολογικής κληρονομιάς που άφησαν οι narodniki και εκφράζαν τις επιθυμίες των μουζίκων. Όπως δήλωσε ο Αλεξέι Μ. Ουστίνοφ στο αγροτικό συνέδριο της επαρχίας Σαράτοφ, απεικονίζοντας τις αρχές που διέπουν τον νόμο της κοινωνικοποίησης: «αυτός είναι ένας από τους λίγους νόμους που δεν είναι επιστημονικά καταρτισμένος, δεν είναι μια αφηρημένη εφεύρεση (ne vysasyvalsia iz pal’tsa), αλλά μάλλον προέκυψε από την ίδια τη ζωή, από τους αγρότες που μοχθούν. Ο Ράντιτσεφ, οι Δεκεμβριστές και ο Τσερνισέφσκι ήταν οι πρώτοι που μίλησαν για την υιοθέτηση ενός τέτοιου νόμου, αν και διαμορφώθηκε μόνο κατά την πρώτη Επανάσταση». Ο Ουστίνοφ πρόσθεσε, επιστρέφοντας στα βασικά ορόσημα της εδαφικής μεταρρύθμισης, ξεκινώντας από τα νομοσχέδια που υποβλήθηκαν στη Δούμα μέχρι τον πρόσφατο νόμο κοινωνικοποίησης: «Αυτός ο νόμος, περισσότερο από κάθε άλλο, αντιστοιχεί στη θεμελιώδη σχέση που έχει ο εργαζόμενος χωρικός με τη γη. Κάθε λέξη του νόμου είναι σαν να προέρχεται από τα στόματα των αγροτών»[41].

Αναπάντεχα, η κύρια πηγή δημοτικότητας του Μπολσεβίκικου κόμματος στις αρχές του 1918 ήταν το γεγονός ότι, είτε το ήθελε είτε όχι, ήταν ο κληρονόμος του Ρωσικού Λαϊκισμού. Μετά τις πρώτες δυσκολίες, η πολιτική δύναμη του καθεστώτος ήταν η συμμαχία τους με τους Αριστερούς Σοσιαλεπαναστάτες και η κοινωνική του δύναμη στις ρίζες τους στην ύπαιθρο. Παρόλο που μέχρι τότε η σοβιετική εξουσία ήταν καλά εδραιωμένη στις πόλεις, υπήρχε ακόμα μεγάλη αντίσταση από τις μεσαίες τάξεις, και οι εργάτες άρχιζαν να είναι ανήσυχοι εξ αιτίας της επιδείνωσης στην προμήθεια τροφίμων. Στις αγροτικές περιοχές, όμως, η καθιέρωση των σοβιέτ στα volosti και, πάνω απ’ όλα, η εφαρμογή του νόμου για την κοινωνικοποίηση της γης επέτρεψε να διευρυνθεί η απήχηση του νέου καθεστώτος. Έχει ήδη αναφερθεί ότι ο Λένιν ήταν ο βασικός υποστηρικτής της τολμηρής πολιτικής για τη γη των Μπολσεβίκων μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση∙ αλλά αυτό δεν είναι όλο –ο Λένιν ήταν επίσης ο κυρίως υπεύθυνος για την κατάρρευση της πρόσφατης θαυματουργής πολιτικής και της κοινωνικής συμμαχίας.

 

Λαϊκισμός και Διεθνισμός

Οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες ήταν πάντα προσεκτικοί στις σχέσεις τους με τους Μπολσεβίκους, και αυτή η πλευρά, την οποία μόλις επιφανειακά αναλύσαμε, αξίζει ιδιαίτερη προσοχή. Ο Προς Περσέβιτς Προσιάν, στην πολιτική έκθεση της κεντρικής επιτροπής που μοιράστηκε στο 2ο συνέδριο του κόμματος (η οποία πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα 17-25 Απριλίου 1918), περιγράφει τα διάφορα στάδια των, μερικές φορές δύσκολων, σχέσεων μεταξύ του PLSR και των Μπολσεβίκων μετά τον Οκτώβρη του 1917[42]. Η ομιλία του Προσιάν περιγράφει την προοπτική των δύο πολιτικών δυνάμεων να εργάζονται μαζί με ελπιδοφόρους όρους, αν και επεσήμανε ότι αρχικά υπήρχε μια «ψυχολογική άβυσσος» ανάμεσά τους η οποία «σταδιακά εξαφανίστηκε». Έδειξε πώς η στάση του PLSR σχετικά με το δύσκολο ζήτημα της καταστολής είχε γίνει παρόμοια με αυτή των μπολσεβίκων («είμαστε πεπεισμένοι ότι η εξουσία του λαού πρέπει συχνά να ασκείται με δύναμη και αποφασιστικότητα, με προσφυγή σε πολιτική τρομοκρατία, συλλήψεις, φιμώσεις του αστικού τύπου κλπ.») και πώς, αφού ξεπεράστηκαν οι αρχικές δυσκολίες, τα δύο κόμματα συνεργάστηκαν σε ένα ευρύ φάσμα πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων, από τις σχέσεις με τη Συντακτική Συνέλευση μέχρι το ζήτημα της κοινωνικοποίησης της γης. Στη συνέχεια, μετά την επικύρωση της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ, οι σχέσεις μεταξύ των δύο κομμάτων επιδεινώθηκαν ξαφνικά, όταν οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες διαμαρτυρήθηκαν αποσύροντας τους εκπροσώπους τους από το Sovnarkom. Αν και τα δύο κόμματα είχαν ενεργήσει από κοινού κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με την Αυστρία και τη Γερμανία, όταν οι Μπολσεβίκοι υπέκυψαν στον Γερμανικό ιμπεριαλισμό, ένα διεθνιστικό κόμμα όπως το PLSR δεν μπορούσε να συμφωνήσει. Έτσι, πάρθηκε η δύσκολη απόφαση αποχώρησης από το Sovnarkom∙ όμως, αυτό δεν σήμαινε –όπως έσπευσε να σημειώσει ο Προσιάν– ότι τα είχαν σπάσει οριστικά με το κόμμα του Λένιν.

Αν και ο Προσιάν ανήκε στην φιλο-μπολσεβίκικη πτέρυγα του PLSR, η γνώμη του ήταν ευρέως αποδεχτή από το κόμμα. Ωστόσο, αυτή η «ψυχολογική άβυσσος» που είχε αναφέρει μεταξύ των Σοσιαλεπαναστατών και των Μπολσεβίκων δεν είχε εξαφανιστεί, παρόλο που τα δύο κόμματα είχαν συνεργαστεί στενά στην κυβέρνηση∙ εξακολουθούσε να αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο σε μια συμφωνία μεταξύ τους. Οι ομιλίες των μελών του PLSR είχαν ηθικούς και θρησκευτικούς υπαινιγμούς, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια προσποίηση∙ το κόμμα είχε βαθιές ρίζες στον ιδεαλισμό και στη μακρά παράδοση της θυσίας και της αυταπάρνησης της Λαϊκίστικης διανόησης του 19ου αιώνα. Η Μαρία Αλεξανδρόβνα Σπιριδόνοβα υπενθύμισε για άλλη μια φορά στους εκπροσώπους την παράδοσή τους στο πρώτο συνέδριο του PLSR, μιλώντας για τους «ένδοξους πρόδρομους» του κόμματος, τους «αγωνιστές των δεκαετιών του 1860, 1870, 1880 και του 1890»[43]. Η Σπιριδόνοβα όχι μόνο ανέτρεξε πίσω στις ρίζες του κινήματός της, αλλά και τίμησε τους Σοσιαλεπαναστάτες τρομοκράτες που είχαν αγωνιστεί ενάντια στον τσαρισμό και είχαν πάει στο ικρίωμα με τα κεφάλια τους ψηλά λίγο πριν το 1905 και κατά την πρώτη Επανάσταση.

Κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών, το επίσημο όργανο του PLSR, Znamia truda, τόνισε επανειλημμένα την Λαϊκίστικη προέλευση του κόμματος και το παρελθόν του στην τρομοκρατική δράση. Δύο γεγονότα ξεχωρίζουν σε αυτή τη σύνδεση. Στα τέλη Ιανουαρίου 1918, κατά τη 14η επέτειο από το θάνατο του Νικολάι Κωνσταντίνοβιτς Μιχαηλόβσκι, η εφημερίδα αφιέρωσε δύο ολόκληρες σελίδες στον «λαϊκιστή ο οποίος ένωσε τους αγρότες και τους εργάτες κάτω από το λάβαρο του εργαζόμενου λαού», τον ασυμβίβαστο κριτή του καπιταλισμού και του «βάρδου της απελευθέρωσης της ανθρώπινης φύσης», ο οποίος «ξεκίνησε από τη θεωρία του προσώπου» για να καταλήξει «με τη θεωρία μιας κοινωνίας βασισμένης στην εργασία και μιας δημοκρατίας που βασίζεται στην εργασία και τον σοσιαλισμό»[44]. Μια εβδομάδα αργότερα, η εφημερίδα αφιέρωσε μια ολόκληρη σελίδα στα γραπτά του Ιβάν Π. Κάλιεφ, συμπεριλαμβάνοντας μερικά ποιήματα, την ομιλία του ενώπιον του δικαστηρίου, την Επιστολή προς τους συντρόφους μου∙ ο Κάλιεφ ήταν ο τρομοκράτης Σοσιαλεπαναστάτης που στις 4 Φεβρουαρίου 1905 έριξε μια θανατηφόρα βόμβα στον Μεγάλο Δούκα Σεργκέι Αλεξάντροβιτς. Ο Κάλιεφ τότε καταδικάστηκε σε θάνατο από το δικαστήριο του τσάρου[45].

Παρόλο που το PLRS περηφανευόταν για το τρομοκρατικό παρελθόν του Ρωσικού Σοσιαλισμού, συνάμα καταδίκαζε τις ακατέργαστες και βάναυσες μεθόδους των Μπολσεβίκων στην εξουσία. Όπως είδαμε, το πραξικόπημα τον Οκτώβριο του 1917 καταδικάστηκε από την Σοσιαλεπαναστατική Αριστερά, η οποία είχε υποστηρίξει μια εκτενή συμφωνία μεταξύ των λαϊκών κομμάτων∙ η Σοσιαλεπαναστατική Αριστερά είχε αποδοκιμάσει την ιδέα ενός αδελφοκτόνου πολέμου μέσα στην «επαναστατική δημοκρατία». Στις 22 Νοεμβρίου, ο Μπόρις Νταβίντοβιτς Καμκόφ εκφώνησε μια μακρά ομιλία μπροστά στους συνέδρους, περιγράφοντας τι είχαν κάνει οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες εντός της VTsIK[46], στην πορεία αυτής της ομιλίας, έδωσε σαφή εικόνα για το υπερήφανο ιστορικό των συγκρούσεων μεταξύ των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών και των Μπολσεβίκων –οι οποίοι «μέθυσαν από μια πολύ εύκολη νίκη»– και ο τρόπος με τον οποίο οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες, οι οποίοι «ήταν άτρωτοι από τη δόξα της νίκης, τη δόξα της εύκολης κατάληψης των Χειμερινών Ανακτόρων», κατάφεραν να διατηρήσουν ενωμένα «τα μέτωπα της ρωσικής δημοκρατίας». Αφού το PLSR δεν κατόρθωσε να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των δύο σοσιαλιστικών μετώπων, κινδύνευε τώρα, «ανάμεσα στη Σκύλα και τη Χάρυβδη», και αποφάσισε να προσχωρήσει στην κυβέρνηση των Μπολσεβίκων, αλλά μόνο αφού έλαβε συγκεκριμένες εγγυήσεις από τους Μπολσεβίκους. Η κύρια εγγύηση που πήρε ήταν ότι ο εκτελεστικός κλάδος (Sovnarkom) θα υπαγόταν στον νομοθετικό κλάδο (VTsIK). Όμως, ο Καμκόφ σίγουρα δεν πίστευε ότι όλα τα προβλήματά τους επιλύθηκαν και ότι όλες οι διαφορές καλύφτηκαν∙ γνώριζε στην εντέλεια τους κινδύνους που ενέχονται στη νοοτροπία και τις ενέργειες των Μπολσεβίκων. Βέβαια, η έννοια που έδιναν στους πολιτικούς αγώνες και τη δημοκρατία οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες ήταν εντελώς διαφορετική από αυτήν των Μπολσεβίκων:

«Η τρομοκρατία είναι εγγενώς αδύναμη. Μόνο οι πολύ αδύναμες πολιτικές οργανώσεις, χωρίς βαθιές κοινωνικές ρίζες και χωρίς την ισχυρή πλατιά κοινωνική υποστήριξη, αισθάνονται ότι πρέπει να φιμώσουν τους αντιπάλους τους και να καταφεύγουν σε μαζικές συλλήψεις και μαζικές ακόμη εκτελέσεις. Μια ισχυρή εξουσία, μια εξουσία που βασίζεται στις εργατικές τάξεις –ιδιαίτερα στη Ρωσία, όπου η συντριπτική πλειοψηφία προέρχεται από την εργατική τάξη– δεν χρειάζεται αυτές τις μεθόδους, οι οποίες θα μπορούσαν μόνο να την αποδυναμώσουν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο επιδιώκουμε μια πολιτική επαναφοράς των πολιτικών ελευθεριών, για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο που ο Τρότσκι θα ονόμαζε αστικό».

Μέχρι τον Απρίλιο του 1918, κατά τη διάρκεια του 2ου συνεδρίου του PLSR, είχε ήδη κυλήσει μεγάλη ποσότητα νερού κάτω από τις γέφυρες του Νέβα από την ημέρα που ο Καμκόφ είχε δεσμευτεί επίσημα να υπερασπιστεί τις πολιτικές ελευθερίες. Οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες είχαν αρχικά υποσχεθεί να δώσουν απόλυτη ελευθερία στη Συντακτική Συνέλευση, μόνο για να αποφασίσουν στη συνέχεια τη διάλυσή της∙ επιπλέον, είχαν συναινέσει, είτε ολόψυχα είτε απρόθυμα, στη σειρά καταστολών της Μπολσεβίκικης κυβέρνησης. Μια προσεκτική ανάγνωση του επίσημου οργάνου του PLSR, της Znamia truda, τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 1918, δεν δείχνει αξιοσημείωτες αποκλίσεις στον τόνο στα σχόλια για τα πολιτικά γεγονότα της ημέρας από τα σχόλια της μπολσεβίκικης Πράβδα στο ίδιο χρονικό πλαίσιο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες θεώρησαν ότι η σιδερένια γροθιά του σοβιετικού καθεστώτος ήταν νόμιμη ή τουλάχιστον αναπόφευκτη. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και τότε οι Σοσιαλεπαναστάτες συνέχισαν να ακολουθούν τη δική τους πολύ συγκεκριμένη πολιτική γραμμή σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν τουλάχιστον την εμφάνιση της συνταγματικής νομιμότητας. Όπως και πριν, η Λαϊκίστικη αριστερά αναλώθηκε με το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ της VTsIK και του Sovnarkom και είχε την πρόθεση να εξασφαλίσει την επικράτηση της νομοθετικής εξουσίας[47].

Ορισμένες φωνές εξαιρετικά επικριτικές για την κυβερνητική συμμαχία με τους Μπολσεβίκους υψώθηκαν κατά τη διάρκεια του συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1918. Τη σκληρότερη κριτική από όλους άσκησε ο πρώην Λαϊκός Κομισάριος Δικαιοσύνης, Στάινμπεργκ, ο οποίος είπε στους συντρόφους του ότι ποτέ δεν είχε «πραγματική εξουσία» και ότι έπρεπε να επιστρέψουν «στον λαό» αν ήθελαν να έχουν οποιαδήποτε ελπίδα να εφαρμόσουν την πλατφόρμα του κόμματος. Ο Στάινμπεργκ ήταν ένας μετριοπαθής και «φιλελεύθερος» του PLSR∙ κατάγγελλε τον δεσποτισμό και τις παράνομες πράξεις του Σοβιετικού καθεστώτος ότι «δεν προέρχονται από τις λαϊκές μάζες, αλλά μάλλον από ανθρώπους που έχουν διοριστεί και επομένως γίνονται “επαγγελματίες διευθυντές της εξουσίας”»∙ συμπέρανε ότι «έχουμε μια δημοκρατική γραφειοκρατία, η οποία είναι χειρότερη από την παλιά γραφειοκρατία –τουλάχιστον η παλιά ήταν Θεοφοβούμενη και φοβόταν τις αρχές, επειδή θεωρούν τον εαυτό τους ότι είναι Θεός, τσάρος και η υπέρτατη αρχή»[48].

Μια πλευρά των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι ήταν ενθουσιώδεις και αδιάλλακτοι διεθνιστές. Στο πρώτο συνέδριο τον Νοέμβριο του 1917, ο σεβάσμιος Μαρκ Αντρέγιεβιτς Νάτασον (γεννημένος το 1850 και ένας από τους μεγάλους ήρωες του ρωσικού Λαϊκισμού) μίλησε για τις επικρατούσες φιλοσοφίες στον Ευρωπαϊκό Σοσιαλισμό τόσο πριν όσο και μετά το 1914∙ έδειξε πώς ό, τι πραγματικά διέκρινε τους ρεφορμιστές από τους επαναστάτες ήταν το γεγονός ότι οι επαναστάτες ήταν διεθνιστές και διαμετρικά αντίθετοι στο στενό, εθνικιστικό όραμα των ρεφορμιστών. Φυσικά, ο Νάτασον κατέτασσε το νέο Ρωσικό αριστερό κόμμα στο κύριο ρεύμα του κινήματος που ξεκίνησε μέσω των διασκέψεων ειρήνης του Τσίμμερβαλντ (1915) και του Κιένταλ (1916)[49]. Στην πραγματικότητα, κατά τη διάρκεια του 1917, ενώ οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες αγωνίζονταν ακόμη μέσα στο παλιό PSR, είχαν επικρίνει την επιφυλακτική ή ακόμα και αμφιλεγόμενη θέση των ηγετών του κόμματος για τον πόλεμο. Το PLSR είχε ζητήσει άμεση κοινωνική επανάσταση στις πόλεις και την ύπαιθρο, κυματίζοντας τη σημαία του διεθνούς προλεταριάτου και παρακολουθώντας με αγωνία τους αγώνες των εργατών στη Δύση. Αυτό είναι κάτι που οι σοβιετικοί ιστορικοί έχουν πολύ συχνά ξεχάσει∙ έχουν δώσει παραποιημένη την εικόνα των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών ως πολιτικούς εκπροσώπους ορισμένων τμημάτων της ρωσικής αγροτιάς (δηλ. τους κουλάκους, σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη αντίληψη ή τους «μεσαίους αγρότες» σύμφωνα με κάποιους). Ενώ η αλήθεια είναι ότι το PLSR ήταν, ταυτόχρονα, ένα κόμμα που είχε ρίζες στη λαϊκή πραγματικότητα της Ρωσικής υπαίθρου και ένα κόμμα που ορκίστηκε να επιτύχει τον στόχο του για την παγκόσμια επανάσταση –και αυτό δημιούργησε μια σοβαρή δομική αδυναμία.

Πράγματι, μετά τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, ήταν το διεθνιστικό όνειρο που κατέστρεψε τη σχέση μεταξύ του PLSR και των Μπολσεβίκων. Αρχικά, οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες είχαν ελπίσει ότι το γεγονός ότι ο Τρότσκι και η Ρωσική αντιπροσωπεία στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις προσπάθησαν να χρονοτριβήσουν σήμαινε ότι προσπαθούσαν να εμποδίσουν μια νέα Αυστρο-Γερμανική επίθεση και ότι, με τον ίδιο τρόπο, η πολιτική και κοινωνική κρίση στη Δύση θα επιταχυνόταν. Η εφημερίδα του κόμματος ήταν «βαθιά ικανοποιημένη» που η ρωσική αντιπροσωπεία απέρριψε την πρόταση υπογραφής μιας ειρηνευτικής συνθήκης με τις αυτοκρατορικές δυνάμεις∙ ήταν πεπεισμένη ότι η στιγμή ήταν ώριμη ώστε «οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις που είχαν ξεκινήσει με τους Κιούλμαν και Χόφμαν να κλείσουν με διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους του επαναστατικού προλεταριάτου της Γερμανίας και της Αυστρο-Ουγγαρίας»[50]. Βέβαια, τώρα γνωρίζουμε ότι συνέβη το αντίθετο: η Γερμανική στρατιωτική επίθεση που ξεκίνησε μετά τη διακοπή των διαπραγματεύσεων συνέθλιψε τη νεαρή Σοβιετική δημοκρατία και το δυτικό προλεταριάτο δεν σήκωσε δαχτυλάκι σε υπεράσπιση της Ρωσικής Επανάστασης. Ωστόσο, το PLSR δεν αποκαρδιώθηκε. Στις 24 Φεβρουαρίου, οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες πραγματοποίησαν διάσκεψη στην Πετρούπολη και απέρριψαν τις συνθήκες ειρήνης που επέβαλαν οι «Γερμανικοί ιμπεριαλιστές πλιατσικολόγοι» και κάλεσαν τους «εργάτες, τους στρατιώτες και τους αγρότες σε ένοπλη αντίσταση ενάντια στην επιθετικότητα του ξένου κεφαλαίου»[51]. Λίγες μέρες αργότερα, η κεντρική επιτροπή ξεκίνησε μια θερμή έκκληση προς όλες τις κομματικές οργανώσεις, καλώντας τες να οργανώσουν «ομάδες μάχης» (druzhiny) και να διατηρήσουν επαφή με την «επιτροπή εξέγερσης» στην Πετρούπολη. Σ’ αυτό το ντοκουμέντο τονίζεται η ζωτική σημασία του αγώνα κατά του ξένου ιμπεριαλισμού: «με το στραγγαλισμό της σοβιετικής εξουσίας, η γερμανική αστική τάξη ελπίζει ότι θα μπορέσει να διασωθεί από την επανάσταση της δικής της εργατικής τάξης και ότι η Δύση μπορεί να αποφύγει τη νικηφόρα επίθεση των σοβιετικών ιδεών»[52].

Ήταν αναπόφευκτο ότι μια τέτοια ανυποχώρητη θέση όσον αφορά την ειρήνη με τη Γερμανία θα οδηγούσε σε ανοιχτή σύγκρουση με το κόμμα που είχε υπογράψει τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Είναι γνωστό ότι οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες διαμαρτυρήθηκαν κατά της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ και απέσυραν την αντιπροσωπεία τους από το Συμβούλιο των Λαϊκών Κομισάριων.

Πράγματι, αυτό το θέμα και, γενικότερα, η προοπτική συνεργασίας με τους Μπολσεβίκους κυριάρχησαν στη συζήτηση κατά τη διάρκεια του συνεδρίου τον Απρίλιο του 1918. Τα αρχεία των πρακτικών δείχνουν ότι η απόφαση να αποχωρήσει από το Sovnarkom δεν ήταν εύκολο να ληφθεί και ότι υπήρχε ένα ευρύ φάσμα απόψεων σχετικά με μια τόσο σημαντική απόφαση. Ο Νάτανσον τάχθηκε υπέρ της συνεργασίας στην κυβέρνηση με τους Μπολσεβίκους και η ομιλία του είχε πολύ καλή αποδοχή[53]. Η Σπιριδόνοβα θεώρησε ότι η απόσυρση από τη «δομή της εξουσίας», δηλ. από το «Υπουργείο Γεωργίας» σε μια στιγμή κατά την οποία ο νόμος για την κοινωνικοποίηση της γης εφαρμόζονταν δεν ήταν παρά από ένα «πολύ σοβαρό έγκλημα»[54]. Στην αυτοκριτική της, η Μαρία Αλεξανδρόβνα Σπιριδόνοβα πήγε τόσο μακριά ώστε να αγγίξει το πρόβλημα της στάσης του κόμματος στον πόλεμο και στους Μπολσεβίκους. Ήταν άδικο να αποκαλούμε τους Μπολσεβίκους «προδότες της κοινωνικής επανάστασης» και να τους κατακρίνουμε γιατί είχαν υπογράψει τη συνθήκη του Μπρεστ, όταν «εμείς, οι διεθνιστές, κάναμε το παν για να γκρεμίσουμε την παλιά πειθαρχία» χωρίς να δημιουργήσουμε μια «νέα, επαναστατική». Εάν μιλήσουμε ειλικρινά, η Συνθήκη Ειρήνης είχε υπογραφεί από έναν «στρατό ηττημένο, από την πείνα, από την αγωνία, από τη σύγχυσή μας, από το γεγονός ότι προσπαθήσαμε να οικοδομήσουμε μια σοσιαλιστική τάξη και σε πέντε μήνες δεν το πετύχαμε, από το γεγονός ότι ολόκληρος ο πληθυσμός ήταν κουρασμένος από τις μάχες»[55]. Η αντίθεση στους Μπολσεβίκους σήμαινε να παίζουμε το παιχνίδι της μπουρζουαζίας και των μετριοπαθών σοσιαλιστικών κομμάτων∙ από την άλλη, οι Μπολσεβίκοι δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις της Ρωσικής Επανάστασης. Αυτή ήταν η «τραγική κατάσταση» στην οποία βρέθηκαν οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες:

«Η μεγάλη τραγωδία της Ρωσικής Επανάστασής μας πηγάζει από το γεγονός ότι από την ίδια τη φύση της πλατφόρμας τους και εξ αιτίας της νοοτροπίας τους, οι Σοσιαλδημοκράτες είναι ανίκανοι να υλοποιήσουν την εθνική μας Ρωσική Επανάσταση όπως θα έπρεπε. Δεν γνωρίζουν πώς να χρησιμοποιήσουν την κάθε μία ευκαιρία που προσφέρει η καθημερινή ζωή, πώς να χρησιμοποιήσουν την ψυχολογία των αγροτών και των εργατών, πώς να αξιοποιήσουν την εθνική μας ταυτότητα, τις εθνικές μας ιδιαιτερότητες και τον λαό μας∙ και αυτό είναι τουλάχιστον μέρος της αιτίας που η Ρωσική Επανάσταση μπορεί να αποτύχει»[56].

Η καθαρή μάτια και η πικρόχολη ανάλυση της Μαρίας Σπιριδόνοβα άγγιξε την ίδια την καρδιά του προβλήματος της σχέσης μεταξύ των κοινωνικών κινημάτων και των πολιτικών δυνάμεων στη Ρωσική λαϊκή επανάσταση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Μαρία Σπιριδόνοβα –έστω και λαμβάνοντας υπόψη μια κατανοητή συστράτευση– είχε πετύχει διάνα και είχε καταλάβει πλήρως ότι ο Μπολσεβικισμός ήταν ένα κίνημα το οποίο, όσο αποξενωμένο μπορεί και να ήταν από τις γνήσιες λαϊκές παραδόσεις, είχε γίνει ο κύριος πρωταγωνιστής σε ολόκληρη την επαναστατική διαδικασία. Κανένας άλλος εκπρόσωπος δεν είχε τόσο ξεκάθαρα διατυπώσει τις εσωτερικές αντιφάσεις της Ρωσικής Επανάστασης. Όλοι οι αντιπρόσωποι, ωστόσο, είχαν μια γνώμη για το πολύ επίκαιρο ζήτημα των σχέσεων με τους Μπολσεβίκους πριν και μετά το Μπρεστ-Λιτόφσκ. Οι ομιλίες που έδωσαν οι εκπρόσωποι των τοπικών επιτροπών παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και απεικονίζουν τη διάθεση των απλών μελών του κόμματος στις επαρχίες όπου είχε εδραιωθεί το Σοβιετικό καθεστώς.

Ο εκπρόσωπος του Ολόνετς δήλωσε ότι, στην επαρχιακή επιτροπή του Ολόνετς, υπήρξαν «μεγάλες διαφορές απόψεων» σχετικά με το αν οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες θα έπρεπε να παραιτηθούν από την κυβέρνηση και ότι η πλειοψηφία υποστήριξε την επίσημη γραμμή του κόμματος. Εν πάση περιπτώσει, μια ξεκάθαρη πλειοψηφία στα όργανα της τοπικής εξουσίας ήταν ενάντια σε μια ρήξη με τους Μπολσεβίκους[57]. Ο Μπαρανόφ, ο εκπρόσωπος της επαρχίας Βιάτκα, δήλωσε ότι η πλειοψηφία στην οργάνωσή του ήταν ενάντια στην αποχώρηση των σοσιαλεπαναστατών κομισάριων από το Sovnarkom[58]. Ο Αντρέγιεφ, ο εκπρόσωπος της επαρχίας Σμόλενσκ, δήλωσε ότι οι μάζες ακολουθούσαν τους Μπολσεβίκους στο ζήτημα της συνθήκης ειρήνης του Μπρεστ∙ η παραίτηση από την κυβέρνηση, ήταν αισθητό, ότι αποτελούσε μια ακατανόητη κίνηση και έβλαψε σοβαρά το PLSR[59]. Άλλοι ομιλητές, επίσης, εξέφρασαν σοβαρές αμφιβολίες για το αν θα αποποιηθούν ή όχι υψηλές κυβερνητικές θέσεις. Η πρόταση που υιοθετήθηκε από το συνέδριο[60] προφανώς έλαβε υπόψη την επικρατούσα διάθεση του κόμματος στο ότι, αν και ενέκρινε την απόσυρση της αντιπροσωπείας των Σοσιαλεπαναστατών από το Sovnarkom, δεν απέκλειε μια μελλοντική συμμετοχή του PLSR στην κεντρική κυβέρνηση «εάν η πολιτική κατάσταση άλλαζε». Εν πάση περιπτώσει, οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες επρόκειτο να παραμείνουν στα συλλογικά όργανα των επιτροπών και στα άλλα θεσμικά όργανα, ώστε να μην αποδυναμώσουν τη Σοβιετική εξουσία στο κέντρο και στην ενδοχώρα.

Συνοψίζοντας εν συντομία την τρέχουσα κατάσταση των σχέσεων μεταξύ των Μπολσεβίκων και των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών όπως μαρτυρούν οι πολλές ομιλίες που έδωσαν τα τοπικά στελέχη του PLSR, θα μπορούσαμε με ασφάλεια να πούμε ότι, αν και υπήρχε μεγάλη ένταση ακόμα και πικρόχολες διαφορές απόψεων, τα δύο μέρη κατάφεραν να συνεχίσουν να συνεργάζονται με γόνιμο τρόπο. Μερικές φορές οι Μπολσεβίκοι, αν και ήταν η πλειοψηφία, ήταν τόσο πρόθυμοι να διατηρήσουν μια συμμαχία με την Λαϊκίστικη αριστερά που ενέδωσαν και αποδέχτηκαν κοινή εκπροσώπηση στα Σοβιέτ και στα άλλα όργανα της τοπικής εξουσίας. Το μήλο της έριδος –ποια προσέγγιση πρέπει να υιοθετηθεί σε σχέση με τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ– εμφανίστηκε ανυπέρβλητο και στα δύο κέντρα, αν και έχανε τη σημασία του όσο μακρύτερα ταξίδευε κάποιος από την Πετρούπολη και τη Μόσχα. Οι μάζες ένιωθαν τόσο έντονη λαχτάρα για ειρήνη –ιδιαίτερα οι αγρότες– ώστε οι τοπικές επιτροπές του PLSR αισθάνθηκαν αδύνατες να επιτεθούν στους Μπολσεβίκους γιατί είχαν υπογράψει την ταπεινωτική συνθήκη με τη Γερμανία[61]. Στην πραγματικότητα, η μελέτη των πρακτικών των τοπικών αγροτικών συνέδριων αρκεί για να συνειδητοποιήσουμε την επίπτωση στην ύπαιθρο των ειδήσεων ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει. Γι’ αυτό πιθανόν η Σπιριδόνοβα αισθάνθηκε ότι θα μπορούσε να θέσει στο συνέδριο το ερώτημα με τόσο σκληρούς όρους: «Μπορεί το κόμμα μας, το κόμμα των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών, να τολμήσει να παραβιάσει την ειρήνη και να αναλάβει την ηγεσία της διεξαγωγής πολέμου με τον Γερμανικό ιμπεριαλισμό;»[62] Το ερώτημα ήδη περιείχε την απάντηση: το PLSR πρέπει κατ’ ανάγκη να αποφύγει να προβεί σε μεμονωμένες ενέργειες εναντίον της ειρηνευτικής συνθήκης, διότι θα ήταν ένα επικίνδυνο εγχείρημα με μεγάλο ρίσκο.

Το κόμμα συζήτησε ξανά τα θέματα του πολέμου και της ειρήνης κατά τη διάρκεια των εργασιών του τρίτου συνεδρίου, από τις 28 Ιουνίου έως την 1η Ιουλίου 1918. Ένας αριθμός εκπρόσωπων που πήραν μέρος στη διαδικασία παρατήρησαν ότι το PLSR ήταν περισσότερο ενωμένο και σε συμφωνία από πριν. Η ανάγνωση των πρακτικών του συνεδρίου επιτρέπει σε κάποιον να βιώσει από πρώτο χέρι την αίσθηση του ενθουσιασμού που κυριαρχεί μεταξύ των αντιπροσώπων∙ διαισθάνθηκαν ότι οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες είχαν αποκτήσει δημοτικότητα στα μάτια των αγροτών και του λαού. Ο Προσιάν θεώρησε ότι η ανοδική πορεία του κόμματος κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών οφειλόταν στην «ξεκάθαρη θέση μας όσον αφορά το ζήτημα της επικύρωσης της συνθήκης ειρήνης»[63]. Πολλοί ομιλητές στο συνέδριο τόνισαν τη σημασία της καταπολέμησης του Γερμανικού ιμπεριαλισμού. Η ίδια η Μαρία Σπιριδόνοβα –αν και ήταν πιο επιφυλακτική και μετριοπαθής στο προηγούμενο συνέδριο– μίλησε τώρα καθαρά για το πώς άλλαξε η πολιτική κατάσταση και πώς τα πρώτα σημάδια κατάρρευσης του Γερμανικού στρατού απαιτούσαν μια νέα στρατηγική. Εφόσον είχε ξεκινήσει η μη αναστρέψιμη κρίση του Γερμανικού ιμπεριαλισμού, η εκεχειρία έπρεπε να τελειώσει. «Βεβαίως υπήρχαν πολλοί λόγοι για τους οποίους η συνθήκη ειρήνης μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένη και γιατί ήταν απαραίτητη η ανάπαυλα· τώρα, η διεθνής κατάσταση δεν δικαιολογεί με κανένα τρόπο μια ανακωχή αυτού του τύπου». Συνέχισε ότι η πολιτική της Μπολσεβίκικης κυβέρνησης ήταν λανθασμένη και εγκληματική και ότι οι Μπολσεβίκοι ήταν τα κορόιδα του Γερμανού πρέσβη, του Μίρμπαχ, και ακόμη πιο υποδουλωμένοι στη γοητεία της διπλωματίας από ότι ήταν η κυβέρνηση Κερένσκι. Στην τελική έκκληση στους συντρόφους της η Σπιριδόνοβα, δεν απέκλεισε το γεγονός ότι θα μπορούσε να προκύψει ακόμη και δριμύα σύγκρουση με τους Μπολσεβίκους, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης Γερμανικών ξιφολογχών εναντίον του PLSR. Ποια, επομένως, θα ήταν η καλύτερη τακτική; Θα ήταν απαραίτητο να αγνοήσουμε τους όρους που επιβάλλει η Συνθήκη Ειρήνης, χωρίς, όμως, να ξαναρχίσουμε τις εχθροπραξίες και να καλέσουμε στα όπλα. «Η μόνη απάντηση είναι ότι θα ήμασταν υποκείμενα καταπίεσης και οι Γερμανοί ιμπεριαλιστές θα πραγματοποιούσαν επιθετικές αποστολές. Αυτό θα ήταν το προτέρημά μας –οι επιθετικές αποστολές στην Ουκρανία οδήγησαν σε κίνημα και δημιούργησαν εξέγερση». Δεν υπήρχε τίποτα να φοβηθούμε από μια εισβολή στη Ρωσία από Γερμανικά στρατεύματα, ούτε ακόμα και αν κατακτούσαν τη Μόσχα και την Πετρούπολη[64].

Η αφελής ελπίδα της Σπιριδόνοβα ότι οι μάζες θα ξεσηκωθούν απαντώντας σε μια Γερμανική εισβολή στη Ρωσία υποκινήθηκε από το παράδειγμα της Ουκρανίας, όπου υπήρξαν αρκετές αγροτικές εξεγέρσεις εναντίον της κυβέρνησης των μαριονετών που υποστήριζε η Γερμανία. Ένα από τα κύρια θέματα που συζητήθηκαν κατά τη διάρκεια του συνεδρίου ήταν η Ουκρανική εξέγερση∙ οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες έμαθαν από την εξέγερση ότι ήταν δυνατό να αντισταθούν στον Γερμανικό ιμπεριαλισμό και ότι η ύπαιθρος εξακολουθούσε να βράζει. Ωστόσο, δεν αισθάνονταν όλοι οι εκπρόσωποι ότι η αντίσταση στο Γερμανικό μιλιταρισμό ήταν προ των πυλών. Ακόμη και κατά το τρίτο συνέδριο, ορισμένοι εκπρόσωποι εξέφρασαν την άποψη ότι η στάση των εργατών στη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφκ δεν μπορούσε να θεωρηθεί δεδομένη. Αν και ο εκπρόσωπος των επαρχιών Αρχάνγκελσκ και Βόλογκντα παραδέχτηκε ότι η ταπεινωτική συνθήκη ήταν «καταστροφική για τον λαό και για την Επανάσταση», πρόσθεσε επίσης ότι δεν πίστευε πως οι μάζες θα την απορρίψουν ούτε θα ξεσηκωθούν εναντίον της[65]. Ο Μουράγιεφ, από την επαρχία Βορόνεζ, δήλωσε ότι, όσο κι αν οι εργάτες μπορεί να αποδοκιμάζουν την άδικη ειρήνη, δεν θα ακολουθήσουν την έκκληση του PLSR, με εξαίρεση τις επαρχίες των νότιων συνόρων, τις οποίες καταλάμβαναν συχνά τα γερμανικά στρατεύματα.[66] Η Ροσλάβετς, μία εκπρόσωπος από την περιοχή Ερετς (στην επαρχία Ορυόλ), ήταν ακόμα πιο δυναμική στην κριτική της σχετικά με την επικρατούσα στάση στο κόμμα: είπε ότι «εάν ήταν ο Kαμκόφ και όχι ο Λένιν επικεφαλής της κυβέρνησης, δεν θα είμασταν εδώ σήμερα, θα είμασταν όλοι στην Τουρουκάν» (δηλ. στη Σιβηρία). Όσον αφορά την πρόβλεψη της Μαρίας Σπιριδόνοβα ότι η εκεχειρία με τη Γερμανία θα σπάσει σύντομα, η Ροσλάβετς δήλωσε ότι αυτό θα συμβεί μόνο «εάν όλοι οι αγρότες και όλοι οι εργάτες ήταν έτοιμοι να κινητοποιηθούν οικειοθελώς. Αλλά δεν είναι»[67].

Ακόμη και οι σχέσεις με το Μπολσεβίκικο κόμμα ήταν χειρότερες από ό,τι την άνοιξη του 1918, όπως επεσήμαναν αρκετοί εκπρόσωποι. Ο εκνευρισμός με τους κομμουνιστές εκφράστηκε επανειλημμένα στις ομιλίες των αντιπροσώπων, με αποκορύφωμα την ομόφωνη έγκριση μιας πρότασης της Μαρίας Σπιριδόνοβα, η οποία καταδίκαζε τη θανατική ποινή[68]. Ακόμα, δεν είχαν καεί όλες οι γέφυρες μεταξύ του PLSR και του Μπολσεβικισμού. Πολλοί θα μπορούσαν ακόμα να θυμηθούν επεισόδια στενής συνεργασίας μεταξύ των τοπικών Σοσιαλεπαναστατικών επιτροπών και των Μπολσεβίκων, ιδιαίτερα της αριστερής πτέρυγας των Μπολσεβίκων που ήταν αντίθετοι στην Συνθήκη Ειρήνης με τη Γερμανία. Ένας από τους ηγέτες του κόμματος, ο Βλαντιμίρ Α. Αλγκασόφ, κάλεσε το κόμμα να αποφύγει τυχόν συγκρούσεις με τους Μπολσεβίκους, διότι «ανέλαβαν την πρωτοβουλία και είχαν τη μεγάλη τιμή να απελευθερώσουν τη Ρωσία από την μπουρζουαζία»∙ ούτως ή άλλως, πολλοί ήταν εναντίον της Συνθήκης του Μπρεστ. Αν μη τι άλλο, οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες έπρεπε να μιμηθούν τους Μπολσεβίκους, ώστε και αυτοί να «αναλάβουν την πρωτοβουλία και να έχουν την τιμή να απελευθερώσουν τη Ρωσία από την ιμπεριαλιστική μπουρζουαζία»[69]. Ο Μαρκάριαντς, εκπρόσωπος της οργάνωσης του Σαράτοφ, ξανάνοιξε το ζήτημα της παραίτησης του PLSR από την κυβέρνηση, δηλώνοντας ότι αυτό ήταν ένα σοβαρό λάθος και τόνισε την ανάγκη να έχουμε μια σταθερή συνεργασία με τους Μπολσεβίκους[70].

Στην πραγματικότητα, ακόμη και η Μαρία Σπιριδόνοβα δήλωσε ότι «το κύριο χαρακτηριστικό της δράσης μας δεν είναι ο αγώνας ενάντια στον Μπολσεβικισμό και τους Μπολσεβίκους: το κύριο χαρακτηριστικό της δράσης μας πρέπει να είναι ο αγώνας ενάντια στον καπιταλισμό, εναντία στον Γερμανικό ιμπεριαλισμό, ενάντια στους συμβιβαστές (soglashateliami), και ενάντια στη επιζήμια πολιτική των Μπολσεβίκων όταν αρχίζει να είναι συμβιβαστική (soglashatel’skoi)». Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι οι Μπολσεβίκοι ήταν «το κόμμα στην πλευρά του οποίου αγωνιστήκαμε μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, το κόμμα που σήκωσε στους ώμους του το βάρος της ηγεσίας της κυβέρνησης»∙ ένα κόμμα το οποίο φυσικά είχε διαπράξει διάφορα λάθη, που «δεν ήταν πια αυτό που ήταν κάποτε», αλλά που εξακολουθεί να τρέφει «θανατηφόρο μίσος απέναντι στην αστική τάξη»[71].

Αυτό που προέκυψε σαφώς από τη συζήτηση κατά τη διάρκεια του συνεδρίου του κόμματος ήταν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εκπροσώπων, παρασυρμένοι ακόμη από τις πρόσφατες επιτυχίες του κόμματος, πίστευαν ότι ήρθε η ώρα να ξεπεράσουν την ντροπή της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Οι ομιλητές που πήραν τον λόγο δεν διευκρίνισαν ακριβώς με ποιο τρόπο το κόμμα θα έπρεπε να διαμαρτυρηθεί ενάντια στην άδικη συνθήκη, αν και στις 24 Ιουνίου 1918 η κεντρική επιτροπή του PLSR αισθάνθηκε ότι θα ήταν «τόσο πιθανό όσο και ενδεδειγμένο να οργανώσει μια σειρά τρομοκρατικών δράσεων ενάντια στους πλέον εξέχοντες αντιπροσώπους του Γερμανικού ιμπεριαλισμού»[72]. Η ηγεσία του κόμματος, παίρνοντας κουράγιο από το αντι-γερμανικό συναίσθημα που ξεχείλιζε το συνέδριο, αποφάσισε ότι ήταν αναγκαία η ανάληψη δράσης. Στις 6 Ιουλίου, δυο Σοσιαλεπαναστάτες αγωνιστές, ο Γιάκοφ Γ. Μπλιούμκιν και ο Νικολάι Α. Αντρέγιεφ, δολοφόνησαν τον Βίλχεμ Γ. Μίρμπαχ, τον Γερμανό πρέσβη, στη Μόσχα, ενώ η κομματική εφημερίδα (Znamia truda) διακήρυσσε με πηχυαίους τίτλους: «Κάτω η θηλιά του Μπρεστ που στραγγαλίζει τη ρωσική επανάσταση![73]». Η επίθεση ήταν εύκολη και επιτυχής∙ υπήρξαν ορισμένες πλευρές της επίθεσης που οδήγησαν μερικούς ιστορικούς να υποψιάζονται ότι θα μπορούσε να ήταν μια προβοκάτσια που προκάλεσαν (ή διευκόλυναν) οι Μπολσεβίκοι προκειμένου να εξαλείψουν έναν επικίνδυνο αντίπαλο, το PLSR. Ο Ρώσος μελετητής, ο Γιούρι Γ. Φελστίνσκι, ο οποίος μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη της δεκαετίας του 1970, είναι ένας από αυτούς τους ιστορικούς[74]. Δεν υπάρχει, ωστόσο, κανένας καλός λόγος να υποψιαζόμαστε ότι η Μπολσεβίκικη πολιτική αστυνομία (η περιβόητη Τσεκά) συμμετείχε στον σχεδιασμό και την εκτέλεση της επίθεσης στον Μίρμπαχ. Όλα τα σύγχρονα ντοκουμέντα υποδεικνύουν το γεγονός ότι οι Σοσιαλεπαναστάτες είχαν την πρόθεση να σπάσουν τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ και να ξαναρχίσουν τον αγώνα ενάντια στον Γερμανικό ιμπεριαλισμό. Εν πάση περιπτώσει, τα αδημοσίευτα πρακτικά του τέταρτου (και τελευταίου) συνεδρίου PLSR, που πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα από τις 2 έως τις 7 Οκτωβρίου 1918, αποδεικνύουν κατηγορηματικά ότι οι Μπολσεβίκοι δεν συμμετείχαν στη δολοφονία του Μίρμπαχ. Αυτή η μοιραία απόφαση –με όλες τις τρομερές συνέπειες για το κόμμα της Μαρίας Σπιριδόνοβα– είχε αποφασιστεί ομόφωνα από την ηγεσία του Σοσιαλεπαναστατικού Κόμματος. Ο Καρέλιν είχε πει εκ μέρους της κεντρικής επιτροπής στην ομιλία του προς το συνέδριο ότι, αφού το προηγούμενο συνέδριο είχε ψηφίσει υπέρ της παραβίασης της ειρηνευτικής συνθήκης του Μπρεστ, το όργανο λήψης αποφάσεων του PLSR αποφάσισε συνεπώς να οργανώσει την επίθεση εναντίον του Γερμανού πρέσβη. Ο Καρέλιν έδωσε λεπτομέρειες σχετικά με τη συνεδρίαση της κεντρικής επιτροπής που είχε ψηφίσει την υλοποίηση της τρομοκρατικής πράξης, αποκαλύπτοντας ότι μόνο ένας σύντροφος είχε καταψηφίσει τη δολοφονία και ότι ακόμη και η πτέρυγα των φιλο-Μπολσεβίκοι του PLSR είχε συναινέσει. Σαν να ήθελε να δικαιολογήσει μια τέτοια καταστροφική επιλογή, ο Καρέλιν ομολόγησε ότι κανείς στο κόμμα πριν από την 6η Ιουλίου δεν είχε φανταστεί ότι οι Μπολσεβίκοι θα είχαν αποδειχθεί τέτοια πιόνια του Γερμανικού ιμπεριαλισμού: «Η εκτίμησή μας για αυτούς βασίστηκε στις αναμνήσεις μας από την Οκτωβριανή Επανάσταση και, έχοντας επίγνωση του ρόλου που έπαιξαν τότε στην Επανάσταση, σίγουρα δεν περιμέναμε να συμπεριφέρονται τόσο διαφορετικά· ήταν σφάλμα μας που αγνοούσαμε σε ποια έκταση θα καταλήγαν να υπερασπίζονται τον γερμανικό ιμπεριαλισμό»[75].

Σχεδιάζοντας τη δολοφονία του πρέσβη Μίρμπαχ, το PLSR έλπιζε να πιέσει την Μπολσεβίκικη κυβέρνηση και να την ξεκουνήσει από το βαθύ λήθαργό της και να την εμφυσήσει με νέα επαναστατική θέρμη. Έτσι, αντίθετα με ό, τι συχνά έχει υποστηρίξει η Σοβιετική ιστοριογραφία, ο στόχος δεν ήταν να πολεμήσει το κόμμα του Λένιν, αφού οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες ελπίζαν ότι θα είναι συνταξιδιώτες των Μπολσεβίκων για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μέχρι τότε, το PLSR ήταν τόσο τυφλωμένο από διεθνιστικό πάθος που άρχισε να κονταροχτυπιέται με ανεμόμυλους, δίνοντας μάχες που είχαν χαθεί πριν αρχίσουν, ενώ δεν έβλεπε τα πιο επείγοντα καθήκοντά του στον πολιτικό και κοινωνικό αγώνα. Αγροτικές διαμαρτυρίες κατά της πολιτικής των μπολσεβίκων για τη γη ξεσπούσαν σε ολόκληρη τη χώρα∙ το κόμμα του Λένιν είχε χάσει την υποστήριξη των αστικών μαζών και βρισκόταν σε αδιέξοδο, και οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες κατόρθωσαν να χάσουν μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες τη μεγάλη λαϊκή υποστήριξη που είχαν συγκεντρώσει τους προηγούμενους μήνες ξεκινώντας άσκοπες εκστρατείες και επικαλούμενοι απειλές που δεν είχαν σχέση με τις αστικές και αγροτικές μάζες. Αυτή είναι η αιτία πίσω από την ηχηρή αποτυχία του κόμματος και γιατί γρήγορα και ανεπανόρθωτα βούλιαξε τη στιγμή της μεγαλύτερης δόξας του.

 

Η κατάρρευση των αριστερών Σοσιαλεπαναστατών

Μόλις οι γερμανικές αρχές είχαν καλμάρει και μόλις είχε αποφευχθεί ο πόλεμος με τη Γερμανία, η μπολσεβίκικη κυβέρνηση κατάφερε να αντιμετωπίσει τα επακόλουθα της εξέγερσης των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών χωρίς πάρα πολλές δυσκολίες. Η ηγεσία του PLSR φυλακίστηκε, οι τοπικές επιτροπές διώχθηκαν από τις περιφερειακές οργανώσεις των Μπολσεβίκων και ολόκληρο το κόμμα αναγκάστηκε να κρύβει όλες τις προθέσεις και τους σκοπούς του. Μέσα σε λίγους μόνο μήνες, το ακόμα εύθραυστο οργανωτικό πλαίσιο του κόμματος της Λαϊκίστικης αριστεράς κατέρρευσε εξαιτίας ενός διπλού χτυπήματος –από την Μπολσεβίκικη καταπίεση και από την εσωτερική διάλυση.

Η μελέτη των εκθέσεων που έδωσαν οι τοπικές επιτροπές πριν από το συνέδριο του Οκτωβρίου –το οποίο ήταν το τελευταίο συνέδριο που οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες κατόρθωσαν ποτέ να διοργανώσουν– δίνει ένα πολύ ξεκάθαρο σημάδι της αβάσταχτης κατάστασης του PLSR. Σε γενικές γραμμές, οι ομιλίες που δόθηκαν στο συνέδριο είχαν λυπημένο και απογοητευτικό τόνο και ακριβώς το αντίθετο από την χαρούμενη και γιορτινή ατμόσφαιρα που βασίλευε στο τρίτο συνέδριο του PLSR μόλις τρεις μήνες νωρίτερα. Σχεδόν όλοι οι εκπρόσωποι των τοπικών οργανώσεων περιγράφουν ένα κόμμα σε κατάσταση οξείας κρίσης, αποδυναμωμένο από τις διώξεις και διαλυμένο από τις εσωτερικές διαιρέσεις. Ο εκπρόσωπος από τη Βόλογκντα είπε ότι στην επαρχία του «η κομματική οργάνωση διασπάστηκε σε χίλια κομμάτια μετά τις 6 Ιουλίου» και ζήτησε διευκρινίσεις, ρώτησε γιατί δολοφονήθηκε ο Μίρμπαχ και ρώτησε ποια γραμμή θα πρέπει να ακολουθήσουν στη σημερινή δύσκολη στιγμή[76]. Ο Μπαλάκιν παραπονέθηκε ότι στην περιοχή του Νόβγκοροντ, «όλες οι οργανώσεις έχουν καταστραφεί ολότελα»[77]. Ο εκπρόσωπος της επαρχίας Τβερ περιέγραψε μια κάπως λιγότερο ζοφερή κατάσταση: «Μετά τις 6 Ιουλίου, εδώ όπως αλλού, το κόμμα μας έχει διωχθεί από τους κομμουνιστές· ωστόσο, η οργάνωση του Τβερ δεν έχει παραιτηθεί ακόμα από το έργο που απομένει να ολοκληρωθεί»[78]. Τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα στο Βλαντίμιρ, όπως ανέφερε ο Λόκτεφ: «Τα γεγονότα του Ιουλίου είχαν τεράστιες συνέπειες για την επιτροπή του Βλαντίμιρ. Μερικοί φυλακίστηκαν, άλλοι απομακρύνθηκαν από το αξίωμά τους. Μόνο όσοι δούλευαν στο επαρχιακό σοβιέτ είναι ακόμα στην δουλειά τους: εν πάση περιπτώσει, οι κομμουνιστές δήλωσαν ότι θα τους ανεχτούν προς το παρόν και αργότερα θα τους ξεφορτωθούν»[79].

Το PLSR είχε μόλις λιγότερο από ένα έτος ζωής και δεν είχε μια σταθερή οργανωτική δομή, όπως οι Μπολσεβίκοι. Αντίθετα με τους Μπολσεβίκους, οι οποίοι ήταν αρκετά ικανοί να διατηρήσουν ζωντανό ένα στοιχειώδες σύστημα ακόμα και σε πολύ δύσκολες περιόδους ή ακόμα και μετά από μια σοβαρή ήττα, το PLSR ήταν σε θέση να επιτύχει ευρεία υποστήριξη και υπερβολική ανάπτυξη σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα∙ δεν ήταν, όμως, σε θέση να μεταφράσει την ανάπτυξη που επιτεύχθηκε δουλεύοντας με τους ανθρώπους σε μια σταθερή οργανωτική βάση. Στην πραγματικότητα, η Μαρία Σπιριδόνοβα και οι σύντροφοί της γνώριζαν πολύ καλά τους οργανωτικούς περιορισμούς του κόμματος, οι οποίοι θεωρούσαν ότι οφείλονταν στην έλλειψη «διανοούμενων». Πολλοί από τους ηγέτες ανέφεραν επανειλημμένως ότι οι Σοσιαλεπαναστάτες αγωνιστές είχαν ένα πολύ χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και αυτό θεωρήθηκε σημαντικό εμπόδιο για τη μελλοντική ανάπτυξη του κόμματος. Πράγματι, όπως σημειώθηκε, κατά τη διάρκεια της διάσπασης του Νοεμβρίου του 1917, σχεδόν όλοι οι διανοούμενοι και οι υπάλληλοι τάχθηκαν στο πλευρό του κόμματος του Τσερνόφ, ενώ το νέο PLSR αποτελούταν κυρίως από στρατιώτες και εργάτες, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν μόνο στοιχειώδη εκπαίδευση ή ήταν μισο-μορφωμένοι. Η Λαϊκίστικη αριστερά δεν είχε μόνο αρκετά λαϊκή βάση, ήταν αξιοσημείωτο επίσης το γεγονός ότι οι ηγέτες και οι αγωνιστές της ήταν πολύ νέοι (ο Νατάνσον ήταν μια αξιοσημείωτη εξαίρεση, αφού ήταν διάσημος εκπρόσωπος της επαναστατικής γενιάς του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα)[80]. Ακόμη και ο μπολσεβικισμός το 1918 ήταν ένα πολιτικό κίνημα που αποτελούταν από νέους, απείθαρχους πληβείους, αλλά, αντίθετα με το PLSR, υπήρχε μια πολυπληθέστερη και ικανή ηγεσία η οποία είχε μακρά παράδοση πολιτικού σχεδιασμού και είχε μεγάλες οργανωτικές ικανότητες. Επιπλέον, οι ηγέτες των Μπολσεβίκων ήταν πιο ομοιογενείς πολιτικά∙ παρόλο που ίσως υπήρχε εσωτερική πολιτική διαφωνία σχετικά με μια σειρά θεμάτων, εντούτοις ήταν προετοιμασμένοι να συσπειρώνονται σε σχέση με αντιπάλους και εχθρούς. Το κόμμα του Λένιν απάντησε στην αυξημένη απομόνωση μετά την κατάληψη της εξουσίας, παρουσιάζοντας ένα ενωμένο μέτωπο∙ αντίθετα, η αντίδραση των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών στη σύντομη περίοδο της διακυβέρνησης ήταν η δημιουργία βαθιών ρωγμών και συγκρούσεων, ώστε να καταλήξουν πιο διαιρεμένοι από ό, τι όταν είχαν διασπαστεί από το PSR. Όπως θα δούμε σύντομα, ακόμη και σε σχέση με το κρίσιμο ζήτημα των αγροτών, οι Αριστεροί Λαϊκιστές άρχισαν να είναι αναποφάσιστοι και διχασμένοι, χάνοντας έτσι την επαφή τους με τα απλά μέλη, με την πλατιά, ασφαλή υποστήριξή τους.

Όταν οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες πραγματοποίησαν την τρελή τρομοκρατική επίθεση στον Μίρμπαχ, βρίσκονταν στο υψηλότερο σημείο της δημοτικότητάς τους και είχαν την πλειοψηφία σε αρκετά επαρχιακά και αγροτικά σοβιέτ. Πράγματι, όλα τα διαθέσιμα δεδομένα φαίνεται να δείχνουν την εξαιρετική αύξηση της δημοτικότητας του PLSR μεταξύ της άνοιξης και του καλοκαιριού του 1918 στην ύπαιθρο και, σε μικρότερο βαθμό, στις πόλεις. Οι Μπολσεβίκοι είχαν πάντα τα προπύργιά τους στις πόλεις και έτσι κατάφεραν να κερδίσουν την πλειοψηφία στο πέμπτο Παν-ρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, το οποίο άρχισε στις 4 Ιουλίου στο θέατρο Μπολσόι της Μόσχας. Την εποχή εκείνη, ωστόσο, το PLSR θεώρησε ότι η καταμέτρηση των ψήφων ήταν ύποπτη∙ ένας ιστορικός εξέφρασε πρόσφατα σοβαρές αμφιβολίες για τη νομιμότητα της νίκης των Μπολσεβίκων[81].

Όταν οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες αποφάσισαν ότι η πολεμική ιαχή τους θα ήταν το ζήτημα της Συνθήκης Ειρήνης του Μπρεστ και των σχέσεων με την ιμπεριαλιστική Γερμανία, άνοιξαν το δρόμο για τους Μπολσεβίκους να τους νικήσουν πολιτικά και να τους αποκλείσουν από τα σοβιέτ. Σίγουρα, οι εργοστασιακοί εργάτες και οι αγρότες είχαν άλλα πράγματα να ανησυχούν! Σε ολόκληρη τη Ρωσία, εκείνον τον Ιούλιο υπήρξε μια τεράστια εκκαθάριση των τοπικών σοβιέτ (επαρχιακών, περιφερειακών και αγροτικών σοβιέτ) και μέχρι το τέλος της εκκαθάρισης, οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες είχαν εκδιωχθεί από όλα τα όργανα της εξουσίας. Όπου οι αριστεροί Λαϊκιστές είχαν την πλειοψηφία, οι μπολσεβίκοι χρησιμοποίησαν απόλυτη βία για τη διάλυση των σοσιαλεπαναστατικών σοβιέτ, εκλέγοντας νέα και πιο αξιόπιστα συμβούλια. Φυσικά, τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά όπου οι βουλευτές τους PLSR ήταν μειοψηφία –στην περίπτωση αυτή απολύθηκαν απλά. Επιπλέον, κατά καιρούς οι μπολσεβίκοι ανάγκασαν τους αντιπάλους τους να κάνουν μια επίσημη δήλωση (μερικές φορές γραπτώς) καταδικάζοντας την τσαπατσούλικη εξέγερση της Μόσχας. Χάρη σε τέτοιες δηλώσεις αφοσίωσης στην Μπολσεβίκικη κυβέρνηση, μερικοί από τους Σοσιαλεπαναστάτες βουλευτές κατάφεραν να παραμείνουν στην εξουσία στα τοπικά σοβιέτ[82]. Όμως, οι Μπολσεβίκοι ήταν σίγουρα αδυσώπητοι με το κόμμα και τους ηγέτες του. Η Μαρία Σπιριδόνοβα και οι άλλοι ηγέτες του PLSR φυλακίστηκαν[83]. Οι αναφορές των αντιπροσώπων στο τέταρτο συνέδριο τον Οκτώβριο του 1918, που έχουν ήδη αναφερθεί, δίνουν μια ιδέα για το τι συνέβη με τις τοπικές οργανώσεις.

Παρά τις διώξεις, οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες προσπάθησαν να συνεχίσουν την εκστρατεία αντίθεσής τους ενάντια στην παρακμή του Σοβιετικού καθεστώτος, το οποίο θεωρούσαν ένοχο για την προδοσία της Ρωσικής και της διεθνούς επανάστασης. Ωστόσο, στις αρχές του φθινοπώρου, το PLSR ήταν στα τελευταία του. Η τελική μάχη μεταξύ της Μπολσεβίκικης κυβέρνησης και των αντιπάλων της είχε δοθεί το καλοκαίρι του 1918. Κατά τη διάρκεια αυτών των κοσμοϊστορικών ημερών, η Λαϊκίστικη αριστερά όχι μόνο επιδίωξε την δονκιχωτική μάχη της ενάντια σε φανταστικούς εχθρούς, αλλά απέφυγε επίσης να συμμαχήσει με τα μετριοπαθή σοσιαλιστικά κόμματα (τους Μενσεβίκους και το PSR), που προσπαθούσαν να απαλλαγούν από τον Μπολσεβίκικο ζυγό. Το κόμμα της Μαρίας Σπιριδόνοβα κατέληξε απομονωμένο πολιτικά και κοινωνικά και γρήγορα εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνος πίσω του. Πολλοί αγωνιστές και ηγέτες του κόμματος εντάχθηκαν επίσημα στον Μπολσεβικισμό, ένα κίνημα που αισθάνονταν κοντά τους από τον Οκτώβριο του 1917.

Οι Μπολσεβίκοι αποδείχθηκαν αρκετά επιδέξιοι στο να δαμάσουν την αντίθεση των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα καρότο και ραβδί. Ο ασυγκράτητος κατήφορος του PLSR, αποτέλεσμα της παράλυσης λόγω των εσωτερικών συγκρούσεων μετά τα γεγονότα της 6ης Ιουλίου 1918, επιτάχυνε όταν οι Μπολσεβίκοι επέλεξαν να απαντήσουν ευέλικτα, με στόχο να πνίξουν κάθε ανταρσία και να κάνουν ματ στους ηγέτες των Σοσιαλεπαναστατών, αλλά επίσης προσπάθησαν να κερδίσουν, όπου είναι δυνατόν, τα πιο ενδοτικά μέλη του αντιπάλου κόμματος.

Τελικά, ακόμα και ο τρόπος που οι Μπολσεβίκοι αντιμετώπισαν τους ηγέτες του κόμματος ήταν πιο επιεικής από τον τρόπο που αντιμετώπισαν άλλους αντιπάλους του καθεστώτος. Το γεγονός είναι ότι οι Μπολσεβίκοι απλά δεν μπορούσαν να ξεχάσουν πόσο υπερβολικά χρήσιμο ήταν το PLSR κατά το πολύ λεπτό στάδιο της εγκαθίδρυσης και εδραίωσης της Σοβιετικής εξουσίας. Ο ίδιος ο Λένιν το δήλωσε με σαφήνεια στη νεκρολογία του Προσιάν, που δημοσιεύθηκε στην Πράβδα στις 20 Δεκεμβρίου 1918[84]. Είναι αλήθεια ότι ο Προσιάν, που πέθανε νέος, ανήκε στην φιλο-Μπολσεβίκικη πτέρυγα του PLSR και ότι επομένως ο Λένιν το βρήκε ευκολότερο να επαινέσει τον ίδιον και την ειλικρινή του αφοσίωση στον Σοσιαλιστικό σκοπό, έστω και αν προέρχεται από Λαϊκίστικο υπόβαθρο. Όμως, είναι επίσης αλήθεια ότι ο Προσιάν, όπως και οι σύντροφοί του, είχε συμμετάσχει πρόθυμα στην αντι-Μπολσεβίκικη εξέγερση του Ιούλιου. Εν πάση περιπτώσει, η τελική εκτίμηση του Λένιν ήταν αρκετά ξεκάθαρη: «Εντούτοις, μέχρι τον Ιούλιο του 1918, ο Προσιάν συνέβαλε περισσότερο στην εδραίωση του σοβιετικού καθεστώτος από ό, τι έκανε στην κατρακύλα του μετά τον Ιούλη του 1918».

 

Οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες και το ζήτημα της αγροτιάς

Η ήττα του PLSR δεν οφειλόταν μόνο στην απερίσκεπτη απόφαση να μπει στη μάχη για ένα θέμα –ο πόλεμος με την αυτοκρατορική Γερμανία– για το οποίο οι μάζες δεν γνώριζαν τίποτα και ενδιαφέρονταν ακόμα λιγότερο. Η αλήθεια ήταν ότι το κόμμα της Μαρίας Σπιριδόνοβα νικήθηκε εύκολα από τους Μπολσεβίκους γιατί σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή αγνόησε εντελώς τις παραδόσεις και τα ιδανικά του, χάνοντας έτσι την ενεργό υποστήριξη της ίδιας της τάξης που μέχρι εκείνη τη στιγμή το υποστήριζε και το συντηρούσε. Οι κρυφές αιτίες για την κατάρρευση των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών, που θα είχαν τόσο βαθιές επιπτώσεις στη Σοβιετική κοινωνία, μπορούν να βρεθούν τόσο στην ανούσια επίθεση εναντίον στον Μίρμπαχ και την εξασθένηση του δεσμού τους με τους αγρότες. Όταν οι αγρότες εξεγέρθηκαν κατά της αγροτικής πολιτικής της Μπολσεβίκικης κυβέρνησης, τόσο οι ηγέτες όσο και οι αγωνιστές του PLSR φάνηκαν διστακτικοί και αβέβαιοι. Για το λόγο αυτό, η Μαρία Σπιριδόνοβα και οι σύντροφοί της σπατάλησαν μια μεγάλη ιστορική ευκαιρία, όπως και τη προηγούμενη χρονιά το κόμμα του Τσερνόφ αθέτησε την επίσημη υπόσχεσή του να επιλύσει το ζήτημα της μεταρρύθμισης της γης και είχε ηττηθεί πλήρως[85]. Το καλοκαίρι του 1918, η δήμευση αγροτικών προϊόντων και η δημιουργία επιτροπών των φτωχών χωρικών (kombedy) προκάλεσαν μια εξαγριωμένη αντίδραση, σχεδόν εξίσου βίαιη με τον ταξικό αγώνα εναντίον των pomeshchiki που είχε ξεσπάσει το φθινόπωρο του 1917. Ποια ήταν η αντίδραση των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών στην πολιτική των Μπολσεβίκων στην προμήθεια τροφής; Πώς αντιδρούσαν στην εισαγωγή των kombedy στα χωριά, που ανατρέπουν την παραδοσιακή ισορροπία στην ύπαιθρο; Προτού απαντήσουμε σε αυτές τις ερωτήσεις, πρέπει να πούμε κάτι σχετικά με την αγροτική πολιτική του PLSR.

Έχει επαναληφθεί ξανά και ξανά ότι οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες ήταν τόσο οι εκφραστές όσο και οι προστάτες των συμφερόντων της ρωσικής αγροτιάς και σε μεγάλο βαθμό αυτό είναι αλήθεια∙ ωστόσο, αυτό δεν είναι η πλήρης εικόνα. Απαιτείται περαιτέρω μελέτη, αλλά όχι για να εξαρτηβωθεί εάν το PLSR αντιπροσώπευε τους «μέσους αγρότες» ή τους κουλάκους∙ οι σοβιετικοί ιστορικοί έχουν μελετήσει αυτή την πτυχή εδώ και χρόνια, αν και είναι μια εντελώς πλαστή και επιφανειακή αντιπαράθεση –τόσο πλαστή όσο η ταξινόμηση του Λένιν και των Μπολσεβίκων του αγροτικού κόσμου. Όχι, το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι το κόμμα της Μαρίας Σπιριδόνοβα ήταν ο πνευματικός κληρονόμος του παλαιού PSR, συνεχίζοντας και ανανεώνοντας τη Σοσιαλιστική δέσμευση του Ρωσικού επαναστατικού Λαϊκισμού.

Το σύνθημα που πρότειναν οι Ρώσοι επαναστάτες Σοσιαλιστές, η «κοινωνικοποίηση της γης», ήταν τόσο πρωτότυπο όσο και αντιφατικό, καθώς θεωρήθηκε μία ελάχιστη κομματική απαίτηση, που έπρεπε να ενταχθεί στο πλαίσιο του αστικού οικονομικού συστήματος και ταυτόχρονα ένα πρώτο βήμα προς τον έλευση του σοσιαλισμού[86]. Οι κληρονόμοι των ναρόντνικων, οι οποίοι στις αρχές του αιώνα είχαν ανανεώσει την Λαϊκίστικη παράδοση προσαρμόζοντάς την ταυτόχρονα στην μεταβαλλόμενη πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, θεωρούσαν τους εαυτούς τους Σοσιαλιστές –και πράγματι ήταν∙ η εκτίμησή τους για τη σημασία του αναπτυσσόμενου εργατικού προλεταριάτου συνηγορεί σε αυτό. Ωστόσο, δεδομένου του πολιτικού τους ιστορικού, δεν μπορούσαν να αγνοήσουν τις προσδοκίες εκατομμυρίων αγροτών για τους οποίους είχαν αγωνιστεί οι Ρώσοι επαναστάτες του 19ου αιώνα. Η obshchina φαινόταν να δικαιολογεί την πίστη τους ότι το αγροτικό κίνημα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ισχυρός καταλύτης στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της Ρωσίας. Η κοινωνικοποίηση της γης φαινόταν να συμφιλιώνει την πιεστική επιθυμία της αγροτιάς να μοιραστεί τα εδάφη των pomeshchiki με το γενικό σχέδιο κολεκτιβοποίησης της κοινωνίας. Η Οκτωβριανή Επανάσταση και το διάταγμα για τη γη ανέτρεψαν απότομα ολόκληρο το σενάριο. Οι αντίπαλοί τους, οι Μπολσεβίκοι, είχαν κάνει μια επίσημη διακήρυξη, υποσχόμενοι την υλοποίηση της κεντρικής αρχής της πλατφόρμας των Σοσιαλεπαναστατών. Το PSR βρέθηκε προ εκπλήξεως και αντέδρασε συκοφαντώντας την υπεραπλούστευση του προβλήματος από τον Λένιν με τη θέσπιση διαταγμάτων το ένα μετά το άλλο, με την ελπίδα ότι αυτό θα λύσει το εξαιρετικά σύνθετο πρόβλημα της μεταρρύθμισης της γης. Οι αποσχισθέντες στο PLSR, από την άλλη πλευρά, πήραν εντελώς σοβαρά τη νέα αγροτική πολιτική του Λένιν και συμμετείχαν στην κυβέρνηση των Μπολσεβίκων με την αποφασιστική πρόθεση να υλοποιήσουν την κοινωνικοποίηση που παραδοσιακά ήταν ο κύριος στόχος του επαναστατικού Λαϊκισμού.

Οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες ξεκίνησαν μια τέτοια φιλόδοξη δέσμευση με την ακλόνητη πεποίθηση ότι την πολιτική χρεοκοπία της αστικής τάξης και την άνοδο στην εξουσία ενός εργατικού κόμματος θα ακολουθούσαν οι αγροτικοί μετασχηματισμοί, η φύση και η έκταση των οποίων θα ήταν πολύ μεγαλύτερες από ό,τι σκέφτονταν στο ελάχιστο πρόγραμμα. Επιπλέον, το PLSR θεώρησε ότι τα αστικά και καπιταλιστικά στοιχεία που προέκυψαν από την αγροτική μεταρρύθμιση του Στολίπιν, εξυπηρετούσαν μόνο για να περιπλέξουν το παιχνίδι των οικονομικών δυνάμεων στην ύπαιθρο και να πιέσουν τα γεγονότα σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Εν συντομία, ο νόμος για την κοινωνικοποίηση της γης, ο οποίος συζητήθηκε τον Ιανουάριο του 1918, ήταν εμποτισμένος με σοσιαλιστικούς τόνους. Όταν ο Ιλία Αντρέγιεβιτς Μαγιορόφ, ο επίσημος εισηγητής για το αγροτικό ζήτημα, μίλησε στο δεύτερο συνέδριο του κόμματος (από τις 17 έως τις 25 Απριλίου 1918), ανέφερε ότι το κόμμα ένιωσε ότι τα μέτρα ήταν τέτοιας εμβέλειας και οικονομικής σημασίας, που αισθάνθηκε υποχρεωμένο να οργανώσει μαθήματα σχετικά με την κοινωνικοποίηση της γης σε όλη την ύπαιθρο για την διαπαιδαγώγηση της αγροτιάς[87]. Το συνέδριο του κόμματος υιοθέτησε μια πρόταση που επαναλαμβάνει ότι «η κοινωνικοποίηση της γης δεν πρέπει να θεωρείται μέτρο για τον εαυτό της, αλλά μάλλον ένα μέσο με το οποίο πρέπει να επιτευχθεί ο απώτερος στόχος του σοσιαλισμού», τονίζοντας το γεγονός ότι η κολεκτιβιστική διαχείριση της γης θα έφερνε τόσο υλικά όσο και ηθικά πλεονεκτήματα[88].

Είναι σαφές, όμως, ότι η πλατφόρμα των κόμματος των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών ήταν διαφορετική από εκείνη των Μπολσεβίκων. Μετά την κατάληψη της εξουσίας, οι Μπολσεβίκοι όλο και περισσότερο έτειναν προς μια κεντρική διαχείριση της οικονομίας από το κράτος∙ οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες, από την άλλη πλευρά, μολονότι αποδοκίμαζαν τον αναρχοσυνδικαλισμό, υποστήριζαν πολύ περισσότερο μια οικονομία που βασίζεται στον συνεταιρισμό και τις πρωτοβουλίες που προέρχονται από κάτω. Η διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων ήταν πιο εμφανής στην προσέγγιση κάθε κόμματος για την εισαγωγή της αγροτικής μεταρρύθμισης μέσω του νόμου περί κοινωνικοποίησης. Η Μαρία Σπιριδόνοβα απευθύνθηκε στο δεύτερο συνέδριο του PLSR και μίλησε εξ ονόματος του αγροτικού τμήματος του VTslK, στο οποίο ήταν επικεφαλής, αναφέροντας τις «ατέρμονες αντιπαραθέσεις με τους Μπολσεβίκους πάνω στο πώς θα φτάσουμε σε αυτό ή εκείνο το σημείο του προγράμματός μας, ενώ εκείνοι παρουσίαζαν τροποποίηση πάνω στην τροποποίηση με στόχο να ακυρώσουν το νόημα και το πνεύμα της κοινωνικοποίησης της γης». Για παράδειγμα, με την επιμονή τους να στηριχθεί το δικαίωμα στη γη τόσο στην «εργατική» όσο και στη «Σοβιετική εξουσία» προσπαθούσαν ουσιαστικά να επιτύχουν την εθνικοποίηση «από την πίσω πόρτα» ενώ «για εμάς είναι η εργασία που παρέχει το δικαίωμα στη γη».

Η έκθεση της Σπιριδόνοβα πάνω στις δραστηριότητες του αγροτικού τμήματος, μέρος των οποίων αναφέρθηκε παραπάνω, είναι ενδιαφέρουσα όχι μόνο λόγω των πληροφοριών που δίνει για τις συνεχιζόμενες διαφορές στα ιδανικά των δύο σοσιαλιστικών κομμάτων, αλλά επειδή δείχνει επίσης πώς το PLSR άλλαξε τη στάση του προς τον αγροτικό κόσμο[89]. Αυτό είναι ένα ζήτημα μεγάλης σημασίας και που απαιτεί προσεκτική μελέτη, καθώς μπορεί να βοηθήσει στην εξήγηση της ήττας του PLSR το καλοκαίρι του 1918. Λίγους μήνες μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες αποφύγαν κάθε εξιδανικευμένο όραμα των μαζών της Ρωσίας, και ιδιαίτερα της αγροτιάς. Η Σπιριδόνοβα μίλησε απερίφραστα για την «γενική απογοήτευση του λαού», η οποία αυξανόταν σε ανησυχητικές διαστάσεις στο τμήμα των αγροτών, όπου ορισμένα μέλη «δεν ήταν απολύτως ικανοποιημένα με την κατάσταση». Δεν ήταν απλώς ζήτημα του πολύ χαμηλού επιπέδου εκπαίδευσης των μουζίκων, που ήταν τόσο επιζήμιο και εμπόδιο για το τμήμα, καθώς προσπαθούσε να επιτύχει τους υπερμεγέθεις στόχους του∙ στην αρχή, η Μαρία ήταν ακούραστη –«η μόνη διανοούμενη» που δούλευε στο τμήμα, όπου ακόμη και οι γραμματείς ήταν «σχεδόν εντελώς αναλφάβητοι». Αυτή η έλλειψη «διανοούμενων αγωνιστών» (rabotnikov intelligentnykh) δεν είχε σταματήσει το PLSR –το οποίο ήταν συνηθισμένο σε δυσκολίες αυτής της φύσης– από το να επιτύχει το θαύμα της σύναψης επαφών με τις αγροτικές μάζες, μέσω των σοβιέτ. Αντίθετα, οι μεγάλες δυσκολίες προέκυψαν από το γεγονός ότι, στο τμήμα, κάποιος είχε πιαστεί επ’ αυτοφώρω να κλέβει ή υπήρχαν υποψίες ότι ήταν κλέφτης. Επιπλέον, πολλοί δεν δούλευαν καθόλου: «Έπρεπε να πετάξουμε έναν αριθμό χωρικών συντρόφων έξω από το τμήμα γιατί δεν έκαναν τίποτα: το μόνο που έκαναν ήταν να παίρνουν τα χρήματα, μεταπηδούσαν σε όλα τα πόστα και μετά απλώς άραζαν». Η συνολική εκτίμηση της Σπιριδόνοβα για τους αγρότες ήταν πικρή –δεν ήταν ιδιαίτερα αξιόπιστοι, δεδομένης της γενικής δυσαρέσκειας στην ύπαιθρο για την πολιτική της κυβέρνησης στον εφοδιασμό τροφίμων. Ήταν να συγκληθεί ένα αγροτικό συνέδριο, «όλα δεν θα ήταν καλά για τη Σοβιετική εξουσία». Ως εκ τούτου, οι απόπειρες αναταραχής στην ύπαιθρο είχαν μεταξύ των στόχων τους να «διαιρέσουν την αγροτιά σε δύο στρατόπεδα –εκείνους που υποστήριζαν το παλιό και εκείνους που αγωνίζονταν για το νέο». Για τον σκοπό αυτό, είχαν σταλεί στην ύπαιθρο περισσότεροι Μπολσεβίκοι από ό,τι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες, αφού οι πρώτοι ήταν «πιο σίγουροι ιδεολογικά» (bolee ideiny) από τους τελευταίους.

Η ανάλυση του Σπιριδόνοβα ήταν από πολλές απόψεις παρόμοια με την ανάλυση των Μπολσεβίκων, αλλά εντελώς αναπάντεχη, με την εκ των υστέρων γνώση μας των βαθιών διαφωνιών μεταξύ των Ρώσων Λαϊκιστών και των Μαρξιστών. Είναι αλήθεια ότι από την αγροτική μεταρρύθμιση του Στολίπιν οι Σοσιαλεπαναστάτες εγκατέλειψαν την παλιά τους, αγαπημένη εικόνα ενός συμπαγούς και ομοιογενούς κόσμου της αγροτιάς, επειδή είχαν αναγνωρίσει τα πρώιμα σημάδια των οικονομικών διαιρέσεων στα χωριά[90].Παρ’ όλα αυτά, η Μπολσεβίκικη ιδέα της επαρχίας που χωρίστηκε σε ανταγωνιστικές τάξεις τους ήταν ακόμα ολότελα ξένη. Αυτή η ιδέα άρχισε να κερδίζει έδαφος ανάμεσα στους Αριστερούς Λαϊκικιστές μετά τον Οκτώβριο του 1917, ενώ συνυπάρχει με την παραδοσιακή πίστη στον επαναστατικό ρόλο και τα σοσιαλιστικά όνειρα των αγροτών. Αυτή είναι η πιο σημαντική καινοτομία που πρέπει να γίνει αντιληπτή στο δόγμα του νεοσυσταθέντος PLSR∙ μαζί με την πολύ ισχυρή διεθνιστική δέσμευση, αυτή η νέα προσέγγιση στο ζήτημα των αγροτών έφερε τους Αριστερούς Σοσιαλεπαναστάτες πιο κοντά στο κόμμα του Λένιν. Λίγους μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους, το PLSR δήλωσε ότι εκτίμησε την αποφασιστική ηγεσία του Λενινισμού κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση και την ικανότητά του να διακρίνει όλα τα ποικιλόμορφα κοινωνικά στρώματα στα ρωσικά χωριά. Όταν η Μαρία Σπιριδόνοβα απευθύνθηκε στο τρίτο συνέδριο του κόμματός της (από τις 28 Ιουνίου έως την 1η Ιουλίου 1918), επαίνεσε την ιδέα του Λένιν για «τον αγώνα εναντίον των μικρών γαιοκτημόνων» (khoziaichikiy) που σύμφωνα με τη γνώμη της επιβεβαίωνε το γεγονός ότι «ο πρόεδρος της Sovnarkom ήταν ιδιοφυία». Πράγματι, ήταν ευκολότερο να νικήσουν τους μεγάλους καπιταλιστές απ’ ό, τι να υποτάξουν «αυτούς τους αντεπαναστάτες, τους μικροαστούς κουλάκους, που είναι διάσπαρτοι σε όλη τη Ρωσία». Ακόμη και σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη, οι μικροί αγρότες ανέκαθεν αποτελούσαν σοβαρή απειλή για την επανάσταση. Στη Ρωσία, «αντιμετωπίζουμε τους κουλάκους, οι οποίοι είναι οι μεγαλύτεροι οικονομικοί και πολιτικοί εχθροί μας· πρέπει να συντριβούν, πρέπει να αφοπλιστούν, πρέπει να εξαλειφθούν»[91]. Όσον αφορά το ζήτημα τους εφοδιασμού τροφίμων, ο Καρέλιν καθιέρωσε μια ξεκάθαρη γραμμή οριοθέτησης, χωρίζοντας τον αγροτικό κόσμο «σε σκληρά εργαζόμενους αγρότες και αγρότες κουλάκους, σε σκληρά εργαζόμενους μικρούς αγρότες και παρασιτικούς κουλάκους»[92]. Η Ρόσλαβετς πήγε ακόμη πιο μακριά, ζητώντας το κόμμα «να αποσύρει την έκφραση “εργαζόμενοι αγρότες”, που είναι παλιομοδίτικη και ξεπερασμένη». «Υπήρχαν εργαζόμενοι αγρότες, όταν δεν υπήρχε η διάκριση μεταξύ των κουλάκων και των φτωχών αγροτών. Η οργάνωση του Έλετς τάσσεται υπέρ της χρήσης του όρου ‘φτωχοί αγρότες’ αντί του παραδοσιακού όρου»[93].

Θα ήταν υπερβολικά βιαστικό να συμπεράνουμε από τα παραπάνω ότι οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες είχαν κόψει τους Λαϊκίστικους δεσμούς τους για το πολύ θεμελιώδες ζήτημα του τρόπου αντιμετώπισης των αγροτών. Πρώτα απ’ όλα, οι Μπολσεβίκικες απόψεις, όπως αυτές που εξέφρασε ο εκπρόσωπος των Έλετς, ανήκουν εντελώς στη μειοψηφία του PLSR. Δεύτερον, οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες είχαν έρθει σε ρήξη ανοιχτά και ολοκληρωτικά με τους Μπολσεβίκους πάνω στο ζήτημα της προμήθειας τροφίμων. Στην ομιλία της στο τρίτο συνέδριο του κόμματος που αναφέρθηκε παραπάνω, η Σπιριδόνοβα καταδίκασε την αγροτική πολιτική του Λένιν, η οποία στόχευε στη διασφάλιση της συνολικής νίκης της μικρής τάξης των φτωχών αγροτών και ακτημόνων εργατών γης, επειδή αυτή η πολιτική θα «κρατούσε σε απόσταση τους αγρότες από τη Σοβιετική εξουσία. Αν εγκαταλείψουμε την αγροτική πολιτική μας, αν δεν κατανοήσουμε την ψυχολογία των αγροτών, δεν θα ευγνωμονούν την επανάσταση και θα ξεσηκωθούν εναντίον μας –και αυτό θα οφείλεται στην πολιτική του Λένιν»[94].

Στις αρχές του καλοκαιριού του 1918, οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες, ενθουσιασμένοι από το παράδειγμα της Ουκρανίας, πίστεψαν και πάλι στον επαναστατικό και προοδευτικό ρόλο των αγροτών. Αυτή είναι η γραμμή που η Μαρία Σπιριδόνοβα ενστερνίστηκε μπροστά στο τρίτο συνέδριο του κόμματος, όταν είπε ότι «σήμερα, αν η Σοβιετική Ρωσία πρόκειται να σωθεί, θα σωθεί μόνο από τους αγρότες που εργάζονται για να χτίσουν τη νέα τους Σοβιετική Ρωσία και τη νέα τους Σοβιετική ύπαιθρο»[95]. Μετά από τις μεγάλες επιτυχίες του κόμματος εκείνη την εποχή, η ηγεσία της Λαϊκίστικης αριστεράς δεν αντιλαμβάνεται τις αντιφάσεις που είναι εγγενείς στην ανάλυσή τους για τον αγροτικό κόσμο (η οποία από πολλές απόψεις ήταν παρόμοια με την ανάλυση των Μπολσεβίκων) και οι δηλωμένες αντιρρήσεις του PLSR για την αγροτική πολιτική και την πολιτική προμήθειας τροφής των Μπολσεβίκων. Η κεντρική επιτροπή δημοσίευσε μια έκκληση στην Znamia truda στις 9 Ιουνίου 1918, απαγορεύοντας σε όλους τους αγωνιστές του κόμματος να συμμετέχουν στις ενέργειες των ομάδων επιτάξεων που λειτουργούσαν εκτός των κατευθυντήριων γραμμών που ορίστηκαν από τα τοπικά σοβιέτ, αφού οι επιτάξεις «έσπρωχναν την ύπαιθρο σε μια τεχνητή αλληλεγγύη (iskusstvenno splachivaiut vsiu derevniu) στον αγώνα ενάντια στις πόλεις, επιδεινώνοντας την κατάσταση της χώρας και, σε τελική ανάλυση, εξασθενίζοντας τη Σοβιετική εξουσία». Η ηγεσία του PLSR εξέλαβε την Μπολσεβίκικη αγροτική πολιτική ως σοβαρή απειλή όχι μόνο για την προμήθεια τροφίμων στις πόλεις αλλά και για την ίδια την επιβίωση του Σοβιετικού καθεστώτος. Ως εκ τούτου, δόθηκε έμφαση περισσότερο στη βεβαιότητα ότι οι επιτάξεις των ένοπλων Μπολσεβίκικων μεραρχιών θα είχαν πιο αρνητικό αντίκτυπο από την προσπάθεια να διαψευσθούν οι πολιτικές και κοινωνικές υποθέσεις (ο αγώνας ενάντια στους κουλάκους) στις οποίες η κυβέρνηση του Λένιν είχε στηρίξει την πολιτική προμήθειας τροφίμων. Η ατμόσφαιρα ήταν εντελώς διαφορετική κατά τη διάρκεια των περιφερειακών αγροτικών συνεδρίων, όπου όλοι οι ομιλητές φώναζαν να σταματήσουν αμέσως οι επιτάξεις και το γενικό περιεχόμενο των αναφορών από τους αντιπροσώπους των τοπικών επιτροπών του PLSR στο τρίτο συνέδριο ήταν επίσης διαφορετικό, καθώς υπήρξε μεγάλη επιμονή στην επιτακτική ανάγκη να υπερασπιστούν τους αγρότες από τις επιδρομές των ομάδων τροφίμων. Η μελέτη των τοπικών ντοκουμέντων δίνει τη σαφή εντύπωση ότι, όπως και στην περίπτωση της Ειρήνης του Μπρεστ-Λιτόφσκ, το αγροτικό ζήτημα επίσης ήταν κάτι που τα απλά μέλη καταλάβαιναν καλύτερα από ό, τι οι αρχηγοί του κόμματος στη Μόσχα∙ οι απλοί αγωνιστές είχαν συλλάβει τι αισθάνονταν και χρειάζονταν οι μάζες και η στάση τους ήταν πολύ λιγότερο δογματική από αυτή των μελών της Κεντρικής Επιτροπής. Θα ήταν υπεραπλούστευση να εξηγήσουμε τις σύνθετες ρωγμές εντός του κόμματος ως απλές διχογνωμίες μεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας και μεταξύ των κύριων κομματικών οργάνων και των τοπικών οργανώσεων. Παρόλα αυτά, θα μπορούσαμε να πούμε με ασφάλεια ότι οι τοπικές επιτροπές του PLSR συχνά αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην τήρηση των οδηγιών που έρχονταν από την ηγεσία και στην εφαρμογή τους στην τοπική πραγματικότητα. Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι, οπουδήποτε οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες αντιτάχθηκαν σθεναρά στις επιτάξεις, υποστηρίχθηκαν με ενθουσιασμό από τους κατοίκους του χωριού και εύκολα τα κατάφεραν καλύτερα από τους Μπολσεβίκους. Αυτό που ακολουθεί είναι η έκθεση ενός αντιπροσώπου από το Βορόνεζ (μια επαρχία στην περιοχή του μαύρου εδάφους). Ο εκπρόσωπος πήρε τον λόγο κατά τη διάρκεια του τρίτου εθνικού συνεδρίου του PLSR, δηλώνοντας ότι «το ζήτημα της προμήθειας τροφίμων ήταν το μεγαλύτερο μήλο της έριδας ανάμεσα στους Μπολσεβίκους και εμάς». Πρόσθεσε ότι:

«Τώρα η αγροτιά είναι εναντίον των Μπολσεβίκων λόγω της πρόσφατης πολιτικής τους για την προμήθεια τροφίμων· ωστόσο εξακολουθεί να είναι ευνοϊκή προς τη Σοβιετική εξουσία. Αν και οι αγρότες της επαρχίας Βορόνεζ δεν τροφοδοτούνται καλύτερα από τους αγρότες οποιασδήποτε άλλης επαρχίας, εντούτοις αισθάνονται πιο κοντά στην επανάσταση τώρα χάρη στην εφαρμογή του νόμου για την κοινωνικοποίηση της γης. Οι αγρότες της επαρχίας Βορόνεζ έχουν αρκετή γη για την οποία ευχαριστούν την Επανάσταση και για την οποία είναι δεόντως ευγνώμονες. Γι’ αυτό είναι υπέρ της Σοβιετικής εξουσίας· μολαταύτα, δεν εμπιστεύονται τους Μπολσεβίκους».

Οι προοπτικές για τους Αριστερούς Σοσιαλεπαναστάτες φαίνονταν καλές. Εάν μόνο οι τοπικές οργανώσεις είχαν αρκετή υπομονή για να συνεργαστούν με τις μάζες και είχαν βεβαιώσει ότι διέφεραν από τους Δεξιούς Σοσιαλεπαναστάτες και από τους Μπολσεβίκους και είχαν «εξηγήσει στις μάζες πόσο καταστροφική ήταν η ειρήνη του Μπρεστ για την Επανάσταση και πάνω απ’ όλα αν είχαν εξηγήσει την αγροτική πολιτική των Μπολσεβίκων», τότε το PLSR θα είχε κατακτήσει πολιτικά την ύπαιθρο σε δύο ή τρεις μήνες[96]. Πράγματι, αν και υπήρχαν χιλιάδες οργανωτικές δυσκολίες, οι τοπικές επιτροπές του PLSR προσπάθησαν να διεισδύσουν σε τοπικό επίπεδο σε όλη τη αχανή χώρα.

Γιατί ένα κόμμα που ήταν τόσο γερά ριζωμένο στην ύπαιθρο όπως το PLSR κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1918 τόσο γρήγορα έπεσε θύμα των μπολσεβίκων, που δεν είχαν καλές σχέσεις με τους αγρότες; Ένας λόγος έχει ήδη παρατεθεί: η δολοφονία του Μίρμπαχ και η δονκιχωτική αναζήτηση του διεθνισμού από το PLSR. Όσο πιο πικρός γινόταν ο πόλεμος μεταξύ των αγροτών και των Μπολσεβίκων, τόσο οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες σπαταλούσαν τη δύναμή τους σε αντιλαϊκές μάχες προορισμένες να αποτύχουν. Όμως, υπάρχει κι ένας άλλος, όχι ασήμαντος λόγος: η ασυνεπής και αντιφατική αντίδραση της Λαϊκίστικης αριστεράς στην εισαγωγή των kombedy (οι επιτροπές των φτωχών χωρικών). Πράγματι, οπουδήποτε οι Σοσιαλεπαναστατικές επιτροπές κατόρθωσαν να οργανώσουν και να ηγηθούν στις αγροτικές διαμαρτυρίες εναντίον των Μπολσεβίκων, κατάφεραν να ξεπεράσουν χωρίς σημαντικές ζημιές ακόμη και την κρίση του Ιουλίου. Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου τον Οκτώβριο του 1918, ο Μουράβγιεφ, ο οποίος εκπροσώπησε την επιτροπή του Βορόνεζ, όπως είχε κάνει και κατά το τρίτο συνέδριο, ανέφερε ότι στην επαρχία του οι Μπολσεβίκοι και οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες ήταν στα μαχαίρια λόγω των επιτάξεων και ότι τα γεγονότα του Ιουλίου δεν ξάφνιασαν το κόμμα∙ οι χωρικοί είχαν μπουχτίσει από τη βία και την αδικία των ομάδων προμήθειας τροφής και υποστήριζαν το κόμμα που αγωνιζόταν γι’ αυτούς[97].

Το παράδειγμα του Βορόνεζ αποδεικνύει ότι, ακόμα και μετά τις πολιτικές και οργανωτικές αναταραχές που οφείλονται στα γεγονότα του Ιουλίου, το PLSR κατόρθωνε ακόμα να κρατάει υπό έλεγχο τους Μπολσεβίκους όποτε πρόσφεραν την ανεπιφύλακτη στήριξή τους στους αγρότες. Ωστόσο, όπως φάνηκε από το περιεχόμενο των συζητήσεων κατά το τέταρτο συνέδριο, μέχρι το τέλος του καλοκαιριού το κόμμα δεν είχε πλέον μια κοινή πλατφόρμα όσον αφορά το θεμελιώδες ζήτημα των kombedy. Ορισμένοι ήταν σαφώς αντίθετοι με τις επιτροπές που ιδρύθηκαν πρόσφατα στην ύπαιθρο, ενώ άλλοι ήταν λιγότερο εχθρικοί ή ακόμη και φιλικοί. Όταν το ζήτημα τέθηκε σε ψηφοφορία, πολλοί αντιπρόσωποι (30) θεώρησαν ότι η συμμετοχή στις kombedy, υπό ορισμένους όρους, δεν μπορούσε να αποκλεισθεί και πολλοί άλλοι (24) δεν έβλεπαν κανένα κώλυμα στους Σοσιαλεπαναστάτες αγωνιστές να συμμετέχουν στις επιτροπές των φτωχών χωρικών. Μόνο 12 αντιπρόσωποι ήταν κατηγορηματικοί στην απόρριψη οποιουδήποτε τύπου συνεργασίας με τις kombedy[98]. Όπως θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, τέτοια μεγάλη αναποφασιστικότητα σε ένα θέμα τόσο κρίσιμης σημασίας εξυπηρετούσε μόνο για να ρίξει ένα ήδη μοιρασμένο και αποδιοργανωμένο κόμμα σε ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση και να επιταχύνει το τέλος του. Ένας ομιλητής μίλησε με απλά λόγια για το τι αισθάνονταν πολλά από τα απλά μέλη: «Εμείς της επαρχίας Τσέρνιγκοφ διαμαρτυρηθήκαμε ενάντια σε αυτές τις επιτροπές: Πώς, λοιπόν, μπορούμε να επιστρέψουμε από το συνέδριο του κόμματος και να αρχίσουμε να προπαγανδίζουμε υπέρ τους;[99]»

Το ζήτημα των kombedy ήταν η αποφασιστική δοκιμασία που είχαν να αντιμετωπίσουν οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1918. Αυτό ήταν το θέμα –δηλαδή αν το κόμμα μπορούσε να ανταποκριθεί στην πρόκληση των Μπολσεβίκων στην επαρχία– που θα καθόριζε την επιβίωση ή την τελική κατάρρευση του οργανωμένου Λαϊκισμού στη Ρωσία.

 

Οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες και οι kombedy

Οι επιτροπές των φτωχών χωρικών συστάθηκαν, σύμφωνα με το γράμμα του διατάγματος της 11ης Ιουνίου 1918[100], ως βοηθητικά μέσα των τοπικών οργάνων προμήθειας τροφίμων∙ σύντομα, τους παραχωρήθηκαν εξουσίες ευρείας κλίμακας και μεγάλη διακριτική εξουσία πάνω στη διαχείριση της πολιτικής και οικονομικής ζωής των χωριών. Οι δύο πρώτες παράγραφοι του νόμου είχαν σχεδιαστεί με σκοπίμως ασαφείς όρους∙ καθόρισαν τη διαδικασία για την ίδρυση και την εκλογή των kombedy στα χωριά και στις volosti. Οι ηγέτες των Μπολσεβίκων είχαν σχεδιάσει την χρήση των kombedy ως εργαλείου για την ανατροπή των κοινωνικών σχέσεων στην ύπαιθρο, πυροδοτώντας έναν πραγματικό ταξικό πόλεμο μεταξύ των πλούσιων αγροτών και των σχεδόν προλεταριακών στοιχείων. Η μπολσεβίκικη ιδεολογία βασίστηκε στην πεποίθηση ότι οι τάξεις του χωριού ήταν ανταγωνιστικές∙ αυτό ήταν μια εσφαλμένη αντίληψη για το τι ήταν πραγματικά η ζωή στη Ρωσική ύπαιθρο όπου, τελικά, ο μεγάλος διαχωρισμός την άνοιξη του 1918 προκάλεσε μια ισοπέδωση μεγαλύτερου βαθμού από ό, τι υπήρχε πριν και είχε δει την αναγέννηση της κοινότητας του χωριού (obshchina). Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν αντιπαλότητες ή εντάσεις ή συγκρούσεις μεταξύ των αγροτών, αλλά μάλλον ότι οι συγκρούσεις εκείνες δεν μπορούσαν να κατανοηθούν ή να εξηγηθούν με τις άκαμπτες ταξινομήσεις που καθιέρωσε ο Λένιν και οι Ρώσοι Μαρξιστές. Από την αρχή, η εφαρμογή του διατάγματος των kombedy είχε συναντήσει την ανοιχτή εχθρότητα τόσο των κατοίκων του χωριού όσο και των αγροτικών σοβιέτ, που καθοδηγούσαν οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες. Έτσι, η απόπειρα δημιουργίας των επιτροπών των φτωχών χωρικών πυροδότησε αμέσως μια άγρια μάχη μεταξύ των Μπολσεβίκων και της Λαϊκίστικης αριστεράς πάνω στο ζήτημα του ποιος θα είχε την ηγεμονία πάνω στο χωριό και τα σοβιέτ των volosti. Αρχικά, το PLSR δεν δίστασε να αντιταχθεί στις επιδρομές των Μπολσεβίκων στα δικά του πολιτικά και κοινωνικά προπύργια.

Κατά κανόνα, οι Μπολσεβίκοι αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν κάθε τέχνασμα και να χρησιμοποιήσουν βία προκειμένου να στήσουν τις επιτροπές των φτωχών χωρικών. Όπου υπήρχε ήδη μια κομμουνιστική κυψέλη, διαλύθηκε και στη συνέχεια επανεκλέχθηκε το σοβιέτ του χωριού που διοικούσαν αγρότες –οι οποίοι ονομάζονταν κουλάκοι από τους μπολσεβίκους– που αντιτάχθηκαν στην πολιτική της κυβέρνησης. Ακόμη και σ’ αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις, η βία ήταν απαραίτητη προκειμένου να ξεπεραστεί η έντονη αντίσταση των «κουλάκων».

Γενικά μιλώντας, οι Μπολσεβίκοι δεν μπορούσαν να υπολογίζουν στους δικούς τους αγωνιστές ή στους χωρικούς που συμπαθούν τον σκοπό τους∙ έτσι, οι Μπολσεβίκοι αναγκάστηκαν να στείλουν έναν απεσταλμένο ή έναν καθοδηγητή (συνήθως έναν εργάτη που ήταν και μέλος του κόμματος)∙ τότε ο απεσταλμένος ή ο καθοδηγητής θα προσπαθούσε να ανατρέψει την πολιτική και κοινωνική ισορροπία στην ύπαιθρο με τη βοήθεια ενόπλων δυνάμεων. Αυτό που συχνά συνέβαινε ήταν ότι οι πρώτες kombedy αποτελούνταν κυρίως από ανθρώπους που ήταν ξενόφερτοι. Αυτό αποκαλύφτηκε από πηγές των Μπολσεβίκων. Πράγματι, το γεγονός ότι οι «επιτροπές των φτωχών χωρικών» συνήθως συντάσσαν τα πρακτικά της ιδρυτικής τους πράξης και κάθε συνάντησης δείχνουν σαφώς ότι οι Μπολσεβίκοι βρίσκονταν πίσω από τη δημιουργία και τις δραστηριότητες των kombedy. Από την ίδρυσή τους, οι kombedy κάθε άλλο παρά αυθόρμητες ήταν∙ ξεκάθαρα, διοικούνταν και ελέγχονταν από τις τοπικές επιτροπές του κόμματος του Λένιν. Αρχικά, οι Μπολσεβίκοι ήταν σίγουροι για το δόγμα τους ότι υπήρχε ένας μεγάλος ταξικός ανταγωνισμός που έβραζε στα χωριά και ότι οι κουλάκοι σύντομα θα απομονώνονταν εύκολα και μετά θα νικιόντουσαν· άλλωστε, οι κουλάκοι είχαν πεθάνει στην πείνα το προλεταριάτο και οι Μπολσεβίκοι ήταν πεπεισμένοι ότι είχαν την υποστήριξη των φτωχότερων τάξεων της αγροτιάς. Ωστόσο, αν και προέκυψαν πολλές απροσδόκητες δυσκολίες, οι Μπολσεβίκοι δεν αμφιταλαντεύτηκαν ούτε δίστασαν –όσο τους αφορούσε, το πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί μόνο με μια πιο άκαμπτη οργάνωση και με έναν πιο σκληρό αγώνα ενάντια στους πανίσχυρους κουλάκους. Τα παρακάτω προέρχονται από ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στις 18 Αυγούστου 1918 σε μια Μπολσεβίκικη εφημερίδα στην επαρχία Βίτεμπσκ:

«Σήμερα στην περιοχή μας (Πόλοτσκ), υποφέρουμε από μια οξεία έλλειψη προπαγανδιστών. […] Σε όλη την περιοχή, οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες πραγματοποιούν μια προπαγανδιστική εκστρατεία εναντίον των Μπολσεβίκων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, όπου έχουν συσταθεί επιτροπές των φτωχών χωρικών, δεν μπορούν να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους. […] Ένας συνεχής αγώνας ανάμεσα στους φτωχούς αγρότες και τους κουλάκους λυσσομανάει σε όλη την περιοχή. Οι πρώτοι αναμφισβήτητα θα βγουν νικητές, εάν σταλθεί έγκαιρα βοήθεια –προπαγανδιστές και οπλισμένοι άντρες»[101].

Η Μπολσεβίκικη προπαγάνδα κατηγορούσε συνήθως τους κουλάκους και τους Αριστερούς Σοσιαλεπαναστάτες για την αποτυχία των kombedy. Οι Λενινιστές αγωνιστές εθελοτυφλούσαν στην πραγματικότητα και πείστηκαν ότι μόνο η «υπερβολική εξουσία» (zasil’e, ένας όρος που ήταν πολύ στη μόδα εκείνη την εποχή) των κουλάκων, τους οποίους υποστήριξε ή τουλάχιστον ανέχτηκε η Λαϊκίστικη αριστερά, εμπόδιζε τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στην ύπαιθρο.

Μέχρι τον Αύγουστο, η Λαϊκίστικη αριστερά ήταν αρκετά ενωμένη στην επιθυμία της να νικήσει τα μέτρα προμήθειας τρόφιμων του Sovnarkom και να εμποδίσει την άνοδο των kombedy. (Αν και τα μπολσεβίκικα ντοκουμέντα συχνά κράδαιναν θριαμβευτικά απίστευτα στοιχεία σχετικά με τις kombedy, στην πραγματικότητα υπήρχαν μόνο στο χαρτί ή αλλιώς είχαν ελάχιστη ή καθόλου επιρροή). Γιατί άλλαξε η στάση των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών απέναντι στο διατάγμα της 11ης Ιουνίου; Γιατί οι αντιπρόσωποι στο τέταρτο συνέδριο του PLSR φαίνεται να είναι τόσο αβέβαιοι σε ένα ζήτημα τόσο μεγάλης σημασίας; Η απάντηση βρίσκεται στην ομιλία του Καρέλιν στο συνέδριο του κόμματος του Οκτωβρίου:

«Θα ήθελα μόνο να σας υπενθυμίσω ένα ντοκουμέντο μείζονος σημασίας –την έκκληση του Λένιν και του Τσιουρούπα (sic). Επιτρέψτε μου να σας το διαβάσω. (Διαβάζει το ντοκουμέντο.) Αυτό το ντοκουμέντο, και ειδικότερα το συμπέρασμά του, το οποίο μόλις σας διάβασα, δεν περιέχει ούτε μία λέξη με την οποία διαφωνούμε»[102].

Το ντοκουμέντο που τόσο αφειδώς επευφημήθηκε από τον Καρέλιν (και από άλλους συμμετέχοντες στο συνέδριο) ήταν το τηλεγράφημα που απεστάλη σε όλα τα επαρχιακά σοβιέτ στις 18 Αυγούστου 1918 και υπογράφηκε από τον Λένιν και τον Τσιουρούπα, τον Λαϊκό Κομισάριο για την Προμήθεια Τροφίμων[103]. Το τηλεγράφημα δήλωνε ότι η Σοβιετική εξουσία δεν είχε ποτέ πρόθεση να διεξάγει μάχη εναντίον των «μεσαίων αγροτών» και ότι οι πολλές αναφορές παραβιάσεων των δικαιωμάτων των μεσαίων αγροτών οφείλονταν σε παρερμηνεία του πνεύματος και του γράμματος του διατάγματος για τις kombedy. «Οι επιτροπές των φτωχών χωρικών πρέπει να είναι τα επαναστατικά όργανα όλων των αγροτών εναντίον των πρώην pomeshchiki, των κουλάκων, των εμπόρων και των παπάδων, όχι των οργάνων του αγροτικού προλεταριάτου που στέκονται μόνοι εναντίον του υπόλοιπου αγροτικού πληθυσμού». Τα επαρχιακά σοβιέτ και οι επαρχιακές επιτροπές προμήθειας τροφίμων υποτίθεται ότι έπρεπε να το λάβουν υπόψη και να διασφαλίσουν ότι οι δραστηριότητές τους ήταν σύμφωνες με τις πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές που καθόρισε η κεντρική κυβέρνηση.

Το τηλεγράφημα που έστειλε ο Λένιν και ο Τσιουρούπα παρέμεινε ένα νεκρό γράμμα στην ύπαιθρο, αλλά είχε ως αποτέλεσμα τον αφοπλισμό των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών. Εάν οι kombedy δεν προσπαθούσαν να δημιουργήσουν διαχωρισμό μεταξύ των αγροτών, αλλά προσπαθούσαν να απομονώσουν και να νικήσουν μια χούφτα εκμεταλλευτών, τότε ήταν τελείως άσκοπο να αντιτάξουν την αύξηση των οργάνων που αντιπροσώπευαν τη συντριπτική πλειοψηφία του αγροτικού πληθυσμού. Όπως το έθεσε ένας εκπρόσωπος του PLSR στο τέταρτο συνέδριο:

«Οι επιτροπές που είχαν συσταθεί νωρίτερα και στις οποίες μόνο οι φτωχότεροι Μπολσεβίκοι επιτρεπόταν να ενταχθούν ήταν απολύτως απαράδεκτες. Αλλά από τότε που το διάταγμα του Λένιν κατέστησε σαφές ότι οι επιτροπές των φτωχών χωρικών μπορούν να συμπεριλάβουν τα μεσαία στρώματα του εργατικού αγροτικού πληθυσμού, από εκείνη τη στιγμή εμείς, το κόμμα του επαναστατικού σοσιαλισμού, δεν μπορούμε να διατηρούμε άλλες αντιρρήσεις σε αυτές τις επιτροπές»[104].

Φυσικά, δεν συμφώνησαν όλοι στο κόμμα με αυτή την ξαφνική μεταβολή όσον αφορά την πολιτική των kombedy και του Λένιν. Εκείνο το φθινόπωρο, όπως μπορεί να αλιευθεί από τις μπολσεβίκικες πηγές, λίγες τοπικές επιτροπές ήταν ακόμα εναντίον των ομάδων τροφίμων και αντιτάχθηκαν στις επιτροπές των φτωχών χωρικών∙ πράγματι, οι επιτροπές δεν είχαν αλλάξει τόσο πολύ μετά τον Αύγουστο του 1918. Ωστόσο, μόλις το κόμμα –το οποίο ήταν ήδη σε κατάσταση κρίσης μετά την αποτυχία του τον Ιούλιο– υιοθέτησε αυτή τη διφορούμενη κίνηση στο συνέδριό του τον Οκτώβριο, έχασε και το τελευταίο προπύργιό του στα χωριά και ξεκίνησε την ραγδαία και άδοξη πτώση του.

Ο πρόεδρος της συνέλευσης έκανε μια έκκληση από καρδιάς για ενότητα στην καταληκτική ομιλία του τέταρτου συνεδρίου του PLSR, αλλά μάταια. Η ενότητα ήταν η τελευταία ελπίδα του κόμματος για επιβίωση. Η ελπίδα του προέδρου ότι το επόμενο συνέδριο θα διεξαχθεί κάτω από πιο ευτυχισμένες συνθήκες «σε ένα πλαίσιο παγκόσμιας επανάστασης, όταν ο κόσμος θα φωτίζεται από τη φωτιά της παγκόσμιας επανάστασης και το κόμμα μας θα κατέχει το σημαντικότερο σημείο αυτής της φωτιάς»[105] ήταν απλώς θλιβερή ευσεβής σκέψη και ένα προπέτασμα καπνού για να αποφύγει να αντιμετωπίσει πολύ πιο πιεστικά θέματα και να αποφύγει να κοιτάξει το φέρετρο στο οποίο το PLSR, που είχε ξεχάσει τις Λαϊκίστικές του καταβολές, θα ξάπλωνε σύντομα να αναπαυθεί.

Πανεπιστήμιο της Πίζας, 1996.

Μετάφραση Σωτήρης Παπαδημητρίου

* Έλαβα γνώση του σημαντικού βιβλίου του Lutz Hӓfner, [Die Partei der linken Sozialrevolutionӓre in der russischen Revolution von 1917-18 (Το Αριστερό Σοσιαλεπαναστατικό Κόμμα στη Ρωσική Επανάσταση του 1917-18), Cologne: Böhlau, 1994], μόνο αφού το άρθρο μου ήταν έτοιμο για εκτύπωση και επομένως ήταν αδύνατο να το συμπεριλάβω. Πρόθεσή μου είναι να γράψω μια λεπτομερή κριτική αυτού του βιβλίου σε πρώτη ευκαιρία.

[1] O.H. Radkey, The agrarian foes of Bolshevism. Promise and default of the Russian Socialist Revolutionaries. February to October 1917 (Οι αγροτικοί εχθροί του Μπολσεβικισμού. Υπόσχεση και αθέτηση των Ρώσων Σοσιαλεπαναστατών. Φεβρουάριος – Οκτώβριος 1917) Νέα Υόρκη – Λονδίνο, 1958∙ του ίδιου, The sickle under the hammer. The Russian Socialist Revolutionaries in the early months of Soviet rule (Tο δρεπάνι κάτω από το σφυρί. Οι Ρώσοι Σοσιαλεπαναστάτες στους πρώτους μήνες της σοβιετικής κυριαρχίας) Νέα Υόρκη – Λονδίνο, 1963.

[2] Εδώ θα ήθελα να υπενθυμίσω δύο ενδιαφέροντα και καλά τεκμηριωμένα έργα: K. Gusev, Krakh partii levykh eserov (Η κατάρρευση του κόμματος των αριστερών Σοσιαλεπαναστατών), Μόσχα, 1963∙ και L.M. Spirin, Klassy i partii v grazhdanskoi voine v Rossii (1917-1920) [Τάξεις και κόμματα στον εμφύλιο πόλεμο στη Ρωσία (1917-1920)], Μόσχα, 1968.

[3] Έξω από την ΕΣΣΔ, το μόνο εκτενές έργο για τους αριστερούς Σοσιαλεπαναστάτες είναι το επιφανειακό βιβλίο του Ρώσου Γιούρι Γ. Φελστίνσκι, που εμφανίστηκε στη σειρά ιστοριών που επεξεργάστηκε ο Σολζενίτσιν: Bolsheviki i levye esery. Oktiabr ‘1917-iiul’ 1918. Na puti k odnopartiinoi diktature (Οι μπολσεβίκοι και οι αριστεροί εσέροι. Οκτώβριος 1917-Ιούλιος 1918. Προς μια μονοκομματική δικτατορία ), Παρίσι, 1985.

[4] Βλ. Delo naroda, 31 Οκτ. 1917 και άλλες σοσιαλιστικές εφημερίδες εκείνης της περιόδου.

[5] O O.H. Radkey, The sickle under the hammer (Tο δρεπάνι κάτω από το σφυρί), ο. π., σ. 72-73.

[6] Στο ιδιο, σ. 83. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις περίπλοκες πολιτικές θέσεις του Τσερνόφ μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, οι οποίες, από ορισμένες απόψεις, μοιάζουν με αυτές του αριστερού Μενσεβίκου Μαρτόφ, συνιστώ το άρθρο του Τ. Μπάρμπανκ «Εν Αναμονή της Λαϊκής Επανάστασης. Μαρτόφ και Τσερνόφ στην επαναστατική Ρωσία 1917-1923», CMRS, XXVI, 3-4 (1985), σ. 375-394.

[7] Σ. τ. Μ.: Έτσι αποκαλούνταν τα μέλη του Συνταγματικού Δημοκρατικού Κόμματος από τη σύντμηση K-D του ονόματός του. Το Συνταγματικό Δημοκρατικό Κόμμα (KD), που ονομαζόταν επίσης Συνταγματικοί Δημοκράτες και επίσημα το Κόμμα της Ελευθερίας του Λαού, ήταν ένα φιλελεύθερο πολιτικό κόμμα στη Ρωσική Αυτοκρατορία που περιλάμβανε συνταγματικούς μοναρχικούς και μετριοπαθείς δημοκράτες. Τη θεωρητική βάση της πλατφόρμας του κόμματος αποτελούσαν τα γραφτά του Κωνσταντίν Καβέλιν και του Μπόρις Τσεχέριν. Ηγέτης του κόμματος ήταν ο ιστορικός Πάβελ Μιλιούκοφ.

[8] Περαιτέρω πληροφορίες για τον Ρούντνεφ μπορούν να βρεθούν στο P.V. Volobuev, ed., Politicheskie deiateli Rossii. 1917. Biograficheskii slovar (Ρωσικά πολιτικά πρόσωπα. 1917. Βιογραφικό λεξικό), Μόσχα, 1993, σ. 279-280.

[9] O.Χ. Ράντκι, Το δρεπάνι κάτω από το σφυρί, ο. π., σ. 52.

[10] Στον προηγούμενο τόμο Οι αγροτικοί εχθροί του Μπολσεβικισμού, ο. π., ο Ράντκι αναπαρέστησε την πολιτική ιστορία του PSR από τον Φεβρουάριο έως τον Οκτώβριο του 1917, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στις συζητήσεις για την ειρήνη και τον πόλεμο.

[11] .H. Radkey, Το δρεπάνι κάτω από το σφυρί, ο. π. σ. 157-158. Με την εξαίρεση του σεβαστού Μαρκ Α. Νάτανσον (γεν. το 1850), ενός από τους μεγαλύτερους ήρωες του επαναστατικού λαϊκισμού, η μέση ηλικία των ηγετών του PLSR ήταν περίπου 30. Στην αρχή οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες απέκτησαν οπαδούς προπαντός ανάμεσα στους εργάτες εργοστασίων και τους στρατιώτες της φρουράς και αλλού στα συντάγματα του μετώπου. Είναι πιο δύσκολο να καθοριστεί το μέγεθος των οπαδών στην επαρχία. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης η κατάσταση στα χωριά ήταν πολύ ασταθής για να μας επιτρέψει να ταξινομήσουμε επιρροές στο ένα κόμμα ή το άλλο. Ωστόσο, είναι πέρα από κάθε αμφιβολία –και θα το δούμε παραπέρα– ότι από τη στιγμή που η οργή των μουζίκων θα είχε καλμάρει –το PLSR αναδείχθηκε ως η μόνη πολιτική δύναμη να σηκώσει το βάρος στα χωριά.

[12] Είναι γενικώς γνωστό ότι οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες αρνήθηκαν να συμμετέχουν στο Sovnarkom αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Μιλώντας εξ ονόματος της ομάδας του στο δεύτερο Παν-Ρωσικό Κογκρέσο των Σοβιέτ, ο Βλαντιμίρ Α. Καρέλιν –όπως μπορούμε να διαβάσουμε στα πρακτικά– «εξήγησε την άρνηση του κόμματός του να συμμετάσχει στην κυβέρνηση στη βάση ότι έτσι θα μπορούσαν να δράσουν πιο αποτελεσματικά στη μεσολάβηση ανάμεσα στους Μπολσεβίκους και τις άλλες ομάδες» [J. Bunyanand H.H. Fisher, The Bolshevik Revolution 1917-1918. Documents and materials (Η Μπολσεβίκικη Επανάσταση 1917-1918. Ντοκουμέντα και υλικά), Stanford, Calif., 1934, σ. 135]. Λίγες μέρες αργότερα, ο Καρέλιν δήλωσε ότι το δεύτερο Παν-Ρωσικό Κογκρέσο των Σοβιέτ δεν θα έπρεπε να θεωρείται η μόνη πηγή κυβερνητικής εξουσίας [The debate on Soviet power. Minutes of the All-Russian Central Executive Committee of Soviets. Second convocation, October 1917 -January 1918, transl. and ed. by John L.H. Keep [Η συζήτηση για τη σοβιετική εξουσία. Πρακτικά της Παν-ρωσικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ. Δεύτερη σύνοδος, Οκτώβριος 1917-Ιανουάριος 1918, μετάφραση και έκδοση από τον John L.H. Keep (Οξφόρδη, 1979) σ. 54].

[13] Στο ίδιο, σ. 60-61.

[14] Στο ίδιο, σ. 77. Οι Μπολσεβίκοι Λάριν και Ριαζανόφ επίσης δήλωσαν ότι είναι αντίθετοι με οποιαδήποτε μορφή λογοκρισίας (ο. π. σ. 68-69, 76).

[15] Στο ίδιο, σ. 75-76.

[16] Σ. τ. μ.: Λεπτές τηγανίτες που παρασκευάζονται από αλεύρι σίτου, διπλωμένες για να σχηματίσουν μία θήκη (για τυρί, φρούτα, χαβιάρι, κ.α.) και έπειτα σοτάρονται ή ψήνονται. Είναι από τα πιο δημοφιλή πιάτα, που τρώγονται περισσότερο στη Ρωσία. Είναι επίσης γνωστά ως blintzes, κρέπες ή palatschinke.

[17] Στο ίδιο, σ. 82-83.

[18] Protokoly pervogo s’ezda partii levykh sotsialistov-revoliutsionerov (internatsionalistov) [Πρωτόκολλα του πρώτου Συνεδρίου του Αριστερού Σοσιαλεπαναστατικού Κόμματος (διεθνιστές)] (Μόσχα, 1918) σ. 46. Ένας σοβιετικός ιστορικός, συγγραφέας του λεπτομερούς απολογισμού των έργων του VTslK από την Οκτωβριανή Επανάσταση μέχρι τη διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης, αμφισβητεί τη ορθότητα της νίκης που επιδεικνύει το PLSR: βλ. Α. Ι. Razgon, VTslK Sovetov v pervye mesiatsy diktatury proletariata [VTslK Τα Σοβιέτ στους πρώτους μήνες της δικτατορίας του προλεταριάτου], Μόσχα, 1977, σ. 189-190. Γεγονός παραμένει ότι οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες ήταν μάρτυρες στην έγκριση, τουλάχιστον στο χαρτί, μιας δικής τους αρχής, δηλαδή την υποταγή της εκτελεστικής εξουσίας στη νομοθετική εξουσία.

[19] Dekrety Sovetskoi vlasti (Διατάγματα της σοβιετικής εξουσίας), Μόσχα, 1957, τόμος 1, σ. 102.

[20] Η συζήτηση για τη σοβιετική εξουσία, ο. π., σ. 131-132.

[21] Βλ. Dekrety Sovetskoi vlasti, ο. π., σ. 162.

[22] Η συζήτηση για τη σοβιετική εξουσία, ο. π., σ. 173-174.

[23] Στο ίδιο, σ. 177-178.

[24] Στο ίδιο, σ. 178-179.

[25] Στο ίδιο, σ. 246-248.

[26] A.V. Shcstakov, Klassovaia bor’ba v derevne TsChO [Tsentral’no-chernozemnaia oblast’] v epokhu voennogo kommunizrna (Ο ταξικός αγώνας στην επαρχία TsChO [Κεντρική Περιφέρεια της Μαύρης Γης] στην εποχή των στρατιωτικών επικοινωνιών), Βορόνεζ, 1930, τόμος Ι, σ. 16.

[27] «Ο αγώνας για την αγροτιά» είναι ο τίτλος του 5ου κεφαλαίου του βιβλίου που έχω ήδη αναφέρει, Το δρεπάνι κάτω από το σφυρί. Βλ. επίσης το κεφάλαιο 32 («Τιθασεύοντας τις αγροτικές οργανώσεις: η σύνοδος κορυφής») του J.L.H. Keep, The Russian Revolution. A study in mass mobilization (Η ρωσική επανάσταση. Μια μελέτη μαζικής κινητοποίησης), Λονδίνο, 1976.

[28] O.H. Radkey, The sickle under the hammer, ο. π., σ. 223-224. Ο Ράντκι κάνει επίσης κάποιες εμπεριστατωμένες παρατηρήσεις σχετικά με το ποσοστό των στρατιωτών μεταξύ των αντιπροσώπων που υποστήριξαν τη Λαϊκίστικη αριστερά και τους Μπολσεβίκους. Είναι αλήθεια ότι «οι στρατιώτες ήταν η σπονδυλική στήλη του ριζοσπαστισμού στην αγροτική Ρωσία» (στο ίδιο, σ. 266-267). Ωστόσο, τα γενικά συμπεράσματα που βγάζει ο Αμερικανός ιστορικός από την ανάπλασή του είναι λιγότερο πειστικά: ο στρατιώτης-αγρότης, αφού έφτασε στο σπίτι του «καθιέρωσε την εξουσία του στο χωριό και το τράβηξε από την παλιά ρουτίνα, μεταδίδοντας μια αριστερή στροφή που εξυπηρέτησε καλά για πολλά χρόνια τη σοβιετική εξουσία. Πιθανότατα έγινε η ραχοκοκαλιά του Κόκκινου Στρατού και του Κομμουνιστικού Κόμματος στην αγροτική Ρωσία» (στο ίδιο, σ. 278). Στην πραγματικότητα, η διείσδυση των Μπολσεβίκων στην ύπαιθρο αποδείχθηκε πολύ πιο εφήμερη από ό, τι υποδηλώνει ο Ράντκι.

[29] O Τζον Λ. Χ. Κιπ αφιέρωσε ένα κεφάλαιο του βιβλίου του για την κοινωνική ιστορία της Επανάστασης σε αυτό το θέμα ((The Russian Revolution, ο. π., σ. 449-463).

[30] A.V. Shestakov, ο. π., σ. 43-44.

[31] V.M. Selunskaia, Rabochii klass i Oktiabr ‘v derevne (Rabochii klass vo glavo Oktiabr’skoi sotsialisticheskoi revoliutsii v derevne. Oktiabr’ 1917-1918 g.) [Εργατική τάξη και Οκτώβρης στην επαρχία (η εργατική τάξη υπό την ηγεσία της Οκτωβριανής σοσιαλιστικής επανάστασης στην επαρχία. Οκτώβριος 1917-1918], Μόσχα, 1968, σ. 80.

[32] Βλ. το κείμενο στην Agrarnaia politika Sovetskoi vlasti (1917-1918 gg.). Dokumenty i materiály [Αγροτική πολιτική των Σοβιετικών αρχών (1917-1918) Ντοκουμέντα και υλικά ], Μόσχα, 1954, σ. 129-134.

[33] Ορισμένες πληροφορίες σχετικά με το έργο που πραγματοποίησε το τμήμα (το οποίο διαλύθηκε το φθινόπωρο του 1918 για να συγχωνευθεί με το Λαϊκό Κομισαριάτο της Γεωργίας) μπορούν να σταχυολογηθούν στο E. N. Gorodetski, Rozhdenie Sovetskogo gosudarstva. 1917-1918 (Η γέννηση του σοβιετικού κράτους. 1917-1918), Μόσχα, 1987, σ. 108-110.

[34] Μ. Dubrovskii, ed., Piatyi chrezvychainyi s’ezd krest’ianskikh deputatov Bezhetskogo uezda. 22-30 Μαρτίου 1918 g. (Πέμπτο Έκτακτο Συνέδριο Αγροτικών Αντιπροσώπων στην περιοχή Βεζέτσκ. 22 – 30 Μαρτίου 1918) Βεζέτσκ, 1918, σ. 8.

[35] Για το ρόλο της obshchina την παραμονή και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, βλ. V. V. Kabanov, «Oktiabr’skaia revoliutsiia ίη krest’ianskaia obshchina», lstorkheskie zapiski, 111 («Η Οκτωβριανή Επανάσταση και η Κοινότητα των Αγροτών», Ιστορικές σημειώσεις, 111), 1984, σ. 100-150. Όπως το έθεσε ένας ιστορικός της κοινότητας γης: «κατά τη διάρκεια του chernyi peredel (μαύρη αναδιανομή) που σάρωσε την ύπαιθρο το 1917 και το 1918, η κοινότητα αναζωπυρώθηκε και επεκτάθηκε πέρα από τα προηγούμενα ιστορικά όριά της. […] Η παλιά, παραδοσιακή οργάνωση του χωριού αποδείχθηκε ότι είναι ο απαραίτητος παράγοντας της επαναστατικής απόδειξης των αγροτών» (D. Atkinson, The end of the Russian land commune, 1905-193 [Το τέλος της ρωσικής κοινότητας της γης, 1905-1930] Stanford, Calif., 1983, σ. 174).

[36] Το κείμενο αναπαράγεται στο Dekrety Sovetskoi vlasti (Διατάγματα της σοβιετικής εξουσίας), o. π., τόμος Ι, σ. 407-419∙ για μια αγγλική μετάφραση, βλ. J. Bunyan and H.H. Fisher, o. π., σ. 673-678.

[37] Ε.Α. Lutskii, “Peredel zemli vesnoi 19I8 goda,” Izvestia Akademii nauk SSSR. Seriia istorii i philosofii, («Αναδιανομή της γης την άνοιξη του 1918», Νέα της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Σειρά ιστορίας και φιλοσοφίας),τόμος VI, 3 (1949) σ. 227-245.

[38] A. V. Shestakov, ο. π., σ. 56.

[39] J.L.H. Keep, The Russian Revolution, ο. π., σ. 403, 405.

[40] J. Bunyan and H.H. Fisher, ο. π., σ. 681-682.

[41] Δείτε την ομιλία του στα Protokoly Saratovskogo gubernskogo s’ezda sovetov krest’ianskikh deputatov, proiskhodivshego vg. Saratove s 25-go maiapo 2-e iiunia n / st. 1918 g. (Πρωτόκολλα του προεδρίου του Σαράτοφ για την πορεία του Συμβουλίου των Αντιπροσώπων των Αγροτών που έλαβε χώρα στο Σαράτοφ από 23 Μαίου έως 2 Ιουνίου 1918), Saratov, 1918, σ. 140-147.

[42] Τα δακτυλογραφημένα πρακτικά των τριών συνεδρίων που διεξήγαγε το PLSR το 1918 μπορούν να βρεθούν στο πρώην Κεντρικό Αρχείο του Κόμματος στη Μόσχα. Όπως είναι γνωστό, μετά την πτώση της ΕΣΣΔ μετονομάστηκε σε Ρωσικό Κέντρο για τη Διατήρηση και Μελέτη των Ντοκουμέντων της Σύγχρονης Ιστορίας (Rossiiskii tsentr khraneniia i izucheniia dokumentov noveishei istorii). Στο μέλλον αυτό το αρχείο θα αναφέρεται με το ακρωνύμιο, ακολουθούμενο από την ένδειξη της συλλογής (fond), του καταλόγου (opts), του εγγράφου (edinitsa khraneniia ή delo) και της σελίδας (list). Όλα τα ντοκουμέντα από αυτά τα αρχεία που αναφέρονται πιο κάτω ανήκουν στην ίδια συλλογή (συλ. 564). Η έκθεση του Προσιάν σώζεται με τη μορφή του κειμένου που εμφανίστηκε στις εφημερίδες της εποχής: βλ. RTsKhlDNI, συλ. 564, κατ.1, εγρ.1, σ. 19.

[43] Βλ. την ομιλία της M. Σπιριδόνοβα στα Protokoly pervogo sezda, ο. π., σ. 33-37.

[44] Znamia truda, Ιαν. 28 / Φεβρ. 10 (1918). Τα αποσπάσματα που παρατίθενται μπορούν να βρεθούν στο άρθρο του Β. Τρουτόφσκι «Pamiati N.K. Mikhailovskogo» (Στη μνήμη του N.K. Μιχαηλόβσκι) εξ ίσου αξιόλογο είναι το κομμάτι «N. K. Mikhailovskii v russkom revoliutsionnom dvizhenii» (Ο Ν. Κ. Μιχαηλόβσκι στο ρωσικό επαναστατικό κίνημα), γραμμένο από τον M. Μπραγκίνσκι.

[45] Znamia truda, 4 Φεβρ. / 17 Φεβρ. (1918). Εκτός από την απόδοση τιμής στον Κάλιεφ στην εφημερίδα του κόμματος, το PLSR διοργάνωσε μια σειρά ημερίδων για να τιμήσει την «ιστορική σημασία της τρομοκρατικής πράξης» που διεξήγαγε ο «μεγάλος μάρτυρας και μαχητής», η δραστηριότητα του οποίου μπορούσε να γίνει σύμβολο της «διαδικασίας αναπροσαρμογής που βρίσκεται σε εξέλιξη στην κοινωνία την παρούσα στιγμή»: πρβλ. η ιστορία της ημέρας προς τιμήν του Κάλιεφ στη Znamia truda, 6 Φεβρ. / 19 Φεβρ. (1918) σ. 7.

[46] Protokoly pervogo s “ezda…, ο. π., σ. 38-46.

[47] Βλ. στη Znamia truda, 6 Φεβ./19 Φεβ 1918, η κίνηση που συζητήθηκε από την Αριστερή Σοσιαλεπαναστατική Ομάδα που πρότεινε τη δημιουργία, μέσα στο σοβιετικό «κοινοβούλιο», τμημάτων παράλληλων με τα Λαϊκά Υπουργεία, να ενεργούν ως «νομοθετικές επιτροπές υπεύθυνες για την προκαταρκτική εξέταση όλων των νομοσχεδίων που έφταναν στο VTsIK και για να επιβλέπει τη δραστηριότητα των συγγενικών Κομισαριάτων». Επιπλέον, το κείμενο ζητούσε την αναδιοργάνωση των Κομισαριάτων σε συλλογική βάση, με εκτεταμένη συμμετοχή από μέλη του VTsIK. Τέλος, επαναλαμβάνεται η ανάγκη για ένα συνταγματικό χάρτη της Ρωσικής Δημοκρατίας –που ήταν τόσο «Σοβιετικός» όσο και «ομοσπονδιακός»– όπου έπρεπε να καθοριστούν οι «κανόνες και η διαδικασία εκλογής του ανώτατου νομοθετικού σώματος».

[48] RTsKhlDNI, συλ. 564, κατ. 1, εγγρ. 1, σ. 181- 186. Κατά τη διάρκεια της εξορίας του, ο Στάινμπεργκ έγραψε τα απομνημονεύματά του για να εκφράσει τη σύντομη και απογοητευτική του εμπειρία ως Λαϊκός Κομισάριος Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση που προέδρευε ο Λένιν: βλ. Ι. Steinberg, Als ich Volkskommissar war. Episoden aus der russischen Oktoberrevolution (Όταν ήμουν Λαϊκός Κομισάριος. Επεισόδια από τη ρωσική επανάσταση του Οκτωβρίου), Μόναχο, 1929.

[49] Protokoly pervogo s’’ezda…, ο. π., σ. 20-23.

[50] Znamia truda, 25 Ιαν. /7 Φεβ., 1918.

[51] Στο ίδιο, 13 Φεβ. /26 Φεβ., 1918.

[52] Στο ίδιο, 15 Φεβ. /28 Φεβ., 1918.

[53] RTsKhlDNI, κατ. 1, εγγ. 2, σ. 75-83.

[54] RTsKhlDNI, κατ. 1, εγγ. 1, σ. 166.

[55] RTsKhlDNI, κατ. 1, εγγ. 1, σ. 166-167.

[56] RTsKhlDNI, κατ. 1, εγγ. 1, σ. 174-175.

[57] RTsKhlDNI, κατ. 1, εγγ. 1, σ. 73.

[58] RTsKhlDNI, 1, εγγ. 1, σ. 74

[59] «Ήταν ένα τρομερό σοκ για εμάς τα τοπικά στελέχη του κόμματος, όταν το κόμμα μας αποχώρησε από το Συμβούλιο των Λαϊκών Κομισάριων» (RTsKhlDNI, κατ. 1, εγγ. 1, σ. 62-63).

[60] RTsKhlDNI, κατ. 1, εγγ. 3, σ. 149.

[61] Για τις αντιδράσεις των τοπικών οργανώσεων του PLSR στην αρνητική στάση που ανέλαβαν οι ηγέτες του κόμματος για τη συνθήκη του Μπρεστ, βλ. επίσης Κ.V. Gusev, Partiia eserov ot melko-burzhuaznogo revoliutsionarizma k kontrrevoliutsii (Το Κόμμα των Σοσιαλεπαναστατών από τη μικροαστική επανάσταση μέχρι την αντεπανάσταση), Μόσχα, 1975 σ. 248-249.

[62] RTsKhlDNI, κατ. 1, εγγ. 2, σ. 93.

[63] RTsKhlDNI, κατ. 1, εγγ. 4, σ. 244.

[64] RTsKhlDNI, κατ. 1, εγγ. 4, σ. 182-184, 197-203.

[65] RTsKhlDNI, κατ. 1, εγγ. 4, σ. 66.

[66] RTsKhlDNI, κατ. 1, εγγ. 4, σ. 69-70.

[67] RTsKhlDNI, κατ. 1, εγγ. 4, σ. 270-271.

[68] RTsKhlDNI, κατ. 1, εγγ. 4, σ. 321. Οι Μπολσεβίκοι τον Ιούνιο του 1918επαναφέρανε τη θανατική ποινή που είχε καταργήθει αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση.

[69] RTsKhlDNI, κατ. 1, εγγ. 4, σ. 278-280.

[70] RTsKhlDNI, κατ. 1, εγγ. 4, σ. 290-292.

[71] RTsKhlDNI, κατ. 1, εγγ. 4, σ. 332-333.

[72] «Miatezh levykh eserov 6 iiulia 1918 g.», (Η εξέγερση των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών στις 6 Ιουλίου 1918) Izvestiia TsK ΚPSS, 5 (1989) σ. 162.

[73]Doloi Bretskuiu petliu, udushaiushchuiu russkuiu revoliutsiiu,” Znamia truda, 6 Ιουλίου 1918. Η πιο εκτεταμένη ανάπλαση των γνωστών γεγονότων του Ιουλίου γράφτηκε από έναν σοβιετικό ιστορικό: βλ. L. Μ. Spirin, Krakh odnoi avantiury (Miatezh levykh eserov v Moskve 6-7 Ιουνίου 1918) [Η κατάρρευση μιας περιπέτειας (η εξέγερση των αριστερών Σοσιαλεπαναστατών στη Μόσχα 6-7 Ιουνίου 1918], Μόσχα, 1971. Στο έργο του K. V. Gusev, (Rytsari terrora [Ιππότες της Τρομοκρατίας], Μόσχα, 1992, σ. 114-115) μπορούμε να βρούμε ένα βιογραφικό σκίτσο του Μπλιούμκιν, ο οποίος σύντομα θα γινόταν αφοσιωμένος οπαδός του Τρότσκι∙ πράγματι, η πίστη στον εξόριστο επαναστάτη του κόστισε τη ζωή το 1929.

[74] Ο Φελστίνσκι επαναβεβαίωσε τη θέση του σύμφωνα με την οποία οι Μπολσεβίκοι ήταν με κάποιο τρόπο πίσω από την επίθεση στον Μίρμπαχ σε ένα πρόσφατο άρθρο όπως και στο προαναφερθέν βιβλίο Bol’sheviki i levye esery. Το άρθρο –που εμφανίστηκε στην Otechestvennaia istoriia 3, 1992 σ. 30-61– συνοδεύεται από τις αντιρρήσεις του Lev M. Ovrutskii και του Anatolii I. Razgon. Η θέση του Φελστίνσκι έχει τώρα γίνει επίσης δεκτή και από τον V.N. Brovkin, Behind the front lines of the Civil War: Political parties and social movements in Russia, 1918-1922 (Πίσω από τις πρώτες γραμμές του εμφυλίου πολέμου: Πολιτικά κόμματα και κοινωνικά κινήματα στη Ρωσία, 1918-1922), Princeton, N.J., 1994, σ. 19.

[75] RTsKhlDNI, κατ. 1, εγ. 5, σ. 76-77.

[76] RTsKhlDNI, κατ. 1, εγ. 5, σ. 3.

[77] RTsKhlDNI, κατ. 1, εγ. 5, σ. 21.

[78] RTsKhlDNI, κατ. 1, εγ. 5, σ. 24.

[79] RTsKhlDNI, κατ. 1, εγ. 5, σ. 27.

[80] Είναι πρακτικά αδύνατο να έχουμε ακριβείς πληροφορίες για το μέγεθος και την κοινωνική σύνθεση ενός κόμματος όπως το PLSR. Όλοι στο κόμμα διαμαρτυρήθηκαν για το γεγονός ότι ήταν δύσκολο να εκτελεσθούν τα απλούστερα καθήκοντα από την έλλειψη «διανοουμένων». Όσο για τον ακριβή αριθμό των μελών του κόμματος, ακόμη και οι επίσημες σοσιαλεπαναστατικές πηγές, δίνουν ανακριβείς και διιστάμενες ενδείξεις: για παράδειγμα, κατά το τρίτο συνέδριο, ο Καρέλιν ανέφερε ότι οι 214 εκπρόσωποι αντιπροσώπευαν 58.000 αγωνιστές σύμφωνα με τα ερωτηματολόγια που συμπλήρωσαν, ενώ σύμφωνα με τις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν προφορικά υπήρχαν 75.000 μέλη (RTsKhlDNI, κατ.1, εγ. 4, σ. 325). Ένα άλλο σοβαρό εμπόδιο για το PLSR ήταν η έλλειψη χρημάτων. Υπολογίστηκε ότι κατά τη διάρκεια του 1918 ο συνολικός αριθμός των εφημερίδων της Σοσιαλεπαναστατικής Αριστεράς σε 26 ρωσικές επαρχίες ανερχόταν σε 19, ενώ οι μπολσεβίκοι είχαν 74 ημερήσιες εκδόσεις το ίδιο έτος και το PSR κατάφερε να εκτυπώσει 42 εφημερίδες παρά το γεγονός ότι ήταν αντιπολιτευόμενο (βλ. P.N. Sobolev, Uprochenie soiuza rabochikh i křest ‘ian vpervyi god proletarskoi diktatury (Προσεγγίζοντας τη σοσιαλδημοκρατία και την προφητεία των θεών της προλεταριακής δικτατορίας), Μόσχα, 1977, σ. 207, 318

[81] Πρβλ. Α. Ραμπινόβιτς, «Η ‘Τελευταία Διαθήκη’ της Μαρίας Σπυριδόνοβα», The Russian Review 54, 3 (1995) σ. 426, σημ. 11. Είναι σημαντικό ότι ο ίδιος ο Αλεξάντερ Ραμπινόβιτς, ο οποίος στο παρελθόν ποτέ δεν είχε κρύψει τις φιλο-μπολσεβίκικες συμπάθειές του, θα έγραφε σήμερα: «Ίσως είναι αδύνατο να εξακριβωθεί η ακριβής κατανομή των εκλεγμένων αντιπροσώπων· όμως, βάσει ουσιαστικών αλλά ελλιπών αρχειακών στοιχείων, είναι ξεκάθαρο ότι η πλειοψηφία των μπολσεβίκων στο συνέδριο φουσκώθηκε τεχνητά και ήταν πολύ ύποπτη» (ο. π.).

[82] Βλ. L.M. Spirin, Klassy i partii …, ο. π., σ. 218-222, για μια περιγραφή των διαφόρων μεθόδων που υιοθετήθηκαν από τους Μπολσεβίκους προκειμένου να ακυρωθεί η ηγεμονία ή η επιρροή του PLSR στα τοπικά σοβιέτ.

[83] Για περισσότερα σχετικά με τον σταυρό της «ευλογημένης Μαρίας» στη Ρωσία του Λένιν και του Στάλιν, βλ. το προαναφερθέν άρθρο του Ραμπινόβιτς «Η ‘Τελευταία Διαθήκη’ της Μαρίας Σπυριδόνοβα», το οποίο περιέχει στο παράρτημά του εκτεταμένα αποσπάσματα από ένα ενδιαφέρον ντοκουμέντο του 1937. Ο τρομακτικός θάνατος της σοσιαλίστριας ηρωίδας –που σκοτώθηκε μαζί με άλλους επιφανείς επαναστάτες από το καθεστώς του Στάλιν αμέσως μετά τη ναζιστική επίθεση εναντίον της ΕΣΣΔ– αποκαλύφθηκε πριν από μερικά χρόνια: βλ. «Tragedia v Medvedevskom lesu», (Τραγωδία στο δάσος του Μεντβέντεφ) Izvestija TsK KPSS, 11, 1990, σ. 124-131.

[84] Β. I. Λένιν, Polnoe sobranie sochinenii (Άπαντα), Μόσχα, 1969, τ. 37 σ. 384-385.

[85] Το καλοκαίρι του 1917 το PSR έχασε την ηγεμονία του στους μουζίκους, αμέσως μετά την επίτευξη του θαύματος του να κατευθύνει το αγροτικό κίνημα σε ειρηνικά και δημοκρατικά κανάλια. Έχω ασχοληθεί εκτενώς με αυτό το πρόβλημα (το οποίο θεωρώ ουσιαστικό αν το 1917 πρέπει να γίνει πλήρως κατανοητό) σε ένα δοκίμιο σχετικά με την επανάσταση στην επαρχία Σαμάρα: βλέπε E. Cinnella, «La provincia di Samara nel 1917», (Η επαρχία Σαμάρα το 1917) Rivista storica italiana, 2, 1987, σ. 321-434.

[86] Μια εμπεριστατωμένη και συναρπαστική ανάλυση του Σοσιαλεπαναστατικού αγροτικού προγράμματος μπορεί να βρεθεί στο O.H. Radkey, «Ο Τσερνόφ και ο αγροτικός σοσιαλισμός πριν από το 1918», στο Continuity and change in Russian and Soviet thought (Συνέχεια και αλλαγή στη ρωσική και σοβιετική σκέψη), στην έκδοση με την εισαγωγή του Ernest J. Simmons, Cambridge, Mass., 1955, σ. 63-80. Για μια ευφυή μαρξιστική ερμηνεία, βλ. E.A. Morokhovets, Agrarnye programmy rossiuskikh politicheskikh partii v 1917 g. (Τα αγροτικά προγράμματα των ρωσικών πολιτικών κομμάτων το 1917) Λένινγκραντ, 1929, σ. 76-90.

[87] RTsKhIDNI, κατ. 1, εγ. 3, σ. 14.

[88] RTsKhIDNI, κατ. 1, εγ. 3, σ. 157 (απόκομμα εφημερίδας).

[89] RTsKhIDNI, κατ. 1, εγ. 1, σ. 31-40.

[90] Για την αναστάτωση που προκλήθηκε στο πρόγραμμα του PSR από την αγροτική μεταρρύθμιση του Στολίπιν, βλ. M. Hildermeier, Die Sozialrevolutionâre Partei Russlands: Agrarsozialismus und Modernisierung im Zarenreich 1900-1914 (Το Σοσιαλεπαναστατικό Κόμμα της Ρωσίας: Αγροτικός Σοσιαλισμός και Εκσυγχρονισμός στην Τσαρική Αυτοκρατορία1900-1914), Κολωνία-Βιέννη, 1978 σ. 348-354.

[91] RTsKhIDNI, κατ. 1, εγ. 4, σ. 191.

[92] RTsKhIDNI, κατ. 1, εγ. 4, σ. 222.

[93] RTsKhIDNI, κατ. 1, εγ. 4, σ. 272. Αξίζει να θυμηθούμε ότι οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες από το Έλετς (στην επαρχία Ορυόλ) δεσμεύτηκαν από την αρχή για τη δημιουργία kombedy και ότι η Ρόσλαβετς συντάχθηκε με τους Μπολσεβίκους, διαχωρίζοντας δημοσίως τον εαυτό της από την θέση που υιοθέτησε η Κεντρική Επιτροπή του κόμματός της: βλ. S.L. Ronin, ed., Kombedy Voronezhskoi i Kurskoi oblastei.. Materiály po historii komitetov bednoty (Kombedy των περιοχών Βορόνεζ και Κουρσκ. Υλικό για την ιστορία των φτωχών χωρικών), Βορόνεζ, 1935, σ. 28-29, 63.

[94] RTsKhIDNI, κατ. 1, εγ. 4, σ. 192- 193. Κατά τη διάρκεια του πέμπτου Παν-ρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ, τον Ιούλιο του 1918, η Μαρία Σπιριδόνοβα προκάλεσε τους Μπολσεβίκους να ανακοινώνουν δημοσίως: «Θα πολεμήσουμε σε κάθε μία περιοχή (na mestakh) και δεν θα υπάρχει χώρος για τις επιτροπές των φτωχών χωρικών» (αναφέρεται στο Kombedy RSFSR Sborník dekretov i dokumentov o komitetakh bednoty, pod red. i i s predisloviem prof. A.V. Shestakova, (Πρακτικά των διαταγμάτων και ντοκουμέντων για τις επιτροπές των φτωχών χωρικών, υπό την προεδρία της καθ. A.V. Shestakova, Μόσχα, 1933, σ. 15).

[95] RTsKhIDNI, κατ. 1, εγ. 4, σ. 25.

[96] RTsKhIDNI, κατ. 1, εγ. 4, σ.68-70.

[97] RTsKhIDNI, κατ. 1, εγ. 5, σ. 66-72.

[98] RTsKhIDNI, κατ. 1, εγ. 5, σ. 316.

[99] RTsKhIDNI, κατ. 1, εγ. 5, σ. 310.

[100] Πρβλ. Dekrety Sovetskoi vlasti (Διατάγματα της σοβιετικής εξουσίας), Μόσχα, 1959, σ. 416-419.

[101] Komitéty bednoty Belorussii. Sbornik dokumentov i materialov (Επιτροπές των φτωχών της Λευκορωσίας. Συλλογή εγγράφων και υλικών), Minsk, 1958, σ. 358.

[102] RTsKhIDNI, κατ. 1, εγ. 5, σ. 314.

[103] Το κείμενο του τηλεγραφήματος, μαζί με το προσχέδιο του Λένιν, μπορούν να βρεθούν στα Leninskii sbornik (Άπαντα του Λένιν), Μόσχα – Λένινγκραντ, 1931, τ. 18, σ. 142-144.

[104] RTsKhIDNI, κατ. 1, εγ. 5, σ. 305.

[105] RTsKhIDNI, κατ. 1, εγ. 5, σ. 387.