Η έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ανάγκασε τους αναρχικούς να προσδιορίσουν τη θέση τους και να δράσουν σε συμφωνία με αυτή, παίρνοντας αποφάσεις για την πρακτική δουλειά. Πολλοί πολιτικοί ακτιβιστές εκείνης της εποχής αναμφισβήτητα θα επαναλαμβάναν τα λόγια ενός από τους ηγέτες τους, του Β.M. Βολίν: «Αυτός ο πόλεμος αντιπροσωπεύει, με όποιον τρόπο κι αν τον δείτε, ένα φαινόμενο σε ιστορικά τεράστια κλίμακα. Οι συνέπειές του δεν μπορούν να περιοριστούν εντός των ορίων του ίδιου του πολέμου. Οι αμέτρητες και βαθιές επιπτώσεις του θα εξαπλωθούν σε όλες τις κατευθύνσεις για μια περίοδο πολλών ετών. Θα αφήσει ένα βαθύ αποτύπωμα σε ολόκληρο τον 20ό αιώνα. Θα αποτελέσει, φυσικά, την αρχή μιας εντελώς νέας εποχής – μιας εποχής παρατεταμένης και κολοσσιαίας τόσο ως προς το πεδίο εφαρμογής της όσο και ως προς το περιεχόμενο και τις συνέπειές της… Ο πόλεμος είναι, από μόνος του, απλώς το προοίμιο μιας ολόκληρης σειράς αναταραχών μεγάλης κλίμακας, εκτοπίσεων, μετασχηματισμών και εξεγέρσεων… Γιατί ταρακουνώντας συθέμελα τον βάλτο που είναι η ιστορική ζωή των εθνών, ένα βάλτο που ήταν σταθερός αλλά άρχιζε να αποσυντίθεται εδώ κι εκεί, ο πόλεμος έχει ταράξει τα στάσιμα νερά του περισσότερο από μια καταιγίδα, περισσότερο από έναν τυφώνα…»

Πριν από το 1914 κανένα μεμονωμένο γεγονός δεν είχε προκαλέσει μια τόσο κάθετη οριοθέτηση μεταξύ των αναρχικών. Οι συγγραφείς που ακολουθούν το κυρίαρχο ρεύμα της επίσημης σοβιετικής ιστοριογραφίας των δεκαετιών του 1920 και του 1930 αρνήθηκαν κάθε είδους αντιπολεμική δράση εκ μέρους των αναρχικών στα 1914-1917. Αλλά από τη δεκαετία του 1960 έως τη δεκαετία του 1980, αυτή η δράση καλύφθηκε από γενικές εργασίες πάνω στην ιστορία του ρωσικού αναρχισμού. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, εμφανίστηκαν νέες εργασίες αφιερωμένες στην ανάλυση των απόψεων και των ενεργειών των ιδεολόγων και των αγωνιστών του αναρχικού κινήματος στις πρωτεύουσες και στις μεμονωμένες περιοχές της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, όμως μια συνολική μελέτη των αντιπολεμικών προσπαθειών των αναρχικών δεν έχει παρουσιαστεί. Επιπλέον, οι περισσότεροι ιστορικοί εξακολουθούν να αγνοούν τις δραστηριότητες των αναρχικών οργανώσεων των μεταναστών, αν και οι διαμάχες που εξελίσσονταν στην εξορία είχαν επίσης επίπτωση σε εκείνους που παρέμειναν στη Ρωσία.

Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, ο αντιμιλιταρισμός ήταν σημαντικό συστατικό της ιδεολογίας του αναρχισμού. Ο Κροπότκιν κατήγγελλε τους σύγχρονους πολέμους ως έναν αγώνα των καπιταλιστικών ελίτ που αποσκοπούσε σε σφαίρες οικονομικής επιρροής. Κρίνοντας από τα επιχειρήματά του στο Λόγια ενός Επαναστάτη (1885) και το Σύγχρονη Επιστήμη και Αναρχισμός (1913), οι απόψεις του παρέμειναν αμετάβλητες για πολλά χρόνια. Το 1885 έγραψε: «Όταν πολεμάμε σήμερα, είναι για να εξασφαλίσουμε στους μεγάλους βιομηχάνους μας ένα κέρδος 30%, για να επιβεβαιώσουν οι οικονομικοί βαρόνοι την κυριαρχία τους στο Χρηματιστήριο και να εφοδιάσουμε τους μετόχους των ορυχείων και των σιδηροδρόμων με εισοδήματα δεκάδων εκατομμύριων δολαρίων… Το άνοιγμα νέων αγορών, η επιβολή του ίδιου του εμπορεύματος κάποιων, είτε καλού είτε κακού, είναι η βάση όλης της σημερινής πολιτικής…». «Η αιτία για τον σύγχρονο πόλεμο είναι πάντα μία και η ίδια», δήλωσε το 1913, «είναι ο ανταγωνισμός για τις αγορές και το δικαίωμα εκμετάλλευσης των υποανάπτυκτων βιομηχανικά εθνών… Στην πραγματικότητα, όλοι οι πόλεμοι στην Ευρώπη τα τελευταία 150 χρόνια ήταν πόλεμοι που διεξήχθησαν για εμπορικά πλεονεκτήματα και δικαιώματα εκμετάλλευσης». Ταυτόχρονα, ο Κροπότκιν δεν έκανε διακρίσεις ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Η αποτροπή του πολέμου, σύμφωνα με τους θεωρητικούς του αναρχισμού, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί προπαγανδίζοντας τη λιποταξία και σε περίπτωση που ανακοινωθεί επιστράτευση, οι εργάτες των εμπόλεμων χωρών θα πρέπει να ξεκινήσουν μια γενική απεργία, η οποία θα μπορούσε να εξελιχθεί σε αναρχική κοινωνική επανάσταση. Είναι αδύνατο να συμφωνήσουμε ότι η σκέψη για «πρακτικά βήματα και μέτρα σε περίπτωση πολέμου μεγάλης κλίμακας, όπως ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος […] δεν αντικατοπτρίζεται σοβαρά στη θεωρία του αναρχισμού». Ο ρωσο-ιαπωνικός πόλεμος επιβεβαίωσε την αντιμιλιταριστική στάση των Ρώσων αναρχικών. Ο Κροπότκιν καταδίκασε τα επιθετικά σχέδια και των δύο πλευρών. «Ο πραγματικός πόλεμος», δήλωσε ο ίδιος, «είναι ο θρίαμβος των βασικότερων καπιταλιστικών ενστίκτων, εναντίον των οποίων πρέπει να πολεμήσει κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος». Τη θέση αυτή συμμερίζονταν και οι ρωσικές αναρχικές οργανώσεις. Έτσι, οι αναρχοκομουνιστές του Μπιάλιστοκ, αποδίδοντας την ευθύνη για τη σύγκρουση με την Ιαπωνία στους «ιδιοκτήτες» και το κράτος, κάλεσαν τους εργαζόμενους, τους αγρότες και το «λούμπεν προλεταριάτο» να σπάσουν την επιστράτευση και να αποδιοργανώσουν την στρατιωτική βιομηχανία και τις μεταφορές. Προσδοκούσαν ότι το μαζικό αντιπολεμικό κίνημα θα εξελισσόταν σε επανάσταση: «Απαλλοτριώστε όλο τον πλούτο για κοινή χρήση – δημιουργήστε κομμούνες, καταστρέφοντας έτσι το κράτος, ώστε οι κομμούνες να είναι χωρίς κράτος… Οι άστεγοι ας οργανώσουν ομάδες για να επιτεθούν στην ιδιωτική ιδιοκτησία· οι εργάτες ας οργανώσουν απεργίες και ταραχές και οι αγρότες ας καταλάβουν τη γη και τα αποθέματα με τη βία –παίρνοντας ό, τι χρειάζονται. Επίθεση στις κυβερνητικές υπηρεσίες που προστατεύουν το κεφάλαιο και αρνούνται να πληρώσουν φόρους και δασμούς». Έτσι, οι Ρώσοι αναρχικοί ανέπτυξαν και προπαγάνδισαν ένα σύστημα δράσεων υπό συνθήκες πολέμου.

Μελετώντας τον αναρχικό ντιφενσισμό*[1], οι ερευνητές επικεντρώνονται στην υποστήριξη των χωρών της Αντάντ, που θεωρούνταν ότι υπερασπίζονταν τα δημοκρατικά οφέλη των εργαζομένων από τον μιλιταρισμό και τις συντηρητικές αξίες της Γερμανίας. Αλλά μεταξύ των αναρχικών υπήρχαν και ντιφενσιστές φιλο-γερμανικού τύπου, όπως ο Έρικ Μύζαμ, ο Μπρούνο Βίλε (Γερμανία) και ο Μάικλ Κον (ΗΠΑ)[2]. Σύμφωνα με τον πολιτικό κρατούμενο Φ.Μ. Πουτσκόφ, ανάμεσα στους «αναρχο-απαλλοτριωτές» που βρέθηκαν στις ρωσικές φυλακές υπήρχαν πολλοί «Γερμανόφιλοι», οι οποίοι στήριζαν τις ελπίδες τους για αμνηστία σε μια γερμανική νίκη. Ωστόσο, αυτή η θέση δεν ήταν ούτε διαδεδομένη ούτε παρουσιάστηκε στον ρωσόφωνο τύπο. Οι Ρώσοι ντιφενσιστές υποστηρίζαν τις θέσεις του Π. Α. Κροπότκιν. Στην πρώτη του «Επιστολή για τα τρέχοντα γεγονότα», που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1914 στη Russkie Vedomosti [Ρωσική Εφημερίδα], απηύθυνε έκκληση στο ρωσικό κοινό να «βοηθήσει την Ευρώπη να συντρίψει τον γερμανικό μιλιταρισμό και τη γερμανική ιμπεριαλιστική επιθετικότητα – τον εχθρό των πιο πολύτιμων διακηρύξεών μας». Μια νίκη των συμμάχων, πίστευε, θα οδηγούσε στην αναδιοργάνωση των κρατών σε ομοσπονδιακή βάση και στη χορήγηση ανεξαρτησίας ή αυτονομίας στις εθνικές μειονότητες. Αυτή η έκκληση του αναγνωρισμένου ηγέτη του διεθνούς αναρχικού κινήματος σόκαρε πολλούς από τους οπαδούς του. Κάποιοι, όπως ο Σαούλ Γιανόφσκι, από τις εξέχουσες μορφές του αναρχικού κινήματος στις ΗΠΑ, κατηγόρησαν τον Κροπότκιν ότι εμπόδιζε τους αναρχικούς να παρουσιάσουν ένα ενωμένο μέτωπο ενάντια στον πόλεμο, ενισχύοντας έτσι την επιρροή τους: «Δεν μπορώ να βγάλω θετικό νόημα με κανένα τρόπο… Πόσο ωραία θα ήταν αν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τον πόλεμο για τις ιδέες μας, αν αυτός και κάποιοι άλλοι δεν είχαν ξαφνικά γίνει τέτοιοι φλογεροί πατριώτες!»

Ανάμεσα στους ντιφενσιστές υπήρχαν και άλλοι γνωστοί αναρχικοί: Μ.Ν. Τσερκέζοφ, Μ.Ι. Γκόλντσμιτ, Α.Α. Μποροβόι, Σ.Μ. Ρομανόφ, Β.Β. Μπαρμάς, και Μ.Α. Βερκχουστίνσκι. Ο αναρχικός ντιφενσισμός ήταν ένα πολύ αντιφατικό φαινόμενο. Ενώ τα γραπτά του Κροπότκιν και του Γκόλντσμιτ δεν ήταν σοβινιστικά, από την άλλη πλευρά ο Μποροβόι στο άρθρο του «Ο πόλεμος», που δημοσιεύθηκε το 1914 στην εφημερίδα Nov’ [Παρθένα Γη], αντιπαρέβαλε την καλή φύση των Σλάβων με την επιθετικότητα των Γερμανών: «Η Ρωσία είναι παραδοσιακά μια ειρηνόφιλη χώρα – ευγενική, έτοιμη να αγνοήσει μια προσβολή, χαλαρή και καλόβολη σύμφωνα με τον σλαβικό τρόπο… Πρέπει να υπάρχει μια άμεση και τρομερή απειλή για την ελευθερία μας, προκειμένου να μας ξεσηκώσει. Χρειάστηκε όλη η σοβαρότητα και η μουντάδα του γερμανικού εθνικού χαρακτήρα για να μας εξοργίσει. Και τώρα πρέπει να βράσουμε από θυμό και μίσος, γιατί αυτός ο θυμός και το μίσος μας είναι ιερά». Εκφράζοντας το μίσος του για τους Γερμανούς, ο Τσερκέζοφ ισχυρίστηκε ότι από αμνημονεύτων ετών ήταν έμφυτα σ’ αυτούς η επιθετικότητα και το μίσος για τους σλαβικούς και των λατινικούς λαούς. Αρνήθηκε κάθε σπουδαιότητα για την παγκόσμια πρόοδο στα επιτεύγματα της γερμανικής κουλτούρας και επιστήμης, υποστηρίζοντας ότι οι προηγμένες ιδέες και ανακαλύψεις των Γερμανών ήταν δανεισμένες από τους Άγγλους και τους Γάλλους. Στις 28 Φεβρουαρίου 1916, η θέση των ντιφενσιστών υπέρ της Αντάντ έλαβε τη γενικευμένη διατύπωσή της στο «Μανιφέστο των Δεκαέξι», το οποίο υπογράφηκε από 15 αναρχικούς (το όνομα του τόπου θεωρήθηκε εσφαλμένα σαν ένα επιπλέον άτομο). Ρίχνοντας την ευθύνη για την έναρξη του πολέμου στη Γερμανία, κάλεσαν τους Γερμανούς εργάτες να ανατρέψουν τον Κάιζερ και να αποκηρύξουν τις προσαρτήσεις. Όλοι οι αναρχικοί ενθαρρύνθηκαν να βοηθήσουν τις ένοπλες δυνάμεις της Αντάντ. Ως ένα παράδειγμα τέτοιας δραστηριότητας ο Κροπότκιν θεώρησε την περιπολία στις ακτές της Αγγλίας που πραγματοποίησαν εθελοντές ψαράδες για να εξασφαλίσουν την παράδοση των τροφίμων.

Υπάρχουν διάφορες εξηγήσεις για την προέλευση του αναρχικού ντιφενσισμού. Ο Π.Ν. Μιλιούκοφ πίστευε ότι ο Κροπότκιν ήταν πάντα πατριώτης και θυμόταν μια συνάντησή τους στις 10 Φεβρουαρίου 1904: «Βρήκαμε τον Κροπότκιν σε μια κατάσταση τρομερής ανησυχίας και αγανάκτησης για την ιαπωνική προδοσία… Πώς ήταν δυνατόν αυτός ο εχθρός της ρωσικής πολιτικής, και γενικά κάθε πόλεμου, να αποδείξει ότι είναι ένας αδιαπραγμάτευτος Ρώσος πατριώτης; Ο Κροπότκιν αμέσως με κέρδισε, παίρνοντάς με με τη θέση του, μια θέση την οποία υποστήριζε χωρίς επιφυλάξεις, σαν να ήταν η φωνή του ενστίκτου –του εθνικού αισθήματος– στο οποίο έδινε φωνή». Σύμφωνα με τον I. Σ. Κνίζνικ-Βετρόφ, στο συνέδριο των αναρχοκομμουνιστών στο Λονδίνο το 1906, ο Κροπότκιν ακύρωσε ένα αντιπολεμικό ψήφισμα: «Υπαινίχθηκε τη δυνατότητα μιας γερμανικής επίθεσης στη Ρωσία, αποκάλεσε τον Βίλχεμ II “εστεμμένο χωροφύλακα” και μίλησε για τα επίβουλα σχέδια του Βίλχελμ με μεγάλο μίσος». Η γαλλοφιλία του Κροπότκιν έπαιξε ένα ρόλο στη διαμόρφωση της θέσης του περί «ντιφενσισμού». Οι συμπάθειες των Ρώσων αναρχικών για τη Γαλλία είχαν ιδεολογική βάση. Οι γαλλικές επαναστάσεις του 18ου και 19ου αιώνα καθόρισαν σε σημαντικό βαθμό την πολιτική εξέλιξη των χωρών της Ευρώπης. Στη δεκαετία του 1870 οι ιδέες του Μπακούνιν και του Προυντόν διαδόθηκαν ευρέως στη Γαλλία και οι αναρχικοί θεωρούσαν την Κομμούνα του Παρισιού του 1871 παράδειγμα μιας αντιεξουσιαστικής οργάνωσης της κοινωνίας. Οι ακτιβιστικές δράσεις των Ραβατσόλ, Ωγκίστ Βαγιάν και Εμίλ Ανρί επηρέασαν την τακτική κάποιων ρευμάτων των αναρχοκομμουνιστών (τους «chernoznamentsi» και «beznachaltsi»). Οι επαναστατικές συνδικαλιστικές ενώσεις της Γαλλίας θεωρούνταν από πολλούς αναρχικούς στη Ρωσία ως το μοντέλο ενός ριζοσπαστικού εργατικού κινήματος. Το 1914 όχι μόνο οι ντιφενσιστές, αλλά επίσης και ορισμένοι διεθνιστές, δεν έκρυβαν την προτίμησή τους. «Περιττό να πούμε», παραδέχτηκε ο A. A. Καρέλιν, «ότι οι συμπάθειές μας είναι με τους Γάλλους».

Η θέση των ντιφενσιστών επηρεάστηκε επίσης από τις ιδέες του Μ.Α. Μπακούνιν κατά τη διάρκεια του Γαλλο-Πρωσικού πολέμου στα 1870-1871. Έχοντας μια ισχυρή αντι-γερμανική προκατάληψη (έφτανε στο σημείο να ταυτίζει τον γερμανικό πολιτισμό με την εξουσιαστική μιλιταριστική ιδεολογία), ο Μπακούνιν πρόβλεπε καταστροφή σε περίπτωση ήττας της Γαλλίας. «Ήρθα [στη Λυών]», δήλωσε, «γιατί είμαι βαθιά πεπεισμένος ότι η υπόθεση της Γαλλίας είναι και πάλι η υπόθεση της ανθρωπότητας και ότι η πτώση της και η υποδούλωσή της από ένα καθεστώς το οποίο θα της επιβληθεί από τις πρωσικές ξιφολόγχες, θα ήταν η μεγαλύτερη δυστυχία όσον αφορά στην ελευθερία και την ανθρώπινη πρόοδο».

«Ένα πράγμα είναι σίγουρο πέρα από κάθε αμφιβολία», υποστήριξε ο Κροπότκιν το 1914. «Εάν η Γερμανία θριαμβεύσει, ο πόλεμος δεν θα φέρει απελευθέρωση∙ θα φέρει στην Ευρώπη νέα και ακόμη πιο βαριά υποδούλωση. Οι ηγεμόνες της Γερμανίας δεν το κρύβουν. Οι ίδιοι έχουν ανακοινώσει ότι ξεκίνησαν τον πόλεμο με στόχο την κατάκτηση». Ο Κροπότκιν άρχισε επίσης να διακρίνει τα εμπόλεμα κράτη σε κατακτητές και μαχητές της ελευθερίας. Έτσι, σε μια από τις συζητήσεις του κατά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, υποστήριξε ότι η «νίκη των Σλάβων επί της Τουρκίας και η εξαφάνιση της Τουρκίας ως κράτους θα έπρεπε να χαιρετιστεί ως νίκη για τον αντικρατισμό: τουλάχιστον ένα κράτος θα έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης». Κατά κανόνα, οι ντιφενσιστές αναγνώριζαν τη χρησιμότητα των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων από την άποψη της «ριζοσπαστικοποίησης και της μετατόπισης σε κοινωνικο-επαναστατικές τροχιές».

Ωστόσο, δεν είναι σωστό να συσχετιστεί ο ντιφενσισμός μόνο με προσωπικές συμπάθειες και με την επιρροή των θεωρητικών. Αποφασιστική ήταν η αντικειμενική κατάσταση του εργατικού κινήματος. Πριν από τον πόλεμο, τα επαναστατικά συνδικαλιστικά συνδικάτα της Γαλλίας, στα οποία η πλειοψηφία των Ρώσων αναρχικών στήριζαν τις ελπίδες τους για επανάσταση στην Ευρώπη, βρισκόταν σε αξιοσημείωτη παρακμή. Η σταθεροποίηση του βιοτικού επιπέδου και η αύξηση των αποδοχών που οφειλόταν στην ανάπτυξη της βιομηχανίας, οδήγησαν σε μείωση του ριζοσπαστισμού τόσο των τακτικών όσο και των αιτημάτων των απεργών. Επεκτάθηκε η τάση των ηγετών της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών (CGT) για διαπραγματευτικές λύσεις στις διαμάχες και η επιρροή της ρεφορμιστικής πτέρυγας της CGT έγινε ισχυρότερη. Στις χώρες που εισήλθαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι μάζες κατακλύστηκαν από ένα κύμα πατριωτικής θέρμης. «Το παλιρροϊκό κύμα πέρασε και μας σάρωσε», γράφει ο αναρχικός Πιέρ Μονάτ. «Ήμασταν σε πλήρη σύγχυση, χάσαμε το κεφάλι μας», ομολόγησε ο Αλφόνς Μερέιμ, ηγέτης της διεθνιστικής αντιπολίτευσης της CGT. «Γιατί συνέβη αυτό; Καθώς εκείνη την εποχή η εργατική τάξη του Παρισιού διακατεχόταν από έναν παροξυσμό εθνικισμού, δεν θα επέτρεπε στις δυνάμεις ασφαλείας να κάνουν τον κόπο να μας πυροβολήσουν. Θα μας πυροβολούσαν οι ίδιοι». Ως εκ τούτου, η CGT αρνήθηκε να κηρύξει απεργία ως απάντηση στην έκρηξη του πολέμου, προτρέποντας τους εργάτες να «υπερασπιστούν το έθνος». Ο πατριωτικός ζήλος, συνοδευόμενος από μαζικές διαδηλώσεις και αντι-γερμανικές ταραχές στις πόλεις, παρατηρήθηκε και στη Ρωσία. Όπως δήλωσε ο Μπολσεβίκος δημοσιογράφος Α.Τ. Ραντζισέφσκι: «Στις 19 Ιουλίου (με την παλιά χρονολόγηση) άρχισε ο πόλεμος, ζημιώνοντας την επαναστατική διάθεση και αποδυναμώνοντάς την εντυπωσιακά. Δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι και εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες που προηγουμένως συμπαθούσαν το κίνημα, ήταν απόλυτα μπερδεμένοι και προχωρούσαν υπάκουα προς τα γραφεία επιστράτευσης». Το 1914 οι απεργίες που έγιναν στη Ρωσία στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν είχαν αντιπολεμικό χαρακτήρα, αλλά συνδέονταν με οικονομικά αιτήματα.

Ωστόσο, η θέση του Κροπότκιν δεν υποστηρίχθηκε από την πλειοψηφία των Ρώσων αναρχικών, είτε στην εξορία είτε στη Ρωσία. Οι ντιφενσιστές δεν είχαν καν το δικό τους περιοδικό στη ρωσική γλώσσα. Η απόρριψη της στάσης του Κροπότκιν οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην παράδοση, σημαντική για τους αναρχικούς, της αντίθεσης με τον μιλιταρισμό και το κράτος. Η εγκατάλειψη αυτής της παράδοσης ήταν αδύνατη. Επιπλέον, ο ντιφενσισμός συνεπαγόταν τουλάχιστον μια προσωρινή συνεργασία με την κυβέρνηση του Νικολάου Β’, που θα επωφελείτο από τις ιδέες των ντιφενσιστών[3]. Και αυτό, από μόνο του, ήταν απαράδεκτο για τους αναρχικούς.

Η γνώμη των διεθνιστών εκφράστηκε στο «Διεθνές Αναρχικό Μανιφέστο για τον πόλεμο», που υπογράφηκε από 37 αναρχικούς (συμπεριλαμβανομένων των Ρώσων αναρχικών Μπιλ Σάτοφ, Ιούδα Γκρόσμαν και Αλεξάντερ Σαπίρο). Οι συγγραφείς του χαρακτήριζαν τον πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό, σημειώνοντας ότι και οι δύο πλευρές επιδιώκουν προσαρτήσεις. Η ευθύνη για το ξέσπασμα του πολέμου καταλογίστηκε στους καπιταλιστές, τους γαιοκτήμονες και τους γραφειοκράτες. μια ένοπλη εξέγερση έμοιαζε ως το μοναδικό μέσο για την παύση της στρατιωτικής δραστηριότητας, μια εξέγερση που θα εξελιχθεί σε μια παγκόσμια κοινωνική επανάσταση, εξαλείφοντας τις ρίζες των διεθνών συγκρούσεων – το κράτος και τις καπιταλιστικές σχέσεις. Αναρχικές ομάδες και περιοδικά εξέφραζαν επανειλημμένα αυτά τα αισθήματα. Έτσι, η εφημερίδα Rabocheye znamya [Η Εργατική Σημαία] καλούσε σε «ένα βίαιο τέλος του πόλεμου από τη συλλογική θέληση των εργατικών τάξεων», στην προπαγάνδιση του αναρχικού κομμουνισμού και τη δημιουργία μιας Διεθνούς Οργάνωσης Εργατών «στη βάση του αντικρατισμού, του αντιπατριωτισμού και του αντι-μιλιταρισμού». Η γενική απεργία αναγνωρίστηκε στα δημοσιεύματα της Golos Truda [Εργατική Φωνή] ως ένα αποτελεσματικό μέσο για την καταπολέμηση του πολέμου και του μιλιταρισμού και η ήττα του ρωσικού στρατού θεωρήθηκε, σε αναλογία με τα γεγονότα του 1905, ως παράγοντας που συμβάλλει στο ξεδίπλωμα της επανάστασης. «Πρώτα απ’ όλα, και όσο νωρίτερα τόσο το καλύτερο – μια επανάσταση, που την ακολουθεί ή συμπίπτει με αυτήν ένας επαναστατικός πόλεμος απελευθέρωσης ενάντια σε όλες τις μορφές βίας και εναντίον όλων εκείνων που εντάσσονται σ’ αυτή – Ρώσους, Γερμανούς και λοιπούς», έγραψε ο Β. M. Βολίν.

Η συντριπτική πλειοψηφία των υποστηρικτών του «Διεθνούς Αναρχικού Μανιφέστου για τον Πόλεμο» (Βσέβολοντ Βολίν, Γκρέγκορι Ράιβα, Αλεξάντερ Γκε, κ.λπ.) συμμερίζονταν τις ιδέες του κοσμοπολιτισμού, που αναπτύχθηκαν με μεγαλύτερη συνέπεια από τον Γκε. Κατά την άποψή του, η πατριωτική στάση των σοσιαλιστών ήταν λογική συνέπεια της αναγνώρισης από μεριάς τους του δικαιώματος των εθνών για αυτοδιάθεση. Στην ιδεολογία των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, ο Γκε είδε «στοιχεία που θα μπορούσαν ενδεχομένως με τον καιρό να γίνουν εθνικιστικά». Αντίθετα, έβλεπε ότι τα αίτια του πολέμου θα μπορούσαν να εξαλειφθούν μόνο με τη «διεθνοποίηση όλων των πολιτιστικών αξιών και την πολιτισμική αφομοίωση όλων των πολιτισμένων λαών». Ήλπιζε ότι η επερχόμενη κοινωνική επανάσταση θα οδηγούσε στην υπέρβαση των εθνικών αισθημάτων, παρέχοντας έτσι την ίση πρόσβαση των ανθρώπων στα επιτεύγματα του σύγχρονου πολιτισμού. Αντίθετα, ένας άλλος ιδεολόγος του αντιπολεμικού κομματιού των αναρχικών, ο Γκεόργκι Γκογέλια, εξέφρασε τις επιφυλάξεις του για τις σχέσεις μεταξύ εθνών στην Υπερκαυκασία. Καταγγέλλοντας τις επιθετικές βλέψεις των δυνάμεων της Αντάντ, κατηγόρησε τη ρωσική κυβέρνηση ότι προσπαθούσε να αφανίσει τον λαό της Γεωργίας με τη βοήθεια της μετανάστευσης των Αρμενίων: «Μετά την προσάρτηση της Αρμενίας από τη Ρωσία […] ξεκίνησε μια τεράστια μετανάστευση Αρμενίων στη Γεωργία, στο βιομηχανικό κέντρο, εντείνοντας την τεχνητή ανάμειξη λαών που η τσαρική Ρωσία ασκούσε με τόση επιμέλεια… Στα χέρια του “απελευθερωτή των λαών”, τους Γεωργιανούς περιμένει η δυστυχισμένη μοίρα που έπληξε τους Εβραίους – η απώλεια του εδάφους τους».

Οι περισσότεροι διεθνιστές έβλεπαν θετικά τον Καρλ Λίμπκνεχτ, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Β. Ι. Λένιν. Αλλά υπήρχαν επίσης και εκείνοι που διατήρησαν τον παραδοσιακό σκεπτικισμό προς τη σοσιαλδημοκρατία. Έτσι, τον Απρίλιο του 1915 στις σελίδες του Strana polnochi [Χώρα του μεσονυχτίου], ένα ενημερωτικό δελτίο που δημοσίευσε ο Απόλλων Καρέλιν, ένα μέλος της Αδελφότητας των Ελεύθερων Κομμουναλιστών υπαινίχθηκε ότι οι αντιπολεμικές διαμαρτυρίες των υποστηρικτών του Λίμπκνεχτ ήταν ανειλικρινείς. Ο ίδιος ο Καρέλιν υποστήριζε τη συμφιλίωση με τους αναρχικούς-ντιφενσιστές. Ενώ έμμεσα αναγνώριζε την ορθότητα του Κροπότκιν σε μια επιστολή του, ο Καρέλιν εξήγησε τη δική του θέση ως βασισμένη σε οπορτουνιστικά κίνητρα και την επιθυμία να βρεθεί στην πρωτοπορία του επαναστατικού κινήματος: «Αγαπητέ μου δάσκαλε, διάβασα τις επιστολές σας για τον πόλεμο και είδα την πλήρη πειστικότητα των επιχειρημάτων σας… Αλλά […] αν εμείς –οι σύντροφοί μου και εγώ– υποστηρίζαμε την άποψή σας, δεν θα υπήρχε κανένας να κρατάει τις μαύρες σημαίες μας στον καθημερινό αγώνα που θα ξεκινήσει αμέσως μετά τον πόλεμο». Το 1916 ο Καρέλιν δικαιολόγησε ανοιχτά τη θέση των ντιφενσιστών: «Ο Π.Α. Κροπότκιν, χωρίς να αλλάζει την άποψή του στο παραμικρό, θεωρούσε τον τρέχοντα πόλεμο σαν ένα φαινόμενο που δεν μπορούμε να αποτρέψουμε και από το οποίο πρέπει να αντλήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη… Ενώ διαμαρτυρόμαστε ενάντια στον πόλεμο, είναι δυνατόν να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να λάβουμε μέρος σε αυτό… Οι συμπαθούντες του Κροπότκιν, με το όπλο στο χέρι, επιτίθενται στους Γερμανούς επειδή είναι πεπεισμένοι ότι μια γερμανική νίκη θα καθυστερήσει τον θρίαμβο της θεωρίας μας κατά έναν αιώνα, δηλαδή δεν θα είναι μικρότερο κακό από το θάνατο οποιουδήποτε από εμάς!»

Οι ιδέες των διεθνιστών εκφράστηκαν στα ακόλουθα περιοδικά της ρωσικής αναρχικής διασποράς: Golos Truda (Νέα Υόρκη, 1911-1917), Nabat [Συναγερμός] (Γενεύη, 1914-1916), Rabocheye Znamya [Εργατική Σημαία] (Λωζάνη, 1915-1917), Rabochaya Mysl [Εργατικά Νέα] (Νέα Υόρκη, 1916-1916) και Vostochnaya Zarya [Ανατολική Αυγή] (Πίτσμπουργκ, 1916). Οι σημαντικότερες οργανώσεις των αναρχικών-μεταναστών ήταν υπό την επιρροή τους, ιδιαίτερα η Ομοσπονδία Συνδικάτων των Ρώσων Εργατών στις ΗΠΑ και τον Καναδά (FSRR) [που συχνά αναφέρεται μόνο ως Ένωση Ρώσων Εργατών (URW)]. Ιδρύθηκε σε ένα καταστατικό συνέδριο στο Ντιτρόιτ στις 1-6 Ιουλίου 1914, απαρτιζόταν από 24 αναρχικές οργανώσεις της Βόρειας Αμερικής με πάνω από 600 μέλη συνολικά. Με την υιοθέτηση ενός αναρχικού προγράμματος, η FSRR εξέδωσε αναρχικά έργα και προσέφερε βοήθεια σε αναρχικούς στη Ρωσία. Η Golos Truda ήταν το όργανο της Ομοσπονδίας. Καθώς στην εφημερίδα δημοσίευαν οι καλύτεροι αναρχικοί συγγραφείς, η ποιότητα του αντιπολεμικού υλικού της βελτιώθηκε και αυξήθηκε η δημοτικότητά της μεταξύ των μεταναστών στην Αμερική και την Ευρώπη. Το 1911-1914, η εμβέλειά της επεκτάθηκε και στο ρωσικό έδαφος. Οι Ομάδες των Αναρχοσυνδικαλιστών της Μόσχας (MGAS) διατηρούσαν επαφή με την Golos Truda. Σύμφωνα με τον Λαζάρ Λαζάρεφ, ήταν υπό την επιρροή των αντιμιλιταριστικών άρθρων της που τα μέλη της FSRR αρνήθηκαν να εγγραφούν για στρατιωτική θητεία και απέφυγαν τη στρατολόγηση στον αμερικανικό στρατό, με αποτέλεσμα συλλήψεις και ποινές φυλάκισης (σε ορισμένες περιπτώσεις μέχρι 5-10 χρόνια).

Η αναρχική διασπορά στην Ευρώπη δεν είχε ένα μοναδικό κέντρο. Οι σημαντικότερες ομάδες Ρώσων αναρχοκομμουνιστών ήταν η Volnaya Volya [Ελεύθερη Βούληση] (Αγγλία), η Trud [Εργασία] και η Bratstvo Vol’nykh obshchinnikov (Η Αδελφότητα των Ελεύθερων Κομμουναλιστών) (Γαλλία), καθώς και η Nabat [Συναγερμός] και Rabochiy mir [Εργατικός κόσμος] (Ελβετία). Κάθε ομάδα απαρτιζόταν από 5-30 άτομα[4]. Τα όργανα τύπου τους ήταν τα Rabocheye Znamya και Nabat. Τον Μάρτιο του 1915 ο Καρέλιν εξέδωσε ένα τεύχος του δελτίου Strana polnochi. Σε αντίθεση με την Golos Truda, αυτές οι εκδόσεις έβγαιναν ακανόνιστα και σπάνια έφθαναν στη Ρωσία. Επιπλέον, όπως θυμάται η Λυδία Ικονίκοβα-Γκογκέλια, η γαλλική αστυνομία είχε ήδη το 1914 ένα κατάλογο Ρώσων αντιμιλιταριστών. Στις 3-4 Αυγούστου, μετά την κήρυξη της επιστράτευσης, πραγματοποιήθηκαν ανάμεσά τους συλλήψεις που περιλάμβαναν έρευνες και κατάσχεση εγγράφων. Το 1916 ο Β. Μ. Βολίν διώχθηκε για προπαγάνδα ενάντια στον πόλεμο· μετά τη σύλληψή του, πέρασε αρκετούς μήνες σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Έχοντας στη συνέχεια απελαθεί από τη χώρα, τον Αύγουστο του 1916 αναγκάστηκε να μετακομίσει στις ΗΠΑ.

Οι ομάδες των μεταναστών διένειμαν αντιπολεμικά φυλλάδια. Τον Απρίλιο του 1915 ο Nabat της Γενεύης βγήκε με την προκήρυξη «Πρώτη Μαΐου. Πολίτες!». Το 1916 εμφανίστηκαν ακόμα πέντε φυλλάδια: «Διαμαρτυρία» (Ζυρίχη, Rabochiy mir), «Για τις τελευταίες ειδήσεις» και «Απάντηση» (Γενεύη), «Διαμαρτυρία» (Παρίσι) και «Προς όλους τους καταπιεσμένους». Το τελευταίο φυλλάδιο εκδόθηκε τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 1916 σε διάφορα τυπογραφεία στη Στοκχόλμη. Κυκλοφόρησε σε αρκετές χιλιάδες αντίτυπα, μέρος των οποίων κατασχέθηκε από τη σουηδική αστυνομία. Ο Ρώσος στρατιωτικός ακόλουθος στη Σουηδία υπαινίχθηκε μάλιστα ότι το φυλλάδιο ήταν εγχειρίδιο της γερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών, όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν επιβεβαιώθηκε.

Στην καμπάνια τους ενάντια στον πόλεμο, οι ακτιβιστές της FSRR διοργάνωσαν κύκλους διαλέξεων και διαλόγων με τους ντιφενσιστές (Σοσιαλδημοκράτες και Σοσιαλεπαναστάτες). Έτσι, στο τέλος του 1915, ο N. Mukhin έδωσε διαλέξεις στο Σικάγο και το Κλίβελαντ και τον Μάρτιο του 1916 η ομιλία του με θέμα «Ο πόλεμος, ο πατριωτισμός και η πατρική γη» ακούστηκε στο Ντιτρόιτ και το Ρότσεστερ. Στις αρχές του Σεπτεμβρίου του 1915, ο Λ. Λαζάρεφ μίλησε για τη «Σχέση του Π. Κροπότκιν με τον Ευρωπαϊκό Πόλεμο» στο Ντιτρόιτ. Το φθινόπωρο του 1916, η Ένωση οργάνωσε έναν κύκλο διαλέξεων για τον Γ. Ράιβα στις πόλεις Μπρίτζπορτ, Τσέστερ, Κλίβελαντ και Ντιτρόιτ, όπου μίλησε για τον πόλεμο και για τα σχέδια δημιουργίας μια νέας Διεθνούς. Στο διάστημα μεταξύ του Νοεμβρίου του 1916 και Ιανουαρίου 1917, ο Β. Βολίν ταξίδεψε στο Κλίβελαντ, το Σικάγο και το Ντιτρόιτ, για να μοιραστεί τις σκέψεις του για τον αναρχισμό, τον συνδικαλισμό, τον πόλεμο και τη γενική απεργία.

Μια σημαντική δραστηριότητα των εμιγκρέδων ήταν το να περνάνε λαθραία αγκιτάτορες και έντυπο υλικό στη Ρωσία, μετά τη διακοπή των κανονικών συνδέσεων λόγω του πολέμου. Τον Σεπτέμβριο του 1915, οι εκδότες της Rabocheye Znamya ανακοίνωσαν τη συλλογή πόρων γι’ αυτό τον σκοπό. Ο Νικολάι Πετρόφ-Παυλόφ, που ζούσε στην ιαπωνικής κατοχής Νταϊρέν, κοντά στη ρωσική σφαίρα επιρροής στη Μαντζουρία, πέρασε λαθραία στη Ρωσία τα κείμενα των Ρώσων εμιγκρέδων αναρχικών μέσω Harbin, καθώς επίσης και μέσω ναυτών από το Βλαδιβοστόκ. Το 1915 κατάφερε μόνος του να περάσει από τα σύνορα μέρος της κυκλοφορίας του περιοδικού Nabat, μαζί με τις μπροσούρες Novoye Yevangeliye [Νέο Ευαγγέλιο] και Za mir [Για την ειρήνη]. Στο Πέτρογκραντ, αναρχικές εκδόσεις έφτασαν μέσω Αρχάγγελσκ (πιθανώς με τη βοήθεια ναυτών εμπορικών πλοίων). Σύμφωνα με τον Λαζάρεφ, το 1915 οι εκδότες του Golos Truda δημιούργησαν αρκετές ομάδες προπαγάνδας στη Ρωσία. Την άνοιξη του 1916 μερικοί από τους ακτιβιστές επέστρεψαν στη γενέθλια γη τους για να διανείμουν εφημερίδες και να δημιουργήσουν επαφές. Για παράδειγμα, τον Νοέμβριο του 1916, ο Σερμπανένκο, ένας γραφέας του 28ου Εφεδρικού Τάγματος Πεζικού στο Χάρκοβο, έλαβε από την Αμερική μια μπροσούρα με τον τίτλο Για ποιον πολεμά ο στρατιώτης;, η οποία ενθάρρυνε την άρνηση της στρατιωτικής θητείας. Προπαγανδιστικό υλικό έφτασε επίσης στη Ρωσία μέσω του Αναρχικού Κόκκινου Σταυρού, που είχε την έδρα του στη Νέα Υόρκη. Ξεκινώντας το 1913, ο Αναρχικός Κόκκινος Σταυρός συγκέντρωσε και έστειλε πόρους σε πολιτικούς κρατουμένους και εξόριστους σε 25 τοποθεσίες στη Ρωσία. Χάρη στις προσπάθειές του, ένα ερωτηματολόγιο διανεμήθηκε σε φυλακές και τόπους εξορίας για να προσδιοριστούν οι απόψεις των φυλακισμένων και των εξόριστων για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη συνέχεια, τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιοποιήθηκαν, φανερώνοντας τα αντιπολεμικά αισθήματα της πλειονότητας όσων απάντησαν.

Οι εμιγκρέδες βοήθησαν επίσης Ρώσους λιποτάκτες. Αυτού του τύπου η βοήθεια  οργανώθηκε από τον Πετρόφ-Παυλόφ. Μέσω της διεύθυνσής του, εστάλησαν πόροι για τη διαβίωση και τα ταξιδιωτικά έξοδα για φυγόδικους από τη στρατιωτική θητεία προς την Ιαπωνία, την Αυστραλία και την Αμερική. Η αλληλογραφία με τους συγγενείς τους επίσης προωθούνταν μέσω της ίδιας διεύθυνσης. Αυτή η διαδικασία χρηματοδοτήθηκε από δωρεές αναρχικών και Μπαντιστών[5] που ζούσαν στις ΗΠΑ, καθώς και των συγγενών των λιποτακτών και των πολιτικών κρατουμένων που είχαν αποδράσει. Τον Φεβρουάριο του 1916, ο Πετρόφ-Παυλόφ έκανε αίτηση στην ιαπωνική κυβέρνηση προκειμένου να παρασχεθεί άδεια σε περίπου 50 λιποτάκτες στο Νταϊρέν να μετακινηθούν σε κορεατική επικράτεια. Επίσης, διατήρησε αλληλογραφία με εξόριστους που ζούσαν στη Σιβηρία (αναρχικούς και σοσιαλδημοκράτες), στέλνοντας σε μερικούς από αυτούς χρήματα και αναρχικά έντυπα και βοηθώντας τους να διαφύγουν παράνομα από τη χώρα. Το 1915, το περιεχόμενο της αλληλογραφίας του ανακαλύφθηκε από τον Γάλλο στρατιωτικό λογοκριτή και στο τέλος του Οκτωβρίου του 1916, ο Πετρόφ-Παυλόφ συνελήφθη από την ιαπωνική αστυνομία κατόπιν αιτήματος του Ρώσου προξένου και εκδόθηκε στη Ρωσία.

Το αναρχικό κίνημα βίωσε μια ανοδική πορεία την περίοδο 1914-1917 στην επικράτεια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Αν το 1914-1915 οι αναρχικές ομάδες, που αριθμούσαν από 6 ως 50 μέλη, δραστηριοποιούνταν σε οκτώ ή εννιά πόλεις, μέχρι το 1916 ή τις αρχές του 1917 το κίνημα είχε ήδη παρουσία σε 17 πόλεις. Οι πιο μαζικές συγκεντρώσεις έγιναν στο Πέτρογκραντ (το 1916 υπήρχαν 6 οργανώσεις που αριθμούσαν συνολικά 100 μέλη) και τη Μόσχα (7 ομάδες με 73 συμμετέχοντες την ίδια χρονιά). Συνολικά, σύμφωνα με τα δεδομένα του Β.Β. Κριβένκι, υπήρχαν περίπου 300 αναρχικοί στη Ρωσία στις αρχές του 1917. Μια διαδικασία σταδιακής ενοποίησης του κινήματος έλαβε χώρα, πράγμα που οδήγησε στη δημιουργία μεγάλων κέντρων. Έτσι, την άνοιξη του 1914, εμφανίστηκε η «Ομάδα Εξόριστων Αναρχοκομμουνιστών της Ανατολικής Σιβηρίας», η οποία συνένωσε αρκετές δεκάδες άτομα. Στο Πέτρογκραντ, η Βόρεια Ένωση Αναρχικών και η Βόρεια Ομάδα Αναρχικών, που ένωσαν τις περιφερειακές οργανώσεις της πρωτεύουσας σε όλη την πόλη, σχηματίστηκαν το 1914 και το 1916 αντίστοιχα. Υπήρξε μια αξιοσημείωτη τάση προς την εγκαθίδρυση διαπεριοχικών συνδέσμων. Με αυτόν τον τρόπο, το διάστημα 1914-1916, απεσταλμένοι από το Πέτρογκραντ επισκέφθηκαν τις πόλεις Μπακού, Μπριάνσκ, Γεκατερίνοσλαβ, Κίεβο, Μόσχα, Οδησσό, Τούλα και Χάρκοβο. Το 1916 ο ηγέτης των Ενωμένων Ομάδων Αναρχικών της Περιφέρειας Βίμποργκ [Πέτρογκραντ] δημιούργησε μια οργάνωση στη Μόσχα. Στις αρχές του 1917, ο αναρχικός N. Λεμπέντεφ από το Πέτρογκραντ σχημάτισε ένα μυστικό κύκλο εργατών στο Καζάν. Τον Δεκέμβριο του 1914 και το φθινόπωρο του 1916, πραγματοποιήθηκαν ανεπιτυχείς προσπάθειες να διοργανωθεί ένα εθνικό συνέδριο των Ρώσων αναρχικών.

Οι αντιπολεμικές δραστηριότητες των αναρχικών οργανώσεων στη Ρωσία τοποθετούνταν κυρίως στο πεδίο της προπαγάνδας. Λόγω των συνθηκών μυστικότητας υπό τις οποίες ασκούνταν η πολιτική δραστηριότητα, ήταν δύσκολο να πραγματοποιηθεί αυτή η προπαγάνδα προφορικά και δημοσίως. Η κατάσταση παρουσιάζεται χαρακτηριστικά από ένα επεισόδιο της ζωής του Β.A. Ποσς, δημοσιογράφου και ευρέως γνωστού υποστηρικτή των ιδεών του πασιφιστικού αναρχισμού, του επαναστατικού συνδικαλισμού και των συνεργατικών δραστηριοτήτων. Τον Αύγουστο του 1914, κατά τη διάρκεια ενός κύκλου ομιλιών στις πόλεις της περιοχής του Βόλγα και των Ουραλίων, επισκέφτηκε το Σάραπουλ. Εκεί έδωσε μια διάλεξη για τη Γερμανία και τους Γερμανούς, ανασκευάζοντας διάφορους προπαγανδιστικούς μύθους: «Έδειξα ότι ο πόλεμος γενικά είναι μοχθηρός, κακός και βάναυσος, αλλά ότι οι Γερμανοί δεν είναι περισσότερο άγριοι από τους Άγγλους, τους Γάλλους ή εμάς, τους Ρώσους. Επικαλέστηκα τις ιδιοφυΐες της γερμανικής λογοτεχνίας, τέχνης και επιστήμης, θύμισα όσα είχαμε μάθει από τους Γερμανούς και εξέφρασα την ισχυρή πεποίθησή μου ότι μετά το τέλος του πολέμου θα ήμασταν φίλοι με τους Γερμανούς, ότι θα μαθαίναμε ο ένας από τον άλλον όχι να πολεμάμε, αλλά να δουλεύουμε και να δημιουργούμε. Τέθηκα ενάντια στην παρενόχληση των Γερμανών που ζουν στη Ρωσία, παρουσιάζοντάς τους ως αθώα θύματα του Βίλχελμ». Η διάλεξη οδήγησε στη δυσφήμηση του Ποσς στoν τοπικό ακροδεξιό φιλομοναρχικό τύπο, όπου χαρακτηρίστηκε σχεδόν ανοιχτά Γερμανός και Αυστροουγγαρός κατάσκοπος. Στην επόμενη ομιλία του εμφανίστηκε μεγάλος αριθμός αστυνομικών. Μια μέρα αργότερα, αμέσως μετά από ένα κήρυγμα του Αρχιεπισκόπου Αμβροσίου, αρχηγού της τοπικής οργάνωσης Black Hundreds[6], στον τοπικό καθεδρικό, ένα πλήθος ενοριτών επιχείρησε να λιντσάρει τον Ποσς κοντά στην πλατεία της πόλης. Μόνο η παρέμβαση ενός δικαστικού υπαλλήλου, που έτυχε να περνά από εκεί, έσωσε τη ζωή του ομιλητή με τις αντιπολεμικές ιδέες. Μέσω διατάγματος του κυβερνήτη του Βιάτκα, όπου βρισκόταν το Σάραπουλ, ο Ποσς τιμωρήθηκε με βαρύ πρόστιμο. Στη συνέχεια, ο υπουργός εσωτερικών επέβαλε μια απαγόρευση στις ομιλίες του Ποσς μέχρι την άνοιξη του 1916.

Παρ’ όλα αυτά, οι αναρχικοί έκαναν προσπάθειες να πραγματοποιήσουν προπαγάνδα σε μαζικές συγκεντρώσεις. Έτσι, στις 15 Αυγούστου 1916, ο A. Σκβορτσόφ και ο Σ. Λεβίν  μίλησαν σε μια παράνομη συγκέντρωση εργατών των εργοστασίων του Χάρκοβου, διακηρύσσοντας ότι ο πόλεμος ήταν προς συμφέρον των καπιταλιστών, που πλούτιζαν με θυσίες του προλεταριάτου. Σε μια προσπάθεια να αντικρούσουν τα επιχειρήματα των ντιφενσιστών, επέμειναν ότι σε περίπτωση νίκης της Αντάντ η υλική κατάσταση των εργατών θα χειροτέρευε, ως αποτέλεσμα του τεράστιου χρέους της Ρωσίας προς τους συμμάχους της. Στις 11 Οκτωβρίου 1916, ο Σκβορτσόφ πήρε μέρος σε φοιτητικές διαδηλώσεις στο Χάρκοβο, φωνάζοντας το σύνθημα «Κάτω ο Πόλεμος, ζήτω η Επανάσταση».

Πιο αξιοπρόσεκτη ήταν η έντυπη προπαγάνδα. Σύμφωνα με τον Π.O. Κορότιτς, στο διάστημα 1914-1916 εκδόθηκαν στη Ρωσία τουλάχιστον 27 αναρχικά φυλλάδια και προκηρύξεις. Κατά κανόνα, αναπαράγονταν μέσω μηχανημάτων χεκτογραφικού ή σαπιρογραφικού τύπου[7]. Αρκετά συχνά, μοιράζονταν και χειρόγραφα φυλλάδια. Σπανίως μόνο κατάφεραν οι αναρχικές ομάδες να στήσουν κάποιο κρυφό τυπογραφείο. Έτσι, οι Ομάδες Αναρχοσυνδικαλιστών της Μόσχας, από κοινού με τους Μπολσεβίκους, απέκτησαν ένα πολυγραφικό μηχάνημα και στη συνέχεια απαλλοτρίωσαν μια πρέσα από ένα τυπογραφικό ίδρυμα. Σε αρκετές περιπτώσεις έγιναν προσπάθειες να εκδοθούν περιοδικά: το 1914-1915 η «Ομάδα Εργατών Αναρχοκομμουνιστών» στο Πέτρογκραντ εξέδωσε ένα τεύχος του δελτίου Anarkhia και η Βόρεια Ένωση Αναρχικών δύο τεύχη του περιοδικού Anarkhist, τα οποία είχαν τυπωθεί με μηχάνημα χεκτογραφικού τύπου. Επίσης, η Βόρεια Ομάδα Αναρχικών εξέδωσε το 1915 τις προπαγανδιστικές μπροσούρες «Θεμέλια του Αναρχισμού» και «Τρεις εχθροί: η Πείνα, η Άγνοια και ο Φόβος».

Τα πρώτα αντιπολεμικά φυλλάδια εμφανίστηκαν ήδη το φθινόπωρο του 1914. Τα πιο διάσημα ανάμεσά τους ήταν το «Προς τους στρατιώτες» (Οκτώβριος, Ιρκούτσκ) και «Προς όλους τους εργάτες» (Νοέμβριος, Αγία Πετρούπολη). Ανάμεσα στον Αύγουστο του 1914 και τον Ιανουάριου του 1917, οι αναρχικοί του Πέτρογκραντ μόνο παρήγαγαν 13 φυλλάδια (1 το 1914, 9 το 1915 και 3 το 1916). Είναι δυνατό να υπολογίσουμε τον αριθμό των αντιτύπων που κυκλοφόρησαν από τις αστυνομικές αναφορές. Έτσι λοιπόν, κατά τη διαδικασία ερευνών και συλλήψεων που αφορούσαν στα μέλη της Ομάδας Εργατών Αναρχοκομμουνιστών στο Πέτρογκραντ, κατασχέθηκαν 100 αντίτυπα της έκκλησης «Σύντροφοι! 10 χρόνια πριν…» και 85 αντίτυπα του «Ο Πόλεμος και η Επανάσταση». Τα φυλλάδια που εξέδιδαν οι Ομάδες Αναρχοσυνδικαλιστών της Μόσχας ήταν ανάμεσα στα 1000 και τα 2000. Αυτά τα φυλλάδια απευθύνονταν κυρίως στους εργάτες και διανέμονταν στους χώρους εργασίας. Συγκεκριμένα, τον Αύγουστο του 1915 τα φυλλάδια της Βόρειας Ομάδας Αναρχικών με τίτλο «Για τον Πόλεμο» και «Σύντροφοι! Η εργαζόμενη Ρωσία και το ρωσικό προλεταριάτο…» διαβάστηκαν στο μεταλλουργικό εργοστάσιο του Πούτιλοφ, στα εργαστήρια κατασκευής πλοίων στη Βαλτική και στο Μηχανικό Εργοστάσιο του Πέτρογκραντ. Στη διάρκεια του χειμώνα και της άνοιξης του 1916, αναρχικοί που έφτασαν στη Μόσχα από το Πέτρογκραντ υπό τη διεύθυνση του Β.I. Φιοντόροφ μοίρασαν τις μπροσούρες «Τα θεμέλια του Αναρχισμού» και «Η πορεία ενάντια στον Πόλεμο» στο Στρατιωτικο-βιομηχανικό Εργοστάσιο υπ’ αριθμ. 1, καθώς και στα εργοστάσια «Dynamo», «Dux», «Dobrov & Nabgolts» και «Bara». Τον Σεπτέμβριο του 1916, φυλλάδια εμφανίστηκαν στη Μόσχα στα εργοστάσια Mikhelson και Dux καθώς και στα εργαστήρια του τραμ στο Σοκόλνικι. Σύμφωνα με την αστυνομία, «ορισμένοι από τους εργάτες αντέδρασαν με συμπάθεια στα φυλλάδια». Οι εργατικές αναταραχές χρησιμοποιούνταν σε τακτική βάση για τους σκοπούς της προπαγάνδας. Παραδείγματος χάρη, στις 27 Οκτωβρίου 1915, κατά τη διάρκεια μιας απεργίας στο εργοστάσιο «Φοίνικας» στο Πέτρογκραντ, διανεμήθηκε μια έκκληση για την παύση του πολέμου διαμέσου μιας κοινωνικής επανάστασης.

Τα περισσότερα φυλλάδια δήλωναν το κοινό στο οποίο στόχευαν («Προς όλους τους εργάτες», «Εργάτες!», «Αδερφοί στρατιώτες!», «Σύντροφοι εργάτες!», «Σωληνάδες!», «Εργαζόμενοι άνδρες και γυναίκες!» και μετέδιδαν συνθήματα («Τέλος στον Πόλεμο!» «Αρκετά με τους αιματηρούς σας πολέμους!» κ.λπ.). Περιείχαν μια ευθεία εκτίμηση για την εξέλιξη του πολέμου, χαρακτηρίζοντάς τον με όρους όπως «αιματηρό παιχνίδι των κυβερνήσεων», «αδελφοκτόνος πόλεμος», «τεράστια παγκόσμια σφαγή» κ.λπ. Η κατάσταση στη Ρωσία παρουσιαζόταν ως καταστροφική: «Οι απώλειες των στρατευμάτων μας ξεπερνούν τα δύο εκατομμύρια. Κάθε μέρα πολέμου επισύρει πάνω από 40.000 απώλειες και κοστίζει 200 εκατομμύρια [ρούβλια]». Μια νέα νότα που έκανε την εμφάνισή της στο πλαίσιο της αναρχικής προπαγάνδας ήταν η κατηγορία για προδοσία, που εκφράστηκε με ιδιαίτερα οξεία μορφή σε ένα φυλλάδιο των MGAS με τίτλο «Η Απελευθέρωση των εργατών αφορά τους ίδιους τους εργάτες», το οποίο μοιράστηκε τον Νοέμβριο του 1916. «Θυμόμαστε», έγραφε το φυλλάδιο, «τα ονόματα των Σουχομλίνοφ και Μιασοεντόφ, των οποίων η προδοσία συνέβαλε στην πιο αποτελεσματική καταστροφή του Ρωσικού στρατού. Ξέρουμε ότι η προδοσία βρήκε ένα σπίτι στο βασιλικό ανάκτορο και ότι γύρω από τη νεαρή τσαρίνα έχει συγκεντρωθεί ένας κύκλος Γερμανόφιλων με πράκτορες στις ουδέτερες χώρες. Γι’ αυτόν τον λόγο υπάρχει μια τέτοια αδίστακτη εξολόθρευση των Ρώσων εργατών και χωρικών στο Μέτωπο. Γι’ αυτό οι απώλειές μας έχουν φτάσει σε τέτοιους φριχτούς αριθμούς – σχεδόν 9 εκατομμύρια άνθρωποι, περισσότεροι δηλαδή απ’ ό,τι οι απώλειες της Γερμανίας και της Αυστρίας μαζί.»

Αυτό το φυλλάδιο των MGAS έχει ενδιαφέρον γιατί εμπεριέχει τη στρατηγική πολιτικής πάλης που οδήγησε στον εκθρονισμό του Νικολάου ΙΙ τις μέρες του Φεβρουαρίου του 1917. Κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι απέτυχε να λύσει την «επισιτιστική κρίση», το φυλλάδιο προέβλεπε τον ερχομό της πείνας αν η δημόσια πρωτοβουλία καταπνιγόταν από τις πράξεις της γραφειοκρατίας. Από τη μεριά τους, οι συγγραφείς του φυλλαδίου υποστήριζαν ότι οι εργάτες θα έπρεπε να εκμεταλλευτούν τη διαμάχη μεταξύ της Κρατικής Δούμας[8] και του Νικολάου ΙΙ: «Σύντροφοι, σας προτρέπουμε ξανά να πάρετε στα χέρια σας το ένδοξο όπλο της προλεταριακής πάλης και να δώσετε ένα αποφασιστικό χτύπημα στον χειρότερο εχθρό σας. Ας σημαδευτεί η εναρκτήρια μέρα της Κρατικής Δούμας από μια γενική απεργία του προλεταριάτου της Μόσχας. Εκείνη τη μέρα η μπουρζουαζία ετοιμάζεται να ασκήσει πίεση από το κοινοβουλευτικό βήμα και έτσι ο ορκισμένος εχθρός μας θα αντιμετωπίσει χτυπήματα κι από τις δύο μεριές». Έτσι λοιπόν η πάλη για το αναρχικό ιδεώδες μετατίθετο σε ένα μακρινό μέλλον (πράγμα ασυνήθιστο για αναρχικούς των αρχών του 20ού αιώνα) και ως άμεσοι στόχοι τίθονταν η ανατροπή της απολυταρχίας, η παύση του πολέμου, η παροχή πολιτικών ελευθεριών και η αμνηστία.

Οι γνωστοί αναρχικοί A. Μποροβόι, A.Γ. Ζελέζνιακοφ, Γ.Π. Μαξίμοφ και άλλοι έκαναν προπαγανδιστική δουλειά στον στρατό και στον στόλο. «Είχα ήδη αποφασίσει σχετικά με ένα ερώτημα που με βασάνιζε», θυμάται ο Maximoff, που είχε την επιλογή να εξαιρεθεί από τη στρατιωτική θητεία. «Αντί να αποφύγω την επιστράτευση, θα πήγαινα στρατιώτης και θα ζούσα κάτω από τις ίδιες συνθήκες με τους ανθρώπους, θα μοιραζόμουν όλες τις δυσκολίες τους και θα έκανα αντιπολεμική και πολιτική προπαγάνδα στους στρατώνες». Το 1915 έγινε μη μαχόμενος εθελοντής στο 176ο Εφεδρικό Σύνταγμα Πεζικού, που έδρευε στο Κρασνόγιε Σέλο, κοντά στο Πέτρογκραντ. Εκεί ο Μαξίμοφ μίλησε στους στρατιώτες, ασκώντας κριτική στον πόλεμο και τις πολιτικές του Νικολάου ΙΙ και αναλύοντας προσεκτικά τις ιδέες της αναρχικής αυτοδιαχείρισης. Ως ένας από τους πιο εγγράμματους, κέρδισε την εμπιστοσύνη των κατώτερων στρωμάτων του λόχου του και τον έστειλαν να συναντήσει τον αντιπρόσωπο της Κρατικής Δούμας Αλεξάντερ Κερένσκι, μεταφέροντας μια αίτηση ενάντια στη χρήση της σωματικής τιμωρίας από μέρους των διοικητών. Ο A. Ζελέζνιακοφ υπηρέτησε στη 2η Βαλτική Ναυτική Αποθήκη τα χρόνια 1915-1916 και στη συνέχεια στο εκπαιδευτικό σκάφος «Okean». Με τις επιστολές του ενημέρωνε τους αναρχικούς της Μόσχας για το ηθικό των ναυτών και για τη δική του δραστηριότητα (είχε καταφέρει να στήσει ένα σύστημα διανομής φυλλαδίων και βιβλίων σε αυτούς που υπηρετούσαν τη θητεία τους). Το 1915 η «Ομάδα Εργατών Αναρχοκομμουνιστών» έβαζε τα φυλλάδιά της μέσα σε εφημερίδες, σε μια προσπάθεια να τα διανείμει στους στρατιώτες. Η κρυφή μεταφορά αντιπολεμικών φυλλαδίων στο Μέτωπο και η διανομή όπλων προς την αντίθετη κατεύθυνση διεκπεραιωνόταν από τα μέλη των MGAS. Η Βόρεια Ένωση Αναρχικών ήλπιζε να στρατολογήσει φαντάρους για απόπειρες κατά της ζωής του υψηλόβαθμου διοικητικού προσωπικού. Γι’ αυτόν τον σκοπό, το 1916, υπήρχε σχέδιο να δημιουργηθούν ομάδες μάχης από μέλη της φρουράς του Πέτρογκραντ.

Οι εκκλήσεις που απευθύνονταν στους στρατιώτες ανέφεραν πρώτα απ’ όλα τις ταλαιπωρίες του πολέμου και απέδιδαν την ευθύνη γι’ αυτές στην κυβέρνηση του τσάρου και στους καπιταλιστές: «Εσείς, στρατιώτες, χύσατε το αίμα σας για τα συμφέροντα του τσάρου και του καπιταλισμού κι εσείς, καταδικασμένοι στον αφανισμό, αναγκάζεστε να πεινάτε και να παγώνετε στα χαρακώματα, ντυμένοι με άθλια κουρέλια και να σας μεταχειρίζονται σαν “τροφή για τα κανόνια” και σαν “ένα σωρό σκατά”». Τα φυλλάδια υποστήριζαν ότι «οι ζωές και η υγεία των ίδιων των στρατιωτών θεωρούνται από τους διοικητές λιγότερο πολύτιμες από τις σφαίρες»· «και τι αχρεία συμπεριφορά έχει η κυβέρνηση απέναντι στους πληγωμένους, τι θλιβερή ελεημοσύνη τούς πετάνε οι στρουμπουλοί κύριοι, τι προκλητικοί περιορισμοί τίθενται στα διαθέσιμα οφέλη, όταν πρόκειται για όσους επλήγησαν στον πόλεμο». Η χειροτέρευση της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης της χώρας συνδεόταν στενά με τη διεξαγωγή του πολέμου: «Την ίδια στιγμή, όλα τα οικονομικά βάρη του πολέμου πέφτουν στους φτωχούς· οι φόροι ανεβαίνουν με απίστευτο ρυθμό, το ίδιο και οι ορέξεις των κατασκευαστών και των εμπόρων, που φουσκώνουν το κόστος των αγαθών, κλέβοντας και οδηγώντας τις οικογένειες των εφέδρων στη φτώχεια και τους ανέργους στην πείνα.» Ιδιαίτερη έμφαση δινόταν στη σκληρή αντιμετώπιση που έδειχναν οι αρχές σε αυτούς που βρίσκονταν στα μετόπισθεν: «Το αίμα σας χύθηκε στα μεγάλα θανατηφόρα πεδία μαχών μεταξύ ανθρώπων που τους έστρεψαν τον έναν εναντίον του άλλου οι αυτοκράτορες και οι κυβερνήσεις όλων των φιλοπόλεμων κρατών. Αυτό γίνεται στο όνομα της δεσποτικής εξουσίας και της καπιταλιστικής μπουρζουαζίας, αυτών δηλαδή που, ενώ τα όπλα βρυχώνται και το αίμα των ανθρώπων τρέχει, ληστεύουν τις γυναίκες, τους πατέρες και τις μητέρες σας. Και σε κάθε προσπάθεια διαμαρτυρίας, η αστυνομία, με εντολή της κυβέρνησης, πυροβολεί άοπλους εργάτες, γυναίκες, ηλικιωμένους και παιδιά.» Έτσι η καταστολή αποδιδόταν στην αστυνομία, όχι στους στρατιώτες. Σε αυτές τις εκκλήσεις, διαδίδονταν ψευδείς φήμες, σε ξεκάθαρη αντίθεση με την ντεφαιτιστική[9] θέση των αναρχικών: «Λένε ότι οι προδότες στρατηγοί μας, με επικεφαλής την Τσαρίνα Μαρία, πούλησαν στη Γερμανία τα σχέδια των στρατιωτικών επιχειρήσεών μας. Και αυτή η προδοσία κόστισε πολύ στη ρημαγμένη μας πατρίδα. Εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές εκτέθηκαν σε βέβαιο θάνατο λόγω της προδοτικής κυβέρνησης και των στρατηγών». Υπήρχαν επίσης αναφορές για κάποια κοινωνική αναταραχή ανάμεσα στους εργάτες και τους στρατιώτες της Αυστροουγγαρίας και της Γερμανίας, πράγμα που θεωρείτο ως απόδειξη μια επικείμενης επανάστασης. «Προκειμένου να μπει ένα τέλος στην απρόσεκτη συμπεριφορά των αρπακτικών που οδηγούν τις μάζες στη μαζική σφαγή, είναι απαραίτητο να καταστραφεί το κράτος…», έγραφαν τα φυλλάδια. «Οι εργατικές μάζες βρίσκονται αντιμέτωπες με τον στόχο της καταστροφής του καπιταλιστικού συστήματος και της εξαφάνισης του κράτους μέσω μιας βίαιης επανάστασης και με το να πάρουν τη γη, τα εργοστάσια και όλα τα υπάρχοντα της ανώτερης τάξης και να τα κάνουν διαθέσιμα για κοινή χρήση».

Σε μια προσπάθεια να διευρύνουν τον αριθμό των υποστηρικτών τους, οι αναρχικοί βοήθησαν λιποτάκτες. Το 1916, μια αναφορά από την Οχράνα[10] του Πέτρογκραντ σημείωνε ότι «το μεγαλύτερο ποσοστό των μελών των αναρχικών ομάδων είναι στρατιώτες-λιποτάκτες, καθώς και άνθρωποι που αποφεύγουν την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και ζουν παράνομα». Σύμφωνα με την αστυνομία, «αυτοί οι άνθρωποι, δελεασμένοι από την προοπτική να έχουν τα έξοδα διαβίωσής τους πληρωμένα από μια οργάνωση, μπαίνουν με τη θέλησή τους σε αναρχικές ομάδες, εκπαιδεύονται ως στελέχη και εκτελούν υπάκουα απαλλοτριώσεις καταπώς τους υποδεικνύεται». Στο μεταξύ, υπήρχε ένας «σημαντικός αριθμός λιποτακτών που ζούσαν στην πρωτεύουσα χωρίς κάποιο ορατό μέσο υποστήριξης». Οι αναρχικοί ήταν σε θέση να τους προμηθεύουν όχι μόνο με χρήματα, αλλά και με πλαστά έγγραφα. Το καλοκαίρι λοιπόν του 1914, ο A. Τιουχανόφ με την υποστήριξη των MGMAS κανόνισε να γίνει παραγωγή «λευκών εισιτηρίων» (αποδεικτικών εξαίρεσης από τη στρατιωτική θητεία) σε ένα από τα τυπογραφεία, προκειμένου να διανεμηθούν σε αναρχικούς και σε συμπαθούντες τους που ήθελαν να αποφύγουν τη στρατολόγηση. Δημιουργήθηκαν επίσης διαβατήρια και άλλα έγγραφα. Έτσι, όταν έγινε έρευνα σε ένα διαμέρισμα στο Πέτρογκραντ στις 16 Μαρτίου 1916, ο αναρχικός Π.Ν. Φιλιμόσκιν συνελήφθη να κατασκευάζει πλαστά διπλώματα αποφοίτησης από το Δημοτικό Σχολείο του Μπογκορόντσκι.

Υπήρξαν επίσης περιπτώσεις αναρχικών που λιποτακτούσαν από τον στρατό και το ναυτικό. Παραδείγματος χάρη, τον Ιούνιο του 1915, μια ομάδα αναρχικών στη Μόσχα, που αποτελούνταν από Λετονούς υποδηματοποιούς και είχε οργανωθεί από τον Μπελέφσκι-Μπερζίν, σχεδίασε την απόδραση του αναρχικού Γκάιλ, που είχε καταταγεί παρά τη θέλησή του στον στρατό. Τον Αύγουστο του 1915, ο K.A. Τσεσνίκ, ένας στρατιώτης στο 143ο Σύνταγμα Πεζικού του Ντορογκομπούζσκι, δραπέτευσε από το Νοσοκομείο «Ο Μέγας Πέτρος» στη Μόσχα. Αργότερα ο Τσεσνίκ θα γινόταν μέλος της αναρχικής ομάδας στο Χάρκοβο. Στις 30 Μαΐου 1916, ο αναρχικός E. Π. Ρουντζίνσκι λιποτάκτησε από το 29ο Εφεδρικό Τάγμα Πεζικού. Το 1916, ο Ζελεζνιακόφ απέδρασε από το εκπαιδευτικό πλοίο «Okean».

Στις αντιπολεμικές τους δραστηριότητες, οι αναρχικοί βρήκαν κοινό έδαφος για συνεργασία με τα σοσιαλιστικά κόμματα. Ήδη από το φθινόπωρο του 1914, αναρχικοί, σοσιαλεπαναστάτες και σοσιαλδημοκράτες στο Χάρκοβο συζήτησαν την κοινή έκδοση αντιπολεμικών φυλλαδίων. Στις αρχές του Φεβρουαρίου του 1915, υπήρξαν στη Μόσχα συναντήσεις αναρχικών, σοσιελεπαναστατών και αναρχοσυνδικαλιστών που ήταν αντίθετοι στον πόλεμο. Ωστόσο, εξαιτίας των μεταξύ τους διαφορών, αυτές οι συναντήσεις δεν οδήγησαν σε αποτελέσματα. Οι προϋποθέσεις για κοινή δράση ήταν πιο ευνοϊκές σε φυλακές και τόπους εξορίας, όπου οι συνθήκες της κοινής ζωής και της μάχης για τα δικαιώματα των φυλακισμένων ένωσαν εκπροσώπους ποικίλων ιδεολογικών τάσεων. Το 1916, ορισμένοι εξόριστοι αναρχικοί στο Τομσκ μπήκαν σε μια Στρατιωτικο-σοσιαλιστική ομάδα που περιλάμβανε μπολσεβίκους, σοσιαλεπαναστάτες και μενσεβίκους. Στα κάτεργα της Χερσόνσκαγια, αναρχικοί πήραν μέρος σε μια έρευνα σχετικά με τις στάσεις απέναντι στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα χαρακτηριστικά και τα αναμενόμενα αποτελέσματά του, η οποία είχε οργανωθεί από τον Μαξιμαλιστή Σοσιαλεπαναστάτη B. Ζαντανόφσκι. Η έρευνα αποκάλυψε μια υπεροχή των διεθνιστικών, ντεφαιτιστικών στάσεων. Την άνοιξη του 1916, οι katorzhniks της Χερσώνας εξέδωσαν ένα παράνομο χειρόγραφο περιοδικό με το όνομα Svobodnyye mysli [Ελεύθερες Σκέψεις], το οποίο περιλάμβανε συζητήσεις σχετικά με τον πόλεμο. Ανάμεσα στους συγγραφείς και δημιουργούς του ήταν οι αναρχικοί A. N. Αντρέγιεφ, Βινικούροφ και K. Κασπάροφ.

Συνεπώς, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η αντιπολεμική προπαγάνδα αποτελούσε ένα σημαντικό κομμάτι των δραστηριοτήτων των Ρώσων αναρχικών, πράγμα που συνέβαλε στην επέκταση της επιρροής τους και στην ανάπτυξη του κινήματος ανάμεσα στους εργάτες, τους εργαζόμενους και τους λιποτάκτες, που πύκνωσαν τις γραμμές των αναρχικών οργανώσεων. Εξίσου σημαντική ήταν και η ενεργή δουλειά ανάμεσα στους στρατιώτες και τους ναύτες. Έχει σημασία ότι στη διάρκεια αυτής της περιόδου, κάποιοι από τους αναρχικούς υποστήριξαν μια στρατηγική πάλης που εφαρμόστηκε τις μέρες του Φεβρουαρίου του 1917.

Μετάφραση Γιάννης Κτενάς, Σωτήρης Παπαδημητρίου

Βιβλιογραφία – Πηγές

A. A. Mkrtichyan, «Vsyakogo ugnetatelya lichnosti ya nenavizhu» [«Μισώ οποιονδήποτε καταπιέζει τους ανθρώπους»] // Trudy Komissii po nauchnomu naslediyu P.A. Kropotkina [πρακτικά της Επιτροπής για την επιστημονική κληρονομιά του Π. Α. Κροπότκιν], (Moscow: 1992).

Α. Dubovik, Chornoye znamya v stolitse imperii. Anarkhisty Peterburga v 1910-17 gg. [Η Μαύρη σημαία στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Αναρχικοί του Πίτερμπεργκ το 1910-17] // Novyy Svet. [Νέο Φως.], 1998, Καλοκαίρι, № 2 (42).

A. Α. Shtyrbul, Anarkhistskoye dvizheniye v Sibiri v 1-y chetverti XX veka. Antigosudarstvennyy bunt i negosudarstvennaya samoorganizatsiya trudyashchikhsya: teoriya i praktika [Το αναρχικό κίνημα στη Σιβηρία το 1ο τέταρτο του 20ού αιώνα. Αντιφασιστική εξέγερση και μη κρατική αυτο-οργάνωση των εργαζομένων: θεωρία και πρακτική], Μέρος 1, (Omsk: 1996).

Α. Ge, Sotsialisticheskoye grekhopadeniye i vozrozhdeniye rabochego Internatsionala [Η σοσιαλιστική ηθική χρεοκοπία και η αναγέννηση της εργατικής Διεθνούς] // Golos truda, 1915, αρ. 21.

Α. Skirda, Individual’naya avtonomiya i kollektivnaya sila. Obzor libertarnykh idey i praktik ot Prudona do 1939 g. [Προσωπική αυτονομία και συλλογική δύναμη. Μια έρευνα για τις ελευθεριακές ιδέες και πρακτικές από τον Προυντόν μέχρι το 1939], (Παρίσι, 2002). Το βιβλίο του Skirda είναι διαθέσιμο στα Αγγλικά ως: Facing the Enemy: a Historyof Anarchist Organization from Proudhon to May 1948 [Αντιμετωπίζοντας τον Εχθρό: Ιστορία της Αναρχικής Οργάνωσης από τον Προυντόν μέχρι τον Μάιο του 1948], (AK Press / Kate Sharpley Library, 2002).

Α. Ν. Tyukhanov, Palubnaya pokhodka [Τα πόδια της θάλασσας] (Μόσχα, Λένινγκραντ: 1931).

Anarkhisty. Dokumenty i materialy 1883–1935 gg [Αναρχικοί. Ντοκουμέντα και υλικά 1883–1935.], (Μόσχα: 1998).

Β. Ι. Gorev, Anarkhizm v Rossii (ot Bakunina do Makhno) [Αναρχισμός στη Ρωσία (από τον Μπακούνιν στον Μάχνο)], (Μόσχα: 1930).

G. Kostenko, Oboronchestvo Kropotkina v gody I mirovoy voyny [Ο Ντιφενσισμός του Κροπότκιν κατά τη διάρκεια του Α ‘Παγκοσμίου Πολέμου] // Trudy Mezhdunarodnoy nauchnoy konferentsii, posvyashchonnoy 150-letiyu so dnya rozhdeniya P.A. Kropotkina, 3η έκδοση. (Μόσχα: 2001).

Doklad Petrogradskogo okhrannogo otdeleniya osobomu otdelu departamenta politsii

Domela-Nieuwenhuis, Vopros o militarizme [Το ερώτημα του μιλιταρισμού] // Anarkhizm. Sbornik. [Αναρχισμός. Συλλογή.], (Μόσχα: 1999).

Woodcock και I. Avakumovich, Ο Αναρχικός Πρίγκιπας: Μια βιογραφία του Πετρ Κροπότκιν (Λονδίνο: 1950). Μ. Miller, Kropotkin (Chicago: 1976),

Β. Sandomirsky, Kropotkin i Frantsiya,

Β. Sandomirsky, Torzhestvo antimilitarizma [Ο θρίαμβος του αντι-μιλιταρισμού], (Μόσχα, 1920) ,

Ρ. Maximoff, V gody voyny (Iz zapisok anarkhista) [Κατά τα χρόνια του πολέμου (Από τις σημειώσεις ενός αναρχικού)].

Grossman-Roshchin, Kharakteristika tvorchestva Ρ. Α. Kropotkina [Χαρακτηριστικά του δημιουργικού έργου του P.A. Κροπότκιν], (Petersburg, Μόσχα: 1921).

S. Grossman-Roshchin, K kritike osnov ucheniya P. A. Kropotkina.

Grave, Iz moikh vospominaniy o Kropotkine [Από τις αναμνήσεις μου από τον Κροπότκιν].

Ι. S. Knizhnik, Vospominaniya o Ρ.Α. Kropotkine και ob odnoy anarkhistskoy emigrantskoy gruppe [Αναμνήσεις για τον Π. Α. Κροπότκιν και μια ορισμένη ομάδα αναρχικών μεταναστών] // Krasnaya letopis [Κόκκινα χρονικά], 1922.

Ι. V. Petushkova, Petr Alekseyevich Kropotkin i I Mirovaya voyna [Πετρ Αλςξεγιεβιτς Κροπότκιν και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος] // Trudy Mezhdunarodnoy nauchnoy konferentsii, posvyashchonnoy 150-letiyu tak dnya rozhdeniya P.A. Kropotkina. [Πρακτικά του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου για την 150η επέτειο της γέννηση; του Π A Κροπότκιν.], 2η έκδοση, (Μόσχα: 1997).

Κ. [Μ. I. Gol’dsmit] Bakunin i voyna [Μπακούνιν και πόλεμος]

Lipotki, Russkoye anarkhicheskoye dvizheniye v Severnoy Amerike. Istoricheskiye okherki. [Το ρωσικό αναρχικό κίνημα στη Βόρεια Αμερική. Ιστορικά δοκίμια.]

Μ. Pierrot, Kropotkin i voyna [Κροπότκιν και πόλεμος] // Ρ. Α. Kropotkin i yego ucheniye. Internatsionalnyy sbornik, posvyashchonnyy desyatoy godovshchine smerti Ρ. Α. Kropotkina. [Ο Π. Α. Κροπότκιν και οι διδασκαλίες του. Μια διεθνής συλλογή, που τιμά τη δέκατη επέτειο από το θάνατο του Π.A. Κροπότκιν], (Σικάγο: 1931),

Μ. Α. Bakunin, Anarkhiya i Poryadok: sochineniya. [Αναρχία και τάξη: επιλεγμένα έργα], (Μόσχα: 2000).

M. A. Bakunin, Izbrannyye sochineniya [Μ. Α. Bakunin, Επιλεγμένα έργα], τόμος. 4 (Petersburg, Μόσχα, 1920).

M. A. Bakunin, Parizhskaya kommuna i ponyatiye o gosudarstvennosti [ Η Παρισινή Κομμούνα και η Ιδέα του Κράτους]

Michael Confino, ed., Anarchistes en exil: Correspondance inédite de Pierre Kropotkine à Marie Goldsmith, 1897–1917, (Παρίσι, 1995).

Driker, Khersonskaya katorga v dni voyny [Τα κάτεργα της Χερσώνας σε ημέρες πολέμου].

N. M. Puchkov-Bezrodnyy, Politicheskaya katorga ob imperialisticheskoy voyne [Πολιτικοί κρατούμενοι για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο] // Proletarskaya revolyutsiya [Προλεταριακή Επανάσταση], Νοέμβριος 1924, № 11(34).

Ν. Μ. Pirumova, Petr Alekseyevich Kropotkin. (Moscow, 1972).

Ρ. Α. Kropotkin, Khleb i Volya. Sovremennaya nauka i anarkhiya. [Ψωμί και Ελευθερία. Σύγχρονη επιστήμη και αναρχία], (Μόσχα, 1990).

Ρ. Α. Kropotkin, Rechi buntovshchika (Λόγια ενός επαναστάτη), (Μόσχα, 2009).

A. Kropotkin i yego ucheniye. Internatsional’nyy sbornik, posvyashchonnyy desyatoy godovshchinesmerti P. A. Kropotkina.

A. Kropotkin, Anarkhiya, yeyo filosofiya, yeyo ideal: Sochineniya [Αναρχία, η φιλοσοφία, τα ιδανικά της: Διαλεκτά Έργα], (Moscow: 1999).

Petr Kropotkin. Sbornik statey. [Π. Κροπότκιν. Συλλογή άρθρων.], (Petersburg, Moscow: 1922).

Avrich, Αναρχικά Πορτρέτα. (Princeton: 1988).

Avrich, Οι Ρώσοι αναρχικοί (Princeton: 1967).

N. Miliukov, Vospominaniya [Αναμνήσεις], (Μόσχα, 1991.

O. Korotich, Rossiyskiye anarkhisty v gody Pervoy mirovoy voyny: ideologiya, organizatsiya,taktika (1914-1918 gg.) [Ρώσοι αναρχικοί κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: ιδεολογία, οργάνωση, τακτική (1914-1918)], Διατριβή υποψηφίου ιστορικής επιστήμης, (Μόσχα: 2000).

Shreyyer, Nemetskiye anarkhisty i voyna [Γερμανοί αναρχικοί και ο πόλεμος] // Nabat, Μάιος-Ιούνιος, 1915, № 2.

Petrogradskaya federatsiya anarkhistov [Ομοσπονδία Αναρχικών Πετρούπολης], 1923 // Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνικής Ιστορίας (IISH), Άμστερνταμ, Senya Fléchine papers: f. 84 [μια αγγλική μετάφραση είναι διαθέσιμη εδώ: http://www.katesharpleylibrary.net/gxd3d2].

Politicheskiye partii i obshchestvo v Rossii 1914 – 1917 gg. [Πολιτικά κόμματα και κοινωνία στη Ρωσία 1914 – 1917] (Μόσχα: 1999).

S. N. Kanev, Revolyutsiya i anarkhizm: iz istorii borby revolyutsionnykh demokratov i bolshevikov protiv anarkhizma (1840–1917 gg.) [Η επανάσταση και ο αναρχισμός: από την ιστορία του αγώνα των επαναστατών δημοκρατών και των μπολσεβίκων κατά του αναρχισμού (1840-1917)], (Moscow, 1987).

V. Khudoley, Anarkhicheskiye techeniya nakanune 1917 goda [Αναρχικά ρεύματα παραμονή του 1917],

Khudoley, Anarkhicheskoye dvizheniye nakanune 1917 g.

V. Khudoley, Mikhailu Bakuninu. 1876-1926: Ocherki istorii anarkhicheskogo dvizheniya v Rossii [Στον Μιχαήλ Μπακούνιν. 1876- 1926: Δοκίμια για την ιστορία του αναρχικού κινήματος στη Ρωσία], (Μόσχα: 1926).

V. Khudoley, Vospominaniya anarkhista [Απομνημονεύματα ενός αναρχικού],.

P. Sapon, Αpollon Andreyevich Karelin: Ocherk zhizni. [Απόλλων Αντρέγιεβιτς Καρέλιν: το προφίλ μιας ζωής.], (Nizhny Novgorod: 2009).

P. Suvorov, Anarkhizm v Tverskoy gubernii: vtoraya polovina XIX v. – 1918 g. [Αναρχισμός στην επαρχία Tverskaya: δεύτερο μισό του 19ου αι. – 1918], Διατριβή υποψηφίου ιστορικής επιστήμης, (Tver: 2004).

V. V Komin, Anarkhizm v Rossii [Αναρχισμός στη Ρωσία], (Kalinin: 1969).

V. V. Dam’ye, Anarkhizm i natsionalnyy vopros v XIXXX vekakh [Ο αναρχισμός και το εθνικό ζήτημα στον 19ο-20ο αιώνα] // Natsionalnaya ideya na yevropeyskom prostranstve v XX veke. Ο Sbornik statey. [Η εθνική ιδέα στην Ευρωπαϊκή περιοχή τον 20ό αιώνα. Συλλογή άρθρων.], τόμος 2, (Μόσχα: 2005).

V. Kriven’kiy, Anarkhisty [Αναρχικοί] // Politicheskiye partii i obshchestvo v Rossii 1914-1917 gg [Πολιτικά κόμματα και κοινωνία στη Ρωσία 1914-1917], (Μόσχα: 1999).

Zalezhskiy, Anarkhisty v Rossii [Αναρχικοί στη Ρωσία], (Μόσχα: 1930).

Α. Posse, Moy zhiznennyy put’. Dorevolyutsionnyy period (1864 – 1917 gg.). [Η ζωή μου. Προεπαναστατική περίοδος (1864 -1917.), (Μόσχα-Λένινγκραντ: 1929).

Ε. [Β. M. Βολίν], Kray zavesy [Η άκρη της κουρτίνας]// Golos truda № 50 (27 Αυγ. 1915).

V.V. Dam’ye, Zabytyy Internatsional [Η Ξεχασμένη Διεθνής], Τομ. 1, (Μόσχα: 2006).

Ya. Yakovlev, Russkiy anarchism v Velikoy Russkoy revolyutsii [Ρωσικός αναρχισμός στη Μεγάλη Ρωσική επανάσταση], (Μόσχα: 1921).

Ye. M. Yaroslavskiy, Anarkhizm v Rossii [Αναρχισμός στη Ρωσία], (Μόσχα: 1939).

Ye. Μ. Kornoukhov, Bor’ba partii bol’shevikov protiv anarkhizma v Rossii [Ο αγώνας του μπολσεβίκικου κόμματος ενάντια στον αναρχισμό στη Ρωσία], (Μόσχα: 1981)..

Yu. N. Kir’yanov, Sotsialnopoliticheskiy protest rabochikh Rossii v gody Pervoy mirovoy voyny (iyul‘ 1914 – fevral 1917 gg.) [Κοινωνικο-πολιτική διαμαρτυρία των εργατών της Ρωσίας κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (Ιούλιος 1914 – Φεβρουάριος 1917)], (Μόσχα: 2005).

 

* Σ.τ.Μ. Defencism: Η πολιτική ή η στάση της υποστήριξης της συνέχισης των εχθροπραξιών της Ρωσίας κατά των Κεντρικών Δυνάμεων προς το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου (1914-18), αντί της σύναψης μιας ξεχωριστής ειρήνης. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά στις αρχές του 20ού αιώνα στο Στρογγυλό Τραπέζι. Η λέξη προέρχεται από το defence (άμυνα) + την κατάληξη –ism και αποτελεί μετάφραση της ρωσικής λέξης oborončestvo (Η πολιτική υπεράσπισης του κράτους, από τα κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο με το σύνθημα «Άμυνα της Πατρίδας»).

[1] Ο «αναρχικός ντιφενσισμός» δεν ήταν όρος που χρησιμοποιούσαν οι υποστηρικτές αυτής της τάσης, αλλά ούτε ήταν υποτιμητικός. Οι υποτιμητικοί όροι που εφαρμόζονται σε αυτόν τον αναρχικό ντιφενσισμό περιλάμβαναν τον «αναρχικό-πατριωτισμό» και τον «αναρχικό δημοκρατισμό». Υπήρχαν άλλα είδη ντιφενσισμού στα αριστερά, π.χ. ο «επαναστατικός ντιφενσισμός» των Ρώσων Σοσιαλεπαναστατών, των Μενσεβίκων και των Μπολσεβίκων ακόμη για κάποιο χρονικό διάστημα.

[2] Ο Μύζαμ σύντομα άλλαξε σε αντιπολεμική στάση.

[3] Έτσι, ο αναρχικός N. Driker θυμάται πως το 1916 ο φύλακας της κεντρικής φυλακής της Χερσώνας προσπάθησε να σπάσει μια απεργία των κρατουμένων κάνοντας έκκληση στα πατριωτικά αισθήματα.

[4] Σύμφωνα με μια εκτίμηση του A.A. Μποροβόι, υπήρχαν περίπου 100 Ρώσοι αναρχικοί μόνο στο Παρίσι στις αρχές του 1917. (RGALI, f. 1023, op.1, d.85, l.1).

[5] Στμ. Ο Μπαντισμός (Bundism) ήταν ένα κοσμικό εβραϊκό σοσιαλιστικό κίνημα, με βασική οργάνωση τον Γενικό Εβραϊκό Σύνδεσμο στη Λιθουανία, την Πολωνία και τη Ρωσία, ο οποίος ιδρύθηκε το 1897 στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Στα χρόνια που ακολούθησαν τις δύο επαναστάσεις του 1917 στη Ρωσία, ένα μέρος του Συνδέσμου υποστήριξε τους Μπολσεβίκους, ενώ ένα άλλο κινήθηκε σε σοσιαλδημοκρατικές θέσεις

[6] Black Hundreds (Chernosotentsi) ονομάζονταν στις αρχές του 20ού αιώνα τα μέλη των ακροδεξιών, συντηρητικών-μοναρχικών και αντισημιτικών κομμάτων.

[7] Τεχνικές αντιγραφής που βασίζονταν στην αποτύπωση σε μια ζελατινώδη ουσία.

[8] Σ.τ.μ. State Duma, η κάτω βουλή της Ρωσίας.

[9] ΣτΜ: Ο ντεφαιτισμός (πιο γνωστός σαν επαναστατικός ντεφαιτισμός, από την αγγλική λέξη defeat που σημαίνει ήττα ) είναι η θεωρία που υποστηρίζει ότι σε περίπτωση που ένας πόλεμος που είναι ιμπεριαλιστικός και από τα δύο μέρη, οι επαναστάτες και των δύο μερών θα πρέπει να προσπαθήσουν να μετατρέψουν τον εθνικό πόλεμο σε εμφύλιο, συναδελφωμένοι με τους στρατιώτες του «εχθρού» και ανατρέποντας τις αστικές κυβερνήσεις τους. Στα ελληνικά πλησιέστερος είναι ο όρος ηττοπάθεια, αλλά είναι βαθύτερος από αυτόν, γιατί ηττοπάθεια νοείται μόνο η παθολογική και χωρίς λόγο κατάπτωση του ηθικού και η πεποίθηση και προσδοκία ότι επίκειται ήττα. Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Λένιν δίδασκε πως το προλεταριάτο πρέπει να εύχεται τη στρατιωτική ήττα της δικής “του” κυβέρνησης στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, με την έννοια ότι αυτή η ήττα θα διευκόλυνε την εξέγερση για την ανατροπή της άρχουσας τάξης. Στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου σ’ ολόκληρο τον κόσμο οι μόνοι που αγωνίστηκαν κάτω από τις αρχές του επαναστατικού ντεφαιτισμού ήταν στην Ελλάδα η διεθνιστική ομάδα του Άγι Στίνα -στην οποία συμμετείχαν μεταξύ άλλων ο Καστοριάδης, ο Ταμτάκος και ο Βουρσούκης.

[10] ΣτΜ. Η Υπηρεσία για την προστασία της Δημόσιας Ασφαλείας και Τάξης. Ήταν σώμα  της μυστικής αστυνομίας της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και τμήμα του Υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων στα τέλη του 19ου αιώνα.