Σύνοψη

Η Ρωσική Επανάσταση, ως ιστορικό γεγονός, ήταν, εν πολλοίς, αποτέλεσμα παρελθοντικών πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών συγκρούσεων που αναπτύχθηκαν εντός και εκτός της ρωσικής επικράτειας. Συνεπώς, είναι αδύνατον να μελετηθεί αποκομμένη από την ευρύτερη ιστορική πραγματικότητα. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να αναλύσει το narodnichestvo, ώστε να καταλήξει σε έναν σύντομο απολογισμό όσον αφορά τη μετατόπιση των δυναμικών που προκάλεσε η δράση του. Η σκιαγράφηση της ρωσικής υπαίθρου και των Ρώσων αγροτών αποτελεί μία πρώτη προσέγγιση, ενώ μία δεύτερη είναι η δημιουργία της ρωσικής ιντελιγκέντσιας και ο ριζοσπαστικός της ρόλος. Το ερώτημα που παραμένει είναι εάν τελικά οι θυσίες των Ναρόντνικων οδήγησαν προς τη νίκη ή την ήττα του λαϊκίστικου κινήματος. Αδιαμφισβήτητο παραμένει το γεγονός ότι δημιούργησαν μερικές από τις συνθήκες που επιτάχυναν την ιστορία.

 

Λέξεις κλειδιά: Ναρόντνικοι, τσάρος, αγροτικές κοινότητες, σοσιαλισμός, λαϊκισμός, απολυταρχία, τρομοκρατία

 

Εισαγωγή στην Τρομοκρατία

Στις 13 Μαρτίου του 1881 ο τσάρος Αλέξανδρος Β΄, μαζί με τη συνοδεία του, κινούνταν καθοδόν προς τα ανάκτορα. Την ίδια στιγμή, μια νεαρή γυναίκα με πρόσωπο ήρεμο και αποφασισμένο στεκόταν σε ένα κανάλι της Αγ. Πετρούπολης. Όταν ξαφνικά ανέμισε το μαντήλι της, το σήμα δόθηκε και απευθείας ακούστηκε μια σειρά αλυσιδωτών εκρήξεων. Την επόμενη στιγμή, ο τσάρος κείτονταν σοβαρά τραυματισμένος στο χιόνι με το κορμί διαμελισμένο από τη μέση και κάτω[1]. Την επόμενη ημέρα, η οργάνωση Narodnaya Volya ανέλαβε την ευθύνη. Οι υπεύθυνοι της εκτέλεσης ήταν οι Kibalchich, Zhelyabov, Ryssakov, Mikhailov και Sofia Perovskaya, οι οποίοι συνελήφθησαν άμεσα. Κατά τη διάρκεια της δίκης και υπερασπιζόμενοι με σθένος και αξιοπρέπεια τα ιδανικά τους, οι τέσσερις από τους πέντε καταδικάστηκαν σε θάνατο. Μια στιγμή πριν το τέλος και ενώ βρίσκονταν στο ικρίωμα, αγκαλιάστηκαν και ξεψύχησαν ήρεμα[2].

Απόσπασμα από αθηναϊκό έντυπο της εποχής, το οποίο είναι αφιερωμένο στο πρόσωπο της Sofia Perovskaya, περιγράφει λεπτομερώς τις τελευταίες στιγμές των επαναστατών αλλά και την αναπάντεχη αντίδραση των θεατών:

… πρίν ή αποθάνη, απέσπασεν έν άνθος, όπερ έφερεν επί τού στήθους της καί προσήνεγκεν αυτό μειδιώσα εις τόν αξιωματικόν τόν συνοδεύσαντα αυτήν· όταν δέ τό σώμα αυτής ερρίφθη εις τό κενόν ο παριστάμενος κόσμος εγονάτισεν ως να εξέφραζε σεβασμόν καί ευγνωμοσύνην[3].

Ο σκοπός της εκκίνησης της παρούσας εισήγησης από το τέλος δεν είναι τόσο για να προσδώσει μία δόση δραματοποίησης στα γεγονότα, όσο για να καταδείξει την παρακαταθήκη που άφησε πίσω της η ομάδα των Ναρόντνικων. Μία παρακαταθήκη η οποία συνεχίστηκε και μετά το τέλος του 19ου αιώνα, όπου το κίνημα των Ναρόντνικων, όντας σαφώς επαναπροσδιορισμένο σε διαφορετικό πλαίσιο από τον αρχικό του σχηματισμό, έφτασε στο σημείο να κατέχει ενεργό ρόλο και κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης.

Είναι γεγονός ότι η μελέτη του ρωσικού επαναστατικού κινήματος επικεντρώνεται κυρίως σε “ορθόδοξα” μαρξιστικά κόμματα και σε χρονικές περιόδους λίγο πριν το 1917. Ωστόσο, είναι επίσης γεγονός πως υπήρξε και ένα ετερόδοξο μαρξιστικό κίνημα που δρούσε παράλληλα και για το οποίο γνωρίζουμε ελάχιστα, καθώς η σχετική ελληνική βιβλιογραφία είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Αυτήν την παράλληλη δράση καλούμαστε να αναλύσουμε παρακάτω, ώστε να αναγνωρίσουμε τα αποτυπώματα αυτής της οργάνωσης μέσω μίας ιστορικής αναδρομής. Ο σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να αισθανθούμε τις συνθήκες, τους λόγους και τις αιτίες που έδωσαν πνοή σε αυτό το πολύμορφο ρεύμα. Ένα ρεύμα που συνέδεσε τους κύκλους της διανόησης και τη λαϊκή προπαγάνδα με την άμεση επαναστατική πάλη.

Κλείνοντας λοιπόν την εισαγωγή, θα λέγαμε πως βασικός στόχος της συγκεκριμένης μελέτης είναι να αναδείξει μία μη “ορθόδοξη” μαρξιστική πλευρά της εποχής η οποία εμφορούνταν από έναν ουτοπικό σοσιαλισμό σε συνδυασμό με την μπακουνική αναρχία. Το κίνημα αυτό προσωποποιείται στον ευρύτερο κύκλο των Ναρόντνικων, οι οποίοι είχαν ως πρωτεύοντα στόχο την άρση της απολυταρχίας και την μετατόπιση της εξουσίας στις αγροτικές μάζες. Ωστόσο, για να κατανοήσουμε το κίνημα σε βάθος, οφείλουμε να κάνουμε μία προσέγγιση τόσο με πολιτικούς όσο και με ιστορικούς όρους. Προκειμένου να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, θα προηγηθεί μία ανάλυση σχετικά με τις ρωσικές αγροτικές κοινότητες αλλά και τον όρο της δουλοπαροικίας ο οποίος αποτελούσε αδιαχώριστο χαρακτηριστικό της ρωσικής υπαίθρου. Η εισήγηση θα συνεχίσει με την αγροτική μεταρρύθμιση και την κατάργηση της δουλοπαροικίας το 1861, ενώ στην πορεία θα επικεντρωθεί στη ρωσική ιντελιγκέντσια μέσα από την οποία πήρε σάρκα και οστά το κίνημα των Ναρόντνικων.

Η Ιδιαιτερότητα της Ρωσικής Υπαίθρου

Τα εν γένει χαρακτηριστικά της Ρωσίας στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν η πολιτική ανεξαρτησία η οποία διακατέχονταν ταυτόχρονα από μία διεθνή αδυναμία αλλά και η υπέρμετρη παρεμβατικότητα του κρατικού της μηχανισμού. Είχε περισσότερο τη μορφή της περιφέρειας του καπιταλιστικού κόσμου, κατέχοντας μία διογκωμένη αλλά μη εκσυγχρονισμένη αγροτική οικονομία. Ταυτόχρονα, μία βιομηχανία η οποία ανήκε τόσο στο στέμμα όσο και σε ξένους κεφαλαιούχους περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να ενδυναμωθεί. Με λίγα λόγια, η Ρωσία ήταν μία αναπτυσσόμενη κοινωνία η οποία πάλευε τόσο για τον εκσυγχρονισμό της με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα, όσο και για την ενίσχυσή της στο πεδίο των διπλωματικών σχέσεων με τα άλλα κράτη της Δύσης[4].

Ωστόσο, ένας βασικός παράγοντας την διαχώριζε σημαντικά από τα υπόλοιπα κράτη με τα οποία επιθυμούσε να συμβαδίσει. Αυτός ήταν ο θεσμός της δουλοπαροικίας. Σε χρονικά πλαίσια, η δουλοπαροικία, ως ιδιαίτερο γνώρισμα της αγροτικής Ρωσίας, ξεκινάει από τα τέλη του Μεσαίωνα και λήγει με την αγροτική μεταρρύθμιση του 1861. Για να κατανοήσουμε το φαινόμενο της δουλοπαροικίας, του αποτυπώματος της στην προεπαναστατική Ρωσία αλλά και την ιδιαιτερότητα της Ρωσίας ως περιοχή η οποία ευνόησε την επανάσταση, οφείλουμε να κάνουμε μία σύντομη ιστορική αναδρομή.

Μετά τη νίκη των Σλάβων επί της Μογγολικής Αυτοκρατορίας το 1480, υπήρξαν αυξημένες ανάγκες στελέχωσης του διευρυμένου διοικητικού μηχανισμού. Για αυτόν τον λόγο δημιουργήθηκαν και εξελίχθηκαν δύο συστήματα διαμοιρασμού και ελέγχου της γης. Το σύστημα votchina και το pomestye. Κοινή συνισταμένη για την εύρυθμη λειτουργία των δύο παραπάνω συστημάτων ήταν η πρόσδεση και εξάρτηση των ελεύθερων αγροτών με τη γη που τους παραχωρούνταν, είτε από τους αφέντες τους είτε από τον ίδιο τον τσάρο[5].

Σταδιακά, η σχέση των αγροτών με τη γη γινόταν ολοένα και πιο στενή ενώ ταυτόχρονα έχαναν την ελευθερία τους. Μέσα από αυτή τη νέα συνθήκη προέκυψαν δύο κατηγορίες αγροτών. Το ένα ήταν οι Μαύροι Αγρότες οι οποίοι εργάζονταν σε κρατικά κτήματα που τους είχαν παραχωρηθεί από τον τσάρο και οι Λευκοί Αγρότες που δούλευαν για χάρη των αριστοκρατών και κάποιων μοναστηριών[6]. Η κάθε ομάδα ήταν υποχρεωμένη να παρέχει φόρους και αγγαρείες στον εκάστοτε επικυρίαρχο. Την ίδια στιγμή, η θέση του κάθε αγρότη παγιωνόταν ολοένα και περισσότερο σε ένα συγκεκριμένο τεμάχιο γης από το οποίο ήταν αδύνατον να αποσυνδεθεί.

Αν και ο περιορισμός της ελεύθερης μετοίκησης θεσμοθετείται κατά τον 16ο αιώνα με νομικά διατάγματα[7], η επίσημη εκκίνηση της δουλοπαροικίας στη Ρωσία θεωρείται το έτος 1649. Η συγκεκριμένη χρονική περίοδος χαρακτηρίζεται ως αρκετά ομιχλώδης από άποψη σχετικών ιστορικών στοιχείων που αφορούν τις ρωσικές αγροτικές κοινότητες. Ωστόσο, ένα ασφαλές συμπέρασμα που θα μπορούσε να εξαχθεί είναι ότι σε πρώτο στάδιο, η γη μοιραζόταν από τους ιδιοκτήτες σε ένα χωριό. Στη συνέχεια, οι ίδιοι οι αγρότες αναλάμβαναν τη διαχείριση και την κατανομή των αγροτεμαχίων μεταξύ των νοικοκυριών της κοινότητας[8].

Πριν όμως περάσουμε στην περαιτέρω ανάλυση των ρωσικών αγροτικών κοινοτήτων (obshchina), οφείλουμε να διευκρινίσουμε πως δεν αποτελούσαν ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα που αναπτύχθηκε αποκλειστικά και μόνο στη Ρωσία, καθώς σύμφωνα με τον Marx ήταν οι πιο καλά διατηρημένες ευρωπαϊκές αγροτικές κοινότητες[9]. Ο αγροτικός κοινοτισμός ως όρος αλλά και ως συνθήκη υπήρξε σε ολόκληρο το ευρωπαϊκό πλαίσιο[10] αλλά σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Την ιστορική εξέλιξη σε αρκετές ευρωπαϊκές περιοχές ακολούθησε η ιδιοκτησία γης. Ωστόσο, στη Ρωσία, το συγκεκριμένο μοντέλο δομήθηκε επάνω σε διαφορετικές βάσεις συγκριτικά με τα υπόλοιπα δυτικά κράτη[11]. Αυτό το γεγονός ήταν που δημιούργησε τον ξεχωριστό ρωσικό αγροτικό χαρακτήρα που ενέπνευσε το μέλλον της Ρωσίας.

Πιο συγκεκριμένα, ο Marx στην επιστολή του προς την Zasulich αναφέρει πως:

Εδώ ακριβώς βασίζεται η μεγάλη ανωτερότητα της ρωσικής «αγροτικής κοινότητας» πάνω από τις αρχαϊκές κοινότητες του ίδιου τύπου. Είναι η μοναδική που επιβίωσε στην Ευρώπη σε μεγάλο, εθνικό επίπεδο. Βρίσκεται συνεπώς σε ένα ιστορικό περιβάλλον, όπου η συγχρονία με την κεφαλαιοκρατική παραγωγή της παρέχει όλες τις προϋποθέσεις για τη συλλογική εργασία. Μπορεί να ιδιοποιηθεί όλα τα θετικά επιτεύγματα που έχουν δημιουργηθεί από το κεφαλαιοκρατικό σύστημα χωρίς να χρειάζεται να διέλθει από τον Καυδιανό ζυγό[12].

Καθίσταται σαφής λοιπόν η ιδιαιτερότητα της ρωσικής υπαίθρου μέσα στον καπιταλιστικό κόσμο αλλά και η μεγαλειώδης ευκαιρία που μπορούσαν να αδράξουν οι λαϊκές μάζες από αυτήν τη συγκυριακή δυνατότητα. Τέλος, γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρο ότι τα στάδια μέσα από τα οποία περνάει μια κοινωνία είναι ρευστά και ευέλικτα και όχι αυστηρώς γραμμικά και παγιωμένα.

Για να έχουμε μια πιο πλήρη εικόνα της ρωσικής υπαίθρου, πρέπει να δούμε τα χωριά από το εσωτερικό τους. Τα ρωσικά χωριά συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη βρίσκονταν κάτω από εξαιρετικά ξεπερασμένες συνθήκες, τόσο όσον αφορά το χαμηλό βιοτικό επίπεδο όσο και την αγροτική παραγωγή η οποία εκτελούνταν με παρωχημένα για την εποχή εργαλεία και μεθόδους. Η καθημερινότητα του Ρώσου αγρότη χαρακτηρίζεται από την επιβίωση σε πολύ μικρά σπίτια και υπό άθλιες συνθήκες, εφόσον πολλές φορές ήταν αναγκασμένος να ζει στον ίδιο χώρο μαζί με τα ζώα του. Οι μεσαιωνικές συνθήκες διαβίωσης οδηγούσαν πολλές φορές στην εξάπλωση ασθενειών που αποδεκάτιζαν τους πληθυσμούς και ο λοιμός ήταν ένα συχνό φαινόμενο. Παρόλο που σε ορισμένες περιπτώσεις ασθενειών υπήρχε η επιλογή του εμβολίου, η άγνοια προκαλούσε τρόμο στους χωρικούς οι οποίοι αρνούνταν να εμβολιαστούν καθώς θεωρούσαν τον εμβολιασμό ως κάτι αντιχριστιανικό. Σε πιο προσωπικό επίπεδο, οι παραδοσιακές αξίες συντελούσαν μία αδιαμφισβήτητη κοσμοθεωρία ενώ παράλληλα ο αλκοολισμός ήταν ιδιαίτερα έντονος και η θέση της γυναίκας βρισκόταν στο χαμηλότερο επίπεδο της αγροτικής κοινωνίας[13]. Συνεπώς, η αλλαγή εκ των έσω ήταν κάτι αδύνατον, εφόσον η παιδεία απουσίαζε και η πλειοψηφία των αγροτών ήταν αναλφάβητοι.

Ωστόσο, ο κόσμος των Ρώσων χωρικών δεν ήταν μονοδιάστατος αλλά πολύπλευρος και με ευρύτερες κοινωνικοπολιτκές προεκτάσεις. Για να γίνει πλήρως κατανοητός από έναν παρατηρητή, θα πρέπει να γίνει αντιληπτός από διαφορετικές οπτικές γωνίες και προσεγγίσεις. Τα 3/5 της καλλιεργήσιμης γης της Ρωσίας βρίσκονταν στα χέρια των αγροτών. Κάθε νοικοκυριό μπορούσε να κατέχει μόνο μία πολύ μικρή έκταση στην οποία στριμώχνονταν το σπίτι, ο κήπος, τα οικόσιτα ζώα και ο αγροτικός εξοπλισμός. Η καλλιεργήσιμη γη εκχωρούνταν στην οικογένεια σε μακροπρόθεσμη βάση, τα λιβάδια ξαναμοιράζονταν σε ετήσια κλίμακα και δουλεύονταν κολεκτιβιστικά, ενώ τα δάση και τα βοσκοτόπια προσφέρονταν για κοινή χρήση[14]. Η μισθωτή εργασία ήταν περιορισμένη, ενώ κάποια ζωτικής φύσης επαγγέλματα εκτελούνταν συλλογικά. Τέλος, υπήρχε μία συνέλευση που απαρτίζονταν από τους επικεφαλής των οικογενειών. Αυτή οργάνωνε και εκπροσωπούσε τα κοινά συμφέροντα. Παράλληλα, η αγροτική κοινότητα αν και ελέγχονταν διαρκώς από το κράτος, πάντα διακατέχονταν από συλλογική συνείδηση. Αποτελούσε με αυτόν τον τρόπο μία πολιτική οργάνωση η οποία είχε ως στόχο την προστασία της κοινότητας από τους αυθαίρετους κρατικούς μηχανισμούς, τους εισβολείς, τα γειτονικά χωριά και κάθε είδους ανταγωνιστή και αντίπαλο.[15]

Έτσι λοιπόν, στα μάτια του επαναστάτη αγωνιστή, η αγροτική κοινότητα αντανακλούσε την κολεκτιβιστική παράδοση η οποία αντιστεκόταν σθεναρά στην παρεμβατικότητα της ρωσικής απολυταρχίας και οι αγροτικοί πληθυσμοί φάνταζαν ως το μέσο για έναν μαζικό αγώνα κατά του τσάρου και της αριστοκρατικής ελίτ. Το ερώτημα που εμφανίζονταν, εύλογα πλέον, σε αυτούς τους κύκλους είχε να κάνει με το κατά πόσο η επανάσταση μπορεί να βρει στο πρόσωπο των αγροτών έναν ικανό και αξιόπιστο σύμμαχο ώστε να συμπράξει μαζί του για το ενδεχόμενο μίας κοινωνικής ανατροπής από τη βάση.

Η δουλοπαροικία και το ρωσικού τύπου φεουδαρχικό σύστημα υπήρχαν σαν παράλληλη πραγματικότητα, σε μια Ευρώπη η οποία είχε ήδη κάνει τη μετάβαση προς μία αστική κοινωνία. Προφανώς, η Ρωσία δεν επιθυμούσε να μείνει έξω από τις τρέχουσες συνθήκες. Παράλληλα όμως συνέχιζε να είναι μία καθυστερημένη ευρωπαϊκή περιοχή, τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Χαρακτηρίζονταν από όλα εκείνα τα παρωχημένα γνωρίσματα που θα μπορούσε να έχει μία αυτοκρατορία που βρίσκεται ανάμεσα σε νεοσύστατα έθνη. Η ρωσική κυβέρνηση επιχείρησε να καλύψει αυτό το χάσμα με διάφορα μέτρα τα οποία εκτείνονταν από την εξέλιξη του παιδαγωγικού συστήματος μέχρι και τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας. Μέτρα τα οποία οδήγησαν σε έναν ιδιόμορφο ρωσικό εκδυτικισμό και κατά συνέπεια δημιούργησαν ακόμα πιο ευνοϊκές συνθήκες για τις προεπαναστατικές ζυμώσεις.

Η Αγροτική Μεταρρύθμιση του 1861

Ήταν θέμα χρόνου οι ιδέες του Διαφωτισμού να κάνουν τη μετάβαση τους και στη Ρωσία. Συνεπώς, η ρωσική κοινωνία μετεξελίσσονταν σε κάτι σύγχρονο και πιο σύνθετο και η κυβέρνηση αισθανόταν την άμεση ανάγκη για μία θεσμική ανανέωση. Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα ήταν το θέμα της δουλοπαροικίας το οποίο επιβάρυνε την αγροτική οικονομία, την καθιστούσε καθυστερημένη σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη και δέσμευε το κεφάλαιο σε κλειστές και περιορισμένες αγροτικές κοινότητες[16]. Αυτό λοιπόν το σύστημα έπρεπε να καταργηθεί, εφόσον η Ρωσία επιθυμούσε να κάνει το βήμα προς τη νεωτερικότητα. Ωστόσο, κάτι τέτοιο σήμαινε ραγδαίες κοινωνικές αλλαγές και πολιτικές αναπροσαρμογές.

Ο τσάρος Νικόλαος Α΄ κρατούσε μία ιδιαίτερα αδιάλλακτη στάση απέναντι στον εκσυγχρονισμό της Ρωσίας, θεωρώντας πως κάτι τέτοιο θα επιτάχυνε της αύξηση των επαναστατικών δυνάμεων που αντιμάχονταν την απολυταρχία. Το έναυσμα για τα μεταρρυθμιστικά μέτρα δόθηκε μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο με την ήττα της Ρωσίας το 1856. Το γεγονός αυτό καταδείκνυε αυτόματα ότι η πολιτική του Νικόλαου Α΄, να διατηρήσει τη Ρωσία ως μια ευρωπαϊκή υπερδύναμη, είχε αποτύχει[17]. Οι λόγοι της αποτυχίας ήταν η ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού στο να συντηρήσει, να μετακινήσει και να εκσυγχρονίσει τον τεράστιο ρωσικό στρατό και ότι το σύστημα της δουλοπαροικίας απέτρεπε από τον στρατό τη δημιουργία του τόσο σημαντικού συστήματος της εφεδρείας[18].

Οι αρχές της δεκαετίας του 1860 χαρακτηρίζονται από μια σειρά φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων που οδήγησαν στην εκ βάθρων αλλαγή της ρωσικής αγροτικής κοινωνίας αλλά και στη γέννηση επαναστατικών ρευμάτων και αντιδραστικών ενεργειών ταυτόχρονα. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, γνωστές και ως Διάταγμα της Χειραφέτησης, που επικυρώθηκαν το 1861 από τον τσάρο Αλέξανδρο Β΄, στόχευαν κυρίως στη χειραφέτηση των δουλοπάροικων και στην οργάνωση των zemstvo[19]. Όπως πληροφορούμαστε από τον Bushkovitch, τη διαδικασία ανέλαβε να φέρει εις πέρας η Συντακτική Επιτροπή η οποία πρότεινε: “να απελευθερωθούν οι αγρότες λαμβάνοντας γη, την οποία θα έπρεπε να αγοράσουν από τους ιδιοκτήτες και επιπλέον θα έπρεπε να περάσουν μία μεταβατική περίοδο υποχρέωσης προς τους γαιοκτήμονες. Οι δόσεις αποπληρωμής θα μπορούσαν να επεκταθούν σε περισσότερα από εξήντα χρόνια, με το κράτος να δίνει στους ευγενείς ένα εφάπαξ ποσό, το οποίο οι αγρότες θα έπρεπε να επιστρέψουν στο δημόσιο ταμείο”[20].

Για τον Marx, το Διάταγμα της Χειραφέτησης δημιουργούσε τριγμούς στα θεμέλια της ρωσικής υπαίθρου, καθώς αποδυνάμωνε τη συνοχή των αγροτικών κοινωνιών. Η καταπίεση από το κράτος απέναντι στους αγρότες αυξήθηκε και οι διογκωμένες πλέον δημοσιονομικές απαιτήσεις οδήγησαν τον αγροτικό κόσμο στο να είναι εύκολα χειραγωγήσιμος και εκμεταλλεύσιμος από τους γαιοκτήμονες, τους εμπόρους και τους τοκογλύφους[21]. Είναι προφανές λοιπόν ότι η νέα κατάσταση οδηγούσε σε ένα καθεστώς ομηρίας των αγροτών. Έτσι λοιπόν, οι αγρότες χρεώνονταν αρχικά με ένα ποσό αποπληρωμής απέναντι στο κράτος αλλά και με μια σειρά αγγαρειών απέναντι στους πρώην κυρίους τους, ενώ ταυτόχρονα η δομή του χωριού συνέχιζε να υπάρχει υπό καθεστώς δουλοπαροικίας. Επιπλέον, η γη δεν ανήκε στους ‘ελεύθερους’ αγρότες αλλά στην κοινότητα. Τέλος, οι ευγενείς αποφάσισαν να κρατήσουν τα καλύτερα μερίδια γης για αυτούς, παραχωρώντας τα λιγότερο εύφορα στους χωρικούς[22]. Με άλλα λόγια, η μεταρρύθμιση του 1861 οδήγησε στην εμφάνιση καπιταλιστικών σχέσεων στην ύπαιθρο και όξυνε το ταξικό χάσμα των κοινοτήτων καθώς, πλέον, πλάι στις προλεταριοποιημένες λαϊκές μάζες των χωρικών έκανε την εμφάνισή της η αγροτική μεσαία τάξη αλλά και οι έμποροι με τους μεσάζοντες[23].

Κλείνοντας, όσον αφορά τα zemstvo, πρέπει να διευκρινιστεί πως πρόκειται για τοπικά διοικητικά συμβούλια τα οποία απαρτίζονταν τόσο από ευγενείς όσο και από χωρικούς και είχαν ως κεντρικό ρόλο ζητήματα εκπαίδευσης, πρόνοιας και υγείας[24]. Καθίσταται προφανές λοιπόν ότι πέρα από τα μέλη των συμβουλίων, ήταν απαραίτητη η παρουσία εξειδικευμένων σε θεσμούς και δομές ατόμων, που για πρώτη φορά μέχρι τότε εισέρχονταν άμεσα και ενεργά στις ρωσικές αγροτικές κοινότητες. Γιατροί, δάσκαλοι, δικηγόροι κ.α. καλούνταν να λάβουν μέρος στις διαδικασίες των zemstvo και με αυτόν τον τρόπο η διανόηση της πόλης ερχόταν σε επαφή με την αγροτική καθημερινότητα. Δεδομένου ότι η πανεπιστημιακή κουλτούρα στη Ρωσία δεν ήταν μόνο προνόμιο των πλουσίων -όπως ήταν, κατά κύριο λόγο, στη Δύση-, μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια, εν μέρει τουλάχιστον, προλεταριακή ιντελιγκέντσια και με αυτόν τρόπο να κατανοήσουμε τις σοσιαλιστικές τάσεις των διανοούμενων και τον αντιαστικό χαρακτήρα της ιδεολογίας τους[25]. Οι κύκλοι της διανόησης που με τη μεταρρύθμιση του 1861 είχαν την ευκαιρία να έρθουν σε άμεση επαφή με την ύπαιθρο, στάθηκαν απευθείας αλληλέγγυοι απέναντι στη θλιβερή καθημερινότητα των χωρικών και αντιτάχθηκαν με διάφορους τρόπους απέναντι σε ένα παρεμβατικό και αυταρχικό καθεστώς.

 

Ρωσική Ιντελιγκέντσια και Λαϊκισμός

Για να κατανοήσουμε τη ρωσική ιντελιγκέντσια δεν πρέπει να την παρατηρήσουμε από απόσταση και ξεκομμένη από το περιβάλλον της, πόσο δε μάλλον να την παραλληλίσουμε με την αντίστοιχη δυτική. Ο πιο ορθός τρόπος προσέγγισης θα ήταν να την εξετάσουμε σαν μία ξεχωριστή και ιδιαίτερη περίπτωση. Η ρωσική ιντελιγκέντσια αντιπροσώπευε έναν διαφορετικό σχηματισμό, στον οποίο μπορούσε να ανήκει ο καθένας και δεν απαρτίζονταν απαραίτητα από κύκλους διανοούμενων και μόνο. Η ιντελιγκέντσια είχε σαφείς κοινωνικο-ιδεολογικές προεκτάσεις. Μάλιστα, μετά την κατάργηση της δουλοπαροικίας, τα μέλη της προέρχονταν από όλες τις κοινωνικές ομάδες[26]. Θα λέγαμε ότι αποτελούσε μία κοσμοθεωρία η οποία αντικατοπτρίζεται από τον τρόπο σκέψης και αντίληψης στην καθημερινή ρουτίνα του ατόμου έως και τον ιδιαίτερο τρόπο ένδυσής του.

Οι απαρχές της ιντελιγκέντσιας κατά την περίοδο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας χρονολογούνται μέσα στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Τα πρώτα δείγματα συναντώνται στις μυστικές λογοτεχνικές εταιρείες οι οποίες ιδρύθηκαν μεταξύ 1816-17 από ομάδες νεαρών αξιωματικών οι οποίοι είχαν έρθει σε επαφή με τη δυτική σκέψη και η επιστροφή στην πατρίδα τους οδήγησε σε συγκριτικά συμπεράσματα[27]. Αυτές οι ομάδες αξιωματικών, που προέρχονταν ταξικά από το άνοιγμα που υπήρχε ανάμεσα στα ανώτερα τμήματα των ευγενών και τα μεσαία στρώματα, εξεγέρθηκαν εναντίον του τσάρου το 1825 στην εξέγερση των Δεκεμβριστών. Ως βασικά τους προτάγματα είχαν την κατάργηση της δουλείας και της απολυταρχίας. Οι Δεκεμβριστές αποτελούσαν έναν μικρό και αποκομμένο από την κοινωνία πυρήνα. Ως εκ τούτου, η εξέγερση τους οδηγήθηκε σε σφαγή και αποτυχία. Εντούτοις, είχε πραγματοποιηθεί μία πρώτη κίνηση σύστασης της ρωσικής ιντελιγκέντσιας ενώ το έναυσμα για περαιτέρω συγκρότηση και μετεξέλιξη είχε ήδη δοθεί.

Σε μία εποχή που χαρακτηρίζονταν από έντονη λογοκρισία και κρατική παρεμβατικότητα, οι δημόσιες συζητήσεις ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Αυτό όμως δεν σήμαινε απαραίτητα ότι δεν υπήρχε πολιτική, φιλοσοφική και λογοτεχνική τριβή, σε κλειστούς κύκλους διανοουμένων και φοιτητών. Ήδη από τα τέλη του 1820 ο μεταφυσικός ιδεαλισμός του Schelling ασκούσε επιρροή σε αρκετούς νεαρούς Ρώσους, ενώ τη δεκαετία του ’30 οι περισσότεροι στράφηκαν προς τον Hegel έχοντας ως καθοδηγητή τον N. Stankevich. Ο κύκλος αυτός ασχολούνταν κυρίως με την ιδεαλιστική φιλοσοφία του Hegel και μεταξύ των μελών ήταν και οι A. Herzen, M. Bakunin και V. Belinsky.

Τέλος, ένα τρίτο και πιο ριζοσπαστικό ρεύμα ιδρύθηκε από τους Bakunin και Herzen. Ο δεύτερος ως θαυμαστής των ουτοπικών σοσιαλιστών της Δύσης και συνάμα απογοητευμένος από τις επαναστάσεις του 1848, εστίασε την προσοχή του στο να μελετήσει τον πιο συμβατό δρόμο εξέλιξης για την Ρωσία μέσω μεταρρυθμίσεων. Κατέληξε στο ότι η Ρωσία δεν είναι απαραίτητο να μεταβεί από όλες τις φάσεις την ευρωπαϊκής ανάπτυξης[28]. Η ερμηνεία των θέσεων του Herzen είναι ότι ο δυτικός σοσιαλισμός θα μπορούσε να εφαρμοστεί στη ρωσική ύπαιθρο, έτσι ώστε να αποφευχθεί το στάδιο των αστικών επαναστάσεων[29].

Παράγωγο των παραπάνω τριβών ήταν η δόμηση της θεωρίας του λαϊκισμού που στεκόταν απέναντι από τον καπιταλισμό, διατηρώντας μία σοσιαλιστική προοπτική για τη ρωσική ύπαιθρο. Η Ρωσία έπρεπε να συμβαδίσει μαζί με την Ευρώπη με κάθε τρόπο. Ωστόσο, έπρεπε να επιλέξει μεταξύ δύο δρόμων. Είτε έπρεπε να πάρει τον δρόμο του βιομηχανικού καπιταλισμού, μιμούμενη τη Δύση, είτε να ακολουθήσει μία σοσιαλιστική πορεία η οποία ήταν πρωτοεμφανιζόμενη και στις δυτικές κοινωνίες. Η ρωσική διανόηση θα ακολουθούσε το δεύτερο ρεύμα και θα ριζοσπαστικοποιούνταν ακόμα περισσότερο με τη δημιουργία του κινήματος των Ναρόντνικων.

Ναρόντνικοι: Ακτιβισμός και Τρομοκρατία

Ρωσικός Ποπουλισμός Εν Γένει

Ο ρωσικός λαϊκισμός -ή ποπουλισμός- (narodnichestvo) μπορούμε να πούμε πως ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1860, αλλά επίσημα έκανε την εμφάνισή του τη δεκαετία του 1870. Ωστόσο, οι πνευματικές του καταβολές συναντώνται ήδη από τις επαναστάσεις του 1848 και στις προσπάθειες για ρήξη με τον παραδοσιακό πολιτισμό και τη θρησκευτική ηθικοκρατία[30]. Ο λαϊκισμός που αναπτύχθηκε στη Ρωσία ήταν ένα πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό κίνημα το οποίο τάσσονταν με κάθε τρόπο απέναντι στο κράτος[31]. Βασικός των λαϊκιστών στόχος ήταν η κατάρριψη της απολυταρχίας, ενώ η κεντρική τους ιδέα στηρίζονταν στην άποψη ότι η Ρωσία μπορούσε να εισέλθει απευθείας στον σοσιαλισμό μέσω των αγροτικών κοινοτήτων (obshchina), χωρίς να είναι απαραίτητο να διέλθει από τον καπιταλισμό[32]. Θεωρούσαν ότι στην αγροτική ύπαιθρο χτίζονται πραγματικές σχέσεις κοινωνικής αλληλεγγύης και πως με την κατάλληλη καθοδήγηση οι αγρότες θα μπορούσαν να χτυπήσουν την απολυταρχία του τσάρου μέσα από μία μαζική κοινωνική επανάσταση[33]. Εν ολίγοις, οι Ναρόντνικοι δεν αντιλαμβάνονταν την ιστορική εξέλιξη με ντετερμινιστικό τρόπο, καθώς θεωρούσαν τον σοσιαλισμό ως το πιο συμβατό προς τον άνθρωπο σύστημα, τόσο από οικονομική όσο και από ηθική σκοπιά.

Η Δημιουργία

Ο κύκλος των διανοούμενων συνιστούσε σταδιακά ένα επαναστατικό κίνημα το οποίο αντιμετωπίζονταν από την κυβέρνηση ως μία πολιτισμική και πολιτική απειλή. Η ρωσική ιντελιγκέντσια δρούσε σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο που εκτείνονταν από τον στρατό μέχρι και τα πανεπιστήμια. Ιδιαίτερη δε απήχηση είχε στους κύκλους των φοιτητών οι οποίοι είχαν δημιουργήσει κομμούνες που βασίζονταν στην απόλυτη ισότητα μεταξύ των δύο φύλων, ενώ παράλληλα δρούσαν και ως εργαλεία στρατολόγησης[34]. Αυτές οι ομάδες ήταν αρκετά κλειστές, διακρίνονταν για την μυστικοπάθειά τους και συνεπώς ήταν βραχύβιες, καθώς λειτουργούσαν κάτω από καθεστώς αυστηρής κρατικής επιτήρησης και ελέγχου.

Οι συνωμοτικές ωστόσο μέθοδοι, όχι μόνο ήταν αναποτελεσματικές αλλά και απεχθείς στις ευρύτερες λαϊκές μάζες. Έτσι λοιπόν, μετά από μία εμπειρία δύο περίπου δεκαετιών οι ριζοσπάστες δημιούργησαν νέες οργανώσεις και αποφάσισαν να κάνουν το άνοιγμα προς τον λαό. Πίστευαν και στήριζαν τους εργαζομένους και πρωτίστως τους αγρότες για τον λόγο ότι δεν ζουν από την υπεραξία που παράγουν οι άλλοι και δεν δύναται να γίνουν εκμεταλλευτές κανενός.

Ωστόσο, η ρωσική ιντελιγκέντσια ήταν ουσιαστικά αποκομμένη από αυτόν τον λαό και για αυτόν τον λόγο ένιωθε ένοχα απέναντί του. Αυτό το αίσθημα ενοχής θα παίξει αποφασιστικό ρόλο στην οργάνωση και δημιουργία του λαϊκιστικού κινήματος, καθώς οι λαϊκιστές νιώθουν ότι βρίσκονται μετέωροι, σε μια ενδιάμεση κατάσταση, και αυτό τους ωθεί στο να τείνουν προς μία κατεύθυνση. Εφόσον δεν ακολουθούν την πολιτισμική τους κληρονομιά, προσπαθούν να επιστρέψουν στη γη και να γίνουν κομμάτι μίας λαϊκής συλλογικότητας[35] η οποία θα εμφορείται από σοσιαλιστικά προτάγματα και ελευθεριακές τάσεις.

Το καλοκαίρι του 1874 πολυπληθείς ομάδες νεαρών ανδρών και γυναικών πήραν τον δρόμο για τη ρωσική ύπαιθρο, σε μία προσπάθεια να έρθουν κοντά με τους αγρότες και να τους εμφυσήσουν τις σκέψεις και τις ιδέες τους[36]. Αυτό το άνοιγμα προς τον λαό (narod) τους έδωσε το όνομα Ναρόντνικοι. Ως κίνημα, ήταν εντελώς αυθόρμητο. Οι Ναρόντνικοι μιμούνταν τους αγρότες στο ντύσιμο και γνώριζαν όλοι τους από μία τέχνη η οποία θα τους βοηθούσε να ενταχθούν πιο εύκολα στην αγροτική κοινωνία. Μέσα από αυτή την διαδικασία στόχευαν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των αγροτών και στη συνέχεια να αφυπνίσουν τη ρωσική ύπαιθρο, ώστε να προβάλει αντίσταση απέναντι στις αδικίες της κυβέρνησης διεκδικώντας παράλληλα τα δικαιώματά της. Αυτή η κίνηση γέννησε τον λαϊκισμό, ο οποίος αποτελεί μία κατεξοχήν ρωσική εκδήλωση όπως ο μηδενισμός και ο αναρχισμός.

Τα σχέδια των Ναρόντνικων αποδείχθηκαν μεγαλεπήβολα, διότι μέσα στον ρομαντισμό που τους διακατείχε για τους αγροτικούς πληθυσμούς, δεν κατάφεραν να συλλάβουν την ευρύτερη καθημερινότητα της ρωσικής υπαίθρου. Οι Ρώσοι χωρικοί χαρακτηρίζονταν ως ισχυρογνώμονες, ανυποχώρητοι και ιδιαίτερα αδιάλλακτοι σχετικά με την παράδοση. Επίσης, ήταν εξαιρετικά καχύποπτοι με τους ξένους, πόσο δε μάλλον με νέες και ριζοσπαστικές ιδέες. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν εμπιστεύονταν τους νεαρούς διανοούμενους και σε πολλές περιπτώσεις τους θεώρησαν ως κατασκόπους, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που οι ίδιοι χωρικοί παρέδωσαν λαϊκιστές στην αστυνομία. Επιπλέον, υπήρχε η αντίληψη ότι ο τσάρος φρόντιζε προς το συμφέρον του λαού και έτσι η προπαγάνδα κατά του προσώπου του, στην καλύτερη των περιπτώσεων, έπεφτε στο κενό[37]. Όλοι οι παραπάνω λόγοι αποτελούσαν τον κανόνα, όσον αφορά την αντιμετώπιση που εισέπραξαν οι Ναρόντνικοι από τους αγρότες. Συνεπώς, το Άνοιγμα στον Λαό κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία ενώ σύντομα οδήγησε στην απογοήτευση[38].

Zemlya i Volya: Προπαγάνδα και Διάσπαση

Δύο χρόνια μετά το Άνοιγμα στον Λαό, ήταν πλέον σαφές πως αυτή η μέθοδος είχε αποτύχει πλήρως. Τα εναπομείναντα άτομα αποφάσισαν να μετεξελιχθούν οργανωτικά και το 1876 δημιούργησαν μία νέα ομάδα με την ονομασία Γη και Ελευθερία (Zemlya i Volya). Οι ιδέες τους συνέχισαν να είναι καθαρά σοσιαλιστικές διεκδικώντας πολιτικές ελευθερίες, αποκέντρωση και κατανομή των κτημάτων στους αγρότες[39]. Παρόλα αυτά, η Zemlya i Volya βασιζόταν στη λανθασμένη, εκ του αποτελέσματος, μπακουνική θεώρηση που έβλεπε στους αγρότες ένα έμφυτο επαναστατικό πνεύμα το οποίο απουσίαζε. Έτσι, η άμεση κρατική καταστολή σε συνδυασμό με την εν μέρει άτοπη ιδεολογική προσέγγιση, οδήγησαν και αυτή την απόπειρα σε μαρασμό. Η αποτυχία όμως δεν ήταν πλήρης καθώς στις δίκες που ακολούθησαν, οι κατηγορούμενοι γνωστοποίησαν ευρύτερα τις θέσεις τους[40] και τέλος ηρωοποιήθηκαν από τα βασανιστήρια που υπέστησαν στις ρωσικές φυλακές[41].

Οι φρικτές συνθήκες κράτησης των μελών της Zemlya i Volya οδήγησαν αντίστοιχα και σε κλιμάκωση των ενεργειών ως απάντηση στην καταστολή. Σημείο καμπής του επαναστατικού ρεύματος στην Ρωσία αποτελεί η απόπειρα δολοφονίας του στρατηγού F. Trepov από τη V. Zasulich το 1878, όταν αυτή θέλησε να πάρει εκδίκηση για τον βασανισμό του συντρόφου Bogolyubov[42]. Αυτή η κίνηση πυροδότησε μία σειρά ενδοκινηματικών τριβών που μετατόπισαν άμεσα την προσπάθεια για προπαγάνδα και πολιτική επανάσταση σε απόπειρες τρομοκράτησης του ίδιου του κράτους. Οι στόχοι πλέον ήταν συγκεκριμένοι και όλες οι πράξεις εστίαζαν σε ένα πρόσωπο, στον τσάρο.

Η προσπάθεια της Zasulich δυναμίτισε περισσότερο μία ήδη έκρυθμη κατάσταση ενώ οι κατασταλτικοί μηχανισμοί που αναπτύχθηκαν, αναζωπύρωσαν το φοιτητικό και εργατικό κίνημα. Η εκστρατεία τρόμου κλιμάκωσε απότομα τις επαναστατικές ενέργειες ενώ ταυτόχρονα δίχασε σε βάθος το κίνημα. Ο ριζοσπαστικός χώρος διαπεράστηκε από μία τομή και η Zemlya i Volya διχοτομήθηκε. Από τη μία μεριά ήταν η ομάδα Μαύρη Αναδιανομή (Chernyi Peredel) η οποία αντιτίθονταν στη νέα αντικρατική γραμμή και συνέχισε τον ριζοσπαστικό αγώνα μέσω προπαγάνδας. Από την άλλη, βρίσκονταν αυτοί οι οποίοι δημιούργησαν την οργάνωση Λαϊκή Βούληση (Narodnaya Volya)[43], με σχέδιο το οποίο απέβλεπε στη συσπείρωση των εργατών, στην περαιτέρω διείσδυση στο στρατό και στην ολοένα αυξανόμενη τριβή με φοιτητές και διανοούμενους. Τέλος, όσον αφορά την επιχειρησιακή της δομή ως οργάνωση, στρεφόταν ξεκάθαρα υπέρ του άμεσου ένοπλου αγώνα εντός των πόλεων[44].

Narodnaya Volya: Η Μετάβαση στο Ένοπλο

Με τη δημιουργία της Narodnaya Volya το 1879, η επαναστατική δράση μετατοπίστηκε από την ύπαιθρο προς τις πόλεις. Αυτομάτως, ξεκίνησε μία συντονισμένη τρομοκρατική εκστρατεία με κύριο στόχο τον τσάρο Αλέξανδρο Β΄. Ως εκ τούτου, το σχίσμα μεταξύ των δύο ομάδων κορυφώθηκε και επισφραγίστηκε από τον πρώτο χρόνο της διάσπασης, με την πρώτη απόπειρα δολοφονίας του τσάρου το 1879, από μέλος της Narodnaya Volya, τον A. Soloviev[45]. Ο Soloviev κατέληξε σε αυτή την κίνηση διότι κατά τα λεγόμενα του θεωρούσε πως:

Υπό τις παρούσες επικρατούσες πολιτικές συνθήκες, η δραστηριότητα ενός επαναστάτη στην ύπαιθρο είναι απολύτως ανώφελη. Πρέπει να προκληθεί με κάθε τίμημα ανατροπή αυτών των συνθηκών και γι’ αυτόν το λόγο πρέπει πρώτα απ’ όλα να χτυπηθεί η αντίδραση στο πρόσωπο του Αλέξανδρου Β΄”[46].

Η προσπάθεια, ωστόσο, απέτυχε και ο Soloviev εκτελέστηκε διά απαγχονισμού το ίδιο έτος.

Παρά την πρώτη αποτυχημένη απόπειρα, την επόμενη χρόνια σημειώθηκε δεύτερη επίθεση στο πρόσωπο του τσάρου. Αυτή τη φορά η απόπειρα έλαβε χώρα μέσα στα Χειμερινά Ανάκτορα. Πρόκειται για ένα καλοσχεδιασμένο εγχείρημα με βασικό πρωταγωνιστή τον Ναρόντνικο S. Halturin. Ο Halturin υποδυόμενος τον μαραγκό, απέκτησε πρόσβαση στα ανάκτορα και στη συνέχεια παγίδευσε το υπόγειο με δυναμίτη. Η βομβιστική ενέργεια σκότωσε 11 στρατιώτες της φρουράς αλλά όχι τον τσάρο ο οποίος για ακόμα μία φορά διέφυγε[47]. Η δεύτερη απόπειρα κατά της ζωής του ανώτατου ηγέτη της Ρωσίας μπορεί να κατέληξε σε αποτυχία αλλά κυρίως απέδειξε ότι το ηθικό των επαναστατών δεν πτοούνταν με τις θανατικές ποινές, ότι ο τσάρος συνέχισε να είναι ο κύριος στόχος και ότι όσο η κρατική καταστολή αύξανε, άλλο τόσο θα κλιμακώνονταν και η τρομοκρατικές ενέργειες.

Η καταστολή του κρατικού μηχανισμού, ωστόσο, συνεχίστηκε ενώ παράλληλα είχε στρωθεί ο δρόμος για μια σειρά φιλολαϊκών μεταρρυθμίσεων οι οποίες είχαν ως στόχο να καθησυχάσουν την κοινή γνώμη. Από τη μεριά τους, οι Ναρόντνικοι, δεν ενθουσιάζονταν στην ιδέα των μεταρρυθμίσεων, τόσο γιατί κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ενδυναμώσει την κυβέρνηση βραχυπρόθεσμα αλλά και να αποβεί ενάντια στα συμφέροντα των αγροτών μακροπρόθεσμα[48].

Εν τέλει, στις 13 Μαρτίου 1881 ο Αλέξανδρος Β΄ συνάντησε το πεπρωμένο του. Ο τσάρος ο οποίος ήταν δοκιμασμένος στις απόπειρες δολοφονιών εναντίον του, αποφάσισε τελευταία στιγμή να παρακάμψει την συνηθισμένη του διαδρομή προς τα ανάκτορα. Τότε, όπως μας πληροφορεί η V. Figner, τον πρώτο λόγο είχε η S. Perovskaya:

Η Sofia Perovskaya απέδειξε ότι είχε τον έλεγχο της κατάστασης. Κατάλαβε αμέσως ότι ο τσάρος κατά την επιστροφή του θα κινούνταν παράλληλα με το κανάλι της Αικατερίνης και αποφάσισε να δράσει μόνο με τις βόμβες. Πήγε σε αυτούς που  είχαν αναλάβει τις ρίψεις των βομβών, τους υπόδειξε τις νέες θέσεις τους και συνεννοήθηκε μαζί τους ότι θα τους έδινε σινιάλο κουνώντας το μαντήλι της[49].

Η Perovskaya θεωρούσε πως μετά από τρεις επανειλημμένες απόπειρες δολοφονίας του τσάρου, ο αγροτικός πληθυσμός θα κατέληγε στο συμπέρασμα πως η κυβέρνηση πλέον ελέγχονταν από τους ιδιοκτήτες γης και συνεπώς θα ξεσηκώνονταν εναντίον τους. Άλλωστε, σύμφωνα με τον Zhelyabov, το μόνο στο οποίο αποσκοπούσε η οργάνωση ήταν να δώσει απλά μία ώθηση η οποία θα επιτάχυνε την ιστορία[50]. Παραδόξως για το κίνημα των Ναρόντνικων, ο λαός μπροστά στην δολοφονία του Τσάρου παρέμεινε απαθής έως και επιθετικός, θεωρώντας πως πρόκειται για πολιτική συνωμοσία[51].

Απολογισμός

Η αποτυχία τόσο του προπαγανδιστικού έργου των Ναρόντνικων στην ύπαιθρο όσο και της ένοπλης πάλης που αναπτύχθηκε ως εναλλακτική λύση, οδήγησε στην απογοήτευση αρκετών ριζοσπαστών και στην άμβλυνση των επαναστατικών δράσεων. Ταυτόχρονα, η παθητικότητα των αγροτών απέναντι στο πολιτικό κατεστημένο, χάρισε στον μαρξισμό μεγαλύτερη αξιοπιστία εφόσον πλέον ήταν ολοφάνερο πως οι επαναστάτες δεν θα έπρεπε να στοχεύουν στην ύπαιθρο αλλά στους προλετάριους εργάτες των πόλεων. Στην πραγματικότητα ωστόσο, ακόμα και ο ίδιος ο Marx στις επιστολές του προς τη V. Zasulich το 1881[52], αναφέρει ξεκάθαρα πως το ζήτημα των ρωσικών αγροτικών κοινοτήτων παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον. Επίσης, δεν διστάζει να εκφράσει πως οι θέσεις που ανέπτυξαν οι Ναρόντνικοι θα μπορούσαν να αποτελούν μία σταθερή βάση για κοινωνική αλλαγή. Όπως και να έχει όμως, είναι γεγονός πως τη θέση του Αλέξανδρου Β΄ πήρε ο διάδοχός του Αλέξανδρος Γ΄, κάτι που στοίχησε στη ρωσική ιντελιγκέντσια αρκετό και αξιόλογο δυναμικό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το κίνημα είχε αποτύχει πλήρως.

Από μία άλλη οπτική, το narodnichestvo ήταν επιτυχές καθώς ο μακροπρόθεσμος στόχος του ήταν να ακυρώσει τον συμβιβασμό μεταξύ λαού και εξουσίας, ώστε να οδηγήσει στην άμεση αντιπαράθεση μεταξύ της ρωσικής κοινωνίας και του ρωσικού κράτους. Εκ του αποτελέσματος, αυτή η κίνηση οδήγησε στην αποσταθεροποίηση του ήδη σαθρού παλαιού καθεστώτος και αποτέλεσε ορόσημο για την επίδραση του ρωσικού επαναστατικού λαϊκισμού στη μελλοντική Ρωσική Επανάσταση. Η κοσμοθεωρία και το κίνημα των Ναρόντνικων δεν έσβησε με το τέλος των οργανώσεων, τις φυλακίσεις και τις εκτελέσεις των μελών του. Η παρακαταθήκη που άφησε πίσω του έθεσε ένα υπόδειγμα επαναστατικής ιδεολογίας και δράσης η οποία διαδραμάτισε σπουδαίο και καθοριστικό ρόλο κατά τη διάρκεια των τριών βασικών επαναστατικών κρίσεων που εμφανίστηκαν από το 1905 έως το 1921[53].

 

Βιβλιογραφία

Berdyaev, Ρωσικός Κομμουνισμός: N. Berdyaev, Οι Πηγές και το Νόημα του Ρωσικού Κομμουνισμού, Αθήνα 2010.

Brocke, “Violence and Terror”: A. von Brocke, “Violence and Terror in Russian Revolutionary Populism: The Narodnaya Volya, 1879-83” in Social Protest, Violence and Terror in Nineteenth -and Twentieth- Century Europe, ed. W. J. Mommsen and G. Hirschfeld, London 1982.

Bushkovitch, Ιστορία της Ρωσίας: P. Bushkovitch, Ιστορία της Ρωσίας. Πολιτική, Οικονομία, Θρησκεία, Τέχνες και Επιστήμες από τον 9ο αιώνα έως την Περεστρόικα, Αθήνα 2016.

Σ. Δαμιανάκος, “Κοινοτισμός και Ποπουλισμός: Σκέψεις για μια Συγκριτική Θεώρηση”, Κοινότητα, Κοινωνία και Ιδεολογία: Ο Κωνσταντίνος Καραβίδας και η Προβληματική των Κοινωνικών Επιστημών, Αθήνα 1990.

Figner, Ελευθερία ή Θάνατος: V. Figner, Ελευθερία ή Θάνατος: Νύχτα Πάνω από την Ρωσία, Αθήνα 2013.

Γ. Κατσόβσκα-Μαλιγκούδη, Η Μεσαιωνική Ρωσία, Αθήνα 2013.

Κολοκυθάς, Κίνημα των Ναρόντνικων: Κ. Κολοκυθάς, Από τον Πολιτικό Ακτιβισμό στην Τρομοκρατία: Το Κίνημα των Ναρόντνικων, Ιωάννινα 2017.

  1. K. Marx, Grundrisse, Αθήνα

Α. Μομφερράτος, “Μηδενισμός εν Ρωσία: Σοφία Περόφσκαγια”, Ημερολόγιον Χρονογραφικόν, Φιλολογικόν, Γελοιογραφικόν, Αθήνα (1888) Γ΄, 201-211.

  1. Offord, The Russian Revolutionary Movement in the 1880’s, Cambridge 1986.
  2. Ramnath, Decolonizing Anarchism: An Antiauthoritarian History of India’s Liberation Struggle, Oakland 2011.

Riggs, Terrorist Princess: R. Riggs, Sofia Perovskaya, Terrorist Princess: The Plot to Kill Tsar Alexander II and the Woman who Led it, Berkeley 2017.

  1. Serge, Memoirs of a Revolutionary, New York 2012.

Shanin, Russian Road: T. Shanin, Late Marx and the Russian Road: Marx and ‘the Peripheries of Capitalism’, New York 1983.

  1. B. Ulam, In the Name of the People: Prophets and Conspirators in Prerevolutionary Russia, New York 1977.

Venturi, Roots of Revolution: F. Venturi, Roots of Revolution: A History of the Populist and Socialist Movements in Nineteenth Century Russia, New York 1960.

White, Socialist Alternative: E. White, The Socialist Alternative to Bolshevik Russia: The Socialist Revolutionary Party, 1921-1939, New York 2011.

[1] P. Bushkovitch, Ιστορία της Ρωσίας: Πολιτική, Οικονομία, Θρησκεία, Τέχνες και Επιστήμες από τον 9ο αιώνα έως την Περεστρόικα, Αθήνα 2016, 222.

[2] V. Serge, Memoirs of a Revolutionary, New York 2012, 3.

[3] Α. Μομφερράτος, “Μηδενισμός εν Ρωσία. Σοφία Περόφσκαγια”, Ημερολόγιον Χρονογραφικόν, Φιλολογικόν, Γελοιογραφικόν, Αθήνα (1888) Γ΄, 210-211.

[4] T. Shanin, Late Marx and the Russian Road: Marx and ‘the Peripheries of Capitalism’, New York 1983, 19.

[5] Κ. Κολοκυθάς, Από τον Πολιτικό Ακτιβισμό στην Τρομοκρατία: Το Κίνημα των Ναρόντνικων, Ιωάννινα 2017, 6.

[6] Κολοκυθάς, Κίνημα των Ναρόντνικων, 6.

[7] Γ. Κατσόβσκα-Μαλιγκούδη, Η Μεσαιωνική Ρωσία, Αθήνα 2013, 154.

[8] Bushkovitch, Ιστορία της Ρωσίας, 75.

[9] Για μια πιο εκτενή σχετική αναφορά βλ. K. Marx, Grundrisse, Αθήνα 2009.

[10] Φυσικά υπήρχε σε παγκόσμιο πλαίσιο -και συνεχίζει να υπάρχει σε ορισμένες περιπτώσεις-.

[11] Shanin, Russian Road, 183.

[12] Shanin, Russian Road, 113.

[13] Bushkovitch, Ιστορία της Ρωσίας, 234-235.

[14] Για μια περαιτέρω ανάλυση βλ. E. White, The Socialist Alternative to Bolshevik Russia: The Socialist Revolutionary Party, 1921-1939, New York 2011, 8.

[15] Shanin, Russian Road, 11.

[16] Bushkovitch, Ιστορία της Ρωσίας, 175.

[17] Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Bushkovitch, Ιστορία της Ρωσίας, 187.

[18] Βλ. σχετικά Κολοκυθάς, Κίνημα των Ναρόντνικων, 16.

[19] N. Berdyaev, Οι Πηγές και το Νόημα του Ρωσικού Κομμουνισμού, Αθήνα 2010, 87.

[20] Bushkovitch, Ιστορία της Ρωσίας, 205.

[21] Shanin, Russian Road, 114-115.

[22] Bushkovitch, Ιστορία της Ρωσίας, 232.

[23] Κολοκυθάς, Κίνημα των Ναρόντνικων, 23-24 και για εκτενέστερη επί του θέματος ανάλυση βλ. το κεφάλαιο “Marx-Zasulich Correspondence: Letters and Drafts” στο Shanin, The Russian Road, 115, 116.

[24] Βλ. σχετικά και Κολοκυθάς, Κίνημα των Ναρόντνικων, 16.

[25] Berdyaev, Ρωσικός Κομμουνισμός, 86.

[26] Berdyaev, Ρωσικός Κομμουνισμός, 27-28.

[27] Bushkovitch, Ιστορία της Ρωσίας, 168.

[28] Κολοκυθάς, Κίνημα των Ναρόντνικων, 14.

[29] F. Venturi, Roots of Revolution: A History of the Populist and Socialist Movements in Nineteenth Century Russia, New York 1960, 34.

[30] A. von Brocke, “Violence and Terror in Russian Revolutionary Populism: The Narodnaya Volya, 1879-83”, Social Protest, Violence and Terror in Nineteenth -and Twentieth- Century Europe, ed. W. J. Mommsen and G. Hirschfeld, London 1982, 50 και White, Socialist Alternative, 8.

[31] Για narodnichestvo βλ. White, Socialist Alternative, 7 και Venturi, Roots of Revolution.

[32] Για περαιτέρω πληροφορίες βλ. και Σ. Δαμιανάκος, “Κοινοτισμός και Ποπουλισμός: Σκέψεις για μια Συγκριτική Θεώρηση”, Κοινότητα, Κοινωνία και Ιδεολογία: Ο Κωνσταντίνος Καραβίδας και η Προβληματική των Κοινωνικών Επιστημών, Αθήνα 1990, 57-60.

[33] Βλ. και M. Ramnath, Decolonizing Anarchism: An Antiauthoritarian History of India’s Liberation Struggle, Oakland 2011, 70-71.

[34] Βλ. και Bushkovitch, Ιστορία της Ρωσίας, 217-218.

[35] Berdyaev, Ρωσικός Κομμουνισμός, 83-85.

[36] Κολοκυθάς, Κίνημα των Ναρόντνικων, 22.

[37] D. Offord, The Russian Revolutionary Movement in the 1880’s, Cambridge 1986, 18.

[38] R. Riggs, Sofia Perovskaya, Terrorist Princess: The Plot to Kill Tsar Alexander II and the Woman who Led it, Berkeley 2017, 119 και Bushkovitch, Ιστορία της Ρωσίας, 219-220.

[39] White, Socialist Alternative, 8-9.

[40] Κολοκυθάς, Κίνημα των Ναρόντνικων, 25.

[41] Bushkovitch, Ιστορία της Ρωσίας, 220.

[42] Riggs, Terrorist Princess, 142 και Brocke, “Violence and Terror”, 51.

[43] Βλ. Bushkovitch, Ιστορία της Ρωσίας, 220-221 και Riggs, Terrorist Princess, 153.

[44] Shanin, Russian Road, 10.

[45] Βλ. σχετικά Brocke, “Violence and Terror”, 53 και Κολοκυθάς, Κίνημα των Ναρόντνικων, 25.

[46] V. Figner, Ελευθερία ή Θάνατος: Νύχτα Πάνω από την Ρωσία, Αθήνα 2013, 91.

[47] Bushkovitch, Ιστορία της Ρωσίας, 221 και Brocke, “Violence and Terror”, 53-54.

[48] Οι λόγοι για τη συγκεκριμένη συλλογιστική σκέψη των Ναρόντνικων έχουν βάση, εφόσον το Διάταγμα της Χειραφέτησης (1861) είχε αντίστοιχα αποτελέσματα.

[49] Figner, Ελευθερία ή Θάνατος, 147.

[50] Ο Zhelyabov ήταν μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Narodnaya Volya και σύντροφος με την Perovskaya. Σχετικά με δήλωση Zhelyabov βλ. και Brocke, “Violence and Terror”, 60.

[51] A. B. Ulam, In the Name of the People: Prophets and Conspirators in Prerevolutionary Russia, New York 1977, 353.

[52] Για τις επιστολές βλ. σχετικά Shanin, The Russian Road, 95-134.

[53] Για περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με την μετεξέλιξη του κινήματος των Ναρόντνικων στα έτη που προαναφέρονται βλ. σχετικά και White, Socialist Alternative, 9-18.