Διαπρεπείς ευρωπαίοι μελετητές και πολιτικοί είχαν προβλέψει από τις αρχές του 19ου αιώνα την άνοδο του μαζικού ανθρώπου και την έλευση της μαζικής εποχής.

Hannah Arendt

 

Στο Μοντέρνοι Καιροί (1936), ο Τσάρλι Τσάπλιν ερμηνεύει έναν εργάτη στην Εταιρεία Electro-Steel, που σφίγγει τα παξιμάδια σε έναν κυλιόμενο ιμάντα, ο οποίος κινείται με μεγάλη ταχύτητα. Μια σκηνή δείχνει ένα μηχανικό μαραφέτι που έχει σχεδιαστεί για να ταΐζει τους εργάτες το γεύμα τους ενώ παραμένουν στη γραμμή συναρμολόγησης, αλλά αυτό δυσλειτουργεί, ρίχνοντας τη σούπα στο πρόσωπο του Τσάρλι. Άλλες σκηνές απεικονίζουν έναν καπιταλιστή ιδιοκτήτη, ο οποίος διατηρεί ένα κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης της μονάδας και απαιτεί να αυξηθεί η ταχύτητα της γραμμής παραγωγής. Ο Τσάρλι δεν μπορεί να κρατήσει το ρυθμό και πέφτει στα γιγαντιαία γρανάζια. Παθαίνει νευρικό κλονισμό και χάνει τη δουλειά του. Στον δρόμο, τον περνάνε κατά λάθος για κομμουνιστή ηγέτη και συλλαμβάνεται. Συμπτωματικά, αποτρέπει μία απόπειρα απόδρασης από τη φυλακή, παίρνει χάρη και απελευθερώνεται, αλλά εφόσον το χαλυβουργείο παραμένει κλειστό, ο Τσάρλι δεν μπορεί να βρει απασχόληση και αρχίζει να λαχταρά την παλιά ασφάλεια της φυλακής. Το πολιτικό μήνυμα των «Μοντέρνων Καιρών» είναι ολοφάνερο.

Παρόλο που φανερά έχει την πρόθεση να είναι φιλο-εργατικό και αντίθετο στη γραμμή συναρμολόγησης, ένα μεγάλο μέρος των «Μοντέρνων Καιρών» κυριαρχείται από την αυτοματοποιημένη τεχνολογία του εργοστασίου. Ακόμα, στο υπόβαθρο της εποχής της μηχανής, η ταινία δεν εξυμνεί την ηρωική πορεία της συνείδησης της εργατικής τάξης, αλλά μάλλον αυτά που θα μπορούσαν να ονομάζονται μικροαστικά όνειρα.[1] Ο άνεργος Τσάρλι συναντά ένα ορφανό “χαμίνι” (Πωλέτ Γκοντάρ), και οι δύο τους αρχίζουν να φαντασιώνονται ότι έχουν ένα δικό τους σπίτι. Ο Τσάρλι βρίσκει δουλειά ως νυχτοφύλακας σε ένα πολυκατάστημα, όπου αργά το βράδυ η ρακένδυτη έφηβη φίλη του απολαμβάνει τον ρουχισμό του καταστήματος. Όταν, όμως, ο Τσάρλι βοηθά αυθόρμητα κάποιους άνεργους εργαζόμενους του χαλυβουργείου, τους οποίους αναγνωρίζει σε μια ληστεία του καταστήματος, απολύεται. Η τελική σκηνή δείχνει το ζευγάρι να περπατάει σε έναν ερημικό δρόμο, αλλά χέρι – χέρι. Ο «μικρός ανθρωπάκος» είναι βασανισμένος, αλλά απτόητος, ακόμα και θριαμβευτής[2].

Με τις φήμες να θέλουν τον αρχικό τίτλο της ταινίας «Οι μάζες», οι «Μοντέρνοι Καιροί» φώτισαν και αντιπαρέβαλλαν δύο κυρίαρχα σύμβολα της σύγχρονης εποχής: το μηχανοποιημένο εργοστάσιο και το εξίσου απέραντο πολυκατάστημα, που πουλάει καταναλωτικά προϊόντα μαζικής παραγωγής. Την ίδια στιγμή, το ίδιο το μέσο στο οποίο παρουσιάστηκαν αυτές οι εικόνες – ο κινηματογράφος – ήταν το ίδιο ένα σύμβολο και μια δύναμη της σύγχρονης εποχής. Όταν πιάστηκε στα γρανάζια της εργοστασιακής μηχανής, ο Τσάπλιν τυλίχτηκε μέσα τους, όπως το φιλμ μέσα στον προτζέκτορα. Η ταινία του, όπως και ο κινηματογράφος, έχαιρε τεράστιας δημοτικότητας στη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν. Από την κομμουνιστική σκοπιά, θα μπορούσε να λεχθεί ότι ο Τσάπλιν σατίριζε τον καπιταλιστικό κόσμο της εποχής της Μεγάλης Ύφεσης και υπερασπίστηκε τον προλετάριο[3]. Πέραν της υποτιθέμενης ιδεολογικής αποδοχής της, η τοποθέτηση της ταινίας στο αυτοματοποιημένο εργοστάσιο, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης της ταχύτητας παραγωγής, και τα μικροαστικά όνειρα του ήρωά της, άγγιξαν μια ευαίσθητη χορδή στη Σοβιετική Ένωση. Ο Τσάπλιν απεικόνισε μια μεσοπολεμική συγκυρία, που η Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε να παραδεχτεί ως δική της. Όχι λιγότερο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αν και με διαφορετικούς τρόπους, η Σοβιετική Ένωση ενστερνίστηκε τη μαζική παραγωγή, τη μαζική κουλτούρα, ακόμα και τη μαζική κατανάλωση. Αλλά η ΕΣΣΔ υποστήριξε ότι η δικτατορία, και όχι ο κοινοβουλευτισμός, αποτελούσε την πιο αποτελεσματική μορφή μαζικής πολιτικής.

Σε αυτό το δοκίμιο, προσπαθώ να αποκαταστήσω τη μεσοπολεμική Σοβιετική εμπειρία στο συγκριτικό της πλαίσιο ή τη συγκυρία της. Η άποψή μου είναι απλή: ότι, δηλαδή, η Σοβιετική Ένωση εμπλεκόταν αναπόφευκτα με διαδικασίες που δεν αφορούσαν ειδικά τη Ρωσία, από την εξάπλωση της μαζικής παραγωγής και της μαζικής κουλτούρας έως την έλευση της μαζικής πολιτικής, ακόμη και της μαζικής κατανάλωσης, τις δεκαετίες μετά το 1890. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος – στη διάρκεια του οποίου έλαβαν χώρα οι ρωσικές επαναστάσεις – ισχυροποίησε πολύ και διεύρυνε αυτές τις τάσεις ανάμεσα σε όλους τους μαχόμενους. Στη Ρωσία, ο δεσποτισμός και η αυτοκρατορία έδωσαν τη θέση τους σε μια πολύ πιο σθεναρή δικτατορία και σε μια ψευδο-ομοσπονδιακή Ένωση που δεσμεύτηκε σε ένα αόριστο, φιλόδοξο, πολεμικό όραμα της αντι-φιλελεύθερης νεωτερικότητας[4]. Κατά τις επόμενες δύο δεκαετίες, το όραμα αυτό απέκτησε θεσμικές μορφές που είχαν κάποιες σημαντικές ομοιότητες, και πολλές σημαντικές διαφορές, τόσο με τα φιλελεύθερα προγράμματα, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Μεγάλη Βρετανία, και η Γαλλία, όσο και με άλλες μορφές αντι-φιλελεύθερης νεωτερικότητας, όπως η Ναζιστική Γερμανία, η φασιστική Ιταλία, και η αυτοκρατορική Ιαπωνία.

Η περίοδος του Μεσοπολέμου διαμορφώθηκε από την εμπειρία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και ιδιαίτερα από το ότι ήταν αναπόφευκτο να λογαριάζονται οι κινητοποιημένες μάζες στην κοινωνία και την πολιτική. από τις νέες τεχνολογίες (γραμμές παραγωγής, ραδιόφωνα, κινηματογραφικές ταινίες, τηλέφωνα) και τις απόπειρες εφαρμογής τους στη βιομηχανία, τον πολιτισμό και την πολιτική. από την βαθιά στροφή προς την κοινωνική πρόνοια ως κοσμοθεωρία και τρόπο διακυβέρνησης. και από την συνεχιζόμενη επίσημη αυτοκρατορία, καθώς και τις αυξημένες εθνικές αξιώσεις. Αυτές οι αλληλένδετες τάσεις μαζί παρείχαν το σκηνικό για την πιθανή και μερικές φορές, ακόμα και αναγκαία δράση των ανταγωνιστικών μεγάλων δυνάμεων. Τίποτα, όμως, δεν ήταν αναπόφευκτο. Ούτε καμία από τις μεγάλες χώρες δεν είχε το ελεύθερο να επανασυστήσει τον εαυτό της εκ νέου, ή με τρόπο που να ταιριάζει εξ ολοκλήρου στους ηγέτες και τους πολίτες της, ούτε καν η Σοβιετική Ένωση. Δεν υπάρχει καμιά δύναμη ανεξάρτητη από τις δομές, όπως και δεν υπάρχουν δομές ανεξάρτητες από τις δυνάμεις. Κάθε μια από τις μεγάλες δυνάμεις είχε επί μακρόν καθιερωμένους πολιτικούς θεσμούς, πολιτιστικές παραδόσεις, κοινωνικές και οικονομικές διατάξεις, εδαφικές συνθέσεις και πρότυπα διεθνών σχέσεων.

Κι όμως, η καθεμιά με τον δικό της τρόπο μπλέχτηκε στα δίχτυα της νέας «εποχής των μαζών», που έγινε μη αναστρέψιμη από την ολική κινητοποίηση, και στην εξερεύνηση των ενοποιητικών μηχανισμών που παρέχονται από τις διάφορες μορφές μαζικής παραγωγής, μαζικής πολιτικής, μαζικής κατανάλωσης, μαζικής κουλτούρας, κοινωνικής πρόνοιας, και των αυτοκρατορικών ή εθνικών προγραμμάτων. Με άλλα λόγια, κάθε μεγάλη χώρα – αφού καμία δεν εγκατέλειψε τις φιλοδοξίες της ως μεγάλη δύναμη – ενεπλάκη σε έναν ανταγωνισμό για τη συγκρότηση μιας μαζικής έκδοσης της νεωτερικότητας, η οποία έδωσε νέα ώθηση και μορφή στις γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις της. Σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες του οργανισμού που επικρατεί σε κάθε περίπτωση, διάφοροι παράγοντες – δικτάτορες, εκλεγμένοι ηγέτες, αξιωματούχοι, δημόσιοι υπάλληλοι, ιδιοκτήτες γης, μαζικές οργανώσεις, ομάδες πολιτών, διανοούμενοι, προπαγανδιστές – εξυμνούσαν ο ένας τον άλλο ή κατήγγειλαν ο ένας τον άλλο, μιμούταν ο ένας τον άλλον ή σταματούσαν (ή απέκρυπταν) κάποιες από τις πρακτικές τους, όταν τις υιοθετούσαν οι άλλοι[5]. Ορισμένες οργανώσεις και άτομα, αντί να προάγουν τις συλλογικές τάσεις της νεωτερικότητας, τους αντιστάθηκαν, ανεπιτυχώς ωστόσο, και κάποιοι που υποστήριξαν τον γενικό σκοπό τον ερμήνευσαν κατά τρόπο αντίθετο με την πλειοψηφία ή τις αρχές. Η νεωτερικότητα ήταν μια αρένα αμφισβήτησης τόσο εντός των χωρών όσο και μεταξύ τους.

Ο στόχος μου να υπογραμμίσω την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου μεσοπολεμικού τοπίου δυνατοτήτων και προκλήσεων, που έγιναν λειτουργικά όχι μόνο από επιλογή αλλά και από γεωπολιτικό ανταγωνισμό, δεν είναι μια άτοπη προσπάθεια να προτείνω κάποια ισοδυναμία της Σοβιετικής Ένωσης με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, ούτε καν με τη Ναζιστική Γερμανία. Οι αμοιβαίες προκλήσεις μερικές φορές όντως επέφεραν συναφείς απαντήσεις εξαιτίας της φύσης των φαινομένων και του εύρους των πιθανών ενεργειών (ένα είδος ισομορφισμού) και επειδή οι χώρες μελετούσαν στενά η μία την άλλη[6]. Αλλά το χάσμα μεταξύ φιλελεύθερων και αντι-φιλελεύθερων ήταν τεράστιο, και υπήρξαν σημαντικές αποκλίσεις ανάμεσα στις δημοκρατικές κοινοβουλευτικές χώρες και τα συγκεντρωτικά απολυταρχικά καθεστώτα[7]. Υποστηρίζοντας ότι υπήρξε μια μεσοπολεμική συγκυρία, μέρος της οποίας αποτελούσε και η Σοβιετική Ένωση, σκοπεύω να προτείνω ότι μόνο μέσω συγκρίσεων μπορεί να εκτιμηθεί πλήρως η ιδιαιτερότητα της Σοβιετικής Ένωσης. Θα πρότεινα περαιτέρω ότι η κατανόηση της Σοβιετικής Ένωσης μέσα στη μεσοπολεμική συγκυρία επιτρέπει την καλύτερη κατανόηση της μακρόχρονης τροχιάς και της πορείας της μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Έχοντας κερδίσει τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σοβιετική Ένωση ανοικοδόμησε την εντελώς κατεστραμμένη χώρα της σε μεγάλο βαθμό στις προπολεμικές προδιαγραφές. Η Σοβιετική ηγεσία στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και του 1950 επέστρεψε πίσω στα γνωστά πρότυπα και θεσμούς από τη μεσοπολεμική περίοδο, που η νίκη φάνηκε να νομιμοποιεί και που φαίνονταν πιο κατάλληλα για την ταχεία ανασυγκρότηση της χώρας μπροστά στις νέες αυξημένες γεωπολιτικές πιέσεις. Αντιθέτως, όλα τα άλλα αντι-φιλελεύθερα, συγκεντρωτικού τύπου προγράμματα, λιγότερο κατεστραμμένα από τη Σοβιετική Ένωση, νικήθηκαν στον πόλεμο. Εντάχθηκαν στην ομάδα των δημοκρατικών φιλελεύθερων δυνάμεων, που και η ίδια υποβλήθηκε σε βαθιά μεταμόρφωση. Η επανάσταση της μαζικής κατανάλωσης υπό την ηγεσία των μεσοπολεμικών Ηνωμένων Πολιτειών εντάθηκε πάρα πολύ στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του ίδιου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και μια ανάλογη καταναλωτική επανάσταση έλαβε χώρα μετά τον πόλεμο στη Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία. Η κοινωνική πρόνοια έγινε πλήρης, καθώς και μια αναπόσπαστη, καθοριστική πτυχή του δημοκρατικού φιλελευθερισμού. Η επίσημη αυτοκρατορία αμφισβητήθηκε και, μετά από αποτυχημένες προσπάθειες να μεταρρυθμιστεί, εγκαταλείφθηκε ακούσια ή εκούσια. Πάνω από όλα, ο πολύπλευρος ανταγωνισμός και οι δανεισμοί του μεσοπολέμου έγιναν αμφίδρομος ανταγωνισμός, με πολύ άνισες πλευρές. Η εικόνα και η πραγματικότητα των «μοντέρνων καιρών» άλλαξαν, παρουσιάζοντας άλυτα προβλήματα για την αναμφισβήτητα μεσοπολεμική παραλλαγή της νεωτερικότητας στη Σοβιετική Ένωση, η οποία μετά τον θάνατο του Στάλιν, αγωνιζόταν συνεχώς να «μεταρρυθμιστεί» για να ανταγωνιστεί στον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά κατέρρευσε.

 

Μαζική παραγωγή

 

Ξεκινώντας στα τέλη του 19ου αιώνα, έλαβε χώρα ένα δεύτερο κύμα της βιομηχανικής επανάστασης, που προήλθε από την εξάπλωση της ηλεκτρικής ενέργειας, και την πρόοδο της χαλυβουργίας, καθώς και σε άλλες βιομηχανικές διεργασίες. Η βιομηχανοποίηση έγινε περισσότερο εργοστασιακή (ταιριάζοντας τελικά την εμπειρία με την εικόνα), και τα εργοστάσια έγιναν μεγαλύτερα και πιο αυτοματοποιημένα. Είναι αλήθεια ότι το πλήρως αυτοματοποιημένο καταπληκτικό εργοστάσιο δεν έγινε ποτέ τόσο διαδεδομένο όσο διακήρυξαν οι υποστηρικτές του (και οι δυσφημιστές του). Όμως, η Αμερική, οι Eυρωπαϊκές δυνάμεις, και η Ιαπωνία αναλώθηκαν στην αναζήτηση μιας επιστημονικής όσο και επιστημονικά διαχειριζόμενης βιομηχανίας και στην εισαγωγή αυτού που ονομάστηκε μαζική παραγωγή. Η μαζική παραγωγή (που κατέστη δυνατή από την εφεύρεση του ηλεκτροκινητήρα τη δεκαετία του 1880) θέσπισε τρεις αρχές: την τυποποίηση των βασικών πτυχών των προϊόντων, την υποδιαίρεση της εργασίας στις γραμμές συναρμολόγησης, και την αντικατάσταση της χειρωνακτικής εργασίας με την χρήση μηχανών, καθώς και με την αναδιοργάνωση της ροής μεταξύ των τμημάτων. Η εφαρμογή της μηχανοποίησης της παραγωγής σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, ωστόσο, ήταν πιο εύκολη στα λόγια από ό,τι στην πράξη. Η μαζική παραγωγή δεν επιτεύχθηκε εύκολα σε κάποιες βιομηχανίες ή ακόμα και σε μερικές χώρες. Ήταν περισσότερο επιτυχημένη, και ορατή, στις αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες που ανήκαν στον Χένρι Φορντ, αν και εδώ, υπήρχαν, επίσης, καινοτομίες πέρα από τις γραμμές συναρμολόγησης.

Όποιες και αν είναι οι διαφοροποιήσεις πίσω από τα απλουστευμένα στερεότυπα, ο Φορντ έκανε δημοφιλή την ιδέα ότι η βιομηχανία της παραγωγής θα μπορούσε να φέρει την επανάσταση με μεγάλες επενδύσεις κεφαλαίου και ανώτερη οργάνωση – δημιουργώντας μια άμεση πρόκληση για τη βιομηχανία σε ολόκληρη την οικονομία της παγκόσμιας αγοράς, και για τα καθεστώτα που θα γινόντουσαν μεγάλες δυνάμεις. Ο Τσάρλι Τσάπλιν, όταν πρωτοσχεδίαζε τη σάτιρά του για τη μοντέρνα ζωή, επισκέφθηκε ένα εργοστάσιο της Φορντ στο Ντιτρόιτ. Το ίδιο συνέβη και με την περίφημη γερμανική επιχειρηματική και τεχνική ελίτ, ακόμα και με τους Γερμανούς ηγέτες των εργατών, που αναζητούσαν τα μυστικά αυτού που έγινε γνωστό ως «Φορντισμός»[8]. Η Γερμανία είχε γίνει παγκόσμιος ηγέτης στις τεχνολογικές βιομηχανίες, όμως για τους Γερμανούς, η Αμερική ξεχώριζε, όπως λέει η Mary Nolan, ως «ένα ενεργό όραμα της νεωτερικότητας». Αντίθετα, όμως, από το μοντέλο του Φορντ με τους υψηλούς μισθούς, τις χαμηλές τιμές, και την επέκταση με γνώμονα τον καταναλωτή, οι μεγάλες επιχειρήσεις της Γερμανίας υπερασπίστηκαν τον βιομηχανικό «εξορθολογισμό», με τον οποίο αύξησαν την παραγωγή και την παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο, αλλά όχι την ικανότητα των εργαζομένων να αγοράζουν νέα προϊόντα[9]. Από τη στιγμή που πήραν την εξουσία οι Ναζί, ο εξορθολογισμός προσέλαβε ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στην παραγωγικότητα και στην επιβολή ελέγχου πάνω στην εργασία (άλλο ένα από τα σημαντικότερα μαθήματα της Φορντ). Αυτό ήταν παρόμοιο με τη Σοβιετική προσέγγιση, όπου ο Φορντισμός θεωρήθηκε ως μια μέθοδος για τον έλεγχο του χώρου εργασίας, ενισχύοντας την παραγωγή για την αύξηση της κρατικής εξουσίας, και σπάζοντας τον «συντηρητισμό» των καταξιωμένων μηχανικών, ώστε πρακτικά να μπορούν να αντικατασταθούν από τους ανερχόμενους, σε ό,τι αποδείχτηκε να είναι μια πιο σθεναρή ιεραρχία.

Η Σοβιετική μαζική παραγωγή δεν έχει μελετηθεί καλά. Μια σημαντική εξαίρεση είναι το έργο του Ντέιβιντ Σήρερ, ο οποίος ανέκτησε τις συζητήσεις των Σοβιετικών βιομηχανικών οργανώσεων στα 1928-30, συμπεριλαμβανομένων των αναλύσεων της εμπειρίας της Αμερικανικής και Γερμανικής παραγωγής. Ο Σήρερ παρουσιάζει μια ιστορία γραφειοκρατικής πάλης, στην οποία εμπορικά προσανατολισμένα συνδικάτα, καρτέλ που σχηματίστηκαν τη δεκαετία του 1920 για να πουλήσουν τα προϊόντα της βιομηχανίας, υποτίθεται ότι προσέφεραν τη δυνατότητα «μιας νέου είδους σοσιαλιστικής οικονομίας της αγοράς» (240). Με μια δυνατή λαβή, τα συνδικάτα συντρίφτηκαν από την κρατική Επιθεώρηση Εργατών και Αγροτών (Rabkrin), η οποία χρησιμοποίησε την αστυνομική δύναμη και συσπείρωσε φιλόδοξους νέους μηχανικούς στην εκστρατεία της για βιαστικό εκσυγχρονισμό[10]. Αλλά οι βιομηχανικοί εκσυγχρονιστές της Rabkrin, υποστηρίζει ο Σήρερ, “παρερμήνευσαν” το Αμερικανικό σύστημα που ζήλευαν. Επικεντρώθηκαν στις πρωτογενείς παραγωγικές τεχνολογίες, αγνοώντας τα πολύ σημαντικά «βοηθητικά συστήματα, όπως η εσωτερική εργοστασιακή διακίνηση, και οι υποδομές διαχείρισης και οργάνωσης, όπως συστήματα λογιστικής και δρομολόγησης» (235). Έτσι, τα πιο σύγχρονα Σοβιετικά εργοστάσια απαιτούσαν στρατούς χειρωνακτών εργατών, για να εξυπηρετήσουν τα κύρια μηχανοποιημένα τμήματα.

Δεν χρειάζεται κάποιος να δεχτεί τις απόψεις του Σήρερ για τον χαρακτήρα και τη βιωσιμότητα των συνδικάτων για να καλωσορίσει την έμφαση που δίνει στη μεσολάβηση και τη συγκυρία, κατά την κούρσα για μια καλοσχεδιασμένη οικονομία και τον εργοστασιακό εκσυγχρονισμό. Οι οπαδοί της εκβιομηχανοποίησης, ισχυρίζεται, «πίστευαν πραγματικά στη μετασχηματιστική δύναμη του εκσυγχρονισμού» (238). Πράγματι το πίστευαν, αν και ο Σήρερ προειδοποιεί ότι «διαφορετικές ομάδες άκουγαν διαφορετικά νοήματα στη συχνά μεγαλοπρεπή αλλά ασαφή ρητορική της εκβιομηχάνισης και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης» (162). Δυστυχώς, δεν διευκρινίζει ποιες μπορεί να ήταν οι παράμετροι αυτών των ερμηνειών. Σχεδόν αγνοεί τις σύγχρονες στάσεις απέναντι στις σχέσεις ιδιοκτησίας, τον καπιταλισμό, και την ανταλλαγή εμπορευμάτων, καθώς και τις αντιλήψεις του σοσιαλισμού[11]. Ο Σήρερ μας θυμίζει ότι «η πίστη στην απελευθερωτική δύναμη της τεχνολογίας σε συνδυασμό με το κράτος ήταν… ισχυρή σε ολόκληρη την Ευρώπη μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο» (239), αλλά δεν εξηγεί πώς ήταν δυνατόν η πρακτική εφαρμογή μιας τέτοιας πίστης να μπορέσει να πάει τόσο μακριά στην Σοβιετική περίπτωση. Ήταν ακριβώς το ζήτημα που παραβλέπει, η κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας – δεδομένης της ιδιαίτερης φύσης της μαζικής παραγωγής – που κατέστησε ικανές τις Σοβιετικές αρχές να επιλέξουν τον δρόμο να γίνουν η απαράμιλλη αρένα για έναν παραγωγικό Φορντισμό.

Με βάση την έμφαση του Χένρι Φορντ στη διευκόλυνση της κατανάλωσης, είναι ίσως ειρωνικό ότι η εκτεταμένη χρήση της μηχανοποίησης στη βιομηχανία απαιτούσε ένα περιορισμένο εύρος μοντέλων προϊόντων. Για να θέσουμε το ζήτημα αλλιώς, η επιτυχία στη μαζική παραγωγή δεν εξαρτιόταν απλώς από τη σωστή χρήση της μηχανικής στην παραγωγική διαδικασία, αλλά από την ύπαρξη μεγάλης αμετάβλητης ζήτησης για να δικαιολογήσει τις τεράστιες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου που απαιτούσε η μαζική παραγωγή. Ένας στρατός ήταν ο τελικός πελάτης της μαζικής παραγωγής. Με την ίδια λογική, οι κεντρικά σχεδιασμένες οικονομίες θα μπορούσαν να εξαλείψουν τον ανταγωνισμό (εγχώριο και ξένο), και να χειραγωγήσουν την εγχώρια ζήτηση, εκμεταλλευόμενο, ομοίως, το πλεονέκτημα των γραμμών συναρμολόγησης. Η μαζική παραγωγή στην πυκνοκατοικημένη, με χειραγωγημένη ζήτηση Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε, και το έκανε, να φτάσει σε μια πρωτοφανή υπερβολή.[12] Και ακόμη περισσότερο από ό,τι στη Γερμανία, η Σοβιετική μαζική παραγωγή συνδέθηκε με παραγωγικά (ή κεφαλαιακά) αγαθά, μια σύνδεση γεμάτη με μακροχρόνιες συνέπειες[13].

Η μεσοπολεμική Βρετανία, ο τόπος της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης, προσφέρει μια φωτεινή αντίθεση στην περίπτωση της Σοβιετικής Ένωσης. Μέχρι τη δεκαετία του 1920 και του 1930, η Βρετανική κυριαρχία στην εξόρυξη – με εξαγωγικό προσανατολισμό –άνθρακα, σιδήρου και χάλυβα, τη ναυπήγηση, την κλωστοϋφαντουργία και τη μηχανολογία έχασε από τον Αμερικανικό και Γερμανικό ανταγωνισμό. Η Βρετανική κυβέρνηση ασχολούταν με τη συγχώνευση και την αναδιάρθρωση της βιομηχανίας κεφαλαιακών αγαθών, η οποία βασιζόταν στο φυσικό εργοστάσιο του 19ου αιώνα, πολύ πέρα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ταυτόχρονα, όμως, η Βρετανία γνώρισε μια έκρηξη στις βιομηχανίες καταναλωτικών αγαθών με εγχώριο προσανατολισμό, που ήταν συγκεντρωμένες σε έναν μικρό αριθμό αυτοματοποιημένων εργοστασίων, πολλά εξ αυτών χτισμένα σε χώρους πρασίνου. Τα νέα εργοστάσια παρήγαγαν μαζικά ηλεκτρικές σκούπες, ηλεκτρικά σίδερα, ραδιόφωνα, αυτοκίνητα, επεξεργασμένες τροφές και συνθετικά υλικά, όπως το ρεγιόν[14]. Η διαρθρωτική προσπάθεια της μεσοπολεμικής Βρετανίας όσον αφορά τα κεφαλαιακά αγαθά την έβαλε στην κορυφή του ανταγωνισμού σε αυτήν τη βιομηχανία. Οι αλλαγές που συνδέονται με τον Φορντισμό συνδέονταν με μεγάλες αλλαγές στη διεθνή οικονομία. το ίδιο θα συνέβαινε και με το θάνατο του Φορντισμού μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που θα έπληττε τη Σοβιετική Ένωση πολύ αργά και πολύ σκληρά. Μέχρι τη δεκαετία του 1970, αν όχι και πιο πριν, έγινε σαφές ότι η αυτάρκεια ήταν τελικά μια ψευδαίσθηση.

 

Μαζική Κουλτούρα

 

Ευτυχώς, είμαστε πέρα από την αβανγκάρντ μαρτυρολογία, όπου λέγεται ότι μπερδεμένα κομματικά στελέχη και αστυνομικοί έχουν εξολοθρέψει μια αθώα αβανγκάρντ και την «καθαρή» νεωτεριστική της κουλτούρα, ανοίγοντας τον δρόμο για κάποια, υποτίθεται άσχετα απομεινάρια ενός μικροαστικού και εθνικιστικού «κιτς». Οι μελετητές αναγνωρίζουν τώρα, σε κάποιες χρήσιμες, αν και υπερτιμημένες διορθώσεις, τη μεγέθυνση της αβανγκάρντ, καθώς και τις αποτυχίες της[15]. Αναγνωρίσαμε επίσης, όπως έγραψε ένας μελετητής του θεάτρου, ότι η αβανγκάρντ «υπήρξε κατά το μεγαλύτερο μέρος έξω από το εμπορικό σύστημα», έτσι ώστε οι παραγωγές της να εξαρτώνται από τον κρατικό προϋπολογισμό και επομένως, από τις πολιτικές αρχές. Και αναγνωρίσαμε ότι η επιμονή της αβανγκάρντ να έχει μια καθοδήγηση στα θέματα του πολιτισμού από μια ελίτ, στην πραγματικότητα υποστηρίχθηκε από τις πολιτικές εξουσίες, που οι ίδιες αντικατέστησαν ορισμένους καλλιτέχνες σε αυτόν τον ρόλο καθοδήγησης. Ωστόσο, η συζήτηση για τον πολιτισμό κατά την περίοδο του Στάλιν εξακολουθεί τόσο πολύ να περιορίζεται στις σχέσεις κράτους-διανόησης και έχει την τάση να χωρίζει τον «υψηλό» μοντερνισμό από τον «χαμηλό» λαϊκό πολιτισμό.

Ο λαϊκός πολιτισμός, βέβαια, είχε μακρά ιστορία, αλλά τον 19ο αιώνα, ένας από τους κύριους τρόπους μετάδοσης, οι εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας, δεν έφτανε πολύ πιο πέρα από τις πόλεις. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έδωσε μια τρομακτική ώθηση στη μαζική ψυχαγωγία και σε ένα νέο μέσο, τον κινηματογράφο. Κατά τη δεκαετία του 1920 και του 1930, κάτι νέο – η μαζική κουλτούρα – άρχισε να διαμορφώνεται ταυτόχρονα σε πολλές χώρες. Οι εφημερίδες επεκτάθηκαν όχι μόνο σε κυκλοφορία, αλλά και σε γεωγραφική διανομή. Ακόμη περισσότερο, ο κινηματογράφος, μαζί με μια άλλη νέα τεχνολογία, το ραδιόφωνο, δημιούργησαν πραγματικά μαζικά ακροατήρια για πρώτη φορά στην ιστορία. Αυτό που ονομάστηκε «ραδιοφωνική μετάδοση» αφορούσε τη μετάδοση προγραμμάτων παντού σε εκατομμύρια ακροατές. Μέχρι το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’30, η Γερμανία είχε πάνω από 9 εκατομμύρια ραδιοφωνικούς δέκτες. Η Τσεχοσλοβακία και η Σουηδία είχαν περισσότερους από 1 εκατομμύριο ραδιοφωνικούς δέκτες∙ η Ιταλία είχε μόλις κάτω από 1 εκατομμύριο. Το 1926, η Μεγάλη Βρετανία είχε 3.000 κινηματογράφους και το 1938 5.000∙ το 1934, κόπηκαν 964 εκατομμύρια εισιτήρια κινηματογράφου, ή 22 για κάθε άτομο στη Βρετανία. Οι ραδιοφωνικές συσκευές έκαναν άλμα από 3 εκατομμύρια το 1930 σε 9 εκατομμύρια μέχρι τα τέλη της δεκαετίας – τρία στα τέσσερα βρετανικά νοικοκυριά – ενώ ο αριθμός των ακροατών αυξήθηκε από περίπου 12 εκατομμύρια τη δεκαετία του 1920 σε 34 εκατομμύρια το 1939. Παρόμοια στοιχεία δείχνουν μια μεγάλη αύξηση στην ανάγνωση των εφημερίδων, με πολύ μεγάλη επέκταση στην περιφέρεια αλλά και κοινωνική διείσδυση.

Για πολλούς σύγχρονους, όπως ο Ισπανός φιλόσοφος Χοσέ Ορτέγα ι Γκασέτ, που γεννήθηκε στη δεκαετία του 1880, η «άφιξη των μαζών» απειλούσε να καταστρέψει τον πολιτισμό, θεσπίζοντας μια δικτατορία της κοινοτοπίας. Στην πραγματικότητα, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, η λαβή της στενής ελίτ, που είχε κυριαρχήσει επί μακρόν στη βρετανική κουλτούρα, θρυμματίστηκε από την έλευση των μαζικών εφημερίδων με φωτογραφίες και τυπογραφία που αιχμαλωτίζει το μάτι, τις κινηματογραφικές ταινίες, το γραμμόφωνο, το ραδιόφωνο, και άλλες μορφές μαζικής επικοινωνίας. Τα νέα μέσα, όπως δείχνει ο Νταν Λάμαχιε σε ένα πρωτοποριακό βιβλίο, αύξησαν το κοινό και ενίσχυσαν τη διαδικασία πολιτιστικής παραγωγής. Μόλις η αγορά, και όχι οι απόψεις των διανοουμένων, έγιναν ο κύριος καθοριστικός παράγοντας της επιτυχίας, ορισμένοι από τους απειλούμενους πολιτιστικούς παράγοντες αποσύρθηκαν στην απομόνωση. Άλλοι αντεπιτέθηκαν, πολεμώντας ενάντια στα νέα μέσα επικοινωνίας, ή αγωνίστηκαν να προσαρμοστούν χρησιμοποιώντας τα νέα μέσα ενημέρωσης για να προωθήσουν την «ανάταση». Αλλά ακόμη και εκείνοι που αντιτίθενται στην εμπορική κουλτούρα δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν από την επιρροή της. Οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι που αρνούνταν να προσκυνήσουν τα μαζικά γούστα θα μπορούσαν να παράγουν τα έργα τους τους μόνο με κρατικές επιδοτήσεις, όπως ήταν η περίπτωση του BBC, αν και εδώ, επίσης, ο αντίκτυπος της μαζικής κουλτούρας ήταν αδιαμφισβήτητος. Εν συντομία, οι «καλλιεργημένες» ελίτ συνέχισαν να επιβεβαιώνουν την περιφρόνησή τους για το κοινό, ενώ γινόντουσαν ολοένα και πιο εξαρτημένοι από αυτό το μαζικό κοινό[16].

Στη Ρωσία, ο αριθμός των κινηματογραφικών «εγκαταστάσεων» αυξήθηκε από 1.510 το 1914 σε 7.331 το 1928 και σε σχεδόν 30.000 το 1940, σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία∙ πιο δραματική ήταν η αύξηση στην ύπαιθρο, από 142 το 1914 σε 17.571 το 1940. Τα κινηματογραφικά εισιτήρια συνολικά αυξήθηκαν από 106 εκατομμύρια το 1914 σε σχεδόν 900 εκατομμύρια μέχρι το 1940. Οι ραδιοφωνικοί δέκτες αριθμούσαν 7 εκατομμύρια το 1940, συμπεριλαμβανομένων 1,6 εκατομμυρίων σε αγροτικές περιοχές. Η κυκλοφορία των ημερήσιων εφημερίδων αυξήθηκε από 3,3 εκατομμύρια το 1913 σε 9,4 εκατομμύρια το 1927 και 38,4 εκατομμύρια το 1940 (ή 245 εκατομμύρια, εάν συμπεριληφθούν και τα περιοδικά)[17]. Ακόμα και αν παραδεχθούμε μια χοντρή υπερβολή, τα δεδομένα αυτά δείχνουν μια σημαντική εξέλιξη. Φυσικά, το ραδιόφωνο στη Βρετανία και το ραδιόφωνο στη Σοβιετική Ένωση δεν ήταν το ίδιο. Στη Βρετανία, μπορούσε κανείς να συντονιστεί σε αρκετούς σταθμούς, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων που προέρχονταν από το εξωτερικό. Αυτό ίσχυε και στη ναζιστική Γερμανία, όπου οι άνθρωποι μπορούσαν να ακούν εκπομπές από το BBC του Λονδίνου ή από την Πράγα (πριν από την προσάρτηση του 1939), αν και οι ναζιστικές αρχές προσπάθησαν να τις μπλοκάρουν.

Το σοβιετικό “ραδιόφωνο” συχνά δεν σήμαινε έναν δέκτη κυμάτων, αλλά ένα καλώδιο, ή ένα σύρμα, συντονισμένο στους δύο επίσημους σταθμούς[18]. Ομοίως, ενώ ο βρετανικός κινηματογράφος συχνά εξυμνούσε τους βρετανικούς θεσμούς, άλλο τόσο συχνά τους διακωμωδούσε. Ο Σοβιετικός κινηματογράφος γενικά διακωμωδούσε μόνο ό,τι ενέκριναν οι λογοκριτές να διακωμωδηθεί, όπως τους γραφειοκράτες σε υπηρεσίες που γίνονταν αποδιοπομπαίοι τράγοι, όπως η παροχή στέγης[19]. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τις σοβιετικές μαζικές εφημερίδες και περιοδικά. Τα τηλέφωνα στη Σοβιετική Ένωση ήταν πολύ λιγότερα από ό,τι σε άλλες μεγάλες χώρες και συγκεντρώθηκαν εντός της κυβέρνησης, η οποία θεωρούσε το τηλέφωνο ως μέσο δημόσιας διοίκησης και όχι ιδιωτικής επικοινωνίας[20]. Ωστόσο, ο αντίκτυπος των νέων τεχνολογιών των μέσων ενημέρωσης στη Σοβιετική Ένωση δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί. Πριν διατυπωθεί η έννοια «εξειδικευμένες αγορές», η Σοβιετική Ένωση εξέδιδε εφημερίδες που απευθύνονταν σε βιομηχανικούς εργάτες, σε γυναίκες, αγρότες, εθνικές μειονότητες, νέους, μέλη του κόμματος, κρατικούς λειτουργούς, μηχανικούς και άλλους[21]. Κάποιος πρέπει μονάχα να συγκρίνει την εξάπλωση των ειδήσεων για την Οκτωβριανή κατάληψη της εξουσίας το 1917, ή την ελεεινή κατάσταση των επικοινωνιών κατά τη διάρκεια του λιμού το 1923, με την πανσωματιακή καθημερινή παρακολούθηση των επιτευγμάτων του Αλεξέι Σταχάνοφ στη δεκαετία του 1930, για να δει την επανάσταση των επικοινωνιών που είχε συμβεί και εδώ, επίσης.

Ο Λάμαχιε ισχυρίζεται ότι τα εμπορικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, για λόγους αυτοεξυπηρέτησης (κέρδους), έκαναν τη Βρετανία μια πιο ισότιμη κουλτούρα. Καταλήγει ότι η εμπορική μαζική κουλτούρα είναι η μόνη επιλογή για μια πλουραλιστική κοινωνία[22]. Τι γίνεται με μια μη πλουραλιστική κοινωνία, με την κρατική λογοκρισία και την αγκιτπρόπ[23], Η εκρηκτική ανάπτυξη των νέων μέσων έδωσε στη δικτατορία ποιοτικά ισχυρά μέσα όχι μόνο για την καταστολή ορισμένου είδους πληροφοριών στη Σοβιετική Ένωση, αλλά και για την ακούραστη προώθηση άλλου είδους πληροφοριών, αν και με την διατήρηση των φημών και άλλων μορφών λαϊκής επικοινωνίας, κάποια είδη πληροφοριών δεν μπορούσαν εύκολα να κατασταλούν ή να προωθηθούν[24]. Ο Λάμαχιε σημειώνει ακόμη για τη Βρετανία ότι μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, τα νέα μέσα μαζικής ενημέρωσης έκαναν δυνατή μια «κοινή κουλτούρα» που, παρά την ένταξη ξένου περιεχομένου, «παρείχε ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς μεταξύ ιδιαίτερα αποκλινουσών ομάδων» στη Βρετανία. Αυτό εγείρει το ερώτημα μιας πιθανής κοινής κουλτούρας, επίσης με κάποιο ξένο περιεχόμενο, σε μεγάλο μέρος της Σοβιετικής Ένωσης – ό,τι θα μπορούσε να ονομαστεί, αντιγράφοντας από τον Λάμαχιε, «μια κουλτούρα για τον αυταρχισμό».

Εκτός από το γεγονός ότι οι σοβιετικές αρχές ανακάλυψαν ότι δεν μπορούσαν (και δεν ήθελαν) να καταπνίξουν πλήρως την ξένη μαζική κουλτούρα, ενθάρρυναν επίσης την ανάπτυξη μιας σοβιετικής μαζικής κουλτούρας. Ο Ρίτσαρντ Στιτς εδώ και χρόνια δίνει έμφαση στις ευχάριστες και διασκεδαστικές ιδιότητες του μεσοπολεμικού σοβιετικού μαζικού πολιτισμού. Αυτός και πολλοί άλλοι έχουν αναλύσει τον σοβιετικό κινηματογράφο. Γνωρίζουμε λιγότερα σχετικά με το πλαίσιο της προβολής ταινιών, τις αντιδράσεις στα πολιτικά επίκαιρα που παίζονταν πάντα πριν από όλες τις ταινίες, την εμπειρία προβολής ελαφράς ψυχαγωγίας σε κινηματογράφους που χτίστηκαν στο σχήμα τρακτέρ ή με ονόματα όπως «Shock Worker»[25]. Επίσης, είναι ασαφές το περιεχόμενο και ο αντίκτυπος του ραδιοφωνικού προγράμματος, όπου κάποιος υποψιάζεται ένα παρόμοιο αμάλγαμα ενός σκληρού πλαισίου ειδήσεων υπό τις οδηγίες του κόμματος, του αγκιτπρόπ (αποτελεσματικού ή όχι), της εποικοδομητικής εκλαΐκευσης εξειδικευμένων γνώσεων και της αμετανόητης ψυχαγωγίας[26]. Ο Τζέημς φον Γκέλντερν γράφει στην εισαγωγή σε μια ανθρωπολογία μαζικής κουλτούρας που επιμελήθηκε μαζί με τον Στιτς, ότι οι Σοβιετικές εφημερίδες «δημοσίευαν τόσο δουλοπρεπή κολακεία όσο και αιχμηρή σάτιρα∙ τα [Σοβιετικά κινηματογραφικά] στούντιο παρήγαγαν μουσικοχορευτικά έργα τύπου Χόλυγουντ και ταινίες του Εμφυλίου Πολέμου∙ τα ραδιοκύματα μετέδιδαν εμβατήρια και μελαγχολικά ερωτικά τραγούδια». Ο φον Γκέλντερν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι παράλληλα με την πλαστογράφηση, μια προσπάθεια «να ικανοποιήσει τα γούστα του κοινού ήταν προφανής» και συχνά επιτυχημένη[27].

Πάνω-κάτω το ίδιο αναγνωρίστηκε και για την πολιτιστική παραγωγή και κατανάλωση στη Ναζιστική Γερμανία. Οι ναζιστικές αρχές, ακόμη και όταν επεδίωκαν να επιβάλουν κρατική ρύθμιση στο ραδιόφωνο και τον κινηματογράφο, προωθούσαν τη μαζική κουλτούρα, που το κοινό κατανάλωνε με ποικίλους τρόπους. Όπως και οι Σοβιετικοί, οι Ναζιστικές αρχές ενθάρρυναν την κρατική κινηματογραφική βιομηχανία αντιγράφοντας το Χόλυγουντ, καθώς και τους αστέρες και τις κινηματογραφικές τεχνικές Χολυγουντιανού τύπου∙ πράγματι, μόνο ο πόλεμος έβαλε τέλος στη Ναζιστική έγκριση για την προβολή των ταινιών του Χόλυγουντ (όπως συνέβη και στην Ιαπωνία)[28]. Σχεδόν οι μισές από τις περίπου 1.100 πρωτότυπες ταινίες της Ναζιστικής εποχής ήταν κωμωδίες και μιούζικαλ∙ εκατοντάδες άλλες ήταν μελοδράματα, αστυνομικές ταινίες και επικές περιπέτειες, μερικές φορές πλαισιωμένες από εγκεκριμένες αξίες, φυλετικά στερεότυπα και πολιτικούς στόχους του καθεστώτος, αλλά σχεδόν πάντα ήταν ελαφρά ψυχαγωγία[29]. Το ραδιόφωνο της Ναζιστικής περιόδου πρόβαλε λαϊκή μουσική και κωμωδία καθώς και αντισημιτικές ομιλίες. «Οι Ντίσνεϊ, η Ντίτριχ και ο Μπένι Γκούντμαν», γράφει ο Άνσον Ράμπινμπαχ, «μοιράστηκαν ραδιοφωνικό χρόνο με τον Γκέμπελς, τον Γκέρινγκ και τον Φύρερ.» Η ψυχαγωγία έπαιξε έναν πολυσύνθετο ρόλο στην πολιτική, καθορίζοντας επίσης τα όρια του πολιτικού και του δήθεν μη πολιτικού[30].

Η Σοβιετική μαζική κουλτούρα – ένα μείγμα αυστηρής κατεύθυνσης και ικανοποίησης του λαϊκού γούστου – δεν χρειάζεται να αντιπαραβληθεί με την κουλτούρα του μοντερνισμού της αβανγκάρντ. Αντίθετα, η Μαργαρίτα Τουπίτσιν δείχνει πως εξέχοντα μέλη της Σοβιετικής φωτογραφικής «αβανγκάρντ» αγκάλιασαν με ανυπομονησία τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αναμιγνύοντας το δήθεν υψηλό με το χαμηλό[31]. Οι φωτογράφοι (και οι κινηματογραφιστές) στη Σοβιετική Ένωση, σε μια εποχή όπου ο χειρισμός των εικόνων άρχισε να αποκτά πολύ μεγαλύτερη επιτήδευση και εφαρμογή σε πολλές χώρες, εξερεύνησε το μοντάζ και άλλες τεχνικές σε μια μαζική κουλτούρα με πολιτικό σκοπό[32]. Εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε άλλη μια από τις διορατικότητες του Λάμαχιε, ότι «καθώς οι νέες τεχνολογίες συνέβαλαν στη δημιουργία ακροατηρίων τεράστιου μεγέθους, η πιο αποτελεσματική στρατηγική επικοινωνίας [έγινε] προσωπική, οικεία και υποκειμενική». Έτσι, γράφει, «τα μαζικά μέσα επικοινωνίας συχνά δημιούργησαν ισχυρούς δεσμούς μεταξύ ενός επικοινωνιακού φορέα και εκατομμυρίων ατομικών καταναλωτών» (43). Το κύριο παράδειγμα του Λάμαχιε είναι ο Τσάπλιν, ο οποίος με την κυριαρχία των νέων μέσων έγινε διάσημος πολύ πέρα από την γενέτειρά του Βρετανία ή τη θετή πατρίδα του, τις Ηνωμένες Πολιτείες,

Η εικόνα του Τσάπλιν ήταν παντού και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να πουλήσει οτιδήποτε: υπήρχαν βιβλία για τον Τσάπλιν, παιχνίδια, κούκλες, γραβάτες, πουκάμισα, κοκτέιλ και φυσικά μιμητές του Τσάπλιν. Αυτό που ο Λάμαχιε δεν επισημαίνει είναι ότι οι νέες τεχνικές διάδοσης των μέσων και της εικόνας μπορούσαν να κάνουν δημοφιλείς πολιτικές ιδέες και να μετατρέψουν τους πολιτικούς ηγέτες σε “αστέρες”. Από τον Ατατούρκ, τον Γκάντι και τον Ρούσβελτ, στον Μουσολίνι, τον Χίτλερ και τον Στάλιν, η εποχή των μαζών ήταν και η εποχή του ηγέτη. Οι εικόνες, τα ονόματα και τα λόγια του Στάλιν και του Λένιν – μαζί με άλλα χρισμένα πρόσωπα και θέματα – ήταν παντού, συμπεριλαμβανομένων των χρηστικών ή εκτεθειμένων οικιακών αντικειμένων, των βιομηχανικών αγαθών, των ταινιών, των έργων, των ηχογραφήσεων και των μενού εστιατορίων. Αυτό οδήγησε πολλούς σύγχρονους να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι στην εκμετάλλευση των νέων μέσων μαζικής ενημέρωσης και μαζικής κουλτούρας, η πλάστιγγα μεταξύ δικτατορίας και δημοκρατίας έχει γύρει προς την πρώτη. Ωστόσο, αν και η σοβιετική συγχώνευση της μαζικής κουλτούρας με τη μαζική πολιτική φάνηκε επιτυχής κατά τη διάρκεια των μεσοπολεμικών χρόνων, φάνηκε λιγότερο επιτυχής στις δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ειδικά καθώς η οικοδόμηση του σοσιαλισμού (ή του κομμουνισμού) έχασε τη λάμψη της για τις μεταπολεμικές γενιές και, με μια σχετική ανάπτυξη, όλο και περισσότερο από το περιεχόμενο της μαζικής κουλτούρας έγινε ξένο (Αμερικανικό). Για μια δικτατορία, η μαζική κουλτούρα ήταν αναπόφευκτη και πολύ χρήσιμη, αλλά επίσης, σε ένα νέο γεωπολιτικό πλαίσιο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολύ διαβρωτική.

 

Μαζική Πολιτική

 

Η μαζική παραγωγή και η μαζική κουλτούρα εξελίχθηκαν από τις νέες τεχνολογίες – όχι όμως αυτόματα και όχι με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα μέρη. Αυτό που ήταν κοινό στις μεγάλες δυνάμεις ήταν η αίσθηση ότι ο κόσμος είχε μπει σε μια νέα μαζική εποχή, ότι τόσο το αντικείμενο όσο και το θέμα της νέας εποχής ήταν οι μάζες. Αυτό ήταν ιδιαίτερα αξιοσημείωτο στην πολιτική. Η έλευση μιας νέας μαζικής πολιτικής – των υπαίθριων συγκεντρώσεων, ένα εκτεταμένο δικαίωμα ψήφου, η επανασύσταση του πολιτικού κόμματος ως μηχανής παραγωγής ψήφων – παρατηρήθηκε ευρέως από τις αρχές του 1890 μέχρι τις αρχές του 1900, συνήθως ως απειλή. Αλλά και εδώ, επίσης, η επιστράτευση του Μεγάλου Πολέμου συνιστούσε έναν ποιοτικό μετασχηματισμό. Οι χωρικοί από πολύ απομακρυσμένα χωριά συγκεντρώθηκαν στα μέτωπα και στις φρουρές, θυμίζοντας σε μικρότερο μέγεθος το συχνό φαινόμενο συγκέντρωσης που προκαλούνταν στα μεγάλα εργοστάσια. Σχεδόν όλος ο νεαρός ενήλικος ανδρικός πληθυσμός της Ευρώπης πολέμησε στον πόλεμο, σχεδόν 70 εκατομμύρια άνδρες. Στην αγροτική Ρωσία, ο αριθμός ήταν 15 εκατομμύρια[33]. Η φύση και η διάρκεια του πολέμου, καθώς και ο χαρακτήρας των αντιμαχόμενων πολιτικών συστημάτων και κοινωνιών, οδήγησαν στην πολιτικοποίηση αυτών των συγκεντρωμένων μαζών. Οι όροι της πολιτικής και η πολιτική συμμετοχή ποικίλλαν σημαντικά μεταξύ των εμπολέμων, αλλά σε όλες τις πλευρές είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια μεγαλύτερη επινόηση για την “οργάνωση των μαζών” από τους στρατούς του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Τζωρτζ Μος υποστήριξε ότι η μαζικοποίηση της πολιτικής απειλούσε με αναρχία, αλλά ότι οι μάζες διαμορφώθηκαν σε ένα διαχειρίσιμο πολιτικό σώμα με τα εθνικιστικά σύμβολα και τη λειτουργία. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, η συμβολική πολιτική προσέλαβε υψηλότερη σημασία λόγω των αυξημένων προκλήσεων της μαζικής κοινωνίας και των νέων δυνατοτήτων των νέων μέσων μαζικής ενημέρωσης. Αλλά η δημιουργία λειτουργικών μύθων μέσω μνημείων και φεστιβάλ δεν ήταν απλή. Ο ίδιος ο Μος επισημαίνει τα αποτυχημένα μαζικά θεάματα των εργατών στη Βαϊμάρη της Γερμανίας. Ομοίως, ο Τζέφρι Σναπ παρατηρεί ότι τα ιταλικά φασιστικά μαζικά θεάματα, όπως το 18BL – η προβεβλημένη εκδήλωση για τους Ολυμπιακούς Αγώνες Νεολαίας της Ιταλίας του 1934 για την τέχνη και τον πολιτισμό – απέτυχαν επίσης να αιχμαλωτίσουν τη φαντασία του λαού. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το “κενό” γέμισε με μια αναβίωση των αυτοκρατορικών Ρωμαϊκών συμβόλων και μιας λατρείας του δικτάτορα[34]. Ο Σναπ είναι ίσως πολύ επιφυλακτικός για τη φασιστική συμβολική αύρα, από τις στολές με τα μαύρα πουκάμισα, τους κοφτούς χαιρετισμούς και τα αεροπορικά κατορθώματα μέχρι τα αποικιακά ανδραγαθήματα (για να μην αναφέρουμε τη διεθνή απήχηση του «κορπορατισμού»). Αλλά μεγάλο μέρος της φασιστικής συμβολικής πολιτικής περιστρέφεται γύρω από τον Ντούτσε, ο οποίος μιλούσε στον λαό από μπαλκόνια και σε τακτικές ραδιοφωνικές ομιλίες, μια πρακτική που μιμήθηκαν και άλλοι[35]. Όσον αφορά τον Χίτλερ, ο Ίαν Κέρσοου ισχυρίζεται ότι η λατρεία “αντιστάθμιζε” την αντιδημοτικότητα του Ναζιστικού κόμματος, παρόλο που και εδώ, επίσης, η κατάσταση δεν είναι μόνο άσπρη ή μαύρη.

Η επίτευξη αποτελεσματικής συμβολικής πολιτικής στη μαζική εποχή ήταν κρίσιμη για κάθε μία από τις δυνάμεις. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι μηχανές και οι εικόνες της εποχής της μηχανής προωθήθηκαν επιμελώς από τη διαφήμιση και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, και ως αποτέλεσμα η τεχνολογία έφτασε να νομιμοποιήσει την Αμερικανική πολιτική εξουσία και τους θεσμούς. Σε μια σύντομη επισκόπηση του Ναζιστικού Γραφείου της Ομορφιάς της Εργασίας, ο Άνσον Ράμπινμπαχ αναλύει τις προσπάθειες νομιμοποίησης της πολιτικής κυριαρχίας μέσω του τεχνολογικού συμβολισμού υπό τους Ναζί. Ο Ράμπινμπαχ προχωρά πέρα από τα γνωστά παραδείγματα των μαζικών φεστιβάλ ή της δημόσιας αρχιτεκτονικής, ξεχωρίζοντας τη λατρεία του Ναζισμού για τη βιομηχανική παραγωγικότητα και τις τεχνικές εκστρατείες γύρω από το εργοστάσιο που ξεκίνησαν το 1936. Ο «Ναζιστικός εκσυγχρονισμός», σύμφωνα με τον Ράμπινμπαχ, ήρθε να συνδυάσει τη λειτουργικότητα για τα εργοστάσια και τον völkisch[36] μνημειανισμό στα δημόσια κτίρια. Επικαλείται την «Ναζιστική Αντικειμενικότητα[37]» για να περιγράψει την περίπτυξη στοιχείων του νεωτεριστικού στυλ, καθώς οι Ναζί έφτασαν τους Ιταλούς και τους Σοβιετικούς στη λατρεία της μηχανής[38]. Η προσοχή που δίνεται στον παραγωγικό χώρο και η πολυπλοκότητα της σχέσης του Ναζισμού με τον μοντερνισμό, καταλήγει, οφείλεται σε μια εσωτερική εξέλιξη καθώς και στον αντίκτυπο του Σοβιετικού παραδείγματος της επιστράτευσης της τεχνολογικής νομιμοποίησης μέσω αεροπορικών άθλων, υδροηλεκτρικών φραγμάτων και την παραγωγή μηχανών από μηχανές. Οι Ναζί, με άλλα λόγια, παρά την ιδιαιτερότητα της ιδεολογίας τους και πολλών από τις πρακτικές τους, ήταν μέρος μιας διεθνούς συγκυρίας και σύγκριναν τους εαυτούς τους με τους άλλους.

Τα νέα μέσα και οι επικοινωνίες βελτίωσαν την ικανότητα (και ίσως την επιθυμία) των εμπειρογνωμόνων και των πολιτικών ηγετών να παρακολουθούν τους ομολόγους τους σε άλλες χώρες. Οι Ναζί, που παρακολουθούσαν τους Σοβιετικούς, κατέπνιξαν τα υπάρχοντα συνδικάτα και προσπάθησαν να οργανώσουν νέα δικά τους∙ οι Ιάπωνες, βλέποντας τους Ναζί, θα κάνουν το ίδιο[39]. Αν και αυτά τα Ναζιστικά συνδικάτα, σε αντίθεση με τις Σοβιετικές συνδικαλιστικές οργανώσεις ή τις Ιαπωνικές «βιομηχανικές πατριωτικές ενώσεις», απέτυχαν να ριζώσουν, μια άλλη Ναζιστική εργατική οργάνωση, το Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο (DAF) – διαμορφωμένο εν μέρει σύμφωνα με το Ιταλικό φασιστικό κίνημα «Dopolavoro» – μεγάλωσε από 7,8 εκατομμύρια μέλη στα μέσα του 1933 σε 16 εκατομμύρια μέχρι το 1935 και τελικά σε 20 εκατομμύρια μέλη. Ο Τιμ Μέισον υποστήριξε ότι το οργανωμένο πρόγραμμα ψυχαγωγίας «Δύναμη μέσω της Χαράς» του DAF δεν εξύψωσε το εθνικο-λαϊκό πνεύμα των εργαζομένων[40]. (Εντούτοις, κάπου 7 εκατομμύρια άνθρωποι πήραν επιδοτούμενες διακοπές “Δύναμη μέσω χαράς” μέχρι το 1939). Πιο ενδιαφέρων είναι ο ισχυρισμός του Μέισον ότι «από την άποψη του εργατικού δικαίου, της κοινωνικής πολιτικής και της ιδεολογίας, η ‘εργοστασιακή κοινότητα’ (Betriebsgemeinschaft) ήταν η καρδιά της Νέας Τάξης»[41]. Η ιδέα μιας εργοστασιακής κοινότητας, μιας κοινωνικής και πολιτικής ζωής οργανωμένης από και για το εργοστάσιο, ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της Σοβιετικής μαζικής κοινωνίας. Η Michelin προσπάθησε κάτι παρόμοιο στο Clermont-Ferrand, μια γαλλική πόλη[42].

Καθώς εκτιμούμε τη μεγάλη σημασία των μεσοπολεμικών εργοστασιακών κοινοτήτων, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ανεξάρτητα από το πόσο απεχθείς είναι οι αξίες που προώθησε, το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν, επίσης, μια μαζική οργάνωση και ότι ο Σοβιετικός σοσιαλισμός, όπως ο Ναζισμός, οργάνωσε την κοινωνία πολύ περισσότερο από ό,τι είχε οργανωθεί ποτέ πριν. Γενικά, η αποτελεσματική οργάνωση της κοινωνίας θεωρείται μόνο με όρους αυτο-οργάνωσης (μη κρατικής). Για παράδειγμα, ο Ρόμπερτ Πούτναμ υποστήριξε ότι η μείωση των συνδέσμων μπόουλινγκ στην Αμερική δείχνει μια απώλεια της κοινότητας και βοηθά στην εξήγηση της πολιτικής απάθειας. Αλλά, όπως επισημαίνει η Σέρι Μπέρμαν, οι οργανώσεις των πολιτών αποτέλεσαν ένα σημαντικό μέσο για τη διάδοση και θεσμοθέτηση του Ναζιστικού κινήματος, ενώ τα πρωταθλήματα μπόουλινγκ δεν έπαψαν να υπάρχουν κάτω από την κυριαρχία των Ναζί. Το ίδιο πάνω-κάτω μπορεί να ειπωθεί για κάθε είδους δραστηριότητα κάτω από τους Σοβιετικούς, όχι μόνο όσον αφορά την οργάνωση του ελεύθερου χρόνου. Στην πραγματικότητα, η εξαιρετικά αυξημένη οργάνωση της κοινωνίας υπό τον Στάλιν είναι ένας από τους κύριους λόγους για τη σημαντική αύξηση της ικανότητας του κράτους[43].

Μερικοί ειδικοί στη Σοβιετική ιστορία, επισημαίνοντας τα αποχαρακτηρισμένα αρχειακά υλικά, συνεχίζουν να τονίζουν τα όρια της κρατικής εξουσίας. Όλα τα κράτη είναι περιορισμένα. Οι περιορισμοί του μεσοπολεμικού Σοβιετικού κράτους φαίνονται παράδοξοι, κυρίως υπό το φως των απίστευτα φιλόδοξων, ανέφικτων στόχων του (που και οι ίδιοι συντέλεσαν με πολύπλοκο τρόπο στην αυξημένη ικανότητα του κράτους). Αλλά η “κολεκτιβοποίηση” της γεωργίας, οι εκτοπίσεις, η βίαιη εκβιομηχάνιση, η εξάπλωση της μαζικής προπαγάνδας στις απομακρυσμένες γωνιές της χώρας σε μια σειρά γλωσσών, η χαρτογράφηση και η καταγραφή του σοβιετικού χώρου και των λαών, είναι όλα εντυπωσιακά από την άποψη της κινητοποίησης και της κρατικής ικανότητας – και πολύ πιο πέρα από την κατασκευή του Υπερσιβηρικού σιδηροδρόμου της τσαρικής εποχής ή της απογραφής του 1897. Εκτός της Ρωσίας, πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, λίγες από τις επιχειρήσεις του Σοβιετικού Κράτους θα βρουν παρόμοιες σε κρατική ικανότητα οπουδήποτε, εκτός ίσως από ορισμένες από τις κτηνώδεις κινητοποιήσεις στις Ευρωπαϊκές αποικίες στην Αφρική. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, βέβαια, δεν επιζητούν όλα τα κράτη ή δεν  αισθάνονται υποχρεωμένα να εφαρμόσουν βίαιες σταυροφορίες (να πιάσουν και να υπερπηδήσουν τους ανταγωνιστές). Και η ικανότητα του Σοβιετικού κράτους να ρυθμίζει τον εαυτό του και τη συμπεριφορά των δικών του αξιωματούχων υπολειπόταν μακράν από όσα πέτυχαν τα φιλελεύθερα κράτη. Σε σύγκριση με το φιλελεύθερο κράτος μακροπρόθεσμα, ο τρόπος λειτουργίας του Σοβιετικού κράτους μπορεί να θεωρηθεί ιδιαίτερα “περιορισμένος”[44]. Αλλά το μεσοπόλεμο άλμα στην κινητοποίηση και την κρατική ικανότητα ήταν εντυπωσιακό.

Το Σοβιετικό μαζικό ρεπερτόριο δεν περιστρέφονταν μόνο γύρω από την εκβιομηχάνιση και την πολιτική. Η Ροσαλίν Σαρτόρτι επισημαίνει μια παράδοση του «Σοβιετικού καρναβαλιού» που πήρε τη μορφή, ξεκινώντας στον εορτασμό του Σοβιετικού συντάγματος στο Κεντρικό Πάρκο της Μόσχας τον Ιούλιο του 1935, ενός είδους θεάματος γύρω από το θέμα ότι η ζωή έχει γίνει χαρούμενη, με ζογκλέρ, με κοστούμια εμπνευσμένα από παραμύθια, κομφετί και χορευτικά συγκροτήματα. Οι ορχήστρες έπαιζαν τανγκό, φοξ τροτ, βαλς και τζαζ, καθώς οι προπαγανδιστές σάλπιζαν τον ακτιβισμό (samodeiatelnost’) των μαζών. Είναι αλήθεια ότι, εν μέσω της επιδίωξης της ευχαρίστησης, ο εορτασμός του σοσιαλισμού και η υποτίμηση του καπιταλισμού ήταν πάντα κοντά. Η συνάντηση της μαζικής κουλτούρας και της μαζικής πολιτικής – τόσο χαρακτηριστική στις δικτατορίες – μπορούσε να απαντηθεί στην μόδα, στις σχολικές εργασίες, στην ονομασία των νεογέννητων και στις ρουτίνες των τσίρκων που έκαναν αναφορά όχι μόνο στον Λένιν και τον Στάλιν αλλά και στον εμφύλιο πόλεμο στην Ισπανία ή τον Ιταλικό πόλεμο στην Αβησσυνία. Ο Σοβιετικός δημόσιος χώρος ήταν τόσο ευρύς όσο και κορεσμένος με εικόνες, ιδιαίτερα με διδακτικές εικόνες του εξωτερικού κόσμου. Μερικοί σύγχρονοι ξένοι παρατηρητές σημείωσαν την προφανή αναλήθεια πολλών Σοβιετικών ισχυρισμών και την παθητικότητα του πληθυσμού, ενώ άλλοι, όπως ο Αμερικανός δημοσιογράφος Γιουτζήν Λάιονς, παρατήρησαν για τα σλόγκαν των κομμουνιστών ότι «αυτά τα αγόρια είναι ιδιοφυΐες στη διαφήμιση»[45]. Το βασικό σημείο, φυσικά, είναι η έκταση στην οποία ένα συγκεκριμένο λεξιλόγιο, οι κατηγορίες σκέψης και οι τρόποι εξέτασης του κόσμου έγιναν κοινοτοπία, ακόμη και μεταξύ εκείνων που τους αντιστάθηκαν[46].

Η Χάνα Άρεντ έχει γράψει ότι ο στόχος της Σοβιετικής (καθώς και της Ναζιστικής) προπαγάνδας δεν ήταν η πειθώ αλλά η οργάνωση – μια ωραία ανάρρωση, παραφράζοντας ένα Σοβιετικό σλόγκαν, ενός σημείου που χάθηκε στην εμμονή με την πλύση εγκεφάλου. Φυσικά, η πειθώ ήταν σημαντική παράλληλα με την οργάνωση, αλλά ο χαρακτηρισμός της Άρεντ αυτών των καθεστώτων ως σχεδόν καταδικασμένων «να οργανώσουν τους πάντες και τα πάντα μέσα στο πλαίσιο τους και να τους θέσουν και να τους κρατήσουν σε κίνηση» είναι εύστοχος[47]. Τα πάντα στη Σοβιετική Ένωση ήταν πράγματι μια μαζική κινητοποίηση: το Σοβιετικό Πενταετές Σχέδιο, η κολεκτιβοποίηση, η «οικοδόμηση του σοσιαλισμού» στις δημοκρατίες, οι εναλλασσόμενες αντι-θρησκευτικές εκστρατείες, οι εκστρατείες κατά του αναλφαβητισμού. Κάποιος θα μπορούσε, επίσης, να δείξει τα μέσα ενημέρωσης και τις δημόσιες «συζητήσεις» για το νέο σύνταγμα στα 1935-36 και τις μονομερείς εκλογές για το νέο Ανώτατο Σοβιέτ το 1936 ως μαζικές κινητοποιήσεις. Οι μαζικές καμπάνιες διεξήχθησαν για να «ελέγξουν» τη λειτουργία του εμπορικού δικτύου ή ολόκληρης της κρατικής γραφειοκρατίας. Οι διαφορετικές επιβεβαιώσεις και οι εκκαθαρίσεις στο κόμμα, τα συνδικάτα και τις επαγγελματικές ενώσεις και η περίφημη καμπάνια εναντίον των εχθρών του λαού, όλα περιλάμβαναν ευρεία συμμετοχή, μολονότι οι όροι αυτής της συμμετοχής ήταν ως επί το πλείστον αδιαπραγμάτευτοι[48].

Ας πάρουμε το θέμα της γυναικείας ψήφου, που ήρθε νωρίτερα στη Σοβιετική Ρωσία (1917) απ’ ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες (1920), τη Μεγάλη Βρετανία (1928), τη Γερμανία (1928), τη Γαλλία (1945), την Ιαπωνία (1945) ή την Ιταλία (1946). Η επανάσταση φαινόταν να έχει μεγάλη ελπίδα για τη χειραφέτηση των γυναικών[49]. Αλλά η Ελισάβετ Γουντ, η οποία εξετάζει τις κατηγορίες και τα στερεότυπα των φύλων σε σχέση με την κομματική οργάνωση, δείχνει ότι οι γυναίκες ακτιβίστριες των Μπολσεβίκων αποθαρρύνθηκαν ήδη από τα χρόνια της ΝΕΠ. Φυσικά, στις χώρες όπου οι ιεραρχίες των φύλων δεν είχαν αναστατωθεί από την μπολσεβίκικη επανάσταση αλλά από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρατηρούμε, επίσης, βαθιά αποδυνάμωση των γυναικών ακτιβιστριών. Για τη Γαλλία, η Μαίρη Λουίζ Ρόμπερτς ισχυρίζεται ότι με τον θάνατο εκατομμυρίων ανδρών, ο πόλεμος ενδυνάμωσε πάρα πολύ το γενικό επίπεδο άγχους των ανδρών, το οποίο επηρέασε δυσμενώς τις προσπάθειες των γυναικών για δημόσια αυτοπροβολή. Για την Ιταλία, η Βικτώρια Ντε Γκράζια υπογραμμίζει πως το φασιστικό καθεστώς αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει την έλευση όχι μόνο του ραδιοφώνου και του κινηματογράφου, αλλά και του πολυκαταστήματος, του γυναικείου περιοδικού και της επιπόλαιας κοπέλας, la maschiettagarconne, flapper ή mōdan garu (στην Ιαπωνία) – με κοντές φούστες, κοντά μαλλιά και πιο ελεύθερο σεξ. Πέρα από την Καθολική Ευρώπη, υπήρξαν άγριες μάχες πάνω στους όρους της εισόδου των γυναικών στην εποχή της μαζικής πολιτικής, και για το ποιος είχε το δικαίωμα να τους ορίσει. Στην Ιαπωνία, οι γυναίκες που εργάζονταν έξω από το σπίτι, πόσο μάλλον εκείνες που διακηρύτταν την ισότητα, προκάλεσαν αγωνιώδεις δημόσιες συζητήσεις[50]. Ακόμα και στη Μεγάλη Βρετανία, που είχε ένα ισχυρό φεμινιστικό κίνημα, η υπεράσπιση των γυναικείων δικαιωμάτων βρέθηκε σε αδιέξοδο. Η Σούζαν Πέντερσεν δείχνει ότι ο μεσοπολεμικός φεμινισμός – τον οποίο θεωρεί απαραίτητο για την εξασφάλιση των γυναικείων δικαιωμάτων – ήταν αντιπαραγωγικός, επειδή φόβιζε τους άνδρες και κινητοποιούσε τους αντιπάλους της γυναικείας χειραφέτησης[51].

Παράλληλα με αυτούς τους εντεινόμενους αγώνες για την δημόσια εμφάνιση των γυναικών που πηγάζουν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η περίοδος του Μεσοπολέμου χαρακτηριζόταν επίσης από εθνικές εκστρατείες που απευθύνονταν στις γυναίκες, προκειμένου να ενθαρρύνουν τη λιτότητα, την υγιεινή και ιδιαίτερα την αναπαραγωγή. Έτσι, οι πολυσυζητημένες μετατοπίσεις της σοβιετικής προγεννητικής πολιτικής της δεκαετίας του 1930, που εξετάστηκαν μεταξύ άλλων από την Ουέντι Γκόλντμαν, μπορούν επίσης να τοποθετηθούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, όπως δείχνει ο Ντέιβιντ Χόφμαν. Η Ντε Γκράζια σημειώνει ότι ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έπεισε το φασιστικό καθεστώς «ότι οι γυναίκες έπαιζαν έναν απολύτως κεντρικό, όμως εντυπωσιακά πολύπλοκο ρόλο στη διατήρηση της κρατικής εξουσίας». Συνεπώς, καταλήγει, «κάθε πλευρά της γυναικείας ύπαρξης… κρατήθηκε στο μέτρο του κρατικού ενδιαφέροντος και ερμηνεύτηκε υπό το πρίσμα των στρατηγικών της δικτατορίας για την οικοδόμηση του κράτους». Όποια και αν ήταν η εσωτερική πολιτική δυναμική για τους ρόλους του θηλυκού γένους, ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός φαίνεται να καθιστούσε αναγκαία την επιστράτευση του γυναικείου σώματος για την κρατική εξουσία, ένας στόχος που οι δικτατορίες ήταν σε θέση να επιδιώξουν ενεργητικά και που παρουσίαζε κάποιες δυσκολίες στις δημοκρατίες – εκτός και αν μπορούσαν να προσελκύσουν μεγάλη ροή μεταναστών. Ανάμεσα στις δικτατορίες (ή για εκείνες τις δημοκρατίες), οι Σοβιετικές αρχές αποδείχθηκαν πολύ πιο πρόθυμες να αποδεχθούν τη γυναικεία εργασία έξω από το σπίτι για την εθνική οικονομία, αν και ορισμένα επαγγέλματα ήταν απαγορευμένα και οι μισθοί δεν ήταν καθόλου ίσοι.

Η μαζική πολιτική και η κινητοποίηση στα αυταρχικά καθεστώτα, ειδικά οι συμβολικές τους διαστάσεις, παρουσίαζαν μεγάλες προκλήσεις για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Δεν ήταν ότι τα κοινοβουλευτικά καθεστώτα δεν μπορούσαν να επιτρέψουν τη μαζική πολιτική. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, όπως σημειώθηκε, γκρέμισε τις ιεραρχίες και την αντίσταση στη συμμετοχή στην πολιτική για πολλές ομάδες που προηγουμένως είχαν αποκλειστεί, από τις γυναίκες έως τους καθολικούς. Αλλά, όπως έγραψε και ο Μος, «οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες από τη φύση τους δεν ήταν ικανές να κατασκευάσουν αποτελεσματικές εκπροσωπήσεις του εαυτού τους, ακριβώς όπως δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν εθνικές γιορτές». Τα βρετανικά μέσα μαζικής ενημέρωσης έκαναν δημοφιλείς πολλές εικόνες της χώρας, περιλαμβανομένης της μοναρχίας, της υψηλής οικονομίας και της αυτοκρατορίας, καμία από τις οποίες δεν εξυπηρετούσε ως ιδιαίτερα αποτελεσματικό σύμβολο διεθνώς για τον σκοπό της φιλελεύθερης δημοκρατίας[52]. Επίσης, η Γαλλία με τα σύμβολά της για τα πολυτελή αγαθά και τον αποικιακό πρωτογονισμό, για να μην αναφέρουμε την σχεδόν μόνιμη πολιτική αναταραχή – είχε περισσότερες από 20 κυβερνήσεις μεταξύ του 1929 και του 1939 – δυσκολεύτηκε να αναπτύξει αποτελεσματικά σλόγκαν και να ενσωματώσει στρατηγικές για τη μαζική δημοκρατία. Ποια ήταν τα σύμβολα της δημοκρατικής νεωτερικότητας; Ήταν σε μεγάλο βαθμό Αμερικανικά. Η μεσοπολεμική Αμερική αντιπροσώπευε μια γενικά λαϊκή δημοκρατία, ανεξάρτητα από τους αποκλεισμούς της, όπως και έναν τραχύ, δυναμικό καπιταλισμό. Ήταν ο απόλυτος παραγωγός και καταναλωτής μαζικής εμπορικής κουλτούρας, από το Χόλυγουντ μέχρι τον μαγευτικό κατάλογο προϊόντων της Sears Roebuck[53] και κάλυψε τις σεβαστές Ευρωπαϊκές παραδόσεις της υψηλής κουλτούρας και της αβανγκάρντ μέσα στη μαζική κουλτούρα. Η Αμερική διατήρησε, επίσης, την μαζική κατανάλωση ως τουλάχιστον ίση με τη μαζική παραγωγή. Οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες αντιστάθηκαν σε αυτές και σε άλλες πτυχές της εικόνας και της πραγματικοτήτας της Αμερικανικής νεωτερικότητας, ενώ υιοθετήθηκαν επιλεκτικά στη Σοβιετική Ένωση, τη Ναζιστική Γερμανία, τη φασιστική Ιταλία και την αυτοκρατορική Ιαπωνία.

Εν ολίγοις, πριν και ιδιαίτερα μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι βάσεις της εθνικής πολιτικής μετακινήθηκαν πέρα από τα βασιλικά παλάτια, τα κοινοβούλια ή τα παρασκήνια στους στρατώνες, τις δημόσιες πλατείες, τα εργοστάσια, τα αθλητικά γήπεδα και το γυναικείο σώμα. Αντιφιλελεύθερα καθεστώτα, με ποικίλους βαθμούς αποτελεσματικότητας, αξιοποίησαν ενεργητικά τις συμβολικές πολιτικές, τις εκστρατείες κινητοποίησης και τις μαζικές οργανώσεις σε δικτατορίες που βασίζονται στις μάζες. Ήταν μια μορφή μεγάλης μαζικής συμμετοχής χωρίς πολιτική ισχύ, αλλά όχι χωρίς ουσία ή αποτέλεσμα. Ο Γκρέγκορι Κάζα έχει γράψει για μια τάση μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ιταλία, την Ιαπωνία, τη Σοβιετική Ένωση και αλλού ενός είδους κινητοποίησης των πολιτών[54]. Φυσικά, ενώ τα φασιστικά καθεστώτα δόξαζαν τη βία ως τρόπο πολιτικής και εκκαθάρισης του έθνους στη ρητορική τους πολύ περισσότερο από ό,τι το Σοβιετικό καθεστώς, η Σοβιετική μαζική πολιτική εμπεριείχε στην πράξη ιδιαίτερα μεγαλύτερη βία – μια κατάσταση που προέρχεται από παγιωμένα πρότυπα κρατικής συμπεριφοράς, την εμπειρία του Εμφυλίου Πολέμου στην αποκορύφωση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μια επίμονη παρόρμηση να ξεπεράσει την κυρίαρχη αγροτική φύση της χώρας, και την κατανόηση των οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων ως ζητήματα πίστης, μεταξύ άλλων παραγόντων. Οι διάφορες μορφές Σοβιετικής μαζικής πολιτικής, τόσο οι εξαιρετικά βίαιες όσο και οι λιγότερο βίαιες, προσέλκυσαν εκατομμύρια ανθρώπους. Ο Μπάρινγκτον Μουρ σημείωσε τον συγχρονισμό στην Σοβιετική πολιτική της έντονης καταπίεσης και της δραστηριότητας της λαϊκής βάσης, ιδιαίτερα των συνεχών εκστρατειών για τον εκδημοκρατισμό και την λαϊκή παρακολούθηση (έλεγχο), που ήταν τόσο πατροναριστικές όσο και πραγματικές. Ωστόσο, όπως και πολλά άλλα που χαρακτήριζαν τη Σοβιετική Ένωση, η μαζική κινητοποίηση αποδείχτηκε σύντομα ότι δεν ήταν βιώσιμη στη νέα εποχή που ξεκίνησε από τους μετασχηματισμούς που προκάλεσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος[55].

 

Μαζική Κατανάλωση

 

«Η απαραίτητη, πρότερη κατάσταση για τη μαζική παραγωγή», έγραφε ο Χένρι Φορντ, «είναι η ικανότητα, λανθάνουσα ή αναπτυγμένη, για μαζική κατανάλωση, η ικανότητα απορρόφησης μεγάλης παραγωγής. Τα δύο αυτά πηγαίνουν μαζί, και στην τελευταία μπορούν να εντοπιστούν οι λόγοι για την πρώτη». Το μαζικό μάρκετινγκ, το σούπερ μάρκετ, η αλυσίδα λιανικού εμπορίου, η διαφήμιση και το πλάνο δόσεων συνέβαλαν στη δημιουργία μιας Αμερικής, στην οποία η διανομή των αγαθών “μηχανοποιήθηκε” – τόσο πολύ ώστε κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, οι εκλαϊκευτές έγραφαν για τη μαζική κατανάλωση ως τη νέα βάση του πολιτισμού, και για την επίτευξη υψηλότερων επιπέδων πολιτισμού μέσω υψηλότερων επιπέδων κατανάλωσης[56]. Η Λίζαμπεθ Κοέν υποστήριξε ότι ακόμα και η Μεγάλη Ύφεση επιτάχυνε τη μεταπολεμική μετακίνηση της Αμερικής από την έμφαση στους παραγωγούς στην έμφαση στους καταναλωτές, στην οικονομική σκέψη και την κυβερνητική πολιτική. «Η άποψη του καταναλωτή», καταλήγει, «θεσμοθετήθηκε, παρόλο που συγκεκριμένα επιτεύγματα για την προστασία των δικαιωμάτων και των αναγκών του καταναλωτή ήταν συχνά περιορισμένα». Οι πωλητές, οπλισμένοι με μαζικές τεχνικές μάρκετινγκ, συνήθως ανακάλυπταν ότι η αναδυόμενη εθνική αγορά αντιμετωπίζεται καλύτερα σε τμήματα. Αλλά η ώθηση προς τη μαζική κατανάλωση στην Αμερική, όπως αποδεικνύει ο Ρόλαντ Μάρτσαντ, αναγγέλθηκε ως το μονοπάτι της νεωτερικότητας.

Παρά την καταστροφή της Μεγάλης Ύφεσης, η Αμερική εξακολούθησε να προβάλλει μια εικόνα της αιχμής της νεωτερικότητας. Ο Φράνκλιν Ρούσβελτ και το Νιου Ντηλ καθήλωσαν τους Ευρωπαίους, ιδιαίτερα τους Βρετανούς. Όμως, μεγάλα τμήματα του κοινού στη Βρετανία, όπως και στη Γαλλία, συνέχισαν να βλέπουν την Αμερική με αμφιθυμία, βλέποντας μια απειλή μάλλον, παρά έναν σύμμαχο σε έναν κοινό αγώνα ενάντια στη μεσοπολεμική παλίρροια του αυταρχισμού. Οι Ευρωπαϊκές φιλελεύθερες δημοκρατίες, ακολουθώντας ισορροπημένους προϋπολογισμούς, δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν τις δαπάνες, πόσο μάλλον τη ρητορική και το όραμα, της Αμερικανικής απάντησης στην Οικονομική Ύφεση. Αυτό φαίνεται ειρωνικό, με δεδομένο το μέγεθος των ιδεών και των πρακτικών του Νιου Ντηλ που υιοθετήθηκαν από την Ευρώπη, στα πλαίσια ενός μακρόχρονου διατλαντικού διαλόγου (αν και οι Νιου Ντήλερς, ευαίσθητοι στις κατηγορίες του αντι-Αμερικανισμού, προτιμούσαν να κρύβουν τις εμπνεύσεις από το εξωτερικό και τον κοσμοπολιτισμό τους)[57]. Η γενική αποξένωση ή απομάκρυνση μεταξύ της Αμερικής και της Δυτικής Ευρώπης συνέβαλε στη Βρετανική και τη Γαλλική σπατάλη, στις νέες συνθήκες μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενός μεγάλου μέρους του τεράστιου κεφαλαίου που είχαν συγκεντρώσει στον φιλελεύθερο κοινοβουλευτισμό τους που είχαν κερδίσει με κόπο.

Η «κόπωση» του Ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού, επί πλέον, έγινε το πρόσχημα για τα αυταρχικά καθεστώτα για να υποστηρίξουν ένα μοντέλο ελεγχόμενων οικονομιών και μαζικής κινητοποίησης, με απρόθυμη αποδοχή της μαζικής κουλτούρας (η οποία τουλάχιστον εν μέρει ελεγχόταν μέσω της λογοκρισίας και της επίσημης προπαγάνδας). Κάτω από τα αυταρχικά καθεστώτα, η πρωτοποριακή ώθηση της πολιτιστικής καθοδήγησης έγινε ολόψυχα αποδεκτή, αν και οι παράγοντες μπορούσαν να αντικατασταθούν. Το κράτος προώθησε τις μηχανές και τις εικόνες της βιομηχανικής ανδρείας. Σε θέματα κατανάλωσης, η εμπορευματοποίηση της επιθυμίας έγινε δεκτή με καχυποψία ή χλευασμό, αν και εν μέρει εφαρμόστηκε∙ παράλληλα, υπήρχε έντονη ώθηση μέσω της κατανάλωσης στην ενδυνάμωση των αξιών της ιεραρχίας, της υπακοής και του πατριωτισμού, καθώς και της υποταγής στη συλλογικότητα. Η λατρεία του βιομηχανικού νεωτερισμού και η τόνωση της εξουσίας και της ιεραρχίας δεν θεωρήθηκαν αντιφατικές. Πράγματι, η φασιστική Ιταλία, η Ναζιστική Γερμανία, η σοσιαλιστική Σοβιετική Ένωση και η αυτοκρατορική Ιαπωνία, όλες ανταποκρίθηκαν με κάποια αποδοχή σε αυτό που ο καθένας καταλάβαινε ότι είναι η Αμερικανική «νεωτερικότητα». Πολλοί Ναζί, που θαύμαζαν την Αμερική για το de facto φυλετικό της απαρτχάιντ, εξίσωναν τον «παραγωγισμό» της Αμερικής και της Σοβιετικής Ένωσης[58].

Ενώ η Ιαπωνία και τα διάφορα αυταρχικά καθεστώτα της Ευρώπης θαύμαζαν πολύ τον Αμερικανικό παραγωγισμό, περισσότερο ακόμα και από τα κοινοβουλευτικά, οι απολυταρχικές, όπως και οι κοινοβουλευτικές χώρες, λοξοκοιτούσαν δύσπιστα την πλήρη Αμερικανοποίηση της καταναλωτικής σφαίρας. Φυσικά, η μαζική κατανάλωση απείχε πολύ από τη συνολικότητα ακόμη και στην Αμερική, όπου τουλάχιστον το 20% των αγαθών και των υπηρεσιών καταναλώνονταν εντός του νοικοκυριού στο οποίο παράγονταν, χωρίς να περνάνε από την αγορά, πόσο μάλλον από τη μαζική αγορά. Στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία, η κατανάλωση των νοικοκυριών ήταν πολύ υψηλότερη, και για πολλά αγαθά και υπηρεσίες που παράγονταν εκτός νοικοκυριού, οι οικογένειες στρέφονταν συχνά σε σοσιαλιστικούς συνεταιρισμούς καταναλωτών ή σε κοινότητες αλληλοβοήθειας, αντί για τη μαζική αγορά[59]. Στη Βρετανία, όπου είχαν ηλεκτρισμό το 73% των βρετανικών νοικοκυριών μέχρι το 1937 (έναντι 67% στις Ηνωμένες Πολιτείες), η ηλεκτρική σκούπα, το πλυντήριο και ο θερμοσίφωνας χρειάστηκαν πάνω από 30 χρόνια για να εξαπλωθούν στο 50% των βρετανικών νοικοκυριών. Η δαπάνη για το σπίτι υπολειπόταν σημαντικά της δαπάνης για τα είδη ένδυσης, αν και η δαπάνη αναψυχής ήταν η υψηλότερη: ο κινηματογράφος υπολογίζεται σχεδόν στο 6% όλων των βρετανικών καταναλωτικών δαπανών στη δεκαετία του 1930[60]. Ούτε η εφαρμογή, ούτε ο ισχυρός συμβολισμός της μαζικής κατανάλωσης στις Ευρωπαϊκές δημοκρατίες προσέγγιζαν την κατάσταση στην Αμερική.

Οι Ναζί, που υποσχέθηκαν μια ραγδαία αύξηση της κατανάλωσης ενώ την κατέστειλαν (για την πολεμική προετοιμασία), επέκριναν την καταναλωτική κουλτούρα των Ηνωμένων Πολιτειών[61]. Το ίδιο έκανε και η περήφανη μη-καπιταλιστική Σοβιετική Ένωση, αλλά και η ίδια, επίσης, αναγνώρισε την αναπόφευκτη μαζική κατανάλωση. Μετά από χρόνια πείνας και την αντικατάσταση του νόμιμου εμπορίου με την επιβολή περιορισμών, η σοβιετική απόφαση στα μέσα της δεκαετίας του 1930 να εγκρίνει το εμπόριο ήρθε κάπως απότομα. Ξαφνικά, οι Σοβιετικές αρχές εγκατέλειψαν τον περιορισμό και επέκτειναν σημαντικά τον αριθμό των φυσικών καταστημάτων (σε αντιδιαστολή με τους λιγότερο τυπικούς πάγκους και τους υπαίθριους πωλητές), και όπως και οι Ναζί, προώθησαν επιλεκτικά πολλά καταναλωτικά προϊόντα. Όμως, το εμπόριο έπρεπε οπωσδήποτε να είναι «σοσιαλιστικό», όπως και η κατανάλωση. Η λύση που εφευρέθηκε ήταν να γίνει το εμπόριο θέμα κοινωνικά χρήσιμης εργασίας και ατομικής εργασιακής απόδοσης και να περιλαμβάνει τις μάζες μέσω επιθεωρήσεων αστραπής ή «ελέγχου» από κάτω. Ταυτόχρονα, τιμούσαν τα ψώνια ως πράξη επίτευξης πολιτιστικής φινέτσας. Αυτό πήγε χέρι-χέρι με τις δημόσιες εμφανίσεις γυναικών που φορούν γούνες και αρώματα, ανδρών που φορούν κοστούμια και παλτά, και οικογενειών που μετακομίζουν σε αυτόνομα σπίτια. Η διαφήμιση λάμβανε χώρα, ακόμη και όταν υπήρχε μόνο ένα «εμπορικό σήμα» προϊόντος. Οι πελάτες, όπως αποκαλούνταν, παροτρύνθηκαν να αγοράσουν και συχνά τους δόθηκαν οδηγίες για το πως να το κάνουν με «καλλιεργημένο τρόπο», για να αποδείξουν την ανωτερότητα του σοσιαλισμού και της κατανάλωσης Σοβιετικού τύπου. Και εδώ, επίσης, η μαζική κατανάλωση εμφανίστηκε ως ένα σημαντικό έδαφος για την ανάπτυξη και τον ανταγωνισμό των ταυτοτήτων.

Όλα αυτά διερευνώνται στις διατριβές της Τζούλι Χέσλερ και της Έιμι Ράνταλ. Η Χέσλερ σωστά επισημαίνει τις διάχυτες και επίμονες ανησυχίες που συνδέονταν με την κατανάλωση εν μέσω συνεχών ελλείψεων και φτώχειας. Η Ράνταλ, συμπληρώνοντας αυτήν την άποψη, υποστηρίζει ότι το εμπόριο στον σοσιαλισμό νομιμοποιήθηκε ως συμβατό με τον σοσιαλισμό μέσω μιας συντονισμένης προσπάθειας που επιχορηγήθηκε από το κράτος και της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων. Δείχνει, επίσης, ότι οι υπάλληλοι και οι διευθυντές του εμπορίου γύρευαν να δανειστούν και να προσαρμόσουν τεχνολογίες και να οργανώσουν αρχές από τη λιανική πώληση του καπιταλιστικού κόσμου. Εισήχθησαν “προηγμένες τεχνικές,” όπως η αγορά με δόσεις και οι μέθοδοι καταναλωτικής πίστης, παράλληλα με τις επιδοτούμενες τιμές και την επιλεκτική πρόσβαση. Το εμπόριο δεν ήταν απλώς θέμα τεχνικής, όμως, επειδή το εμπορικό προσωπικό ενθαρρύνθηκε να ενταχθεί μέσω του επαγγελματισμού και του εργατικού μόχθου του στη σταυροφορία της οικοδόμησης της σοσιαλιστικής νεωτερικότητας. Εκμεταλλεύτηκαν, επίσης, και τη μαγεία με την οποία τα καταναλωτικά αγαθά μπόρεσαν να ενσωματώσουν και να διαδώσουν μεγαλύτερα ιδανικά. Αν και οι εικόνες της κατανάλωσης που υπογραμμίστηκαν στα μέσα ενημέρωσης θα μπορούσαν να φανούν στους σύγχρονους ως μικροαστικές και όχι εξευγενισμένες, οι καταναλωτές καθώς και οι εργαζόμενοι στο εμπόριο φαίνεται να έχουν πάρει σοβαρά την ιδέα να ακολουθήσουν την kulturnost’ (Bildung) μέσω της κατανάλωσης. Η Ράνταλ περιγράφει, επίσης, τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος του Σοβιετικού εμπορίου έγινε γυναικοκεντρικός και πώς ενίσχυσε τον ρόλο του γυναικείου φύλου. Ωστόσο, αντιμετωπίζει αυτούς τους ρόλους ως κάτι περισσότερο από επιβολή, πασχίζοντας να δώσει στις γυναίκες μέσα και γύρω από τις εμπορικές υπηρεσίες, ακόμη και αν ο κατάλογος των επιλογών τους ήταν περιορισμένος. Με αυτόν τον τρόπο, μετατοπίζει λίγο το επίκεντρο των Σοβιετικών γυναικών μακριά από τις πιο γνωστές “ακτιβίστριες”, τις συζύγους των ελίτ, των οποίων οι ψευδο-φιλανθρωπικές οργανώσεις ήταν ο de facto κληρονόμος των κατεστραμμένων «γυναικείων τμημάτων» του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Στην Ιταλία και τη Γαλλία, επίσης, οι γυναίκες διαπραγματεύονταν τη δημόσια σφαίρα κυρίως ως καταναλώτριες και μόνο δευτερευόντως ως «νέες γυναίκες» και/ή γυναίκες ακτιβίστριες. Τόσο η ντε Γκράζια, όσο και η Ρόμπερτς υποστηρίζουν ότι για τις γυναίκες, οι νέες εικόνες της προσωπικής ελευθερίας και χειραφέτησης πήγαιναν χέρι-χέρι με την «εκμετάλλευσή τους», ειδικά από τη βιομηχανία της μόδας και της ομορφιάς. Είναι αλήθεια ότι στη Γαλλία, ο επαγγελματικός προσανατολισμός, ο οποίος ήταν αποτέλεσμα εν μέρει της καταστροφής των οικονομικών της μεσαίας τάξης τον καιρό του πολέμου και του μεταπολεμικού πλεονάσματος ανύπαντρων γυναικών, σήμαινε ότι οι γυναίκες θα μπορούσαν να ακολουθήσουν πιο πρόθυμα επαγγελματικά ενδιαφέροντα, τουλάχιστον μέχρι τον γάμο. Αλλά γενικά, οι «δημοκρατικοί» Γάλλοι, όσο και οι φασιστές Ιταλοί, παρέμειναν δεμένοι σε αυτό που η Ρόμπερτς βλέπει ως μια διπλή ώθηση για τη σύγχρονη βιομηχανία, το εμπόριο και την τεχνολογία, αφενός, και, αφετέρου, για να επανεπιβάλλουν τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων. Όποια και αν είναι η αξιοπιστία αυτού του ισχυρισμού, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, αφού η Ρόμπερτς περιορίζεται σε αυτό που αποκαλεί το «συμβολικό έργο» των εικόνων και δεν εξετάζει την «πραγματική ζωή» γυναικών και αντρών (έτσι, για παράδειγμα, αναλύει το κείμενο ορισμένων νόμων, αλλά όχι το πώς εφαρμόστηκαν ή δεν εφαρμόστηκαν αυτοί οι νόμοι). Όπως και να έχει, αν η κατανάλωση φαίνεται να είχε διπλή όψη για τις γυναίκες στη Γαλλία, τι γίνεται με τις γυναίκες σε μια κατάσταση όπου η διαθεσιμότητα μαζικών καταναλωτικών αγαθών υπολείπεται σοβαρά των υποσχέσεων για τη διάθεσή τους; Οι Σοβιετικές γυναίκες, ως καταναλώτριες σε μια κοινωνία έλλειψης που οργανώθηκε γύρω από τους παραγωγούς, ήταν ιδιαίτερα αδύναμες και υπερβολικά απαιτητικές.

Αυτό δεν μείωσε απαραίτητα τις επιθυμίες των γυναικών, ή δεν μείωσε, για τις γυναίκες και τους άνδρες, τη σχέση μεταξύ υλικών αγαθών και προσωπικής ταυτότητας ή κοινωνικής θέσης, καθώς και τις πιέσεις που αισθανόντουσαν οι αρχές για να ανταποκριθούν στις διαφημίσεις υλικών αγαθών. Αλλά η Σοβιετική μαζική κατανάλωση, ανάλογα με τα επίπεδα εισοδήματος και τις κρατικές προμήθειες, μπορούσε να είναι τόσο αγγαρεία όσο και μια μορφή αυτοπραγμάτωσης ή δημόσιας συμμετοχής. Επιπλέον, τα Σοβιετικά καταναλωτικά πρότυπα και δυνατότητες διέπονταν από πολύ περισσότερα από ό,τι μόνο τα επίπεδα εισοδήματος. Η ελίτ είχε ξεχωριστά δίκτυα καταστημάτων και μηχανισμούς διανομής σύμφωνα με τον βαθμό. Οι εργάτες αγόραζαν πολλά αγαθά σε περιορισμένα καταστήματα σε εργατικές περιοχές και όχι σε αστικά καταστήματα, και ακόμη πολλά αγαθά που πωλούνταν σε αστικά καταστήματα μπορούσαν να αγοραστούν μόνο με δελτία – αυτό που η Έλενα Οζόκινα χαρακτήρισε «ιεραρχία κατανάλωσης». Έτσι, η ξαφνική στροφή του καθεστώτος στο εμπόριο στα μέσα της δεκαετίας του 1930, το εντατικό πρόγραμμά του να ανοίξει νέα καταστήματα λιανικής πώλησης, και η ανάπτυξη εικόνων και πρακτικών μαζικής κατανάλωσης συνοδεύτηκαν από ακόμα πιο έντονες προσπάθειες για χρήση ελεγχόμενης πρόσβασης σε αγαθά και υπηρεσίες, ως ανταμοιβή και τιμωρία. Εμμένοντας στην άρνηση της αγοράς, οι Σοβιετικές αρχές χειραγωγούσαν την πρόσβαση σε σπάνια αγαθά, αλλά επίσης μπήκαν με καθυστέρηση στο παιχνίδι της μαζικής κατανάλωσης, η σημασία της οποίας αυξήθηκε με γεωμετρική πρόοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με την πάροδο του χρόνου, η ΕΣΣΔ δεν μπόρεσε να ανταγωνιστεί σε αυτό το παιχνίδι κατανάλωσης, αλλά δεν μπορούσε και να αποσυρθεί.

 

Πόλεμος και Πρόνοια

 

Πριν από το 1914, η Ευρώπη, παρά το γεγονός ότι χαρακτηρίζεται σαν ένα στρατόπεδο, στρατιωτικοποιήθηκε άνισα[62]. Αλλά, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υποστηρίζει ο Μάικλ Γκάιερ, ακόμη και οι κοινωνίες που επαγγέλλονταν ειρηνικές προθέσεις συνέχισαν να οργανώνονται για την παραγωγή βίας. Ακριβώς όπως ο πόλεμος δεν ήταν πλέον περιορισμένος, αλλά συνολικός – ή «ολοκληρωτικός», σύμφωνα με την έκφραση του Λούντεντορφ – έτσι η πολεμική προετοιμασία έγινε στρατηγική εθνικής οικοδόμησης και κοινωνικής ενοποίησης. Οι Ναζί, οι φασίστες και οι αριστεροί αγωνιστές, υποστηρίζει ο Γκάιερ, συναγωνίζονταν στρατιωτικά, βάσιζαν την ταυτότητά τους στη στρατιωτική θητεία, κινητοποιούσαν την κοινωνία για πόλεμο ως κοινωνική θεραπεία, και στόχευαν στη βίαιη δημιουργία νέων κοινωνιών[63]. Ακόμη και στις φιλελεύθερες χώρες, όπου οι περιορισμοί παρέμειναν πολύ μεγαλύτεροι, ο πόλεμος αύξησε σημαντικά την επιρροή και τις φιλοδοξίες των κρατών. Ο συνολικός πόλεμος επέκτεινε ριζικά τον πιθανό τομέα της κρατικής ρύθμισης σε ολόκληρο τον πληθυσμό, όπως υποστήριζε, ανάμεσα σε άλλους, και ο Πήτερ Χόλκιστ[64].

Αυτό που έχει τονιστεί λιγότερο είναι ότι ο πόλεμος και η προετοιμασία για τον πόλεμο ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με την πρόνοια[65]. Ένας λόγος ήταν η αναγκαιότητα. Περίπου 2,7 εκατομμύρια Γερμανοί επέστρεψαν ανάπηροι πολέμου. Το 1918, η Γερμανία είχε 500.000 χήρες πολέμου και 1,2 εκατομμύρια ορφανά. Προς το συμφέρον της διατήρησης της τάξης, αν όχι και για την αποπληρωμή χρέους, οι στρατιώτες και οι χήρες έλαβαν πολεμικές συντάξεις. Άλλες κοινωνικές πολιτικές έκτακτης ανάγκης που επηρεάστηκαν από τον πόλεμο ήταν εξίσου εκτεταμένες, όπως στη στέγαση, όπου μια σειρά ψηφισμάτων έκτακτης ανάγκης για τη στέγαση εισήγαγαν όπως-όπως μόνιμη ρύθμιση. Το κράτος της Βαϊμάρης έγινε ο διαιτητής των σχέσεων γαιοκτημόνων και ενοίκων και βοήθησε να εισαχθούν διάφορα νέα χρηματοδοτικά σχέδια. Το κράτος δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει, αλλά είχε διακαώς αναλάβει ευρεία ευθύνη[66]. Πράγματι, υπήρχε παραπάνω από αναγκαιότητα. Η μεσοπολεμική περίοδος σηματοδότησε ένα νέο στάδιο στην αναγνώριση της σημασίας της διαχείρισης του πληθυσμού ως ένα κλειδί για την κρατική εξουσία (και την πολεμική δυνατότητα), καθώς και την κοινωνική λογική υπολογισμού και αντιμετώπισης των περιστατικών βιομηχανικών ατυχημάτων, ασθένειας και αυτού που ονομάστηκε κύκλος επιχειρήσεων. Η πρόνοια ήταν, με αυτή την έννοια, μια άποψη για τον κόσμο, με εκτεταμένες πρακτικές συνέπειες και μια συνοδευτική σειρά εφαρμογών.

Τα μέτρα πρόνοιας προηγήθηκαν βεβαίως του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά η διευρυμένη δυνατότητα επιδίωξης μιας κοινωνικής λογικής, παράλληλα με την αύξηση της κρατικής ικανότητας που προέκυψε από τη συμμετοχή σε ένα συνολικό πόλεμο και την οργάνωση της κοινωνίας να προετοιμάζεται για μελλοντικούς πολέμους, σφυρηλάτησε έναν ισχυρό συνδυασμό. Στις φιλελεύθερες χώρες, ο Πίτερ Φλόρα απέδειξε μια συσχέτιση μεταξύ, αφενός, της επέκτασης του δικαιώματος ψήφου καθώς και της ανάπτυξης μαζικών πολιτικών κομμάτων και, αφετέρου, των δημόσιων δαπανών για την υγεία, την παιδεία και την κοινωνική ασφάλιση. Για τον Φλόρα, το βασικό μέλημα είναι η ανάπτυξη των “λιγότερο καταναγκαστικών” και “πιο αποτελεσματικών” μορφών αύξησης των εσόδων μέσω της φορολογίας. «Το σύγχρονο κράτος είναι ένα φορολογικό κράτος», γράφει. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η αναλογία των φορολογικών εσόδων προς το εθνικό προϊόν ήταν κάτω από 10% – μετά βίας η βάση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των κοινωνικών αναγκών.  Ήταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος που έφερε ένα άλμα στη φορολογική αναλογία, η οποία παρά το τέλος του πολέμου παρέμεινε στο νέο υψηλό επίπεδο. Ο Φλόρα συγκρίνει τη συνεχή επέκταση της κοινωνικής ασφάλισης, έως ότου κάλυπτε ολόκληρο τον πληθυσμό, με την ιστορία του δικαιώματος ψήφου μετά την εισαγωγή του. Έτσι, η πρόνοια είναι μια ιστορία τόσο της θέλησης να «φροντίσουν» τον λαό – για δικό τους όφελος και για το κράτος – όσο και να είναι σε θέση να το πράξουν[67]. Η παράλληλη ανάπτυξη της εθελοντικής μαζικής αποταμίευσης, που ενθαρρύνθηκε από εθνικές εκστρατείες, συνέβαλε στη δημοσιονομική ικανότητα που παρέχεται από τους φόρους.

Βεβαίως, η ικανότητα δεν μεταφράστηκε αυτόματα σε κίνητρο. Η αντίσταση στην επέκταση των μέτρων πρόνοιας και κοινωνικής ευθύνης ήταν ευρέως διαδεδομένη, ιδίως σε χώρες με ιδιωτική ιδιοκτησία και κοινοβουλευτική εκπροσώπηση – όχι όμως και στη Σοβιετική Ένωση, όπου η επιθυμία για ανάπτυξη της πρόνοιας υπερέβη την ικανότητα να το πράξει. Η Μπερνίς Μάντισον έχει γράψει τη μοναδική εκτεταμένη διατριβή για τη μεσοπολεμική σοβιετική κοινωνική πρόνοια. Υποστηρίζει ότι εκτός από ένα νόμο κοινωνικής ασφάλισης (1893), ενός νομοσχέδιου περί υγείας και ατυχήματος (1912), και τις συντάξεις γήρατος για τους κυβερνητικούς υπαλλήλους, η τσαρική κυβέρνηση «αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι η φτώχεια και η απελπισία είναι κοινωνικά φαινόμενα», που σημαίνει υπόθεση του κράτους[68]. Η Προσωρινή Κυβέρνηση ψήφισε έναν νόμο που περιόριζε τη νυχτερινή εργασία για γυναίκες και εφήβους, αλλά διευκρίνιζε ότι ο νόμος θα μπορούσε να αγνοηθεί αν η επιβολή του ανέστειλλε την πολεμική προσπάθεια. Οι Μπολσεβίκικες αρχές, μόλις πέντε ημέρες μετά την κατάληψη της εξουσίας, αποφάσισαν μια «γενική κοινωνική ασφάλιση για όλους τους μισθωτούς και για τους φτωχούς της πόλης και του χωριού». Ακολούθησαν διάφοροι νόμοι που ανακοίνωσαν την εισαγωγή ασφάλισης ανεργίας, παροχές ασθένειας σε μετρητά, επιδόματα γέννησης και ταφής, και δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Ορισμένοι σχολιαστές απέρριψαν αυτά και άλλα μέτρα ως υπερβολικά παρόμοια με τις καπιταλιστικές πρακτικές, και προωθούσαν μια πιο «σοσιαλιστική» προσέγγιση. Μεγάλο μέρος της νομοθεσίας παρέμεινε αδρανής.

Στη δεκαετία του 1920, καθώς οι αρχές πάσχιζαν για έναν σοσιαλιστικό προσανατολισμό σε μια οικονομία εν μέρει της αγοράς, η ιδέα της καθολικής προστασίας έδωσε τη θέση της στην προτεραιότητα στους βιομηχανικούς εργάτες. Στη δεκαετία του 1930, η αναδιοργάνωση της χώρας γύρω από τα μεγάλα εργοστάσια και τα κολεκτιβοποιημένα αγροκτήματα συνοδεύτηκε από την σταθεροποίηση μιας μεγιστοποιημένης προσέγγισης στους στόχους πρόνοιας. Οι παροχές ανεργίας τερματίστηκαν απότομα, αλλά άλλα μέτρα για την αναπηρία, την ασθένεια, το γήρας, τον θάνατο και τη μητρότητα επεκτάθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Είναι αλήθεια ότι η αναλογία των συντάξεων με τους μηνιαίους μισθούς μειώθηκε, όπως και οι πληρωμές αναπηρίας. Και παρόλο που το 1938 αυξήθηκαν οι συντάξεις, ο πληθωρισμός ξεπέρασε την πολυ-διαφημισμένη αύξηση, ενώ μειώθηκε η αμειβόμενη άδεια μητρότητας[69]. Ωστόσο, η Μάντισον τονίζει ότι από τη δεκαετία του 1930, το Σοβιετικό καθεστώς «δεν θεωρούσε τη βοήθεια της πρόνοιας ως μια σποραδική δραστηριότητα που θα έπρεπε να χρησιμοποιείται μόνο σε περιπτώσεις κοινωνικής διάλυσης, όταν η ‘κανονική’ οικονομία της αγοράς και/ή η οικογενειακή συνοχή αποδεικνύονταν ανεπαρκείς. Μάλλον, θεωρούσαν την πρόνοια ως έναν συνεχή, περιεκτικό κοινωνικό θεσμό», μια άποψη που θριαμβολογούσαν οι προπαγανδιστές.

Η Μάντισον περιορίζεται στις υπηρεσίες οικογενειακής και παιδικής πρόνοιας, τα προγράμματα προστασίας εισοδήματος και επαγγελματικής αποκατάστασης, και τις υπηρεσίες για τους ηλικιωμένους, αφήνοντας έξω την υγεία, την παιδεία, την ψυχαγωγία, την προστασία της εργασίας, τη στέγαση και πολλά άλλα – όλα αυτά τα θεωρεί, όπως και οι Σοβιετικές πηγές που μελετάει, ως κοινωνική πρόνοια. Στην περιγραφή της, που είναι Whiggish[70], αμελεί να προσθέσει ότι η Σοβιετική κοινωνική πρόνοια ήταν προσανατολισμένη προς την επίτευξη μεγαλύτερου ελέγχου πάνω στην εργασία και τη μεγιστοποίηση της παραγωγής, όπως και στην υπόλοιπη μεσοπολεμική Ευρώπη. Τα Σοβιετικά μέτρα πρόνοιας σχεδιασμένα για την αύξηση της παραγωγικότητας, με κάθε μέσο, συμπεριλαμβανομένης της καλύτερης ασφάλειας, της υγιεινής, της υγείας και της εκπαίδευσης, διαχειρίστηκαν σε μεγάλο βαθμό τα συνδικάτα σε συνεργασία με τη διεύθυνση του εργοστασίου[71]. Σε τοπικό επίπεδο και ειδικά στα εργοστάσια, όπου λάμβαναν χώρα οι κοινωνικές δαπάνες, όμως, οι διευθυντές περιστασιακά εκτρέπαν τα χρήματα της κοινωνικής πρόνοιας σε έξοδα της πιο άμεσης παραγωγής, παρόλο που οι δαπάνες για την πρόνοια θεωρούνταν ότι προάγουν την υπόθεση της παραγωγής. Η ποσοτική παραγωγή ήταν το έσχατο «κοινωνικό» καλό, μια ευθύνη (και προτεραιότητα) ολόκληρης της κοινωνίας.

Οι συζητήσεις και τα πρακτικά μέτρα πρόνοιας διαμορφώθηκαν όχι μόνο γύρω από τον χώρο εργασίας και τον βιομηχανικό εργάτη, αλλά επίσης γύρω από τα παιδιά και την οικογένεια. Η Σούζαν Πέντερσεν δείχνει ότι στη Βρετανία και τη Γαλλία οι πληθωριστικές πιέσεις και η κοινωνική αστάθεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οδήγησαν στην εισαγωγή ειδικών μπόνους στους μισθωτούς με παιδιά και ότι πολλά τέτοια προγράμματα επέζησαν στον καιρό ειρήνης. Είτε μέσω των συντάξεων χηρείας, των επιδομάτων τέκνων ή επιδομάτων ανεργίας ή ανικανότητας προς εργασία, εξηγεί η Πέντερσεν, πολλά κράτη έφτασαν να θεωρούν κάποιες ιδιαίτερες οικογενειακές σχέσεις ως άξιες υποστήριξης. Βεβαίως, μέσα στην αναδυόμενη συναίνεση υπέρ της δημόσιας ευθύνης για τα παιδιά και την οικογένεια, υπήρξαν αγώνες σχετικά με την έκταση και τις ακριβείς μορφές αυτής της υποστήριξης. Η Πέντερσεν αποκαλύπτει ποιες ομάδες συμφερόντων ήταν ικανές να αναλάβουν την πρωτοβουλία και να διαμορφώσουν την πολιτική ατζέντα, και πώς οι συγκεκριμένες ανησυχίες τους επηρέασαν τους στόχους και το επίκεντρο των μέτρων οικογενειακής στήριξης. Αλλά το βασικό της σημείο είναι η στόχευση της οικογένειας ως καθοριστικό χαρακτηριστικό της Βρετανικής και ιδιαίτερα της Γαλλικής πρόνοιας[72].

Η φασιστική Ιταλία, στα μάτια των οπαδών της, ήταν ένα πραγματικά “κοινωνικό” κράτος, το αντίθετο του υποτιθέμενου μη παρεμβατικού φιλελεύθερου κράτους, σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Χορν. Όπως εξήγησαν οι προπαγανδιστές, τα άτομα ήταν κοινωνικά αντικείμενα, όχι αυτόνομοι φορείς, που είχαν καθήκον να είναι υγιείς και παραγωγικοί. Στην πράξη, οι φασίστες συχνά βασίζονταν στη φιλανθρωπία, αλλά ο Ποινικός Κώδικας του 1930 εισήγαγε μια νέα κατηγορία «εγκλημάτων κατά της ακεραιότητας και της υγείας του γένους», που κάλυπταν τη σκόπιμη μετάδοση αφροδίσιων νοσημάτων, την υποκίνηση της χρήσης αντισύλληψης και τις εκτρώσεις[73]. Η Βικτόρια ντε Γκράζια δείχνει ότι ο αντίκτυπος στις γυναίκες δεν ήταν ομοιόμορφος. Ο τοκετός ιατρικοποιήθηκε και συχνά αξιοποιούταν η εξειδίκευση, αλλά μόνο όταν το καθεστώς τη θεωρούσε πολιτικά ενδεδειγμένη. Η Εθνική Υπηρεσία για τη Μητρότητα και τη Βρεφική Ηλικία, που δημιουργήθηκε το 1925, παρείχε υπηρεσίες για τις ανύπαντρες μητέρες και βρεφική φροντίδα, αλλά η διαδικασία ήταν εξαιρετικά γραφειοκρατική και υποχρηματοδοτούμενη[74]. Αμφιθυμία διαπνέει την έκθεση της ντε Γκράζια, και μάλιστα ολόκληρη τη βιβλιογραφία, πάνω στο εάν η πρόνοια ήταν μια ευκαιρία για τις γυναίκες ή μια πειθάρχησή τους. Αλλά η εξάπλωση ενός εφαρμοσμένου «κοινωνικού λογισμού» είναι αναμφισβήτητη.

Η αυτοκρατορική Ιαπωνία δεν ισχυριζόταν ότι είναι ένα πραγματικά κοινωνικό κράτος, αλλά ο Σέλτον Γκάρον ισχυρίζεται ότι η Ιαπωνία είναι μια ειδική περίπτωση αυτού που ο ίδιος ονομάζει «κοινωνική διαχείριση». Εξετάζοντας τις πολιτικές πρόνοιας (ανακούφιση των φτωχών), τις εκστρατείες ηθικής επίκλησης, την κρατική θρησκεία και την αδειοδοτημένη πορνεία, ο Γκάρον υποστηρίζει ότι το Ιαπωνικό κράτος, κυρίως μέσω του υπουργείου Εσωτερικών, στρατολογούσε πρόθυμα βοηθούς ανάμεσα σε ορισμένες ομάδες πολιτών, επιδιώκοντας να οικειοποιηθεί τις νέες μεσαίες τάξεις και τις οργανώσεις τους στην επιδίωξη αλληλεπικαλυπτόμενων κοινωνικών στόχων (όπως η αύξηση του ποσοστού αποταμίευσης ή η βελτίωση της ανατροφής των παιδιών). Οι ομάδες πολιτών, με τη σειρά τους, ήταν συνήθως πρόθυμες για την επίσημη έγκριση της κρατικής εξουσίας. Τονίζοντας μάλλον τη συνεργασία παρά τη σύγκρουση (για τη χειραφέτηση, τα πολιτικά δικαιώματα), ο Γκάρον δείχνει ότι οι «κοινωνικοί ενδιάμεσοι» είχαν μεγάλη αυτονομία. Το αποτέλεσμα ήταν η ρύθμιση (torishimari) της καθημερινής ζωής, η οποία ήταν πιο αποτελεσματική από ό,τι το κράτος θα μπορούσε να επιτύχει από μόνο του, καθώς και η αποφυγή πιο δαπανηρών κρατικών προγραμμάτων. Μόνο η έναρξη του ολοκληρωτικού πολέμου κατά της Κίνας και οι πολλοί νέοι νόμοι έδωσαν στην κυβέρνηση εκτεταμένες εξουσίες πάνω στην ιδιωτική κοινωνική εργασία (αν και αυτό δεν σήμαινε απαραίτητα δέσμευση πιο σημαντικών δημόσιων πόρων για την πρόνοια). Το 1938, το Υπουργείο Στρατού υποχρέωσε τη σύσταση ενός Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας[75].

Η Ιαπωνική κοινωνική διαχείριση, ή ακόμα και η στρατιωτική της πολιτική πρόνοιας, όπως η κοινωνική πολιτική του Ιταλικού φασισμού (ή η “Χειμερινή Βοήθεια” και οι πολιτικές απασχόλησης του Ναζισμού), δεν αποτελούσαν “κράτος πρόνοιας”. Ο Πίτερ Φλόρα και ο Άρνολντ Χαϊντενχάιμερ επισημαίνουν ότι το κράτος πρόνοιας αναπτύχθηκε «αρκετές γενιές πριν αναγνωριστεί ως τέτοιο». Στις αρχές του 19ου αιώνα, η πολιτική κοινωνικής πρόνοιας των Γερμανών Συντηρητικών απευθυνόταν στους φιλελεύθερους. Τα πρώιμα συντηρητικά συστήματα κοινωνικής πρόνοιας ενσωμάτωναν ένα όραμα για μια κοινωνική τάξη που είχε ως στόχο να προκαλέσει τον μη-παρεμβατικό, αυτόνομο φορέα, το ιδανικό του ελεύθερου εμπορίου, αντικαθιστώντας το με μια συμμαχία συμφερόντων μεταξύ γαιοκτημόνων, τεχνιτών και αγροτών που είχε τις ρίζες της στις έννοιες της ελεύθερης τιμής και του δίκαιου μισθού. Άλλες προκλήσεις για τις φιλελεύθερες αντιλήψεις προήλθαν από τους σοσιαλιστές, τους καθολικούς, τους εθνικιστές και τους ίδιους τους φιλελεύθερους. Η κοινωνική ασφάλιση του Μπίσμαρκ, η παριζιάνικη δημοτική ρύθμιση και ανασυγκρότηση, οι εκστρατείες για τη βιομηχανική ασφάλεια και η αστική υγιεινή, όλες μοιραζόντουσαν έναν κοινό τρόπο θέασης του κόσμου[76]. Η γερμανική μοναρχία αποκαλούσε τα μέτρα ασφάλισης ατυχημάτων και υγείας, τα οποία αποτελούσαν μια απάντηση στους σοσιαλιστές, «κοινωνικά μέτρα» ή «κοινωνική πολιτική». Κατά τη διάρκεια των μεσοπολεμικών ετών, όταν εισήχθησαν προγράμματα ανεργίας και φτώχειας, υπερίσχυαν ακόμη οι ασφαλιστικές μεταφορές. Η πρώιμη χρήση του Γερμανικού όρου Wohlfahrstaat (κράτος πρόνοιας), στη δεκαετία του 1930, φαίνεται να ήταν υποτιμητική[77].

Στην αγγλική γλώσσα, ο όρος “κράτος πρόνοιας” χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά, με θετικό πνεύμα, από έναν βρετανό αναλυτή, τον Γουίλιαμ Μπέβεριντζ, το 1941-42, για να αντιπαραβάλλει τη Βρετανία με τον εχθρό της, το «κράτος πολέμου»[78] της ναζιστικής Γερμανίας[79]. Ο Φλόρα και ο Χαϊντενχάιμερ παρατηρούν ότι ο νεολογισμός προοριζόταν να εκφράσει «τα κοινωνικά οφέλη που οι δημοκρατικές κυβερνήσεις έλπιζαν να προσφέρουν μετά τον πόλεμο». Αλλά τα μέτρα πρόνοιας αναπτύχθηκαν, επίσης, και από μη δημοκρατικά κράτη που χρονολογούνται πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και συνεχίστηκαν από τους φασίστες διαδόχους τους, όπως σημειώνουν ο Φλόρα και ο Χαϊντενχάιμερ. Επιπλέον, γράφουν, «η εμπειρία της Ρωσίας μετά το 1917», διευκρινίζει το γεγονός ότι «οι μη-δημοκρατικές και μη-κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες έχουν δημιουργήσει πολύ παρόμοιους θεσμούς». Για να στηρίξουν τη δημοκρατική “απαίτηση” για την πρόνοια, οι σχολιαστές γενικά δείχνουν προς τα πίσω στη μεσοπολεμική Σουηδία, η οποία πρόσφερε το κυριότερο παράδειγμα δημοκρατικού κράτους πρόνοιας avant la lettre, με εθελοντικά μέτρα για την αύξηση της γεννητικότητας, οικογενειακά επιδόματα, καθολική δωρεάν ιατρική περίθαλψη, σχολικά γεύματα και ένα ευρύ όραμα κοινωνικής δικαιοσύνης, αν και το εύστοχα ονομαζόμενο Νιού Ντηλ αποτελούσε ένα πολυ-σχολιασμένο άλμα στην κοινωνική πολιτική των ΗΠΑ[80]. Στην πραγματικότητα, η έννοια του κράτους πρόνοιας συνδέθηκε στενά με τις δημοκρατικές καπιταλιστικές χώρες στην Ευρώπη σύντομα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην Ιαπωνία από τη δεκαετία του ’70.

Το ότι η συγκριτική φιλολογία για το «κράτος πρόνοιας» μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αγνοεί γενικά τη Σοβιετική περίπτωση είναι ένα γεγονός που θα μπορούσε να αιτιολογηθεί από το γεγονός ότι η Σοβιετική Ένωση δεν διαφημίστηκε ως κράτος κοινωνικής πρόνοιας που συνδέεται με τον καπιταλισμό, αλλά ως σοσιαλισμός και ένας νέος πολιτισμός. Ο σοσιαλισμός, εξ ορισμού, υποτίθεται ότι είναι πιο πλήρης στην κατανόησή του και στην παροχή κοινωνικής πρόνοιας από τον καπιταλισμό. Αλλά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Σοβιετικοί δοκιμάστηκαν στο δικό τους γήπεδο, καθώς οι καπιταλιστικές δυνάμεις άρχισαν να διασαλπίζουν τα ολοκληρωμένα κοινωνικά τους κράτη. Επινοημένο ως αντίποδας του ναζισμού, το «κράτος πρόνοιας» έγινε ένα σημαντικό όπλο εναντίον της ίδιας της χώρας που είχε κάνει τα περισσότερα για να θέσει στην ημερήσια διάταξη την ιδέα και την πρακτική της συνολικής, εγγυημένης από το κράτος, πρόνοιας. Αυτό παρέμεινε αλήθεια, παρόλο που πολλές πτυχές του Αμερικανικού Νιού Ντηλ περιορίζονταν ακόμη και όταν ο Μπέβεριντζ εξέδωσε την έκκλησή του για τη θεσμοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων στις φιλελεύθερες δημοκρατίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και μολονότι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η κοινωνική πρόνοια υπό τον καπιταλισμό γενικά δέχτηκε σκληρή επίθεση γιατί μοιάζει με τον σοσιαλισμό!

 

Αυτοκρατορία και Έθνος

 

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τράνταξε τη σχέση μεταξύ αυτοκρατορίας και έθνους. Οι Συνθήκες των Βερσαλλιών και του Τριανόν έδωσαν περίπου σε 60 εκατομμύρια ανθρώπους δικά τους κράτη, ενώ μετέτρεψαν άλλα 25 εκατομμύρια σε εθνικές μειονότητες (υπήρξε, επίσης, πολλαπλή αύξηση του αριθμού των ανθρώπων χωρίς ιθαγένεια). Την ίδια στιγμή που η ηπειρωτική αυτοκρατορία φάνηκε καταδικασμένη να αντικατασταθεί από το έθνος, ωστόσο, η μεγάλη υπερπόντια αυτοκρατορία μεγάλωσε. Μέχρι το 1919, οι Βρετανοί είχαν επεκτείνει την αυτοκρατορία τους στη μεγαλύτερη έκτασή της, το ένα τέταρτο της γης. Το 1926, η αυτοκρατορία μετονομάστηκε σε Βρετανική Κοινοπολιτεία των Εθνών, μια ιδέα που προτάθηκε για πρώτη φορά το 1917. Η Κοινοπολιτεία επέκτεινε το «καθεστώς κυριαρχίας» – δηλαδή ανεξαρτησία στις εσωτερικές και εξωτερικές υποθέσεις με αντάλλαγμα την πίστη στο Στέμμα – στις λευκές αποικίες του Καναδά, της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας, αλλά όχι στις μη-λευκές κτήσεις της στην Αφρική και την Ινδία. Η Γαλλία, η δεύτερη μεγαλύτερη αποικιακή δύναμη στον κόσμο, αναδύθηκε επίσης από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με μια διευρυμένη αυτοκρατορία. Η Γαλλία απομακρύνθηκε από την ενθάρρυνση της πολιτισμικής “αφομοίωσης” των αποικιακών λαών της, ανεξάρτητα από τη φυλή και τη θρησκεία τους, και κινήθηκε προς την εκπροσώπηση διάφορων λαϊκών πολιτισμών περιστρεφόμενων γύρω από μια κυρίαρχη γαλλική κουλτούρα. Αλλά ούτε η βρετανική ούτε η γαλλική προσέγγιση ήταν σταθερές. Ως αποτέλεσμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι μακρόχρονες εντάσεις μεταξύ έθνους και αυτοκρατορίας αυξήθηκαν, όπως και οι εντάσεις εντός των εθνικών κρατών πάνω στα «μειονοτικά» έθνη.

Η Σοβιετική Ένωση, έχοντας παραδόξως διαδεχθεί τη διαλυμένη τσαρική αυτοκρατορία, προσπάθησε να συνδυάσει την αυτοκρατορία και τα έθνη σε μια νέα δομή που ξεπέρασε το μοντέλο της αυτοκρατορίας και αντιμετώπισε το πρόβλημα των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Για να εκτιμήσει τη Σοβιετική καινοτομία, κάποιος πρέπει να αξιολογήσει όχι μόνο την ανασύνθεση των γαλλικών και βρετανικών αυτοκρατοριών, αλλά επίσης και των διαφόρων και ανταγωνιστικών προσεγγίσεων που υιοθετήθηκαν από την πολιτική κοινότητα. Η ναζιστική Γερμανία προσπάθησε να αψηφήσει την τάση εναντίον της ηπειρωτικής αυτοκρατορίας μέσω του πολέμου και της προσάρτησης (ή της στρατιωτικής κατοχής) κάτω από μια φυλετική ιεραρχία. Η Ιαπωνία επεδίωκε να επωφεληθεί από τις αντιφάσεις στην ευρωπαϊκή υπερπόντια αυτοκρατορία, απευθυνόμενη σε μια υποτιθέμενη φυλετική αλληλεγγύη – έναν ιμπεριαλισμό τύπου «η Ασία στους Ασιάτες»[81]. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσέφεραν ένα ακόμα μοντέλο βασισμένο στην εξάλειψη των αυτόχθονων λαών και την αφομοίωση όλων των άλλων, εκτός από τους μαύρους, σε ένα αμερικανικό “έθνος των εθνών”. Σ ‘αυτό το πλαίσιο, η Σοβιετική Ένωση προσπάθησε να αψηφήσει την τάση ενάντια στην ηπειρωτική αυτοκρατορία και να ξεπεράσει τις αντιφάσεις που περιέβαλλαν τους Βρετανούς και τους Γάλλους – όχι επιδιώκοντας να ακολουθήσει την αμερικανική ενιαία προσέγγιση, αλλά θεσμοθετώντας αυτό που φαινόταν να είναι ο εχθρός της αυτοκρατορίας: το έθνος. Η Φρανσίν Χιρς εύστοχα ονόμασε το μοντέλο της Ένωσης ως μια «αυτοκρατορία των εθνών» και δείχνει ότι ήταν ένα έργο όχι λιγότερο φανταστικό από την ιδέα της μη-καπιταλιστικής νεωτερικότητας ή του σοσιαλισμού.

Η διαδικασία που οδήγησε στην Ένωση ήταν πράγματι μια αποδοχή των γεγονότων που εισήχθησαν στον τόπο από τον Α ‘Παγκόσμιο Πόλεμο (ιδίως των εθνικών στρατών που σχηματίστηκαν από τους αυτοκρατορικούς αιχμαλώτους πολέμου) και των σκόπιμων συμμαχιών. Ως ένα είδος κληρονόμου της αυτοκρατορίας των Αψβούργων, η Ένωση εντάχθηκε στον εθνο-εδαφικό φεντεραλισμό για τα «ιστορικά έθνη» με εθνική πολιτιστική αυτονομία σχεδόν για όλους – όχι σε προσωπική βάση αλλά ως μειονοτικές ομάδες εντός των ιστορικών εθνών (μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930, όταν αποσύρθηκε η εθνική πολιτιστική αυτονομία εντός των ιστορικών εθνών). Αντιθέτως, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στις «ανταλλαγές» του Ελληνικού και του Τουρκικού πληθυσμού, η θρησκεία ήταν το κύριο σημάδι ταυτότητας: οι ορθόδοξοι άνθρωποι εκδιώχθηκαν στην Ελλάδα, ακόμα και αν μιλούσαν μόνο τουρκικά. Στη Ρωσία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι προπολεμικές πολυεθνικές κοινότητες που βασίζονταν στη θρησκεία – είτε ορθόδοξοι είτε μουσουλμάνοι – δεν μπορούσαν να στηρίξουν τη θρησκευτική ομπρέλα∙ όλες οι κοινότητες έπρεπε να είναι ουσιαστικά εθνοτικές. Ακόμα και οι Krashens, μια κατηγορία της τσαρικής εποχής που επινοήθηκε για να περιγράψει τους βαπτισμένους Τάταρους, έγινε σοβιετική εθνότητα. Ο θρίαμβος της εθνικότητας ήταν αδιαμφισβήτητος.

Αλλά η Χιρς περιγράφει λεπτομερώς πώς οι σύγχρονοι αγωνίστηκαν να αποφασίσουν ποιος ή τι ήταν ένα έθνος, σε αντίθεση με μια φυλή, ή μια φατρία. Κατά τον σχεδιασμό και την εκτέλεση της απογραφής του 1926, για παράδειγμα, οι πολιτικές αρχές, με τη βοήθεια μιας μεγάλης ομάδας εθνογράφων, προσπάθησαν να βρουν κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ διαφόρων ομάδων, ώστε να μπορέσουν να συνδυαστούν σε έθνη. Ωστόσο, άλλες ομάδες με αναγνωρίσιμες ομοιότητες χωρίστηκαν. Με άλλα λόγια, η Σοβιετική Ένωση ήταν ένα έργο αποικιοκρατίας – αλλά με μια διαφορά. Αρκετοί “αποικιακοί” λαοί είχαν πάρει κρατικά σύνορα, κοινοβούλια, επιστημονικές ακαδημίες και σχολεία μητρικής γλώσσας για να παράγουν ντόπιες ελίτ. Υπήρχαν έντεκα τέτοιες δημοκρατίες στην Ένωση κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Όσον αφορά την περίπτωση της Ουκρανίας, ο Τζορτζ Λίμπερ γράφει ότι η πολιτική της εθνικοποίησης της ΕΣΣΔ της δεκαετίας του 1920, μαζί με τον Εσθονικό νόμο για την εθνική πολιτισμική αυτονομία, έδινε την υπόσχεση να γίνει η πιο ανεκτική στα δικαιώματα των μειονοτήτων από όλα τα νέα ανεξάρτητα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Μετά, βέβαια, ήρθε η πείνα της δεκαετίας του 1930, και ο τρόμος, και όλα τα άλλα. Μέσα σε όλη αυτή τη βία, σημειώνει ο Λίμπερ, πολλοί μελετητές ξέχασαν τη συνέχιση της τάσης για την Ουκρανοποίηση ενός μεγάλου και ποικίλου πληθυσμού που, με λίγες εξαιρέσεις, δεν θεωρούσε τον εαυτό του Ουκρανικό το 1917.

Σκεφτείτε το γειτονικό παράδειγμα της μεσοπολεμικής Μεγάλης Ρουμανίας, η οποία μετά την πτώση της δυναστείας των Ρομανόφ είχε προσαρτήσει τη Μπουκοβίνα και τη Βεσσαραβία από τη Ρωσία. Η Ιρίνα Λιβεζεάνου δείχνει ότι η καθιέρωση μιας εκπαιδευτικής γραφειοκρατίας για την ίδρυση και την επίβλεψη των σχολείων καθώς και την κατάρτιση ενός προγράμματος μαθημάτων για τον εκρουμανισμό των νέων περιοχών βρέθηκε αντιμέτωπη με το τεράστιο μέγεθος του έργου και την έλλειψη πόρων. Επιπλέον, μεγάλο μέρος του νέου πληθυσμού της Ρουμανίας στις πόλεις ήταν Γερμανικής, Αυστριακής, Εβραϊκής, Ουκρανικής ή Ρωσικής εθνικότητας και αντιστάθηκαν στον εκρουμανισμό στα αστικά σχολεία και τα πανεπιστήμια. Η Λιβεζεάνου περιγράφει τις μάχες πάνω στο τι σήμαινε να είναι κάποιος Ρουμάνος, ιδιαίτερα τις διαφορές ανά περιοχή. Η γενική ματαίωση, προτείνει, συνέβαλε στον σχηματισμό μιας «γενιάς του 1922», των οποίων οι εμπειρίες την οδήγησαν να γίνει μη ανεκτική με τους αλλοδαπούς. Με την ενηλικίωση, η νεολαία βρήκε κοινή βάση με τους παλιού τύπου συντηρητικούς στο νέο έδαφος του ολοκληρωτικού εθνικισμού και του φασισμού. Όλα αυτά κάνουν την ουκρανοποίηση στην Ουκρανία να φαίνεται όχι ανεκτική αλλά αξιοσημείωτη, παρά τις αντιφάσεις.

Η Τουρκία προσφέρει ένα άλλο σημαντικό σημείο σύγκρισης με τη Σοβιετική Ένωση. Κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τον Α ‘Παγκόσμιο Πόλεμο, περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι μεταφέρθηκαν στην Ανατολία από τις μουσουλμανικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθώς και από τη Ρωσία. Ο εκτουρκισμός, που ακολούθησε την οθωμανική κατάρρευση, στόχευε να κάνει αυτούς τους διαφορετικούς λαούς ένα έθνος, υπονομεύοντας παράλληλα την επιρροή του Ισλάμ, αλλά πολλοί χωρικοί δεν δέχτηκαν τον μη ισλαμικό εθνικισμό του Ατατούρκ ή τον εξευρωπαϊσμό και την κρατικοποίηση στην εκπαίδευση, τους νομικούς κώδικες, το ντύσιμο και τα επώνυμα. Όπως και να είναι, οι δραματικές μεταρρυθμίσεις του Ατατούρκ είχαν ένα αξιοσημείωτο αντίκτυπο στις Σοβιετικές αρχές ήδη από τη δεκαετία του 1920. «Αν και τα στοιχεία είναι αποσπασματικά», γράφει ο Γκρέγκορι Μάσελ, «είναι αναμφισβήτητο ότι μία από τις παρορμήσεις πίσω από την αυξανόμενη Σοβιετική διάθεση να επιτεθεί στον παραδοσιακό κόσμο της Κεντρικής Ασίας ήταν ο αισθητός ανταγωνισμός από την Τουρκία. … Ακόμα και η Αφγανική νομοθεσία για την κατάργηση της πολυγαμίας και τη μείωση του ποσού του kalym φαινόταν να ενδιαφέρει κάποιους [τις ντόπιες δασκάλες]» στη Σοβιετική Κεντρική Ασία[82]. Κατ’ επέκταση, ο Σοβιετικός Καύκασος θα μπορούσε να εξεταστεί υπό το πρίσμα των εξελίξεων στο Ιράν καθώς και στην Τουρκία. Οι σοβιετικές αρχές ενδιαφέρονταν να δείξουν ότι η χώρα τους είναι ένα μέρος της Ασίας για τους Ασιάτες και ένα μέρος της Ευρώπης για τους Ευρωπαίους.

Είναι σημαντικό να μην φαντάζεται κανείς ότι η αυτοκρατορία είναι “εκεί έξω”, μακριά, παρά στη μητρόπολη. Η Λουίζ Γιάνγκ, για παράδειγμα, εξέτασε όχι την Ιαπωνική επίδραση στη Μαντζουρία, αλλά την επίδραση της αποικιοκρατίας της Μαντζουρίας στην Ιαπωνία, υποστηρίζοντας ότι στον «ολοκληρωτικό ιμπεριαλισμό», όπως στον ολοκληρωτικό πόλεμο, η εμπειρία ήταν στο εγχώριο μέτωπο. Παρουσιάζει – υπενθυμίζοντας τον LeMahieu – ότι στην Ιαπωνία η μαζική τεχνολογία μάρκετινγκ και η συγκρότηση μιας εθνικής αγοράς οδήγησαν στον σχηματισμό μιας εθνικής μαζικής κουλτούρας, ειδικά στη διείσδυση της αγροτικής “αγοράς”. Αυτή η διαδικασία προήλθε από τον πολεμικό πυρετό, που ξεκίνησε το 1931, ο οποίος αύξησε σημαντικά τον αριθμό και την κυκλοφορία των εφημερίδων και αποτέλεσε ελκυστικό θέμα για το ραδιόφωνο, τα επίκαιρα, τα περιοδικά, τις ταινίες και τη μουσική. Τα Μαντζουριανά «αναπτυξιακά προγράμματα προσηλύτισαν τους ανθρώπους στην ιδέα ότι ο ιμπεριαλισμός ήταν καλός, μια δύναμη εκσυγχρονισμού και προόδου», εξηγεί η Γιάνγκ. Αυτό ήταν αλήθεια ακόμη και για τους φιλελεύθερους και τους ριζοσπάστες που δεν έτρεφαν καμία αγάπη για τον στρατό και καμία συμπάθεια για τον κινεζικό εθνικισμό, αλλά που συμμετείχαν στη διαχείριση του ιμπεριαλισμού ενώ πρόβαλλαν ουτοπικά όνειρα για την κατασκευή σιδηροδρόμων και το σχεδιασμό πόλεων στο μέλλον. Η αυτοκρατορία είναι αρκετά ευρεία ώστε να ενσωματώνει οράματα ανοχής και καταπίεσης, αμετανόητης κυριαρχίας και πατερναλισμού[83].

Η Κορεατική αποικία της Ιαπωνίας αποτελεί άλλη μια φωτεινή σύγκριση. Ο Μάικλ Ρόμπινσον δείχνει πως ακόμα και κάτω από αυστηρή λογοκρισία και απαγορεύσεις κατά της Κορεατικής γλώσσας, η Ιαπωνική επιθυμία να χρησιμοποιήσει το ραδιόφωνο για τη διάδοση της προπαγάνδας ανάγκασε τους Ιάπωνες να εισαγάγουν εκπομπές στην Κορεατική γλώσσα. Τα προγράμματα αυτά, μαζί με τις εφημερίδες και τους κινηματογράφους, έπαιξαν τεράστιο ρόλο στην προώθηση μιας αίσθησης του Κορεατικού έθνους. Το ραδιόφωνο ενθάρρυνε την αναβίωση των παραδοσιακών μουσικών ειδών, τις νέες μορφές δραματικών τεχνών (όπως το ζωντανό μελόδραμα σε συνέχειες), την εισαγωγή της δυτικής τζαζ, την ανάπτυξη του σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού και την τυποποίηση της Κορεατικής καθομιλουμένης γλώσσας. Οι Ιάπωνες επιτηρητές της αποικίας δεν είχαν στόχο όλες αυτές τις εξελίξεις, αλλά η αυτοκρατορία είχε πολλές ακούσιες συνέπειες. Η Μπάρμπαρα Μπρουκς δείχνει ότι οι Κορεάτες είχαν περισσότερες ευκαιρίες στην Ιαπωνία από ό,τι στην Κορέα που ελεγχόταν από την Ιαπωνία, και ότι μερικοί υπηρέτησαν σε διάφορες θέσεις στην αποικιακή διοίκηση του Μαντσουκούο. Αυτό υπενθυμίζει την ανάγκη να αναλυθούν όχι μόνο οι μη Ρωσικές περιοχές αλλά και ο ρόλος των Σοβιετικών «αποικιακών» υποκειμένων σε ολόκληρη τη χώρα και να εξεταστεί η Ένωση σφαιρικά. Στα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής περιόδου, η συμμετοχή στους πολέμους της αυτοκρατορικής ανακατάληψης έγινε μια αφετηρία για καριέρα στη Μόσχα. Αργότερα, για τους Ρώσους, η υπηρεσία στις μη Ρωσικές δημοκρατίες παρείχε ένα κλειδί για προαγωγή στη Μόσχα.

Μπορούν να ειπωθούν πολλά περισσότερα. Επιτρέψτε μου να κλείσω αυτό το τμήμα με το ζήτημα της εκπροσώπησης της αυτοκρατορίας. Ένα ταμπού με το Ρωσικό εθνικό στυλ στην αρχιτεκτονική διήρκεσε περίπου μέχρι τη δεκαετία του 1940, αλλά κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, δεν υπήρχε τέτοια απαγόρευση στα μη Ρωσικά εθνικά μοτίβα. Στην πραγματικότητα, όπως δείχνει ο Γκρεγκ Καστίλο σε ένα δοκίμιο βασισμένο στη διατριβή του, οι λεπτομέρειες του φολκλόρ συγχωνεύτηκαν με τον μνημειακό νεοκλασικισμό για να σχηματίσουν ένα εθνικό σοσιαλιστικό αρχιτεκτονικό ιδίωμα που είχε ευρεία εφαρμογή και επιρροή. Αυτή η εξέλιξη, που συνήθως αποδιδόταν στις αισθητικές εντολές του Στάλιν και του κόμματος στα τέλη της δεκαετίας του 1930, ήταν ορατή στη δεκαετία του 1920 στο Αζερμπαϊτζάν, την Αρμενία, την Ουκρανία, το Ουζμπεκιστάν και αλλού, και στη Μόσχα στις τρεις μεγάλες εκθέσεις του 1923, 1939 και 1954. Ο Καστίλο εστιάζει στην Παν-Ενωσιακή Αγροτική Έκθεση του 1939 (ή VSKh, το μελλοντικό VDNKh), η οποία είχε προγραμματιστεί για την επέτειο των 20 χρόνων το 1937, και η οποία άνοιξε τον Αύγουστο του 1939, προσελκύοντας 4,5 εκατομμύρια επισκέπτες τον πρώτο χρόνο. Το εθνικό-μνημειακό-κλασικιστικό στυλ της VSKh, γράφει ο Καστίλο, ήταν εν μέρει ένα υποπροϊόν των αγώνων για θεσμική εξουσία μεταξύ των αρχιτεκτόνων που κινητοποίησαν τον εθνικισμό για να κερδίσουν κρατικές προμήθειες. Αντικατοπτρίζει, επίσης, το γενικό Σοβιετικό παράδοξο ότι η εθνική ταυτότητα υποτίθεται ότι είναι η κινητήρια δύναμη του διεθνισμού και ενός ειδικά Σοβιετικού σοσιαλιστικού στυλ[84].

Κάποιος μπορεί να χλευάσει τη Σοβιετική προσέγγιση ως αυτοεξυπηρετούμενη και διπρόσωπη. Κάποιος μπορεί, επίσης, να την τοποθετήσει σε συγκριτικό πλαίσιο. Η Σοβιετική αποικιοκρατία, αντί να διαχωρίζει τον νεωτερισμό από τον πρωτογονισμό, όπως συνέβαινε στις προηγούμενες αποικιακές εκθέσεις του κόσμου στο Παρίσι και αλλού, περιτύλιξε το φολκλόρ στη VSKh με ένα ιδίωμα προόδου και ανάπτυξης: το Ουζμπεκιστάν ήταν ταυτόχρονα αρχαίοι μιναρέδες και παραγωγή βαμβακιού. Κάποιοι Σοβιετικοί προπαγανδιστές μιλούσαν ακόμη για «προοδευτική αποικιοκρατία», σε αντίθεση με το άπληστο Βρετανικό είδος, αν και η συνηθέστερη φράση ήταν «η φιλία των λαών». Όμως, η Σοβιετική αποικιακή επιχείρηση βασισμένη στα έθνη θα υποφέρει, επίσης, από την απο-αποικιοποίηση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως και στην περίπτωση της παγκόσμιας οικονομίας, η αυτάρκεια στην πολιτιστική και αυτοκρατορική πολιτική αποδείχθηκε μια ψευδαίσθηση.

 

Μεσοπολεμικοί Νεωτερισμοί, όχι εκσυγχρονισμός μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

 

Μεταξύ της δεκαετίας του 1890 και της δεκαετίας του 1940, αλλά κυρίως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο όρος νεωτερικότητα (και μοντέρνοι καιροί) ήταν πολύ της μόδας. Αναπτύχθηκε πρώτα στις τέχνες, και έφτασε να σημαίνει την επιτάχυνση του χρόνου και τη μείωση των αποστάσεων. Έφτασε, επίσης, να σημαίνει και τη λατρεία της μηχανής και/ή μια προτίμηση για την κοινωνική μηχανική και ένα λεξιλόγιο της επιστημονικής διαχείρισης. Πάνω απ’ όλα, η νεωτερικότητα σήμαινε την άφιξη στο ιστορικό στάδιο των “μαζών”. Η νέα μαζική εποχή, η οποία παρουσίαζε μια πρόκληση στα φιλελεύθερα και μοναρχικά καθεστώτα στα τέλη του 19ου αιώνα, έγινε δυνατή από τις απαρχές της μαζικής παραγωγής και από την έλευση νέων μέσων πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά με πολλούς τρόπους – από τις αλλαγές στις σχέσεις των φύλων μέχρι τον συντονισμό της οικονομίας και της κοινωνίας – ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε μια πολυμέτωπη ριζοσπαστικοποίηση. Μια από τις πιο εκτεταμένες επιπτώσεις του πολέμου ήταν να επιφέρει μια διόγκωση του κράτους, όχι μόνο στη Σοβιετική Ένωση. Η αυξημένη κρατική ικανότητα, όπως η αυξημένη κρατική ευθύνη, ήταν μια κρίσιμη πτυχή των ανταγωνιστικών μεγάλων δυνάμεων του Μεσοπολέμου που παρουσιάζονταν ως σύγχρονα, προηγμένα, προοδευτικά, αναπόφευκτα.

Γράφω για τις νεωτερικότητες και όχι για τον εκσυγχρονισμό. Σήμερα, αν χρησιμοποιείται ο όρος νεωτερικότητα, είναι κυρίως στον ενικό, και σημαίνει κοινοβουλευτική δημοκρατία σε συνδυασμό με την οικονομία της αγοράς, έναν ορισμό που συνδέεται με την άνοδο της Αμερικανικής δύναμης. Η ιδέα των Ηνωμένων Πολιτειών ως το καθοδηγητικό παράδειγμα της υπεροχής της δημοκρατίας και της αγοράς αναπτύχθηκε περίφημα, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στη «θεωρία του εκσυγχρονισμού». Αυτή η θεωρία της εξέλιξης σε δύο στάδια (παραδοσιακή-σύγχρονη) και όχι σε τρία στάδια (φεουδαρχία-καπιταλισμός-σοσιαλισμός) αποσκοπούσε να αποτρέψει μια «αφύσικη» παρέμβαση στην ιστορική διαδικασία από μια σοσιαλιστική διανόηση και να ενθαρρύνει τις επονομαζόμενες χώρες του Τρίτου Κόσμου να επιτύχουν τη μετάβαση στη νεωτερικότητα. Κάποιος μπορεί να υποστηρίξει την αξία της θεωρίας του εκσυγχρονισμού ως ανάλυση ή πολιτική. Εμένα με ενδιαφέρει να εμποδίσω την αναδρομική εφαρμογή της σε μια πολύ διαφορετική μεσοπολεμική συγκυρία.

Και ο «ολοκληρωτισμός», ένας όρος της μεσοπολεμικής περιόδου; Έγινε δημοφιλής κατά τη διάρκεια του Ιταλικού φασισμού, και χρησιμοποιήθηκε στη Σοβιετική Ένωση από τους πρόσφυγες Μενσεβίκους που είχαν συγκριτική ιδεολογία και άλλους πριν από την ναζιστική εισβολή. Η έννοια του ολοκληρωτισμού, όπως του εκσυγχρονισμού, έγινε της μόδας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πράγματι, πολύ περισσότερο από τον “εκσυγχρονισμό”, ο “ολοκληρωτισμός” βοήθησε να κερδιθεί ο Ψυχρός Πόλεμος. Τώρα που ο ψυχρός πόλεμος έχει τελειώσει, όμως, η ανάγκη για μια τέτοια πολιτικά ισχυρή, αλλά προφανώς απλοϊκή έννοια αναπόφευκτα μειώνεται. Πράγματι, τι προσφέρει ο ολοκληρωτισμός μέσω της εννοιολογικής επιτήδευσης ακόμα και στο δικό του γήπεδο – τα συγκριτικά πολιτικά συστήματα; Όταν ο Γουίλιαμ Σέρινταν Άλλεν πήγε για πρώτη φορά στο Νορτχάιμ στη δεκαετία του 1960, πήρε συνέντευξη από διάφορους επιζώντες Ναζί και ακόμα και Γερμανούς Σοσιαλδημοκράτες της δεκαετίας του 1930. Στη δεκαετία του 1960, μετά το 1938 στην πραγματικότητα, θα ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούν επιζώντες κομμουνιστές από μια συγκρίσιμη Σοβιετική πόλη, πόσο μάλλον μέλη μη κομμουνιστικών πολιτικών κομμάτων. Οι Ναζί σκότωσαν εκατομμύρια θύματα, αλλά ήταν τα πολιτικά συστήματα και η πολιτική δυναμική στις δύο αυτές χώρες τόσο παρόμοια; Το κάθε σύστημα χρησιμοποίησε εκτεταμένα τον τρόμο, το οποίο επέτρεψε συγκρίσεις για πολιτικούς σκοπούς μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά ο τρόμος τους λειτουργούσε παρόμοια; Ήταν οι κρατικές δομές και οι προσωπικές δικτατορίες συγκρίσιμες στην καθημερινή λειτουργία και τη μακροπρόθεσμη πορεία;

Ακόμη και ο Λέζεκ Κολακόφσκι, που δεν είναι φίλος ούτε του ναζισμού ούτε του κομμουνισμού, έκρινε σκόπιμο να διαφοροποιήσει την ποικίλη διανοητική και πολιτισμική τους απήχηση. Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τις απόψεις μας για τη σύγκριση Ναζιστών-Σοβιετικών, είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι συγκρίσεις μας πρέπει να διευρυνθούν για να προσεγγίσουν καλύτερα τις συγκρίσεις που έγιναν από φορείς του μεσοπολέμου[85]. Ο “ολοκληρωτισμός”, ωστόσο, τείνει να εμποδίσει την πλήρη εκτίμηση των κοινών προκλήσεων που αντιμετώπιζαν όλες οι μεγάλες δυνάμεις στον μεσοπόλεμο, καθώς και την αμοιβαία επιτήρηση και τους δανεισμούς (ή αρνήσεις δανεισμού) σε όλο το φάσμα δικτατορία-κοινοβουλευτισμός. Επιπλέον, με την αντιπαράθεση της ΕΣΣΔ (ως η νέα ναζιστική Γερμανία) και των Ηνωμένων Πολιτειών, ο ολοκληρωτισμός, ακόμη και στις καλύτερες αναλύσεις του, άφησε ελάχιστο χώρο για την εξαιρετικά σημαντική διασπορά των Ευρωπαϊκών φιλελεύθερων δημοκρατιών στη διάρκεια του μεσοπολέμου ή για την ευρεία δημοτικότητα του μεσοπολεμικού αυταρχισμού, που και τα δύο βοηθάνε να φωτιστεί η αρχική δύναμη και οι μακροπρόθεσμες αδυναμίες της Σοβιετικής Ένωσης. Βρισκόμαστε σε μια νέα συγκυρία, η οποία θα μας επιτρέψει να δούμε τη μεσοπολεμική περίοδο με τους δικούς της όρους και στην πλήρη πολυπλοκότητά της.

Σε μία από τις πρώτες ανασκοπήσεις της Ευρώπης μετά τον Ψυχρό Πόλεμο τον 20ό αιώνα, έχουν τονιστεί εκ νέου η μεσοπολεμική ανία του κοινοβουλευτισμού και η ορμή του κινητοποιητικού αυταρχισμού. Ο Μαρκ Μαζάουερ σημειώνει ότι το φαντασμένο Βρετανικό κατεστημένο αντέδρασε στον Ιταλικό φασισμό με την εικασία ότι οι Λατίνοι ήταν αταίριαστοι με τη δημοκρατία. Μονάχα η πολεμική ορμή της Ναζιστικής Γερμανίας για ηγεμονία, καταλήγει, ανάγκασε τη Βρετανία να ξανανακαλύψει τη δημοκρατία και να διευρύνει τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα[86]. Οι πιέσεις που ασκούσε το Σοβιετικό μοντέλο, τις οποίες εξετάζει λιγότερο ο Μαζάουερ, ενισχύουν το επιχείρημά του. Ο μεσοπολεμικός αυταρχισμός, ωθώντας μια κοινωνική ατζέντα και κινητοποιώντας τις μάζες, βρήκε απροετοίμαστες τις κοινοβουλευτικές δυνάμεις. Οι αμφιβολίες για την αγορά που προκλήθηκαν από την Ύφεση και η τάση προς τον οικονομικό εθνικισμό ή την αυτάρκεια, ακόμα και στη Βρετανία, υπονόμευσαν επίσης την εμπιστοσύνη στις δημοκρατίες και ενίσχυσαν την έλξη στον αυταρχισμό, που πήρε διάφορες ανταγωνιστικές μορφές ευνοούμενες από την αριστερά ή την δεξιά. Αυτά, λοιπόν, μπορεί κανείς να συμπεράνει, από την αναδρομική εφαρμογή της αφήγησης του εκσυγχρονισμού του θριάμβου της δημοκρατίας και της αγοράς κατά τη μεσοπολεμική περίοδο. Αλλά ήταν οι δημοφιλείς μεσοπολεμικές δικτατορίες «σύγχρονες»;

Κάποιοι αναλυτές, όπως ο Χανς Μόμσεν, ακόμα αμφισβητούν τη νεωτερικότητα της ναζιστικής βιομηχανίας, της χρήσης των μέσων ενημέρωσης και των τεχνικών κινητοποίησης, αν και τα επιχειρήματά τους στρέφονται σε έναν περιοριστικό ορισμό της νεωτερικότητας (ως μορφή καθαρού καπιταλισμού, που μεγιστοποιεί το κέρδος), ο οποίος δεν υπήρξε πουθενά. Πιο ευέλικτα, ο Ντέτλεβ Πώικερτ υποστήριξε ότι το «σχέδιο της νεωτερικότητας» θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετικές κατευθύνσεις, και ότι το Τρίτο Ράιχ ήταν μια τέτοια «παθολογική» κατεύθυνση. Ομοίως, οι Μίχαελ Μπέρλεϊ και Βόλφγκανγκ Γουίπερμαν υποστηρίζουν ότι «η λέξη “σύγχρονο” ταιριάζει στο Τρίτο Ράιχ μόνο αν κάποιος το απογυμνώσει από όλες τις έννοιες της “καλυτέρευσης” ή της “προόδου”, σε τέτοιο βαθμό που καθίσταται εντελώς χωρίς νόημα». Αλλά δεν σκέφτονταν πολλοί σύγχρονοι τα ναζιστικά μέτρα ως συνώνυμα με την «βελτίωση» και τη «πρόοδο», ιδιαίτερα του έθνους ή του λαού (Volk) στο σύνολό του, όσο απεχθή μπορεί να φαίνονται σε εμάς; Ο Τζέφρι Χερφ υποστηρίζει ότι σκεφτόμαστε με τους όρους του «αντιδραστικού μοντερνισμού», μια μορφή μηδενισμού που απέρριψε τον «λόγο του Διαφωτισμού» αλλά αγκάλιασε τη σύγχρονη τεχνολογία. Ο Χερφ παραδέχεται, ωστόσο, ότι οι στοχαστές που αυτός αποκαλεί αντιδραστικούς μοντερνιστές ποτέ δεν περιέγραψαν τους εαυτούς τους με τέτοιους όρους[87]. Ο Ναζιστικός ρατσισμός, όπως και η Ευρωπαϊκή εκπολιτιστική αποστολή στο εξωτερικό, σχετιζόταν με τους ισχυρισμούς κατοχής της πιο σύγχρονης επιστήμης. Εντούτοις, παραμένει δύσκολο για τους ιστορικούς να δεχτούν τη δύναμη και τη δημοτικότητα της ανελεύθερης νεωτερικότητας, κυρίως εξαιτίας του Ολοκαυτώματος. Πολλοί σύγχρονοι είχαν πολύ λιγότερα προβλήματα με τον συνδυασμό του σύγχρονου και του ανελεύθερου.

Όπως ο Ναζισμός (και σε μικρότερη έκταση ο Ιταλικός φασισμός), η Σοβιετική Ένωση πρόσφερε μια διεθνώς λαϊκή μορφή ανελεύθερης νεωτερικότητας που ισχυριζόταν ότι υπερείχε του κοινοβουλευτισμού. Όπως ο Ναζισμός, ο Ιταλικός φασισμός και ο Ιαπωνικός μιλιταρισμός, ο Σοβιετικός σοσιαλισμός ενσωμάτωσε ενεργητικά εκατομμύρια ανθρώπους μέσω συντονισμένων κοινωνικών και πολιτικών οργανώσεων, και συχνών κινητοποιήσεων, σε μια συμμετοχική σταυροφορία για μια δυναμική, αποφασιστική κοινωνία (των οποίων τις πρακτικές οι αρχές του Σοβιετικού κόμματος επεδίωκαν, με μεγάλη δέσμευση των πόρων, να μεταφέρουν στο Γκούλαγκ). Όπως και άλλα αυταρχικά καθεστώτα, η Σοβιετική Ένωση έκανε σθεναρή χρήση των νέων τεχνικών των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Όπως και άλλα αυταρχικά καθεστώτα, δεν είχε άλλη επιλογή παρά να αποδεχθεί τη μαζική κουλτούρα και ακόμα και τη μαζική κατανάλωση, ενώ προσπαθούσε να τις σφραγίσει με τη λογοκρισία, την προληπτική προπαγάνδα και την αποτελεσματική λατρεία του ηγέτη. Αλλά η Σοβιετική Ένωση δεν ήταν απλώς άλλο ένα αυταρχικό καθεστώς βασισμένο στη μαζική κινητοποίηση που συνδύαζε στοιχεία της νεωτερικότητας (με διαφορετικό βαθμό ενθουσιασμού). Χαιρετίζοντας τον εαυτό της ως «νέο πολιτισμό», η Σοβιετική Ένωση συνεπαγόταν ένα βίαιο πείραμα σε μια ομολογουμένως μη-καπιταλιστική νεωτερικότητα και σε μια ομολογουμένως μη-αποικιακή αποικιοκρατία.

Σε μια έκταση συγκρίσιμη μόνο με τις Ηνωμένες Πολιτείες – οι οποίες, επίσης, ήθελαν να πάρουν τον ρόλο ενός νέου πολιτισμού, ενός πολύ διαφορετικού είδους – ο Σοβιετικός σοσιαλισμός όχι μόνο επέκτεινε σημαντικά τη μαζική παραγωγή μηχανών από μηχανές, αλλά και εξάπλωσε ένα όραμα για έναν αυτοματοποιημένο, βαριά βιομηχανικό κόσμο που εξίσωνε την τεχνολογία με την πρόοδο, ενώ επέμενε ότι η κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας έκανε την εκδοχή της πολύ πιο προοδευτική. Ανενόχλητος από τα συμφέροντα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, ο Σοβιετικός σοσιαλισμός θεσμοθέτησε μια συνολική κοινωνική πρόνοια, από την επιδοτούμενη αναψυχή, την εκπαίδευση, και την ιατρική περίθαλψη μέχρι την κοινωνική ασφάλιση, την άδεια μητρότητας, και τις συντάξεις, που επέκτεινε απεριόριστα μια λογική ευθύνης και κρατικής ρύθμισης της κοινωνίας και των πληθυσμών – υπερβαίνοντας οτιδήποτε σχεδιάστηκε ή επιχειρήθηκε στη Ναζιστική Γερμανία, τη φασιστική Ιταλία και την αυτοκρατορική Ιαπωνία, ή στη Βρετανία, τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το ίδιο ριζικά, η Σοβιετική Ένωση όχι μόνο δέχτηκε αλλά και κατοχύρωσε την τάση προς το έθνος, εμφυσώντας νέα ζωή στο φαινομενικά καταδικασμένο σχέδιο της ηπειρωτικής αυτοκρατορίας, επισκιάζοντας τις περισσότερες μειονοτικές πολιτικές στην Ανατολική Ευρώπη (όπου υπήρχαν), συναγωνιζόμενη στα ίσια το πλησιέστερο Τουρκικό πείραμα, και χλευάζοντας την αποικιακή προσέγγιση των Βρετανικών και Γαλλικών υπερπόντιων αυτοκρατοριών. Πριν και μετά από τη σύγκρουση των Σοβιετικών στρατευμάτων με τους Ιάπωνες στις παραμεθόριες περιοχές της Μογγολίας και της Μαντζουρίας, τα σοβιετικά μέσα ενημέρωσης επιτέθηκαν, επίσης, και στον υποτιθέμενο «αντι-ιμπεριαλιστικό» ιμπεριαλισμό της Ιαπωνίας στην Ασία, ο οποίος επρόκειτο να φέρει την Ιαπωνία σε πόλεμο με την ΗΠΑ.

Εν ολίγοις, με όλες τις σχετικά πρωτόγονες υλικές συνθήκες και την αγροτική πλειοψηφία της, η Σοβιετική Ένωση εμφανίζεται ως μια ασυνήθιστη αντανάκλαση της μεσοπολεμικής συγκυρίας: ένας πέρα για πέρα πρωταθλητής των δικών της εκδοχών μαζικής παραγωγής και μαζικής πολιτικής∙ ένας εκμεταλλευτής, πάλι με τον δικό του τρόπο, της μαζικής κουλτούρας και της μαζικής κατανάλωσης∙ και ένας ηγέτης στη λογική και την πρακτική της πρόνοιας καθώς και στην αντιμετώπιση των αντιφάσεων μεταξύ αυτοκρατορίας και έθνους. Ακόμα κι έτσι, η μαζική τρομοκρατία και η εκτεταμένη χρήση της καταναγκαστικής εργασίας ερμηνεύτηκαν, από κάποιους σύγχρονους, ως χαρακτηριστικά της εποχής. Βεβαίως, πολλοί άνθρωποι μέσα και έξω από τη Σοβιετική Ένωση, ακόμα και εκείνοι που συμπαθούσαν τον σοσιαλισμό, είδαν τον τρόμο και το Γκούλαγκ ως σημάδια «οπισθοδρόμησης» και μιας φρικτής ντροπής. Αλλά άλλοι τα είδαν ως, το λιγότερο, πολιτικά αναγκαία και αρκετοί σύγχρονοι θεωρούσαν την τρομοκρατία ως μια σύγχρονη μορφή πολιτικής πάλης και το Γκούλαγκ ως μια πιο προηγμένη, και πιθανώς πιο ανθρώπινη μορφή εγκληματικής πολιτικής από τα συστήματα που επικρατούσαν στις «αστικές» χώρες. Το Γκούλαγκ και ο μαζικός τρόμος θα μπορούσαν να αποτελέσουν και πηγή νομιμότητας και παρανομίας. Όπως και να έχει, κατά τη διάρκεια των μεσοπολεμικών χρόνων, ειδικά κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, η ΕΣΣΔ φαινόταν σε πολλούς σύγχρονους να είναι καλά τοποθετημένη σε αυτό που οι ίδιοι θεωρούσαν ιστορική καμπή.

 

Η Πανουργία της Ιστορίας

 

«Όλα όσα συμβαίνουν στη Ρωσία σήμερα συμβαίνουν για χάρη της μάζας», έγραψε ο γεννημένος στην Ουγγαρία οραματιστής, Ρενέ Φούλοπ Μίλερ, μετά από μια επίσκεψή του στη Σοβιετική Ένωση στα μέσα της δεκαετίας του 1920. «Η τέχνη, η λογοτεχνία, η μουσική και η φιλοσοφία χρησιμεύουν μόνο για να εκθειάζουν το απρόσωπο μεγαλείο της και, σταδιακά, σε όλες τις πλευρές, τα πάντα μετασχηματίζονται στον νέο κόσμο του «μαζικού ανθρώπου» που είναι ο μόνος γνώμονας.  Έτσι ξεκίνησε μια θεμελιώδης αναταραχή και δεν μπορεί να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι γεννιέται μια νέα εποχή». Αλλά παρ’ όλη τη διορατικότητά του, ο Φούλοπ Μίλερ έκανε λάθος. Δεν ήταν η μαζική κινητοποίηση κάτω από δικτατορίες που καθιέρωσαν «την κυριαρχία» του μαζικού ανθρώπου, αλλά ο δημοκρατικός φιλελευθερισμός, καθώς και η αγορά και η μαζική κατανάλωση, η μαζική κουλτούρα και η κοινωνική πρόνοια. Ο Τσάρλι Τσάπλιν, του οποίου η κινηματογραφική έκφραση της μαζικής κουλτούρας του 1936 μετατοπίζεται από τον χώρο του εργοστασίου στο πολυκατάστημα, το είχε καταλάβει. Μέχρι τη δεκαετία του 1950, η τάση της μαζικής πολιτικής του μεσοπολέμου, η οποία ευνοήθηκε τόσο από τα αυταρχικά καθεστώτα, θα έδινε τη θέση της σε μια μεταπολεμική πολιτική του καταναλωτισμού, ενώ από τη δεκαετία του ’70, η σημασία της μεγάλης παρτίδας, χαμηλής ποιότητας μαζικής παραγωγής θα μειωνόταν αναμφισβήτητα, όπως και η βαρύτητα της βαριάς βιομηχανίας. Ως αποτέλεσμα, μετά από τη μεγαλύτερη οικονομική άνθιση που είχε δει ποτέ ο καπιταλιστικός κόσμος, θα διαμορφωθεί μια μαζική κατανάλωση καθοδηγούμενη από το μάρκετινγκ και τη διαφήμιση, και θα σχηματίσει τη βάση της σταθεροποίησης των δημοκρατικών κοινοβουλευτικών καθεστώτων σε σαφώς κράτη πρόνοιας. Αυτές οι απρόβλεπτες μετατοπίσεις στο πολιτικό, πολιτιστικό και οικονομικό πλαίσιο παρέχουν ένα από τα κλειδιά για την κατανόηση της πτώσης της Σοβιετικής Ένωσης, όπως και το παγκόσμιο πλαίσιο του μεσοπολέμου μας βοηθά να κατανοήσουμε την άνοδο της Σοβιετικής Ένωσης.

Είναι σημαντικό να μην συμπεράνουμε τον θρίαμβο του πλήρως διαρθρωμένου κράτους πρόνοιας στις δημοκρατίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο – ή ακόμα και τον θρίαμβο της ίδιας της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, τα αυταρχικά καθεστώτα, συμπεριλαμβανομένης της Σοβιετικής Ένωσης, αποδείχθηκαν πολύ επιτυχημένα στην ανάπτυξη μέτρων πρόνοιας και στη χρήση της ευρείας δέσμευσης για κοινωνική πρόνοια για την ενίσχυση της νομιμότητάς τους. Τα φιλελεύθερα κοινοβουλευτικά καθεστώτα άργησαν να αναγνωρίσουν το πλέγμα της πρόνοιας, και τουλάχιστον στην αρχή αποδείχθηκαν λιγότερο γοητευμένα με την επίτευξή της στην πράξη. Μια χτυπητή μαρτυρία της ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ του κινητοποιητικού αυταρχισμού και του κοινοβουλευτισμού παρέχεται από τη συμβολική πολιτική της εποχής, ιδιαίτερα την εικονογραφία του δυναμισμού της μηχανικής εποχής που συνταιριάζεται με τις αφυπνισμένες μάζες που προελαύνουν. Πέρα από τις δημόσιες παραστάσεις της εθνικής κινητοποίησης, όμως, μια εξέταση της καθημερινής μαζικής κουλτούρας δείχνει, χωρίς έκπληξη, ότι τα φιλελεύθερα κοινοβουλευτικά καθεστώτα συνολικά απειλούνταν λιγότερο από ό,τι τα αυταρχικά από το κατευθυνόμενο γούστο της μαζικής κουλτούρας και ήταν πιο ικανά να αναδιπλώνουν τα φαινόμενα μαζικής κουλτούρας σε μια καταναλωτικά προσανατολισμένη «λύση» στην πρόκληση της μαζικής κοινωνίας[88]. Όμως, ευρείες πτυχές τόσο στη Βρετανία όσο και στη Γαλλία απέρριψαν τη δημοκρατική στήριξη που παρείχε η μαζική κουλτούρα ως Αμερικανική διαφθορά, ενώ παράλληλα διέσυραν την εικόνα της φιλελεύθερης δημοκρατίας μέσω της επέκτασης της αυτοκρατορίας.

Μετά, ήρθε η ήττα του Ναζισμού και του φασισμού, και η στροφή μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ενάντια στον αυταρχισμό στη Δυτική Ευρώπη (με την περιφερειακή εξαίρεση της Ισπανίας του Φράνκο). Παρόλο που η κομμουνιστική προπαγάνδα συνέχισε να επικαλείται το φάντασμα του φασισμού, η Σοβιετική ήττα του Ναζιστικού στρατού ξηράς στο Ανατολικό Μέτωπο στέρησε το Σοβιετικό μοντέλο από έναν βασικό πυλώνα της ταυτότητας και της νομιμότητάς του. Οι προσπάθειες να απεικονιστούν οι Ηνωμένες Πολιτείες ως επιθετικά μιλιταριστές, στο φασιστικό καλούπι, δεν αποτελούσε υποκατάστατο. Η υπερηφάνεια και η χαρά των Σοβιετικών επιτευγμάτων, ο βιομηχανικός Φορντισμός, σκούριασαν. Και ο Σοβιετικός σοσιαλισμός όχι μόνο επένδυσε στη βαριά βιομηχανία πολύ περισσότερο από τις Ηνωμένες Πολιτείες ή τη Δυτική Ευρώπη, αλλά δεν είχε και την λογική της αγοράς που ανάγκασε τις καπιταλιστικές δημοκρατίες να πάρουν δύσκολες αποφάσεις. Η δέσμευση του συστήματος στη βαριά βιομηχανία, η οποία υπονόμευσε τις Σοβιετικές προσπάθειες να προωθήσουν τον καταναλωτισμό, δημιούργησε κοινωνικές και πολιτικές δομές που εμπόδιζαν τις μεταπολεμικές προσπάθειες για επέκταση της ελαφριάς βιομηχανίας. Παρά τη νίκη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα δυσκίνητα μέσα άσκησης πολιτικής μόχλευσης του Σοβιετικού κράτους – ένα πρότυπο που περιγράφεται ως «ισχυροί αντίχειρες, χωρίς δάκτυλα» – αποδείχτηκαν ένα φοβερό βάρος. Οι χρονοθετημένες δομικές αδυναμίες του Σοβιετικού συστήματος οξύνθηκαν ακόμα περισσότερο από το κύμα των κινημάτων ανεξαρτησίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – σε μια εποχή που η Σοβιετική Ένωση απέκτησε και κρατούσε βίαια παραπλήσια συστήματα-κλώνους στην Ανατολική Ευρώπη. Η φαινομενικά ευνοϊκή αποικιακή αντίθεση με τη Βρετανία και τη Γαλλία, ένα άλλο στοιχείο της Σοβιετικής ταυτότητας, χάθηκε επίσης με τη μεταπολεμική αποαποικιοποίηση. Πάνω από όλα, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το γεωπολιτικό πλαίσιο άλλαξε.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αγκάλιασαν σθεναρά τον ρόλο του ξεκάθαρου θεσμικού και συμβολικού υπερασπιστή του φιλελεύθερου δημοκρατικού μοντέλου, στο οποίο υπέκυψαν οι Ευρωπαϊκές δημοκρατίες, έστω και απρόθυμα. Επιπλέον, οι Η.Π.Α. λίγο-πολύ προσπάθησαν να καλύψουν το κενό των χαμένων υπερπόντιων αυτοκρατοριών[89]. Αντί για τη Σοβιετική «αυτοκρατορία των εθνών», ήταν το Αμερικανικό μοντέλο ενός «έθνους των εθνών» στην πατρίδα, συμπληρωμένο από την επέκταση της εξουσίας και του πλούτου μέσω μιας οικονομίας της παγκόσμιας αγοράς, που παρείχε το διαρκές παράδειγμα της επιτυχημένης «μη αποικιακής αποικιοκρατίας». Ταυτόχρονα, το «γερμανικό πρόβλημα», παρά την ανατολική-δυτική διαίρεση, έληξε με τις απελάσεις μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι οποίες αντέστρεψαν σχεδόν μια χιλιετία γερμανικού αποικισμού στην ανατολή. Και η Ιαπωνία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει μια στρατιωτική-αυτοκρατορική αποστολή στην Ασία. Έτσι, διαμορφώθηκαν ειρηνικοί και πνίσχυροι οικονομικοί γίγαντες πάνω στα συντρίμμια της Ναζιστικής Νέας Τάξης και της Ιαπωνικής Σφαίρας Συν-Ευημερίας της Ανατολικής Ασίας. Συνεπώς, αυτό που ήταν ένας ανταγωνισμός νεωτερικότητας μεταξύ του Αμερικανικού μοντέλου, των Βρετανικών και Γαλλικών κοινοβουλευτικών-αυτοκρατορικών μοντέλων και τα διάφορα κινητοποιητικά μοντέλα – είτε Ιταλικά φασιστικά, Ναζί, αυτοκρατορικά Ιαπωνικά ή Σοβιετικά σοσιαλιστικά – έγινε από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 ένας ανταγωνισμός μεταξύ δύο αυστηρών εναλλακτικών (Αμερικανικός καπιταλισμός εναντίον Σοβιετικού σοσιαλισμού), παρά την αναζήτηση ενός θεσμικά ασαφούς «τρίτου τρόπου»[90]. Οποία στροφή των γεγονότων!

Αλλά στη δεκαετία του 1930, φυσικά, κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει με βεβαιότητα ότι ο Ναζισμός και ο Ιαπωνικός μιλιταρισμός θα ηττούνταν, και ότι οι δύο χώρες θα μεταμορφώνονταν σε δημοκρατίες και κοινωνίες μαζικής κατανάλωσης, όπως κανείς δεν θα μπορούσε να είναι βέβαιος ότι οι Βρετανικές και Γαλλικές φιλελεύθερες δημοκρατίες θα εγκατέλειπαν τις αποικίες τους (έστω και απρόθυμα), ότι οι ΗΠΑ θα αναλάμβαναν έναν επιθετικό ηγετικό ρόλο για το μοντέλο τους παγκοσμίως, και ότι ακόμα και οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης, αν και όχι κάτω από την άμεση κατοχή των ΗΠΑ, θα είναι λίγο πολύ υφιστάμενες. Ποιος γνώριζε ότι η Μεγάλη Ύφεση θα τελείωνε και θα ακολουθούσε μια πρωτοφανής καπιταλιστική οικονομική άνθιση; Ποιος γνώριζε ότι ένας ορισμένος τύπος μαζικής παραγωγής, ακόμα και η βαριά βιομηχανία, θα αποτελούσε μάλλον βάρος και όχι προσόν; Ποιος γνώριζε ότι η σχεδόν σταθερή μαζική κινητοποίηση θα έπαυε να είναι εφαρμόσιμη για την κοινωνικοποίηση και την ενσωμάτωση; Ποιος γνώριζε ότι η μαζική κουλτούρα και η μαζική κατανάλωση δεν θα αποτελούσαν εργαλεία του αυταρχισμού, αλλά τα διαβρωτικά στοιχεία για τον αυταρχισμό και τα δυνητικά θεμέλια για τη δημοκρατία; Και ποιος γνώριζε ότι η καινοτόμος δομή μιας αυτοκρατορίας των εθνών, το 1991, θα διαλυόταν από τα μέλη της Σοβιετικής ελίτ, όταν ανακάλυψαν ότι το παιχνίδι είχε χαθεί, αλλά και ότι, επίσης, θα μπορούσαν να επιβιώσουν με την επιστροφή στις δημοκρατίες των εθνών-κρατών που υπήρχαν μέσα στην ΕΣΣΔ;

Τμήμα Ιστορίας

Πανεπιστήμιο Πρίνστον

 

(Μετάφραση Σωτήρης Παπαδημητρίου)

 

* Αυτό το δοκίμιο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά σε ένα σεμινάριο για την ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης το 1990, όταν είχα την τύχη να διδάσκω ως επίκουρος στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, όπου περίπου δώδεκα προχωρημένοι μεταπτυχιακοί φοιτητές και εγώ διαβάζαμε μόνο μονογραφίες που δεν αφορούσαν τη Σοβιετική Ένωση. Είμαι εξαιρετικά ευγνώμων στους συμμετέχοντες, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν από τότε αφήσει το σημάδι τους με σημαντικά άρθρα και βιβλία. Στο Πρίνστον έχω διδάξει συχνά μεταπτυχιακά σεμινάρια πάνω στην Ευρωπαϊκή ιστορία του 20ού αιώνα, μία φορά με τον Philip Nord και του είμαι πολύ ευγνώμων, όπως και στους μεταπτυχιακούς φοιτητές μας στο Princeton. Οι συνάδελφοί μου Anson Rabinbach, Laura Engelstein, Hal Foster, Shel Garon και Dan Rodgers, επίσης, μοιράστηκαν μαζί μου ιδέες και προτάσεις. Πολλά από τα επιχειρήματά μου εξελίχθηκαν μέσα από συζητήσεις ανά τα χρόνια με τον Mark Mazower, έναν πρώην συνάδελφο στο Πρίνστον, τώρα στο Birkbeck College του Λονδίνου. Ο David Hoffman, συν-εκδότης της Russian Review, με ενθάρρυνε να γράψω αυτό το δοκίμιο, το οποίο είναι συμπληρωματικό του δικού του έργου. Δύο ανώνυμοι κριτικοί του περιοδικού Kritika προσέφεραν αιχμηρά σχόλια και πολύτιμες προτάσεις. Η χρηματοδότηση για την έρευνα και τη συγγραφή παρασχέθηκε από την Επιτροπή Έρευνας και το Κέντρο Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου Princeton. Τέλος, ευχαριστώ θερμά τους διοργανωτές σεμιναρίων και τους συμμετέχοντες στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο, στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, στο Ινστιτούτο Lotman για τον Ρωσικό και Σοβιετικό Πολιτισμό, στο Πανεπιστήμιο Ruhr στο Μπόχουμ, στο Πανεπιστήμιο Cornell, στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια και στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, για τις ενδιαφέρουσες και απολαυστικές συζητήσεις.

[1] Ο Τσάπλιν μοιράζεται κάτι με τον Jacques Rancière, La nuit des prolétaires (Παρίσι: Fayard, 1981), που μεταφράστηκε ως Οι νύχτες της εργασίας: το όνειρο των εργατών στη Γαλλία του 19ου αιώνα (Philadelphia: Temple University Press, 1989).

[2] Εδώ, η ταινία του Τσάπλιν θυμίζει το λαϊκό μεσοπολεμικό μυθιστόρημα του Hans Fallada [Rudolf Ditzen], Kleiner Mann, was nun? (Βερολίνο: Rowohlt, 1932), που μεταφράστηκε ως Και Τώρα Τι, Μικρέ Ανθρωπάκο; (Νέα Υόρκη: Simon και Schuster, 1933). Ενώ ο Φαλάδα θρηνούσε την αδυναμία των ιδιωτικών ονείρων του μικρού ανθρωπάκου και, ως εκ τούτου, την επιρρέπειά του στην απολυταρχική δημαγωγία, ο Τσάπλιν επεσήμανε τη δύναμη των ιδιωτικών ονείρων και την αναποφευξιμότητά τους για οποιοδήποτε σχέδιο νεωτερικότητας.

[3] Ο Μπόρις Σουμιάτσκι (1886-1938), επικεφαλής τότε του Σοβιετικού κινηματογράφου, επισκέφθηκε τις Η.Π.Α. τον Ιούλιο του 1935, ως μέρος μιας παγκόσμιας περιοδείας της κινηματογραφικής βιομηχανίας, και είδε μια αρχική κόπια των “Μοντέρνων Καιρών”, την οποία εξύμνησε.

[4] Η εκτίμηση της σημασίας του πολέμου για τη Ρωσία και τις επαναστάσεις της συνεχίζει να αυξάνεται. Βλ. Rossiia i pervaia mirovaia voina (materialy mezhdunarodnogo nauchnogo kollokviuma) (Αγία Πετρούπολη: Dmitrii Bulanin, 1999). Ο Ντέτλεβ Πώικερτ πιθανότατα το πάει πάρα πολύ μακριά, ισχυριζόμενος ότι ο ναζισμός κυρίως προέδρευε τις εν εξελίξει κοινωνικές αλλαγές, αντί να τις ξεκινάει, αλλά η προειδοποιητική του σημείωση είναι πολύ καλή.

[5] Δύο πρόσφατα μόνο κατ’ όνομα σχετικά έργα απογοητεύουν με την ανυπαρξία σχεδόν σύγκρισης, πόσο μάλλον οποιασδήποτε ανάλυσης της αμοιβαίας επιρροής, δανεισμού και ισομορφισμού – και αυτό ισχύει για χώρες που έχουν μια μακρά ιστορία στο να μπαίνουν στο ίδιο σακί. Richard Bessel, Ed., Fascist Italy and Nazi Germany: Comparisons and Contrasts (New York: Cambridge University Press, 1996). Ian Kershaw και Moshe Lewin, eds., Stalinism and Nazism: Dictatorships in Comparison (New York: Cambridge University Press, 1997). Στο τελευταίο βιβλίο είναι ιδιαίτερα απογοητευτικό το ότι αγνοήθηκε η πρόδηλη διαφορετική πολιτική δυναμική του Ναζιστικού κόμματος και του Σοβιετικού Κομμουνιστικού κόμματος.

[6] Για το βαθύ Σοβιετικό πάθος για την Αμερική, βλέπε την πολύ δημοφιλή ταξιδιωτική περιγραφή Il’ia Ilf και Evgenii Petrov, Odnoetazhnaia America (Moscow: Khudozestvennaia literatura, 1937), που μεταφράστηκε ως Μικρή Χρυσή Αμερική (Νέα Υόρκη: Farrar και Reinhart, 1937).

[7] Μερικοί σοσιαλιστές έξω από τη Σοβιετική Ένωση φαντάστηκαν ότι θα μπορούσαν να είναι μη-φιλελεύθεροι χωρίς να είναι αντιφιλελεύθεροι. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο μη-Σοβιετικός σοσιαλισμός απορροφήθηκε ουσιαστικά από τον δημοκρατικό φιλελευθερισμό, ακόμα και αν συχνά ταυτιζόταν με τον Σοβιετικό σοσιαλισμό.

[8] Ο Μάγιερ αναλύει την πολιτιστική και πολιτική γοητεία των οραμάτων του Αμερικανισμού, αντί των συγκεκριμένων πρακτικών, μέχρι την έναρξη της Μεγάλης Ύφεσης.

[9] Ακόμη και οι Γερμανοί εκσυγχρονιστές ανησυχούσαν για την πιθανή απελευθέρωση των γυναικών από τις οικιακές εργασίες χάρη στην τεχνολογία. Για τον «εξορθολογισμό» στη Γαλλία, συμπεριλαμβανομένης μιας παρόμοιας ισχυρής σύνδεσης με την Αμερικανικοποίηση, βλέπε Richard Kuisel, Capitalism and the State in Modern France: Renovation and Economic Management in the Twentieth Century (Νέα Υόρκη: Cambridge University Press, 1981), ιδιαίτερα 51-92. Σχετικά με τις προσπάθειες της αερο-βιομηχανίας της Ιαπωνίας να χρησιμοποιήσει τη ροή παραγωγής, προσαρμοσμένη από τους Γερμανούς, ως υποκατάστατο της μαζικής παραγωγής Αμερικάνικου τύπου, βλέπε Kazuo Wada, “The Emergence of the ‘Flow Production’ Method in Japan,”, στο Fordism Transformed: The Development of Production Methods in the Automobile Industry, ed. Haruhito Shiomi και Kazuo Wada (Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 1995), 11-27. Βλέπε, επίσης, William Minoru Tsutsui, Manufacturing Ideology: Scientific Management in Twentieth-Century Japan (Princeton: Princeton University Press, 1998).

[10] Έτσι, όπως και οι αυτοαποκαλούμενοι ρεβιζιονιστές, ο Σήρερ εντοπίζει μια κοινωνική βάση για τον Σταλινισμό, όχι στην εργατική τάξη, αλλά «μέσα στα μεσαίου επιπέδου επαγγελματικά στρώματα ειδικών, διαχειριστών, και σχεδιαστών που εργάζονταν στον βιομηχανικό-διοικητικό μηχανισμό του κράτους». Αυτή η υποστήριξη, επιπλέον, ήρθε παρά τις ταξικές πολεμικές επιθέσεις εναντίον των ειδικών.

[11] Οι κύριες κατηγορίες του Σήρερ είναι οι ίδιες με εκείνες των Ρώσων Σοσιαλδημοκρατών: εκσυγχρονισμός και οπισθοδρομικότητα. Όπως ο μέντοράς του, ο Moshe Lewin, ο Σήρερ γράφει για τις «παθολογίες» των Σταλινικών βιομηχανικών πολιτικών, αλλά σε αντίθεση με τον Lewin, αναγνωρίζει ότι «αυτές οι πολιτικές ενσωματώνουν μια τεχνολογική και μηχανική λογική που ήταν ουσιαστικά σύγχρονη και ουτοπική». Ο Σήρερ παραλείπει κάθε συζήτηση περί ιδεολογίας, αν και γράφει συχνά για τα “οράματα” του λαού. Υποστηρίζει ότι η Σοβιετική Ένωση δεν ήταν σοσιαλιστική, διότι ένα υπερτροφικό κράτος αποκλείει την κοινωνική δικαιοσύνη, λυπάται όμως που για τους υπηκόους του, η μεγέθυνση του κράτους «δεν ήταν σημάδι οπισθοδρομικότητας αλλά νεωτερικότητας».

[12] Ο Μαρκ Χάρισον γράφει ότι «οι Σοβιετικοί, έχοντας κινηθεί προς ένα Αμερικανικό μοντέλο μαζικής παραγωγής στη διάρκεια του Μεσοπολέμου», κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, «το εντατικοποίησαν ασυλόγιστα». Ο Χάρισον δεν τονίζει ότι το Αμερικανικό σύστημα ήταν βασισμένο στη μαζική κατανάλωση.

[13] Αργότερα έγινε πιο προφανές ότι η μαζική παραγωγή χωρίς πλήρη μαζική αγορά – κάτι που διάφοροι Ούγγροι σχολιαστές αποκαλούσαν η Σοβιετική «δικτατορία πάνω στις ανάγκες» – δεν μπορούσε να διατηρηθεί έξω από τη μεσοπολεμική περίοδο της πλήρους επιστράτευσης σε καιρό ειρήνης, ειδικά δεδομένου του ανταγωνισμού μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από τις ευημερούσες οικονομίες που δόθηκαν ολόψυχα στην μαζική αγορά. Αλλά αυτό είναι άλμα μπροστά.

[14] Ο Γουέιν Λιούτσακ έχει υποστηρίξει την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου Βρετανικού συστήματος μαζικής παραγωγής, το οποίο σε σύγκριση με το Αμερικανικό σύστημα του Φορντ, έβαζε μεγαλύτερα όρια στον έλεγχο της διοίκησης πάνω στο να θέτει τους κανόνες προσπάθειας και στην οργάνωση του χώρου εργασίας. Για τα προβλήματα του Σοβιετικού καθεστώτος όσον αφορά την άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου πάνω στην εργατική διαδικασία, βλ. Donald Filtzer, Soviet Workers and Stalinist Industrialization: The Formation of Modern Soviet Production Relations, 1928–1941 (Armonk, Ν.Υ.: M.E. Sharpe, 1986). Στην Ιταλία, η Φίατ είδε τον Φορντισμό ως έναν μηχανισμό για την ενίσχυση του ελέγχου των εργαζομένων (και την αντιμετώπιση της δύναμης του εργατικού κινήματος), καθώς και ως έναν τρόπο για την επίτευξη όγκων παραγωγής (και στρατηγικών αγοράς).

[15]. Σε μέρη όπου δεν υπήρχαν απολυταρχικά καθεστώτα για την επιβολή μιας καλλιτεχνικής ορθοδοξίας, βλέπουμε ότι η σύγχρονη πρωτοπορία υπέστη στυλιστικές εξελίξεις παρόμοιες με την περίπτωση της Σοβιετικής Ένωσης. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, φημισμένοι πρωτοποριακοί ζωγράφοι, αντιδρώντας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στράφηκαν οικειοθελώς στον νεοκλασικισμό, χωρίς να παραιτηθούν από τον ισχυρισμό ότι είναι σύγχρονοι. Αργότερα, στη μοντέρνα σκανδιναβική αρχιτεκτονική, δεν ήταν ασυνήθιστη η ανάπτυξη περιφερειακών και εθνικών μοτίβων, πόσω δε μάλλον περιορισμένων σε πολιτικές σκοπιμότητες. Με άλλα λόγια, ο μοντερνισμός δεν είναι αντίθετος ούτε με τον νεοκλασικισμό, ούτε με τον εθνικισμό και τις λαϊκές τάσεις (και την αποικιοκρατία). Στην πραγματικότητα, η ιδέα μιας αντίθεσης ανάμεσα στον μοντερνισμό και την παράδοση είναι ένα σχήμα λόγου του μοντερνισμού, που ο ίδιος ο μοντερνισμός διαψεύδει στην πράξη.

[16] Για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στην Ιαπωνία και προκλητικές συγκρίσεις μέσα στο πλαίσιο μιας γενικής αύξησης της κρατικής εξουσίας, βλ. Gregory J. Kasza, The State and the Mass Media in Japan, 1918–1945 (Berkeley: University of California Press, 1988). Ο Κάζα ισχυρίζεται ότι παρά την επέκταση της λογοκρισίας στην Ιαπωνία στις αρχές του 20ου αιώνα, οι έλεγχοί της στα μέσα μαζικής ενημέρωσης μόλις το 1937 δεν ήταν ποιοτικά διαφορετικοί από εκείνους στη Βρετανία ή τη Γαλλία. Δείχνει, επίσης, πόσο στενά μελετούσαν οι Ιάπωνες τις πολιτικές των ναζιστικών μέσων.

[17]. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 περίπου το 90% των περιοδικών που δημοσιεύονταν στη Σοβιετική Ρωσία είχαν συνδρομητές στη Μόσχα και την Πετρούπολη. Από τις εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα της Πράβδα και άλλων κεντρικών εφημερίδων που εκτυπώνονταν καθημερινά, μόνο μερικές χιλιάδες πήγαιναν παραπέρα από τις δύο πρωτεύουσες και τα τρία ή τέσσερα μεγαλύτερα περιφερειακά κέντρα. Και αυτό, επίσης, θα άλλαζε.

[18] Το Δεύτερο Πενταετές Πλάνο του 1932 προέβλεπε την παραγωγή 14 εκατομμυρίων ραδιοφωνικών δεκτών, αλλά το 1937 λειτουργούσαν μόνο 3,5 εκατομμύρια. Η σοβιετική βιομηχανία δεν μπορούσε να παράγει επαρκείς ποσότητες σωλήνων κενού. Το καλώδιο ή το σύρμα παρέμεινε η κυρίαρχη μορφή του σοβιετικού ραδιοφώνου για πολύ καιρό, αντιστοιχώντας ακόμη σε δύο στα τρία ραδιόφωνα στη δεκαετία του 1950.

[19] Ξένες ταινίες παίχτηκαν στη Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του 1930, αλλά ο αριθμός τους μειώθηκε τόσο για δημοσιονομικούς (σκληρούς νομισματικούς) όσο και για ιδεολογικούς λόγους. Η χρήσιμη εργασία του Πίτερ Κενέζ, δεν αναφέρει τους “Μοντέρνους Καιρούς” ανάμεσα στα ξένα φιλμ που παίχτηκαν το 1936.

[20] Έχοντας χαμηλή σχετική πυκνότητα στον πληθυσμό το 1917, ο αριθμός των τηλεφώνων στη Σοβιετική Ένωση μειώθηκε την πρώτη δεκαετία μετά την επανάσταση, αλλά αυξήθηκε στη δεκαετία του 1930. Τα διάφορα υπουργεία ανέπτυξαν τα δικά τους δίκτυα, έτσι ώστε οι γραφειοκράτες έφτασαν να έχουν πολλά τηλέφωνα. Ο Φρέντερικ Σταρ ισχυρίστηκε ότι οι σοβιετικές αρχές ενθάρρυναν μόνο κάθετα συστήματα επικοινωνίας, όχι οριζόντια, όπως το τηλέφωνο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ηγήθηκαν στον μεσοπολεμικό κόσμο σε ιδιωτικούς τηλεφωνικούς συνδρομητές.

[21] Στη δεκαετία του 1920, γράφει ο Πίτερ Κενέζ, οι περισσότερες σοβιετικές εφημερίδες δεν ήταν εντυπωσιακές, παρά μονότονες στον σχεδιασμό και επαναλαμβανόμενες στο περιεχόμενο. Ο αριθμός των εφημερίδων και η κυκλοφορία τους μειώθηκαν στη δεκαετία του 1920. Μέχρι τη δεκαετία του 1930, η εμφάνιση των σοβιετικών εφημερίδων άλλαξε πολύ..

[22] Συγκρίνετε αυτήν την προσέγγιση με την αντιμετώπιση της «πολιτιστικής βιομηχανίας» από την Σχολή της Φρανκφούρτης, η οποία ουσιαστικά εξισώνει την αμερικανική μαζική κουλτούρα («στυλιζαρισμένη βαρβαρότητα») με τον ναζιστικό (και σοβιετικό) ολοκληρωτισμό. Max Horkheimer and Theodor W. Adorno, Dialectic of Enlightenment (New York: Seabury Press, 1972), esp. 120-67. Το γερμανικό πρωτότυπο, που εκδόθηκε το 1947, γράφτηκε στην Καλιφόρνια το 1944.

[23] (ΣτΜ) Ο όρος προήλθε από τη σύντμηση των λέξεων агитация и пропаганда, δηλαδή αγκιτάτσια και προπαγάνδα. Αφορούσε τη διάδοση πολιτικών ιδεών στη μεγάλη μάζα μέσω των έργων τέχνης. Επομένως, δεν είχε καμία αρνητική χροιά στην επαναστατική και μετεπαναστατική Ρωσία.

[24] Η σοβιετική λογοκρισία είναι καλά τεκμηριωμένη, αλλά η ανάλυσή της παραμένει σε μεγάλο βαθμό ασύνδετη από την αντίστοιχη διάδοση τεραστίου όγκου πληροφοριών.

[25] (ΣτΜ) Shock Worker ήταν στην πρώην Σοβιετική Ένωση, ένας εργαζόμενος του οποίου η ομάδα υπερέβη τις ποσοστώσεις παραγωγής και του είχε ανατεθεί ένα ιδιαίτερα επείγον ή επίπονο έργο.

[26] Η Γκοριάεβα παρέχει μια εξαιρετικά πολύτιμη συζήτηση για τις κατεστραμμένες και σωζόμενες πηγές, συμπεριλαμβανομένων των ηχογραφήσεων, αλλά δεν λέει πολλά για το περιεχόμενο του ραδιοφώνου.

[27] James von Geldern, “Εισαγωγή”, στο Mass Culture in Soviet Russia, xvii–xviii, xxvii. Ο Τζέφρι Μπρουκς (κλίνοντας το μάτι στον Ρετζίν Ρόμπιν) έχει σημειώσει ότι ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός απέκτησε δημοφιλείς και συνδυαστικές ιδιότητες. Αναγνωρίζει τις αμοιβαίες επιρροές μεταξύ της επίσημης και της λαϊκής κουλτούρας, καθώς και την επιμονή των νεωτεριστικών ιδιωματισμών, αλλά παρόλα αυτά τραβάει μια απίστευτα κοφτερή διαχωριστική γραμμή μεταξύ επίσημης και λαϊκής κουλτούρας, και αποδίδει αμφισβητήσιμα τη μοναδική «φιλελεύθερη» δύναμη στον εκσυγχρονισμό. Η Σέιλα Φιτζπάτρικ στο βιβλίο της απεικονίζει τον πολιτισμό στην περίοδο του Στάλιν ως εν μέρει μια έκφραση του χαμηλού γούστου των αξιωματούχων του κομμουνιστικού κόμματος.

[28] Οι Σοβιετικές ταινίες είχαν απαγορευτεί στην Ιαπωνία πολύ νωρίτερα.

[29] Αναρίθμητες ταινίες της Ναζιστικής περιόδου, όπως οι ταινίες της περιόδου του Στάλιν στη Ρωσία, χαίρουν ευρείας διάδοσης σήμερα στη Γερμανία στην τηλεόραση και στα κινηματογραφικά φεστιβάλ.

[30] Ο Ράμπινμπαχ απορρίπτει σωστά την υποτιθέμενη διχοτόμηση μεταξύ της επίσημης / δημόσιας κουλτούρας και της ιδιωτικής φυγής, και αναλύει αυτή τη διχοτόμηση ως κατασκεύασμα της Ναζιστικής ιδεολογίας.

[31] «Αν το κιτς είναι η επίσημη τάση του πολιτισμού στη [Ναζιστική] Γερμανία, τη [φασιστική] Ιταλία και τη [Σοβιετική] Ρωσία», έγραψε ο Κλέμεντ Γκρήνμπεργκ το 1939, «δεν είναι επειδή οι αντίστοιχες κυβερνήσεις τους ελέγχονται από ακαλλιέργητους, αλλά επειδή το κιτς είναι η κουλτούρα των μαζών σε αυτές τις χώρες, όπως είναι και παντού αλλού»..

[32] Η Tupitsyn, που προτείνει ότι ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός θριάμβευσε επειδή ήταν δημοφιλής στις μάζες, εξισώνει το μαζικό γούστο στην κουλτούρα με τον χαφιεδισμό και τη δουλειά της αστυνομίας κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων και εξηγεί απλουστευτικά την προτίμηση για τη μυθογραφία ως ένα τρόπο εξουδετέρωσης του πόνου της πραγματικότητας (174).

[33] Από το 1914 ως το 1918, 13,1 εκατομμύρια άντρες υπηρέτησαν στον Γερμανικό στρατό, συμπεριλαμβανομένων 10,6 εκατομμυρίων στο πεδίο της μάχης, σχεδόν το ένα πέμπτο του πληθυσμού του 1914. Στη Βρετανία πολέμησαν 5,25 εκατομμύρια άντρες, σχεδόν ο μισός προπολεμικός αντρικός πληθυσμός ηλικίας 15–49. Στη Γαλλία, επιστρατεύθηκαν περίπου 8 εκατομμύρια, κοντά στο 80% του προπολεμικού αρσενικού πληθυσμού ηλικίας 15–49.

[34] Το 18BL, που παρουσιάστηκε βράδυ μπροστά σε 20.000 θεατές στη Φλωρεντία, ήταν μια ωδή στη μηχανή, με ένα φωταγωγημένο φορτηγό Fiat. Στην πρώτη πράξη, ο πόλεμος χάνεται. Στη δεύτερη πράξη, εμφανίζονται οι φασίστες, φορώντας μαύρα πουκάμισα και τραγουδώντας ύμνους∙ δέρνουν κάποιους αριστερούς. Στην τρίτη πράξη, η γη ανακτάται και αξιοποιείται για παραγωγική γεωργία και χτίζονται νέες πόλεις.

[35] Οι φωτογραφίες του Μουσολίνι, σύμφωνα με τη Σιμονέτα Φαλάσκα-Ζαμπόνι, ήταν πανταχού παρούσες περισσότερο από αυτές του Λένιν ή του Ατατούρκ – ένας αβάσιμος ισχυρισμός που χρήζει συγκριτικής ανάλυσης. Οι φωτογραφίες του Μουσολίνι κατά τη διάρκεια των δύο δεκαετιών της διακυβέρνησής του αντιπροσώπευαν μεταξύ 2% και 7% των κυβερνητικών και κομματικών καρτ ποστάλ, αλλά μεταξύ 12% και 24% των καρτ ποστάλ του ιδιωτικού τομέα που εκδόθηκαν ως ανταπόκριση στη λαϊκή (αγορά) ζήτηση. Λέγεται ότι ο Στάλιν είχε ζητήσει από τον Ιταλό πρεσβευτή την ταινία του εορτασμού της δεκάτης επετείου τον Μάρτιο του 1932 στη Ρώμη.

[36] (ΣτΜ) Ο όρος völkisch προέρχεται από τη γερμανική λέξη Volk, που αντιστοιχεί στην «εθνοτική ομάδα» ενός πληθυσμού και ενός λαού. Η λέξη έχει επίσης την έννοια «έθνος», «φυλή» και «γένος». Ο όρος völkisch δεν έχει άμεσο ισοδύναμο στη γλώσσα μας, αλλά θα μπορούσε να αποδοθεί ως «εθνο-εθνικιστικό», «φυλετικό-εθνικιστικό» ή «εθνο-ρατσιστικό». Μαζί με τη λέξη monumentalism που αποδόθηκε αυτολεξεί ως «μνημειανισμός» σημαίνει τα επιβλητικά μνημειακού τύπου δημόσια κτήρια των Ναζί

[37] (ΣτΜ) Nazi Sachlichkeit στο πρωτότυπο σε αντιδιαστολή με το Neue Sachlichkeit‎ (Νέα Αντικειμενικότητα) που ήταν καλλιτεχνικό κίνημα στην Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με βασικούς εκπροσώπους τους: Ότο Ντιξ, Μαξ Μπέκμαν και Τζορτζ Γκρος πρότεινε μια πρακτική ρεαλιστική παραστατική προσέγγιση του κόσμου, ενώ ερχόταν σε ρήξη με κάθε τάση ρομαντισμού ή ιδεαλισμού που εξέφραζε ο Εξπρεσιονισμός που προηγήθηκε. Το όνομα Νέα Αντικειμενικότητα επινοήθηκε μετά από μια έκθεση τέχνης μετα-εξπρεσιονισμού, στην Kunsthalle στο Mannheim

[38] Ο Ράμπινμπαχ προειδοποιεί ότι μόλις το 1939, το ένα τρίτο των Γερμανών βιομηχανικών εργατών εργαζόταν σε επιχειρήσεις με λιγότερα από δέκα άτομα. Σχετικά με τη διάσταση völkisch της ναζιστικής εικονογραφίας, ο Ρόμπερτ Τέιλορ υποστηρίζει ότι δεν υπήρχε μόνο ένα, ενιαίο ναζιστικό ύφος στην αρχιτεκτονική, αλλά ένα μείγμα επαναλαμβανόμενων μοτίβων, μια λατρεία του μνημειανισμού και του νεοκλασικισμού σε συνδυασμό με τον φαντασιακό μεσαιωνισμό και τον αγροτισμό. Παρατηρώντας ότι πολλές κατασκευές που χτίστηκαν κατά τη διάρκεια της Ναζιστικής εποχής παρέμειναν σε χρήση μετά το 1945, ο Τέιλορ αναρωτιέται πόσο «Ναζιστικές» ήταν οι κατασκευές που χτίστηκαν κατά τη διάρκεια της ναζιστικής εποχής, πέρα από την Καγκελαρία και μερικά άλλα κτίρια.

[39] Τα Ναζιστικά και τα Ιταλικά φασιστικά παραδείγματα δέσποζαν πάρα πολύ μεταξύ των Ιαπώνων γραφειοκρατών και διανοουμένων. Τα φασιστικά οράματα, μαζί με τον Μαρξισμό (ο οποίος αύξησε τη δύναμη του κατά την αντικομουνιστική καταστολή), συναγωνίζονταν τις έννοιες της ιαπωνικής εξαίρεσης και του αντι-δυτικισμού, οι οποίες ωστόσο επαγγέλονται κάποιες από τις ίδιες απόψεις για τον ρόλο και τη φύση του κράτους και της κοινωνικής οργάνωσης. Με πολλούς τρόπους, η Ιαπωνία παρέχει τον καλύτερο καθρέφτη των μεσοπολεμικών νεωτερισμών στην εξέταση όλων των μοντέλων ως πιθανών πηγών προσαρμογής.

[40] Ο Μάικλ Μπάρλεϊ και ο Βόλφγκανγκ Βίπερμαν γράφουν ότι «είναι λάθος να απεικονίζεται το Ναζιστικό καθεστώς μόνο από την άποψη της απεριόριστης ικανότητάς του για συστηματική κτηνωδία. Οι Ναζί γνώριζαν καλά ότι μόνο ο τρόμος δεν θα αρκούσε ως μέσο για τον εφησυχασμό της εργατικής τάξης και μετά για την ενσωμάτωσή της στην «εθνική κοινότητα». Για τον σκοπό αυτό, δημιούργησαν μια ελεγχόμενη από το κράτος, ευνουχισμένη εναλλακτική λύση για το παράνομο εργατικό κίνημα, και ακολούθησαν κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές που ήταν τόσο ελκυστικές όσο και επιτυχείς, έστω και αν, παραδόξως, η εργατική τάξη δεν ήταν πάντα οι ευεργετούμενοι».

[41] Η επιμονή του Μέισον ότι «οι εργαζόμενες μάζες ήταν από την αρχή αδιάφορες ή εχθρικές προς το νέο καθεστώς» (151) απορρέει από την αίσθηση του αντικειμενικού «πραγματικού» τους συμφέροντος και όχι από μια εξέταση των εργατών. Είναι καλύτερος με τους φόβους των Ναζί για τους εργαζόμενους παρά με τους ίδιους τους εργαζόμενους.

[42] Το εργοστάσιο ελαστικών της Michelin περιβάλλονταν από διάφορες ανησυχίες, οι οποίες θεωρούνταν ότι επηρέαζαν την παραγωγή, από την κατευθυνόμενη αναψυχή έως την προσιτή στέγαση, την ιατρική περίθαλψη και την εκπαίδευση. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το εργοστάσιο της Michelin ευημερούσε ενώ μείωνε εργαζόμενους (π.χ. από 30.000 σε 16.000, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990). Επίσης, διέκοψε προγράμματα για στέγαση, αναψυχή, σχολεία, νοσοκομεία και θεραπευτήρια.

[43] Ένα από τα κύρια επιχειρήματα του βιβλίου μου Magnetic Mountain: Stalinism as a Civilization (Berkeley: University of California Press, 1995), είναι ότι αντί να καταστρέψει την κοινωνία, ο Στάλιν δημιούργησε μια νέα κοινωνία, φαίνεται ότι έχει ξεφύγει σε μεγάλο βαθμό από τους κριτικούς. Σημειώστε ότι στην κριτική του για τις ουτοπικές επιδιώξεις του απολυταρχικού κράτους, ο Τζέιμς Σκοτ γράφει για την αποτυχία της κοινωνίας να αντισταθεί, αντί για την οργάνωση και τη συμμετοχή της σε σταυροφορίες κατευθυνόμενες από το κράτος.

[44] Για πληροφορίες σχετικά με τις ενδημικές δυσκολίες του Σοβιετικού κράτους να «ελέγχει» τον εαυτό του και μια βεβιασμένη προσπάθεια να προβάλει αυτές τις δυσκολίες ως εξήγηση για τη Μεγάλη Τρομοκρατία, βλ. Gábor Rittersporn, Stalinist Simplifications and Soviet Complications: Social Tensions and Political Conflicts in the USSR 1933–1953 (Chur, Switzerland: Harwood Academic Publishers, 1991). Για την επιρροή των ακτινών Χ στη μεσοπολεμική εμμονή με το “ξεμασκάρεμα” και το “ξεγύμνωμα”, βλ. Yuri Tsivian, “Media Fantasies and Penetrating Vision: Some Links Between X-rays, the Microscope, and Film,” στο The Laboratory of Dreams: The Russian Avant-Garde and Cultural Experiment, ed. John Bowlt and Olga Matich (Stanford: Stanford University Press, 1996), 81–99.

[45] Ο Λάιονς εντυπωσιάστηκε περισσότερο με τα θλιβερά σλόγκαν, όπως το «Πέντε σε Τέσσερα», το οποίο σημείωσε ήταν άμεσα κατανοητό ότι αναφερόταν στο Πενταετές Σχέδιο και την πρόωρη επίτευξή του και κρίθηκε «τόσο αποτελεσματικό όσο το δικό μας 4 στα 5 για την οδοντόπαστα».

[46] Ένα άλλο από τα κύρια επιχειρήματα του Magnetic Mountain (βλ. υποσημείωση 70) είναι ότι η αυταρχική κρατική εξουσία, ανεξάρτητα από το πόση αστυνομική καταστολή μπορεί να συγκεντρώσει, είναι πιο αποτελεσματική όταν αναπαράγεται στην καθημερινή ζωή και την ταυτότητα των ανθρώπων. Σχετικά με αυτό το σημείο, δείτε τον άθλο του

[47] Για τη σχέση ανάμεσα στην “πλύση εγκεφάλου” και τον στόχο της ολικής ενσωμάτωσης, στην περίπτωση της Ιαπωνίας, βλ. Richard H. Mitchell, Thought Control in Prewar Japan (Ithaca, NY: Cornell University Press, 1976).

[48] Η επίσημη οργάνωση – σε αντιδιαστολή με τις συνεχιζόμενες ή περιοδικές εκστρατείες κινητοποίησης – επιτεύχθηκε σε μια Σοβιετική πολιτική αμυντική λίγκα που ονομάστηκε Εταιρεία Φίλων της Άμυνας και των Χημικών Κατασκευών της Αεροπορίας (Osoaviakhim), που ιδρύθηκε το 1927. Ο ισχυρισμός τους ότι στη δεκαετία του 1930 είχαν 13 εκατομμύρια μέλη επικρίθηκε ως στάχτη στα μάτια, αλλά η οργάνωση είχε σημαντικό προσωπικό και εύρος στην κοινότητα. Η Osoaviakhim διαλύθηκε το 1948. Τρεις διάδοχες οργανώσεις ενώθηκαν το 1952 για να σχηματίσουν μια λιγότερο ισχυρή οργάνωση με παρόμοιους στόχους, την DOSAAF.

[49] Η γυναικεία ψήφος παραχωρήθηκε στη Βαϊμάρη της Γερμανίας το 1928, στη Γαλλία και στην Ιαπωνία το 1945 και στην Ιταλία το 1946.

[50] Για τη διαφυλική φύση της κατηγορίας “μοντέρνο” (mōdan) στη μεσοπολεμική Ιαπωνία, βλ. Miriam Silverberg, “The Café Waitress Serving Modern Japan,” in Mirror of Modernity: Invented Traditions of Modern Japan, ed. Stephen Vlastos (Berkeley: University of California Press, 1998), 208–25.

[51] Το βιβλίο της Πέντερσεν εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της αντίδρασης εναντίον του φεμινισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1980 και τις αρχές της δεκαετίας του 1990.

[52] Στη Βρετανία, τα κυβερνητικά γραφεία πληροφοριών και οι διαφημιστικές δημόσιες καμπάνιες (για τη σεξουαλική αγωγή, την κατανάλωση γάλατος, κ.λπ.) έφτασαν να θεωρούνται ως μια νόμιμη επιδίωξη της δημοκρατίας, αλλά η ίδια η φιλελεύθερη δημοκρατία σπάνια «πουλήθηκε» ως ένας ανώτερος τρόπος ζωής στον υπόλοιπο κόσμο.

[53] (ΣτΜ) Sears, Roebuck and Company, γνωστή ως Sears, είναι μια αμερικανική αλυσίδα πολυκαταστημάτων που ίδρυσαν οι Richard Warren Sears και Alvah Curtis Roebuck το 1893 στο Σικάγο.

[54] Μόνο η Ιαπωνία ανάμεσα στις δικτατορίες δεν είχε ούτε ένα μαζικό κόμμα (μέχρι την κατ’ όνομα ένωση το 1940) και ο αυτοκράτορας στο «αυτοκρατορικό σύστημα» δεν ήταν ποτέ δικτάτορας, αλλά το ιαπωνικό κράτος κατόρθωσε να επιτελέσει έναν εκτεταμένο συντονισμό (Gleichschaltung) των επιχειρήσεων και των οργανώσεων κάτω από «ενώσεις ελέγχου» και των αγροτών, των νέων, των γυναικών και των καλλιτεχνών κάτω από «πατριωτικές ενώσεις». Ωστόσο, ο Kasza αμφισβητεί την αναγωγή των «οργανώσεων διαχείρισης μαζών» στο κράτος. Για μια ανάλυση των προσπαθειών της Ιαπωνίας να κινηθεί διαρθρωτικά προς ένα πολιτικό σύστημα Ναζιστικού τύπου γύρω στο 1940, και για την πολυπλοκότητα των Ιαπωνικών διαλεκτικών συγκρούσεων σε όλη την περίοδο της απολυταρχίας, βλ. Gordon Mark Berger, Parties out of Power in Japan, 1931–1941 (Princeton: Princeton University Press, 1977).

[55] Μεταπολεμικές έρευνες των Σοβιετικών μεταναστών έδειξαν ότι η “κινητοποίηση” (που ορίζεται ελαφρώς ως προσέλευση σε συνεδριάσεις) ήταν όλο και πιο σπάνια..

[56] Η Βικτόρια Ντε Γκράζια γράφει για το “Φορντικό” μοντέλο της κατανάλωσης στην Αμερική, μερικές δεκαετίες πριν την έλευση του Φορντισμού.

[57]). Ο Ρότζερς σημειώνει ότι «η Οικονομική Ύφεση προκάλεσε μεταξύ των βασικών παραγόντων της οικονομίας του Βόρειου Ατλαντικού μια αμοιβαία παρακολούθηση των πολιτικών κινήσεων του άλλου και μια ευρεία σειρά κοινών απαντήσεων» (416-17). Αλλά παρατηρεί, επίσης, ότι «σε κανένα άλλο Βόρειο Ατλαντικό έθνος, η οικονομία δεν αποτέλεσε την προοδευτική απάντηση στον κόσμο της Οικονομικής Ύφεσης της δεκαετίας του 1930 τόσο σθεναρά όσο στην Αμερική του Νιου Ντηλ… Οι προοδευτικοί Ευρωπαίοι, αντιθέτως, σκόνταψαν στις δύσκολες στιγμές της δεκαετίας του 1930 αντιμετωπίζοντας σημαντικές δυσκολίες» (411).

[58] Ο θαυμασμός των Ναζί για πολλές πτυχές της Σοβιετικής Ένωσης μπορούσε να βρεθεί ανάμεσα στις υψηλότερες βαθμίδες και επέμεινε μέσα στην γενική καταδίκη του Ιουδαίο-Μπολσεβικισμού. Για παράδειγμα, ο Τζόζεφ Γκαίμπελς, ο υπουργός προπαγάνδας της αντισημιτικής πολιτικής του Χίτλερ, επαίνεσε δημόσια την ταινία Θωρηκτό Ποτέμκιν (1926) του Σεργκέι Αϊζενστάιν – του οποίου οι γονείς βαπτίστηκαν αλλά που οι Ναζί κατηγορούσαν ως Εβραίους – για τις προηγμένες κινηματογραφικές τεχνικές του.

[59] Στην Ιταλία, η αυτοκατανάλωση υπολογίζεται στο 33% του εθνικού προϊόντος. Στη Γερμανία, ο αριθμός των αστικών οικογενειών με δικό τους σπίτι αυξήθηκε κατά τη μεσοπολεμική περίοδο.

[60] Το ραδιόφωνο εξαπλώθηκε στο 50% των βρετανικών νοικοκυριών μέσα σε μια δεκαετία και σε 80% σε λιγότερο από δύο δεκαετίες.

[61] Η έκρηξη της Γερμανικής κατανάλωσης ήρθε λίγο μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

[62] Όπως έγραψε ο Τζέφρι Μπεστ, η επίταξη ανακηρύχθηκε καθολική, αλλά στη Γαλλία οι μισοί επίστρατοι είχαν μη μάχιμες θέσεις, ενώ στη Ρωσία τα δύο τρίτα από τους επιλέξιμους εφέδρους απαλλάχθηκαν από τη στρατολόγηση και στη Γερμανία περίπου οι μισοί από τους πιθανούς κληρωτούς απουσίαζαν από τις κατατάξεις. Οι κυβερνήσεις απλώς δεν ήταν έτοιμες να πραγματοποιήσουν, και ούτως ή άλλως δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν οικονομικά στην πλήρη επιστράτευση που διέταζαν.

[63] Ο Γκάιερ εξηγεί ότι η κατανόηση του «μιλιταρισμού» ως προβλήματος που συνεπάγεται την εμμονή των προπολεμικών ελίτ αποκρύπτει τη στρατιωτικοποίηση στον 20ο αιώνα. Δεν εξαφανίστηκαν μόνο οι Πρώσοι ευγενείς, αλλά και οι Ναζί επίσης, όμως οι ευρωπαϊκές κοινωνίες μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο δημιούργησαν ακόμη μεγαλύτερους στρατούς και στρατιωτικο-βιομηχανικά συγκροτήματα. Σε αυτό μπορούμε να προσθέσουμε ότι ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι στρατιωτικές δαπάνες μειώθηκαν από 28% σε 15% του ΑΕΠ μεταξύ 1913 και 1940, αυξήθηκε ο σχεδιασμός, η προμήθεια και η οικονομική κινητοποίηση για την πιθανότητα πολέμου, ιδιαίτερα μετά από μια κυβερνητική μελέτη του 1934-36 για τη βιομηχανία πυρομαχικών.

[64] Ο Ερικ Λορ έδειξε ότι η κρατική απαλλοτρίωση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, που συνδέεται συνήθως με τον Μπολσεβικισμό, ξεκίνησε κατά τη διάρκεια του πολέμου εναντίον των επιχειρήσεων που ανήκαν σε αλλοδαπούς (ιδίως Γερμανούς) και ότι μεγάλο μέρος του προσωπικού της δήμευσης διατηρήθηκε το 1918 και πιο πέρα. Lohr, “Enemy Alien Politics within the Russian Empire during World War I,” αναθεωρημένο χειρόγραφο διατριβής, 2000, ευγενική προσφορά του συγγραφέα.

[65] Ο Ντέιβιντ Κριού υποστηρίζει ότι «το κράτος πρόνοιας της Βαϊμάρης εμπνεύστηκε λιγότερο από την βέβαιη πίστη στην κοινωνική πρόοδο που περιέγραφε ο Πώικερτ, αλλά από την απελπιστική ανάγκη της Γερμανίας για «κοινωνική ανασυγκρότηση» μετά τον πόλεμο, την ήττα, την επανάσταση και τον πληθωρισμό. Φυσικά, τα δύο κίνητρα δεν είναι αποκλείουν το ένα το άλλο.. Ο Πώικερτ αποδίδει την πτώση της Βαϊμάρης εν μέρει στις προσδοκίες που δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει, όμως αλλού υποστήριξε ότι και ο Ναζισμός, επίσης, ξυπνούσε ελπίδες που δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει.

[66] Ο Πώικερτ δείχνει ότι η κρατική πρόνοια κατά τη διάρκεια της Βαϊμάρης ήταν γραφειοκρατική και ανώνυμη, ότι πολλοί στόχοι ήταν σχηματικοί, και ότι οι μη κρατικοί πάροχοι, ιδιαίτερα οι θρησκευτικοί, επεκτάθηκαν για να προσπαθήσουν να καλύψουν τα κενά.

[67] Βλ. ειδικά τα διαγράμματα σχετικά με τις ημερομηνίες εισαγωγής της κοινωνικής ασφάλισης σε κάθε χώρα της Δυτικής Ευρώπης (454), και για την επέκταση αυτής της κάλυψης (460–61).

[68] Ο Μπεστ σημειώνει ότι το σοβιετικό κράτος κατέστρεψε την ιδιωτική ασφάλιση (μετά από ένα έτος αβέβαιου δισταγμού), αλλά σύντομα υποχρεώθηκε να αποκαταστήσει τα συστήματα ασφάλισης. Το 1921, οι αρχές εξέδωσαν ένα διάταγμα για την ασφάλιση κατά των πυρκαγιών, των άρρωστων ζώων, των ζημιών στις καλλιέργειες και των ατυχημάτων στις μεταφορές. Επιτρεπόταν, επίσης, η εθελοντική ιδιωτική ασφάλιση. Μετά την κούρσα της εκβιομηχάνισης, ξεκίνησε το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και εξαλείφθηκε η ιδιωτική ασφάλιση, το κρατικό ασφαλιστικό σύστημα της εποχής της NEP (Gosstrakh) ήρθε να εξυπηρετήσει κυρίως τον γεωργικό πληθυσμό. Ο Μπεστ, σημειώνοντας ομοιότητες με άλλες χώρες στους ασφαλιστές, τις διαφημίσεις, τις αμοιβές και το προσωπικό πωλήσεων της Gosstrakh, υποστηρίζει ότι η ασφάλιση στη Σοβιετική Ένωση ήταν ουσιαστικά «καπιταλιστική» στη φύση της.

[69] Υπό τον Χρουστσόφ, το επίπεδο των παροχών κοινωνικής πρόνοιας αυξήθηκε σημαντικά, αλλά και πάλι, στόχος ήταν η ενθάρρυνση της παραγωγικότητας και η αποθάρρυνση της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού.

[70] (ΣτΜ) Whiggish είναι κάτι που σχετίζεται ή χαρακτηρίζεται από την άποψη που θεωρεί ότι η ιστορία ακολουθεί μια πορεία αναπόφευκτης εξέλιξης προς τα εμπρός και βελτίωσης και που κρίνει το παρελθόν υπό το πρίσμα του παρόντος. Βγαίνει από το Whig, συντόμευση του Whiggamore, μέλος μιας σκωτσέζικης ομάδας που έκανε πορεία στο Εδιμβούργο το 1648 για να αντιταχθεί στο κόμμα της αυλής. Στην Αμερική είναι το μέλος ή ο υποστηρικτής ενός πολιτικού κόμματος που σχηματίστηκε το 1834 προς αντίθεση στους Δημοκρατικούς του Τζάκσον, που συνδέονταν κυρίως με βιομηχανικά, εμπορικά και οικονομικά συμφέροντα και το 1854 το διαδέχθηκε το Ρεπουμπλικανικό κόμμα

[71] Το Κομισαριάτο Κοινωνικής Πρόνοιας (Narkom Sobes) ήταν υπεύθυνο μόνο για την εποπτική φροντίδα και τη μακροχρόνια βοήθεια. Οι περισσότερες παροχές, από την αναπηρία μέχρι την επιδοτούμενη ψυχαγωγία, κατέληξαν να διανέμονται και να διοικούνται από τα συνδικάτα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, τα συνδικάτα απελευθερώθηκαν από την ευθύνη για την υγειονομική περίθαλψη, όταν έγινε μέρος του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης, και όχι του προϋπολογισμού κοινωνικής ασφάλισης. Το 1937, τα συνδικάτα ξεφορτώθηκαν τις συντάξεις γήρατος στην Επιτροπή Κοινωνικής Πρόνοιας, αλλά διατηρούσαν ακόμη το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών για την κοινωνική πρόνοια. Οι Επιτροπές Κοινωνικής Πρόνοιας ήταν δημόσια ιδρύματα. Το διευθυντικό όργανο των συνδικάτων (VTsSPS) ήταν για όλα τα σωματεία.

[72] Pedersen, Family, Dependence. Η μελέτη της περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό στη χάραξη πολιτικής. Οι ματιές στην κοινωνική ιστορία των γυναικών, των ανδρών και των παιδιών που στόχευαν αυτοί που χαράζουν την πολιτική, και οι αντιδράσεις τους είναι σπάνιες..

[73] Οι ιταλικές εκστρατείες κατά της αντισύλληψης είχαν ως αποτέλεσμα τη δημοσιοποίηση του ελέγχου των γεννήσεων, ενώ πολλοί κορυφαίοι ηγέτες εκτέθηκαν για την αποτυχία τους να αποκτήσουν παιδιά.

[74] De Grazia, How Fascism Ruled Women. Στην διατριβή της, η Ιταλία μοιάζει πολύ με την Καθολική Γαλλία: δεν υπάρχει αναγκαστική στείρωση όπως κάτω από τους Ναζί, αλλά ένας κυρωτικός φόρος για την αγαμία ή την ατεκνία, περιορισμοί κατά της αντισύλληψης και απαγόρευση των αμβλώσεων. Όμως, ενώ η Ιταλία έθεσε εκτός νόμου την ομοφυλοφιλία, η Γαλλία δεν το έκανε.

[75] Άλλα βήματα περιλάμβαναν ένα νόμο για την προστασία Μητέρας-Παιδιού (1937) και ένα νόμο Εθνικής Ασφάλισης Υγείας (1938). Το πιο εκτεταμένο πρακτικό μέτρο ήταν ο νόμος Στρατιωτικής Βοήθειας (1937).

[76] Ο Τζορτζ Στάινμετς, ο οποίος σκιαγραφεί τέσσερα παραδείγματα κοινωνικής ρύθμισης, δείχνει ότι η αναδιάρθρωση της πρόνοιας δεν ήταν μια μονομερής διαδικασία.

[77] Ο καγκελάριος φον Πάπεν, για παράδειγμα, κατηγόρησε τους προκατόχους του ότι προκάλεσαν «ηθική εξάντληση» με «τη δημιουργία ενός είδους κράτους πρόνοιας», ένα φοβερό βάρος και εκτροπή από την τακτική διοίκηση..

[78] Στα αγγλικά γίνεται ένα λογοπαίγνιο που χάνεται στην ελληνική μετάφραση: “welfare state” κράτος πρόνοιας και “warfare state” κράτος πολέμου.

[79] Ο Μπέβεριντζ πήγε πολύ πιο πέρα από την εντολή του για μια τεχνική μεταρρύθμιση της κοινωνικής ασφάλισης και σκιαγράφησε ένα ολοκληρωμένο όραμα της κυβερνητικής ευθύνης για την ελευθερία από την ανάγκη.

[80] Ο Μάιντραλ, όπως πολλοί άλλοι Ευρωπαίοι, επισκέφθηκε την Αμερική για να επιθεωρήσει το διάσημο New Deal από πρώτο χέρι. Ένας ιστορικός υπολόγισε ότι οι συνδυασμένες δαπάνες της Αμερικής για δημόσια προγράμματα απασχόλησης και ανακούφισης στη δεκαετία του 1930 την καθιστούσαν το πιο γενναιόδωρο καθεστώς κοινωνικών δαπανών εκείνη την εποχή (6,31% του ΑΕΠ το 1938, έναντι 5,59% για τη Γερμανία και 5,01% για τη Βρετανία). Αλλά δεν κάνει, ούτε και μπορούσε πολύ εύκολα, να επιχειρήσει συγκρίσεις με τα σοβιετικά στοιχεία, όπου η “δημόσια απασχόληση” (55% των κοινωνικών δαπανών στις ΗΠΑ) ήταν σχεδόν καθολική.

[81] Ο πριν του 1931 Ιαπωνικός ιμπεριαλισμός μελέτησε και υιοθέτησε Ευρωπαϊκά παραδείγματα, αλλά επίσης έπαιζε με την ιδέα να εκτοπίσει την Κίνα ως το «μέσο βασίλειο» στην Ασία..

[82] Η Τουρκία έβγαλε εκτός νόμου το φέσι, αλλά δεν απαγόρευσε το πέπλο, αν και ο Ατατούρκ εξέφρασε τη δημόσια αποδοκιμασία του. Στη δεκαετία του ’30, ο εκτουρκισμός επικεντρώθηκε όλο και περισσότερο στην Τουρκική «φυλή», υποστηριζόμενος από θεωρίες για τους Τούρκους της Κεντρικής Ασίας ως οι δημιουργοί όλων των πολιτισμών.

[83] Ακολούθησε μια τεράστια μετανάστευση με περισσότερους από 300.000 επαναπατριζόμενους αγρότες στο Μαντσουκούο, ταυτόχρονα με τη ροή Ιταλών αγροτών στη Λιβύη στη δεκαετία του 1930.

[84] Ο Καστίλο θεωρεί τη Σοβιετική Ένωση πράγματι ως έναν κόσμο από μόνη της, χάνοντας την ευκαιρία να συγκρίνει τη σοβιετική αρχιτεκτονική με το WPA ή με τα Σκανδιναβικά μοτίβα που περιγράφονται στη σημείωση 24.

[85] Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στην υπό μελέτη αμοιβαία περιέργεια, αναμειγνύοντας τόσο τον θαυμασμό όσο και την καταδίκη, που οι σύγχρονοι λειτουργοί και διανοούμενοι από τη Ναζιστική Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση μοιράζονταν μεταξύ τους. Πολλές προσεχείς διατριβές αναφέρονται σε αυτήν την ανταλλαγή, συμπεριλαμβανομένης μίας από τον ΣτέφανΣίγκελ του Πανεπιστημίου του Princeton. Είναι, επίσης, το αντικείμενο της εργασίας του Αμίρ Βάινερ.

[86] Ήταν η εμπειρία της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της Ναζιστικής κατοχής και η περίοδος αμέσως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέσω της οποίας ο Μαζάουερ εναρμονίστηκε με τη δύναμη της Ναζιστικής πρόκλησης και την καθυστέρηση της Βρετανικής αντίδρασης.

[87] Τέσσερις από τους έξι διανοούμενους που επελέγησαν για το βιβλίο (Spengler, Heidegger, Schmitt και Sombart) δεν ταιριάζουν σε αυτό το πλαίσιο.

[88] Υπάρχει μεγάλη ειρωνεία στο γεγονός ότι οι «θεωρίες» της μαζικής κοινωνίας έγιναν ιδιαίτερα διαδεδομένες στη δεκαετία του 1950, όταν η μαζική κοινωνία και η μαζική πολιτική αντικαταστάθηκαν από τον μαζικό καταναλωτισμό..

[89] Βλ. την προφητική εργασία του William Thomas Stead, The Americanization of the World, or, The Trend of the Twentieth Century (New York: H. Markley, 1902), ο οποίος είχε αντιληφθεί τη μελλοντική ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών. Ανήσυχος για τη Βρετανική αυτοκρατορία και βασιζόμενος σε φυλετικές ανησυχίες, υποστήριξε τη συγχώνευση με τις ΗΠΑ∙ αλλιώς, προειδοποίησε ότι η Βρετανία – τότε η πλουσιότερη και ισχυρότερη χώρα του κόσμου – θα έρθει αντιμέτωπη με την «καθυπόταξή μας από τις Ηνωμένες Πολιτείες ως το κέντρο βαρύτητας στον αγγλόφωνο κόσμο… και την τελική υποβίβαση στο καθεστώς ενός αγγλόφωνου Βελγίου» (396).

[90] Παραδόξως, ο Eric Hobsbawm, στην ιστορία του για τον κόσμο του 20ου αιώνα, αγνοεί σχεδόν εντελώς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν είναι μόνο η απροσδόκητη άνοδος και η απροσδόκητη πτώση του Σοβιετικού σοσιαλισμού και της Ένωσης, η ματαιωμένη βίαιη άνοδος και οι μεταγενέστερες ειρηνικές επιτυχίες της Γερμανίας και της Ιαπωνίας, ή η αρχική διεύρυνση και στη συνέχεια το παρατεταμένο τέλος των Βρετανικών και Γαλλικών αυτοκρατοριών, αλλά και ο πολυδιάστατος κολοσσός των Ηνωμένων Πολιτειών που κυριαρχεί στην ιστορία του 20ου αιώνα.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

“Pamiatnik narodnomu khoziaistvu: VDNKh ispolnilos’ 60 let,” Kommersant, 30 July 1999.

Α.B. Blium, Sovetskaia tsenzura v epokhu totalnogo terrora 1929–1953 (St. Petersburg: Akademicheskii proekt, 2000)

A.Z. Gol’tsman, Upravlenie promyshlennost’iu v Germanii i v SSSR (Μόσχα, 1930).

Abbott Gleason, Totalitarianism: The Inner History of the Cold War (New York: Oxford University Press, 1995)

Akira Iriye, Power and Culture: The Japanese-American War, 1941–1945 (Cambridge: Harvard University Press, 1981)

Alexander J. Motyl, “Ukrainian Nationalist Political Violence in Inter-War Poland, 1921–1939,” East European Quarterly 19: 1 (1985)

Alexandre Bennigsen, “Colonization and Decolonization in the Soviet Union,” Journal of Contemporary History 4: 1 (1969), 141–52.

Alva Myrdal, Nation and Family: The Swedish Experiment in Democratic Family and Population Policy (New York and London: Harper and Brothers, 1941)

Amy Randall, “The Campaign for Soviet Trade: Creating Socialist Retail Trade in the 1930s,”  PhD dissertation, Princeton University, 2000.

André Gueslin, “Le système social Michelin (1889-1940)”, in Michelin, Les hommes du pneu: Les ouvriers Michelin, à Clermont-Ferrand, de 1889 à 1940, ed. Lionel Dumond et al. (Paris: Editions de l’Atelier, 1993)

André Liebich, From the Other Shore: Russian Social Democracy after 1921 (Cambridge: Harvard University Press, 1997).

Andrew Gordon, The Evolution of Labor Relations in Japan: Heavy Industry, 1853–1955 (Cambridge: Harvard University Press, 1985)

Anson G. Rabinbach, “The Aesthetics of Production in the Third Reich,” Journal of Contemporary History 11 (1976)

Anson Rabinbach, “The Reader, the Popular Novel and the Imperative to Participate: Reflections on Public and Private Experience in the Third Reich,” (1991)

Aviel Roshwald and Richard Stites, eds., European Culture in the Great War: The Arts, Entertainment, and Propaganda, 1914–1918 (New York, Cambridge University Press, 1999)

Barbara J. Brooks, “Peopling the Japanese Empire: The Koreans in Manchuria and the Rhetoric of Inclusion,” in Japan’s Competing Modernities: Issues in Culture and Democracy 1900–1930, ed. Sharon Minichiello (Honolulu: University of Hawaii Press, 1998)

Barrington Moore, Soviet Politics – The Dilemma of Power: The Role of Ideas in Social Change (Cambridge: Harvard University Press, 1950)

Best, “The Militarization of European Society, 1870–1914,” in The Militarization of the Western World, ed. John Gillis (New Brunswick: Rutgers University Press, 1989)

Boris Grois, The Total Art of Stalinism: Avant-Garde, Aesthetic Dictatorship, and Beyond (Princeton: Princeton University Press, 1992∙ πρωτότυπο στη γερμανική γλώσσα, 1988)

Burleigh and Wippermann, The Racial State: Germany, 1933–1945 (Cambridge: Cambridge University Press, 1991)

Caglar Keydar, “The Ottoman Empire” και Serif Mardin, “The Ottoman Empire,” και τα δύο in After Empire: Multiethnic Societies and Nation-Building. The Soviet Union and the Russian, Ottoman, and Habsburg Empires, ed. Karen Barkey and Mark von Hagen (Boulder, CO: Westview Press, 1997)

Carl Pletsch, “The Three Worlds, or the Division of Social Scientific Labor, circa 1950–1975,” Comparative Studies in Society and History 23: 2 (1981)

Cf. Nina Tumarkin Lenin Lives! The Lenin Cult in Soviet Russia (Cambridge: Harvard University Press, 1983)

Cf. Pat Thane, “Women in the British Labour Party and the Construction of State Welfare, 1906–1939,” in Mothers of a New World: Maternalist Politics and the Origins of Welfare States, ed. Seth Koven and Sonya Michel (New York: Routledge, 1993)

Cf. Raymond A. Bauer, Alex Inkeles, and Clyde Kluckhohn, How the Soviet System Works: Cultural, Psychological, and Social Themes (Cambridge: Harvard University Press, 1956)

Charles J. Maland, Chaplin and American Culture: The Evolution of a Star Image (Princeton: Princeton University Press, 1989)

Charles King, The Moldovans: Romania, Russia, and the Politics of Culture (Stanford: Hoover Institution Press, 2000).

Charles Lindblom, Politics and Markets (New York: Basic Books, 1977).

Charles S. Maier, “Between Taylorism and Technocracy: European Ideologies and the Vision of Industrial Productivity in the 1920s”, Journal of Contemporary History 5: 2 (1970)

Charlie Chaplin, My Autobiography (Νέα Υόρκη: Simon and Schuster, 1964)

Christian Norberg-Schulz, Nightlands: Nordic Building (Cambridge: MIT Press, 1996)

Christina Hilleboe Kiaer, “The Russian Constructivist ‘Object’ and the Revolutionizing of Everyday Life, 1921–1929,” University of California, Berkeley, 1995∙

Claudio Segré, Italo Balbo: a Fascist Life (Berkeley: University of California Press, 1987)

Claudio Segré, The Fourth Shore: The Italian Colonization of Libya (Chicago: University of Chicago Press, 1974)

Cohen, “The New Deal State and the Making of Citizen Consumers,” in Getting and Spending

Crew, “The Ambiguities of Modernity: Welfare and the German State from Wilhelm to Hitler,” (Ann Arbor: University of Michigan Press, 1996)

D.Bruce Marshall, The French Colonial Myth and Constitution Making in the Fourth Republic (New Haven: Yale University Press, 1973)

Dan Kamin, Charlie Chaplin’s One-Man Show (Metuchen, NJ: Scarecrow Press, 1984)

Daniel Horowitz, The Morality of Spending: Attitudes toward the Consumer Society in America, 1875–1940 (Baltimore: John Hopkins University Press, 1985)

Daniel Lloyd LeMahieu, A Culture for Democracy: Mass Communication and the Cultural Mind in Britain Between the Wars (Oxford: Clarendon Press, 1988)

Daniel T. Rodgers, Atlantic Crossings: Social Politics in a Progressive Age (Cambridge: Belknap Press of Harvard University Press, 1998

David G. Horn, Social Bodies: Science, Reproduction, and Italian Modernity (Princeton: Princeton University Press, 1994)

David Hounshell, From the American System to Mass Production 1800–1932 (Baltimore: John Hopkins University Press, 1984).

David L. Hoffman, “Mothers in the Motherland: Stalinist Pronatalism in its Pan-European Context,” Journal of Social History 34: 1 (2000)

David M. Kennedy, Freedom from Fear: The American People in Depression and War, 1929–1945 (New York: Harper Collins, 1999)

David Shearer, Industry, State, and Society in Stalin’s Russia, 1926–1934 (Ithaca, NY: Cornell University Press, 1998)

Dean C. Tipps, “Modernization Theory and the Comparative Study of Societies: A Critical Perspective,” Comparative Studies in Society and History 15: 2 (1973)

Denise Youngblood, Movies for the Masses: Popular Cinema and Soviet Society in the 1920s (New York: Cambridge University Press, 1992)

Detlev Peukert, Inside Nazi Germany: Conformity, Opposition, and Racism in Everyday Life (New Haven: Yale University Press, 1987; German-language original, 1982)

Detlev Peukert, The Weimar Republic: The Crisis of Classical Modernity (New York: Hill and Wang, 1992)

Don van Atta, “The USSR as a ‘Weak State’: Agrarian Origins of Resistance to Perestroika,” World Politics 42: 1 (1989)

Donald Filtzer, Soviet Workers and Stalinist Industrialization: The Formation of Modern Soviet Production Relations, 1928–1941 (Armonk, Ν.Υ.: M.E. Sharpe, 1986)

Douglas Taylor Northrop, “Uzbek Women and the Veil: Gender and Power in Stalinist Central Asia,“ Phd dissertation, Stanford University, 1999.

Edwin Amenta, Bold Relief: Institutional Politics and the Origins of Modern American Social Policy (Princeton: Princeton University Press, 1998)

Elena Osokina, Ierarkhiia potrebleniia: O zhizni liudei v usloviiakh stalinskogo snabzheniia 1928–1935 gg. (Moscow: MGOU, 1993)

Elena Osokina, Za fasadom “Stalinskogo izobiliia”: raspredelenie i rynok v snabzhenii naseleniia v gody industrializatsii, 1927–1941 (Moscow: ROSSPEN, 1998)

Ellen Furlough, “Selling the American Way in Interwar France: Prix Uniques and the Salon des Arts Menagers,” Journal of Social History 26: 3 (1993)

Emilio Gentile, The Sacralization of Politics in Fascist Italy (Cambridge: Harvard University Press, 1996)

Enrico Sturani, Otto millioni di cartoline per il Duce (Turin: Centro scientifico editore, 1995)

Eric Hobsbawm, The Age of Extremes: A History of the World, 1914–1991 (New York: Pantheon, 1994).

Eric Rentschler, The Ministry of Illusion: Nazi Cinema and its Afterlife (Cambridge: Harvard University Press, 1996)

Ernst Hunber, ed., Dokumente zur deutschen Verfassungs-geschichte, vol. 3 (Stuttgart: V. Kohlhammer, 1966)

Eugene Lyons, Moscow Carrousel (New York: A. A. Knopf, 1935)

Eve Blau, The Architecture of Red Vienna, 1919-1934 (Cambridge: MIT Press, 1999)

Evelyn B. Davidheiser, “The World Economy and Mobilizational Dictatorship: Russia’s Transition, 1846-1917”, dissertation Ph.D., Duke University, 1990

Evgenii Dobrenko, Formovka sovetskogo chitatelia: sotsialnye i esteticheskie predposylki retseptsii sovetskoi literatury (St. Petersburg: Akademicheskii proekt, 1997)

Falasca-Zamponi, Fascist Spectacle: The Aesthetics of Power in Mussolini’s Italy (Berkeley: University of California Press, 1997)

Ferenc Fehér, Agnes Heller, György Márkus, Dictatorship over Needs (New York: Oxford University Press, 1983)

Francine Hirsch, “Empire of Nations: Colonial Technologies and the Making of the Soviet Union, 1917–1939,”  PhD dissertation, Princeton University, 1998.

Franco Monteleone, La radio italiana nel periodo fascista (Venice: Marsilio, 1976).

Frank Costigliola, Awkward Domination: American Political, Economic, and Cultural Relations with Europe, 1919–1933 (Ithaca, NY: Cornell University Press, 1984)

Gaston V. Rimlinger, “The Trade Union in Soviet Social Insurance: Historical Development and Present Functions,” (1961)

Gaston V. Rimlinger, Welfare Policy and Industrialization in Europe, America, and Russia (New York: John Wiley, 1971)

Gavin D. Brockett, “Collective Action and the Turkish Revolution: Towards a Framework for the Social History of the Atatürk Era, 1923–1928,” in Turkey before and after Atatürk: Internal and External Affairs, ed. Sylvia Kedourie (London and Portland, OR: Frank Cass, 1999)

Georg Bollenbeck, Tradition, Avantgarde, Reaction: Deutsche Kontroversen um die kulturelle Moderne 1880-1945 (Frankfurt am Main: S. Fischer Verlag, 1999)

George L. Mosse, The Nationalization of the Masses: Political Symbolism and Mass Movements in Germany from the Napoleonic Wars through the Third Reich (New York: New American Library, 1977), 175.

George Lenczowski, Russia and the West in Iran, 1918–1948: A Study in Big-Power Rivalry (Ithaca, NY: Cornell University Press, 1949).

George O. Liber, Soviet Nationality Policy, Urban Growth, and Identity Change in the Ukrainian SSR 1923–1934 (New York: Cambridge University Press, 1992)

George Steinmetz, Regulating the Social: The Welfare State and Local Politics in Imperial Germany (Princeton: Princeton University Press, 1993)

Georges Duhamel, Scènes de la vie future (Paris: Mercure de France, 1930)

Gerhard Simon, Nationalism and Policy toward the Nationalities in the Soviet Union: From Totalitarian Dictatorship to Post-Stalinist Society (Boulder, CO: Westview Press, 1991)

Greenberg, “Avant-Garde and Kitsch,” reprinted in his Art and Culture: Critical Essays (Boston: Beacon Press, 1961)

Greg Castillo, “Peoples at an Exhibition: Soviet Architecture and the National Question,” in Socialist Realism without Shores, ed. Thomas Lahusen and Evgeny Dobrenko (Durham: Duke University Press, 1997)

Gregory J. Kasza, The Conscription Society: Administered Mass Organizations (New Haven: Yale University Press, 1995)

Gregory J. Kasza, The State and the Mass Media in Japan, 1918–1945 (Berkeley: University of California Press, 1988

Gregory Massell, The Surrogate Proletariat: Moslem Women and Revolutionary Strategies in Soviet Central Asia, 1919–1929 (Princeton: Princeton University Press, 1974)

Gwendolyn Mink, The Wages of Motherhood: Inequality in the Welfare State, 1917–1942 (Ithaca, NY: Cornell University Press, 1995)

Hannah Arendt, The Origins of Totalitarianism (New York: Harcourt, Brance, Jovanovich, 1973)

Hans Dieter Schäfer, Das gespaltene Bewusstsein: Deutsche Kultur und Lebenswirklichkeit 1933–1945 (Munich: Carl Hanser Verlag, 1981)

Hazel Kyrk, A Theory of Consumption (Boston and New York: Houghton Mifflin, 1923)

Henry Ford, “Mass Production,” Encyclopedia Britannica (13th ed.), τομ. 15

Herman Lebovics, True France: The Wars over Cultural Identity, 1900–1945 (Ithaca, NY: Cornell University Press, 1992)

Hermann Beck, The Origins of the Authoritarian Welfare State in Prussia: Conservatives, Bureaucracy, and the Social Question, 1815–70 (Ann Arbor: University of Michigan Press, 1995)

Horak, Poland and Her National Minorities, 1919–1939 (New York: Vantage Press, 1961)

Hugh Seton-Watson, The New Imperialism (Chester Springs, PA: Dufour Editions, 1961)

Ian Jarvie, Hollywood’s Overseas Campaign: The North Atlantic Movie Trade, 1920–1950 (New York: Cambridge University Press, 1992)

Ian Kershaw, The “Hitler Myth”: Image and Reality in the Third Reich (New York: Oxford University Press, 1987)

Irina Livezeanu, Cultural Politics in Greater Romania: Regionalism, Nation Building, and Ethnic Struggle, 1918–1930 (Ithaca, NY: Cornell University Press, 1995)

Istoriia sovetskoi politicheskoi tsenzury: dokumenty i kommentarii (Moscow: ROSSPEN, 1997)

Istoriia Sovetskoi radiozhurnalistiki: Dokumenty. Teksty. Vospominaniia. 1917–1945 gg. (Moscow: Izdatel’stvo Moskovskogo universiteta, 1991)

Ithiel de Sola Pool, ed., The Social Impact of the Telephone (Cambridge: MIT Press, 1977)

J.M. Roberts, The Twentieth Century: The History of the World, 1901–2000 (Νέα Υόρκη: Viking, 1999)

Jack Minkoff, “The Soviet Social Insurance System since 1921,” Phd dissertation, Columbia University, 1959

Jacob M. Landau, ed., Ataturk and the Modernization of Turkey (Boulder, CO: Westview Press, 1984)

James Bunyan and H. H. Fisher, eds., The Bolshevik Revolution 1917–1918: Documents and Materials (Stanford: Stanford University Press, 1961)

James L. Heizer, “The Cult of Stalin, 1929–1939,”  PhD dissertation, University of Kentucky, 1977

James P. Womack, Daniel T. Jones and Daniel Roos, The Machine that Changed the World  (Νέα Υόρκη: Rawson Associates, 1990)

James von Geldern and Richard Stites, eds., Mass Culture in Soviet Russia: Tales, Poems, Songs, Movies, Plays, and Folklore, 1917–1953 (Bloomington: Indiana University Press, 1995).

Jamey Gambrell, “The Wonder of the Soviet World,” The New York Review of Books, 22 December 1994

Jan T. Gross, Revolution from Abroad: The Soviet Conquest of Western Ukraine and Western Belorussia (Princeton: Princeton University Press, 1988)

Jay Leyda, Kino: A History of the Russian and Soviet Film, 3rd ed. (Princeton: Princeton University Press, 1983)

Jeffrey Brooks, “The Press and its Message: Images of America in the 1920s and 1930s,” in Russia in the Era of NEP, ed. Alexander Rabinowitch, Richard Stites, and Sheila Fitzpatrick (Bloomington, IN: Indiana University Press, 1991)

Jeffrey Brooks, “Two Tandem Revolutions in Russian Culture: Modernist and Pop” Common Knowledge 7: 3 (1998)

Jeffrey Herf, Reactionary Modernism: Technology, Culture, and Politics in Weimar and the Third Reich (New York: Cambridge University Press, 1984)

Jeffrey T. Schnapp, Staging Fascism: 18BL and the Theater of Masses for Masses (Stanford: Stanford University Press, 1996)

Jennifer Gibbon, The Soviet Press and Grassroots Organization: The Worker Correspondent Movement, NEP to the First Five-Year Plan”, PhD dissertation, University of Toronto, 1993

Jochen Hellbeck, “Laboratories of the Self: Diaries from the Stalin Era,” PhD dissertation, Columbia University, 1998

John Bowlt, “A Brazen Can-Can in the Temple of Art: The Russian Avant-Garde and Popular Culture,” in Modern Art and Popular Culture: Readings in High and Low, ed. Kirk Varnedoe and Adam Gopnik (New York: Museum of Modern Art, 1990)

John Dizikes, Britain, Roosevelt, and the New Deal: British Opinion, 1932–1938 (New York: Garland, 1979)

John Harris, William Beveridge: A Biography (Oxford: Clarendon Press, 1977)

John M. Jordan, Machine-Age Ideology: Social Engineering and American Liberalism, 1911–1939 (Chapel Hill: University of North Carolina Press, 1994

John McCannon, Red Arctic: Polar Exploration and the Myth of the North in the Soviet Union, 1932–1939 (New York: Oxford University Press, 1998)

José Ortega y Gasset, The Revolt of the Masses (New York: W. W. Norton and Co., 1932)

Joyce Milton, Tramp The Life of Charlie Chaplin (Νέα Υόρκη: Harper Collins, 1996)

Julie Hessler, “Culture of Shortages: A Social History of Soviet Trade, 1917–1953,”  PhD dissertation, University of Chicago, 1996

Julie Kay Mueller, “A New Kind of Newspaper: The Origins and Development of a Soviet Institution, 1921–1928,”,  PhD dissertation, Πανεπιστήμιο Καλιφόρνιας, Μπέρκλεϊ, 1992.

Jurij Borys, The Sovietization of Ukraine, 1917–1923: The Communist Doctrine and Practice of National Self-Determination, rev. ed. (Westport, CT: Hyperion Press, 1981).

Karel Williams, Colin Haslam and John Williams, «Ford versus “Fordism”: The Beginning of Mass Production?» Work, Employment and Society 6: 4 (1992)

Karen Petrone, “‘Life has Become More Joyous, Comrades’: Politics and Culture in Soviet Celebrations, 1934–1939,”  PhD dissertation, University of Michigan, 1994.

Karl Aun, “The Cultural Autonomy of National Minorities in Estonia,” Yearbook of the Estonian Learned Society in America 1 (1951–53), 26–41.

Karl J. Newman, European Democracy between the Wars (London: Allen and Unwin, 1970∙ German original, 1965

Karl Tiander, Das Erwachen Osteuropas: Die Nationalitätenbewegung in Russland und der Weltkrieg. Erinnerungen und Ausblicke (Vienna and Leipzig: Wilhelm Braumüller, 1934)

Katerina Clark, Petersburg, Crucible of Cultural Revolution (Cambridge: Harvard University Press, 1995)

Kathleen Stahl, British and Soviet Colonial Systems (London: Faber and Faber, 1951).

Kathleen Uno, Passages to Modernity: Motherhood, Childhood, and Social Reform in Early Twentieth Century Japan (Honolulu: University of Hawaii Press, 1999)

Kazuo Wada, “The Emergence of the ‘Flow Production’ Method in Japan,”, in Fordism Transformed: The Development of Production Methods in the Automobile Industry, ed. Haruhito Shiomi και Kazuo Wada (Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 1995)

Kendall E. Bailes, “The American Connection: Ideology and the Transfer of Technology to the Soviet Union, 1917–41,” Comparative Studies in Society and History 23: 3 (1981)

Kendall E. Bailes, Technology and Society under Lenin and Stalin: Origins of the Soviet Technical Intelligentsia, 1917–1941 (Princeton: Princeton University Press, 1978)

Kenneth E. Silver, Esprit de Corps: The Art of the Parisian Avant-Garde and the First World War, 1914–1925 (Princeton: Princeton University Press, 1989)

Kenneth Straus, Factory and Community in Stalin’s Russia: The Making of an Industrial Working Class (Pittsburgh: University of Pittsburgh Press, 1997)

Kulturnoe stroitelstvo SSSR (Moscow, 1956)

L. Gelvin, Divided Loyalties: Nationalism and Mass Politics in Syria at the Close of Empire (Berkeley: University of California, 1998).

Laura Downs, Manufacturing Inequality: Gender Division in the French and British Metalworking Industries, 1914–1939 (Ithaca, NY: Cornell University Press, 1995)

Leonard Schapiro, Totalitarianism (London: Pall Mall, 1972)

Leszek Kolakowski, “Communism as a Cultural Formation,” Survey 29: 2 (1985)

Lewchuk, American Technology and the British Vehicle Industry (New York: Cambridge University Pres, 1987)

Lewis H. Gann, “Western and Japanese Colonialism: Some Preliminary Comparisons,” in The Japanese Colonial Empire, 1895–1945, ed. Raymon H. Myers and Mark Peattie (Princeton: Princeton University Press, 1984)

Lewis Siegelbaum, Stakhanovism and the Politics of Productivity in the USSR, 1935–1941 (New York: Cambridge University Press, 1988)

Liudmila Grichenko Wells, “The Role of Advertising in the Soviet Union,”  PhD dissertation, University of Tennessee, 1992

Lohr, “Enemy Alien Politics within the Russian Empire during World War I,”

Marc Martin, “Structures de société et consciences rebelles: les résistances à la publicité dans la France de l’entre-deux-guerres,” Le mouvement social 146 (1989)

Marcus L. Kreuzer, “Party Development and Democratization: Institutions, Party Politics and Political Innovation in France and Germany,” PhD dissertation, Columbia University, 1995

Margaret Dewar, Labour Policy in the USSR 1917–1928 (London and New York: Royal Institute of International Affairs, 1956)

Margarita Tupitsyn, The Soviet Photograph, 1924–1937 (New Haven: Yale University Press, 1996)

Margit Nagy, Barbara Molony, Miriam Silverberg, and Yoshiko Miyake in Recreating Japanese Women, 1600–1945, ed. Gail Lee Bernstein (Berkeley: University of California Press, 1991)

Mariel Grant, Propaganda and the Role of the State in Inter-War Britain (Oxford: Clarendon Press, 1994)

Mark Harrison, «The Economics of World War II: An Overview» in The Economics of World War II: Six Great Powers in International Comparison, ed. Mark Harrison (Νέα Υόρκη: Cambridge University Press, 1998)

Mark Mazower, Dark Continent: Europe’s Twentieth Century (New York: Random House, 1999)

Mark Rossman, “National Socialism and Modernization,” in Bessel, Fascist Italy and Nazi Germany, 197–229.

Marlise Simons, “In French Factory Town, Culprit is Automation,” New York Times, 12 May 1994

Martha L. Olney, Buy Now, Pay Later: Advertising, Credit, and Consumer Durables in the 1920s (Chapel Hill: University of North Carolina Press, 1991)

Martin Conway, Catholic Politics in Europe 1918–1945 (London and New York: Routledge, 1997)

Mary Louise Roberts, Civilization Without Sexes: Reconstructing Gender in Postwar France, 1917–1927 (Chicago: University of Chicago Press, 1994)

Mary Nolan, Visions of Modernity: American Business and the Modernization of Germany (Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 1994)

Mathew E. Lenoe, “Stalinist Mass Journalism and the Transformation of Soviet Newspapers, 1926–1932,” PhD dissertation, Πανεπιστήμιο του Σικάγου, 1997

Maurice Bruce, The Coming of the Welfare State (London: B. T. Batsford, 1961)

Max Horkheimer and Theodor W. Adorno, Dialectic of Enlightenment (New York: Seabury Press, 1972)

Melanie Ilić, Women Workers in the Soviet Interwar Economy: From “Protection” to “Equality” (New York: St. Martin’s Press, 1999).

Michael Gelb, “Mass Politics under Stalin: Party Purges and Labor Productivity Campaigns in Leningrad, 1928–1941,” PhD dissertation, University of California, Los Angeles, 1987

Michael Geyer, “The Militarization of Europe, 1914–1945,” in The Militarization of the Western World, ed. Gillis

Michael Geyer, “The Stigma of Violence, Nationalism, and War in Twentieth Century Germany,” German Studies Review, special issue on German identities (Winter 1992)

Michael Robinson, “Broadcasting, Cultural Hegemony, and Colonial Modernity in Korea, 1924–1945,” in Colonial Modernity in Korea, ed. Gi-wook Shin and Robinson (Cambridge, MA: Harvard University Press, 1999)

Michael Robinson, “Mass Media and Popular Culture in 1930s Korea: Cultural Control, Identity, and Colonial Hegemony,” in Korean Studies: New Pacific Currents, ed. Dae-Sook Suh (Honolulu: University of Hawaii Press, 1999)

Miriam Glucksmann, Women Assemble: Women Workers and the New Industries in Interwar Britain (London and New York: Routledge, 1990)

Moisei Ostrogorski, Democracy and the Organization of Political Parties (London and New York: Macmillan Co., 1902)

Nancy van Norman Baer, Theater in Revolution: Russian Avant-Garde Stage Design, 1913–1935 (New York: Thames and Hudson, 1991)

Narodnoe obrazovanie, nauka, i kultura v SSSR (Moscow: Statistika, 1971)

Nicholas Dima, From Moldovia to Moldova: The Soviet-Romanian Territorial Dispute (Boulder, CO: East European Monographs, 1991)

Norman Rich, Hitler’s War Aims, 2 vols. (New York: W. W. Norton and Company, 1974)∙ Alan S. Milward, War, Economy, and Society, 1939–1945 (London: Lane, 1977)

Patrick Brantlinger, Bread and Circuses: Theories of Mass Culture as Social Decay (Ithaca, NY: Cornell University Press, 1983)

Patrick Fridenson, «The Coming of the Assembly Line to Europe», (Dordrecht, Holland and Boston: D. Reidel Publishing Company, 1978)

Paul Brooker, The Faces of Fraternalism: Nazi Germany, Fascist Italy, and Imperial Japan (Oxford: Clarendon Press, 1991)

Paul Johnson, Modern Times: The World from the Twenties to the Nineties, rev. ed. (New York: Harper and Row, 1991

Paul Joseph Best, “The Origins and Development of Insurance in Imperial and Soviet Russia,” PhD dissertation, New York University, 1965. ago: St. James Press, 1983)

Paul Werth, “Non-Russians on ‘Russification’: Religious Conversion, Indigenous Clergy, and Negotiated Assimilation in Late-Imperial Russia,” paper presented at Princeton University, February 2000.

Paul Wood, “The Politics of the Avant-Garde”, in The Great Utopia: The Russian and Soviet Avant-Garde, 1915–1932 (Νέα Υόρκη: Μουσείο Guggenheim, 1992)

Peter D. Stachura, “National Identity and the Ethnic Minorities in Early Inter-War Poland,” in Poland between the Wars, ed. Stachura (New York: St. Martin’s Press, 1998)

Peter Duus and Irwin Scheiner, “Socialism, Liberalism, and Marxism, 1901–1931,”

Peter Duus et al., eds., The Japanese Wartime Empire, 1931–1945 (Princeton: Princeton University Press, 1996).

Peter Flora and Arnold J. Heidenheimer, “The Historical Core and Changing Boundaries of the Welfare State,” in The Development of the Welfare States in Europe and America, ed. Flora and Heidenheimer (New Brunswick and London: Transaction Books, 1981)

Peter Flora et al, eds., State Economy, and Society in Western Europe 1815–1975, vol. 1 (Chicernice A. Madison, Social Welfare in the Soviet Union (Stanford: Stanford University Press, 1968)

Peter Holquist, “‘Information is the Alpha and Omega of our Work’: Bolshevik Surveillance in its Pan-European Context,” Journal of Modern History 69 (1997)

Peter Kenez, Cinema and Soviet Society, 1917–1967 (New York: Cambridge University Press, 1992)

Peter Kenez, The Birth of the Propaganda State: Soviet Methods of Mass Mobilization, 1917–1929 (New York: Cambridge University Press, 1985)

  1. Abrahamson, “The Reorganization of Social Insurance Institutions in the U.S.S.R.,” International Labour Review 31 (1935)
  2. Barnes, “Obshchestvennaia psikhologiia v SShA i SSSR 20–30-x godakh v svete teorii potrebleniia,” Voprosy istorii, no. 2 (1995)
  3. J. Overy, War and Economy in the Third Reich (Oxford: Clarendon Press, 1994).

Randi Barnes Cox, “The Creation of the Socialist Consumer: Advertising, Citizenship and NEP,” PhD dissertation, Indiana University, 1999

Raymond Williams, Communications, 2nd ed. (New York: Barnes and Noble, 1967)

René Fülöp-Miller, The Mind and Face of Bolshevism: An Examination of Cultural Life in Soviet Russia (London and New York: Putnam, 1927)

Reyner Banham, Theory and Design in the First Machine Age (New York: Praeger, 1960)

Richard Bessel, Germany after the First World War (Oxford: Clarendon Press, 1993)

Richard Kuisel, Capitalism and the State in Modern France: Renovation and Economic Management in the Twentieth Century (Νέα Υόρκη: Cambridge University Press, 1981)

Richard Stites, Russian Popular Culture: Entertainment and Society Since 1900 (New York: Cambridge University Press, 1992)

Richard Taylor, “Ideology as Mass Entertainment: Boris Shumyatsky and Soviet Cinema in the 1930s,” in Inside the Film Factory: New Approaches to Russian and Soviet Cinema, ed. Richard Taylor and Ian Christie (New York and London: Routledge, 1991), 193–216.

Rob Kroes et al., eds., Cultural Transmissions and Receptions: American Mass Culture in Europe (Amsterdam: VU University Press, 1993)

Robert Putnam, Bowling Alone: The Collapse and Revival of Community in America (New York: Simon and Schuster, 2000)

Robert Taylor, The Word in Stone: The Role of Architecture in the National Socialist Ideology (Berkeley: University of California Press, 1974)

Robin, “Stalinism and Popular Culture”, in The Culture of the Stalin Period, ed. Hans Günther (New York: Press of St. Martin, 1990)

Roger Pethybridge, One Step Backwards, Two Steps Forward: Soviet Society and Politics under the New Economic Policy (Oxford: Clarendon Press, 1990)

Roger Pethybridge, The Spread of the Russian Revolution: Essays on 1917 (New York: St Martin’s Press, 1972

Roland Marchand, Advertising the American Dream: Making Way for Modernity 1920–1940 (Berkeley: University of California Press, 1985)

Rosalinde Sartorti, “Stalinism and Carnival: Organization and the Aesthetics of Political Holidays,” in Culture of the Stalin Period, ed. Günther,

Rosalinde Sartorti, Pressefotografie und Industrialisierung in der Sowjetunion: Die Pravda 1925-1933 (Berlin: O. Harrassowitz, 1981)

Rossiia v mirovoi voine 1914–1918 godov (v tsifrakh) (Moscow: Tip. M. K. Kh. imeni F. Ia. Lavrova, 1925)

Rudolf Schlesinger, “The New Pension Law,” Soviet Studies 8: 3 (1957)

S. Frederick Starr, “New Communications Technologies and Civil Society,” in Science and the Soviet Social Order, ed. Loren Graham (Cambridge: Harvard University Press, 1990)

S. Vyvytsky and S. Baran, “Western Ukraine under Poland,” in Ukraine: A Concise Encyclopedia, vol. 1 (Toronto: University of Toronto, 1963)

Sally West, “Constructing Consumer Culture: Advertising in Imperial Russia to 1914,” PhD dissertation, University of Illinois at Champaign-Urbana, 1995

Salvador Giner, Mass Society (London: Martin Robertson, 1976)

Scott, Seeing Like a State: How Certain Schemes to Improve the Human Condition Have Failed (New Haven: Yale University Press, 1998)

Sheila Fitzpatrick, The Cultural Front: Power and Culture in Revolutionary Russia (Ithaca, NY: Cornell University Press, 1992)

Sheldon Garon, Molding Japanese Minds: the State in Everyday Life (Princeton: Princeton University Press, 1997)

Sheldon Garon, The State and Labor in Modern Japan (Berkeley: University of California Press, 1987)

Sheri Berman, “Civil Society and the Collapse of the Weimar Republic,” World Politics 49: 3 (1997), 401–29.

Simon N. Patten, The New Basis of Civilization (New York: Macmillan Co., 1907)

Stefano Musso, «Il cottimo come razionalizzazione. Mutamenti organizzativi, conflittualità e regolamentazione contrattuale del rapporto tra salario e rendimento nell’industria meccanica (1910–1940)», in Torino fra liberalismo e fascismo, ed. Umberto Levra and Nicola Tranfaglia (Μιλάνο: F. Angeli,1987)

Steven L. Solnick, “Revolution, Reform and the Soviet Telephone System, 1917–1927,” Soviet Studies 43: 1 (1991)

Sue Bowden and Avner Offen, “The Technological Revolution that Never Was: Gender, Class, and the Diffusion of Household Appliances in Interwar England,” in The Sex of Things, ed. de Grazia

Susan Brewster Whitney, “The Politics of Youth: Communists and Catholics in Interwar France,” PhD dissertation, Rutgers University, 1994

Susan Douglas, Inventing American Broadcasting, 1899–1922 (Baltimore: Johns Hopkins University Press, 1987)

Susan Kingsley Kent, Making Peace: The Reconstruction of Gender in Interwar Britain (Princeton: Princeton University Press, 1993

Susan Pedersen, Family, Dependence, and the Origins of the Welfare State: Britain and France 1914–1945 (New York: Cambridge University Press, 1993)

Susan Strasser, Satisfaction Guaranteed: The Making of the American Mass Market (New York: Pantheon Books, 1989)

T. J. Jackson Lears, Fables of Abundance: A Cultural History of Advertising in America (New York: Basic Books, 1994).

T. M. Goriaeva, Radio Rossii: Politicheskii kontrolSovetskogo radioveshchaniia v 1920–1930-x godakh. Dokumentirovannia istoriia (Moscow: ROSSPEN, 2000)

Terry Martin, “An Affirmative Action Empire: Ethnicity and the Soviet State, 1923–1938,” PhD dissertation, University of Chicago, 1996.

Tetsuo Najita and Harry D. Harootunian, “Japanese Revolt against the West: Political and Cultural Criticism in the Twentieth Century,”

The Film Factory: Russian and Soviet Cinema in Documents, 1896–1939, ed. Ian Christie and Richard Taylor (Cambridge: Harvard University Press, 1988)

Theodor Geiger, “Die Legende von der Massengesellschaft,” Archiv für Rechts- und Sozialphilosophie 39: 3 (1951)

Thomas R. H. Havens, Valley of Darkness: The Japanese People and World War Two (New York: W. W. Norton and Company, 1978)

Tim Mason, Social Policy in the Third Reich: The Working Class and the ‘National Community’ (Oxford: Berg, 1993)

Ulrich Wyrwa, “Consumption and Consumer Society: A Contribution to the History of Ideas,” in Getting and Spending, ed. Susan Strasser et al.

Vera Dunham, In Stalin’s Time: Middleclass Values in Soviet Fiction, 2nd ed. (Durham, NC: Duke University Press1990)

Victoria de Grazia, “Changing Consumption Regimes in Europe, 1930–1970: Comparative Perspectives on the Distribution Problem,” in Getting and Spending: European and American Consumer Societies in the Twentieth Century, ed. Susan Strasser, Charles McGovern, and Matthias Judt (New York: Cambridge University Press, 1998)

Victoria de Grazia, “Establishing the Modern Consumer Household,” in The Sex of Things, ed. de Grazia

Victoria de Grazia, “Mass Culture and Sovereignty: The American Challenge to European Cinema, 1920–1960,” Journal of Modern History 61: 1 (1989)

Victoria de Grazia, “Nationalizing Women: The Competition between Fascist and Commercial Cultural Models in Mussolini’s Italy,” in The Sex of Things: Gender and Consumption in Historical Perspective, ed. Victoria de Grazia (Berkeley: University of California Press, 1996),

Victoria de Grazia, How Fascism Ruled Women: Italy, 1922–1945 (Berkeley: University of California Press, 1992)

Victoria de Grazia, The Culture of Consent: Mass Organization of and Leisure in Fascist Italy (New York: Cambridge University Press, 1981).

Vladimir Papernyi, Kul’tura dva, 2nd ed. (Moscow: Novoe literaturnoe obozrenie, 1996)

Walter Kolarz, Russia and Her Colonies (New York: Frederick A. Praeger, 1952)

Wendy Z. Goldman, Women, the State, and Revolution: Soviet Family Policy and Social Life, 1917–1936 (New York: Cambridge University Press, 1993)

William E. Odom, The Soviet Volunteers: Modernization and Bureaucracy in a Public Mass Organization (Princeton: Princeton University Press, 1973)

William G. Beasley, Japanese Imperialism, 1894–1945 (Oxford: Clarendon Press, 1987).

William H. Beveridge, Social Insurance and Allied Services (New York: Macmillan Co., 1942)

William Miles Fletcher, The Search for a New Order: Intellectuals and Fascism in Prewar Japan (Chapel Hill: University of North Carolina Press, 1982)

William Minoru Tsutsui, Manufacturing Ideology: Scientific Management in Twentieth-Century Japan (Princeton: Princeton University Press, 1998)

William Sheridan Allen, The Nazi Seizure of Power: the Experience of a Single German Town 1922–1945 (New York: Franklin Watts, 1965, 1984).

William Wolf, “Russia’s Revolutionary Underground: The Construction of the Moscow Subway, 1931–1935,”  PhD dissertation, Ohio State University, 1994

William Zimmerman, “Mobilized Participation and the Nature of the Soviet Dictatorship,” in Politics, Work, and Daily Life in the USSR: A Survey of Former Soviet Citizens, ed. James Millar (New York: Cambridge University Press, 1987)

Zygmunt Bauman, Modernity and the Holocaust (Ithaca, NY: Cornell University Press, 1989).

Α.A. Zabozlaev and A. V. Levshin, eds., Sotsial‘ noe obespechenie v SSSR: Sbornik ofitsial’ nykh materialov (Moscow: Profizdat, 1962)

Β. Ζ. Shumiatskii, “Za sovershenstvo masterstva”, Iskusstvo kino, αρ. 7, 6, 8 (1936)

Β. Ζ. Shumiatskii, “New film of Charly Chaplin”, New Masses 24 (September 1935)

Ι. M. Rubinow, “Studies in Workmen’s Insurance: Italy, Russia, Spain,” PhD dissertation, Columbia University, 1911

Ν. D. Psurtsev, ed., Razvitie sviazi v SSSR (Moscow: Sviaz’, 1967)