Συμβολή σε μια προσπάθεια κατανόησης του αντιεμβολιαστικού φαινομένου
“Η Τραγωδία ως θεατρικό είδος ασχολείται με εκείνο που απομένει όταν η ανθρωπότητα έχει στερηθεί τα πάντα και δεν της έχει μείνει σχεδόν τίποτα. Ότι επιβιώνει παρά τις αντιξοότητες, όποιο στοιχείο παραμένει και αρνείται να εξαφανιστεί, αυτό είναι το στοιχείο πάνω στο οποίο μπορούμε με βεβαιότητα να οικοδομήσουμε το μέλλον”.
Terry Eagleton, Hope Without Optimism
Αντεστραμμένος κόσμος
Όταν ο Α. Σερβετάλης αποχώρησε από την παράσταση του “Ρινόκερου” επειδή δεν ήθελε να παίξει μπροστά σε ένα κοινό που θα απαρτιζόταν αποκλειστικά από “εμβολιασμένους”, τα συστημικά ΜΜΕ τον ανακήρυξαν σε σύμβολο και “ήρωα” του αντιεμβολιαστικού κινήματος. Ο ίδιος ο ηθοποιός διακήρυξε ότι η πράξη του είχε σαν σκοπό να προασπίσει την καθολικότητα των πολιτισμικών σημασιών που φέρει μέσα της η καλλιτεχνική δημιουργία. Το δικαίωμα του καθενός/μιας να έχει πρόσβαση στο θέατρο και να μπορεί να παρακολουθεί τις παραστάσεις χωρίς άνωθεν επιβεβλημένες εξαιρέσεις και αποκλεισμούς. Παρόλα αυτά, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι αυτά ήταν τα ευγενή κίνητρα που ώθησαν τον Α.Σ. να αποσυρθεί, κάποιος θα περίμενε ότι ο “επαναστάτης” ηθοποιός (όπως τον αποκάλεσαν) θα είχε επιδείξει μια παρόμοια ευαισθησία και απέναντι στον κοινωνικό διαχωρισμό που είναι ο πιο διαδεδομένος και τυπικά αναγνωρισμένος μέσα στο θεσμικό πλαίσιο του καπιταλισμού. Τον αποκλεισμό που επιβάλλεται ενάντια στα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού, στους προλετάριους που δεν έχουν να δώσουν 20€ και 30€ για να δουν τον Α.Σ. να ξεδιπλώνει το ταλέντο του σε κάποια από τις πανάκριβες παραστάσεις του. Το σημείο αυτό συνοψίζει κατά τη γνώμη μου και τον αντεστραμμένο ταξικό λόγο που εκφέρουν τα “αριστερά ρεύματα” του αντιεμβολιαστικού κινήματος, αλλά και γενικότερα του χαλαρού κινήματος αμφισβήτησης της πραγματικότητας της πανδημίας, όπως αυτό εκδηλώθηκε στον ελλαδικό χώρο. Αποτυπώνει δηλαδή την ιδεολογική σύγχυση που περιβάλλει ένα πρόταγμα το οποίο παριστάνει ότι είναι “αντισυστημικό” κι “αντιεξουσιαστικό”, τη στιγμή που όχι μόνο δεν ακουμπάει τα συλλογικά συμφέροντα των προλετάριων, αλλά μάλλον τα αντιμάχεται στην πράξη.
Οι αντιεμβολιαστές διατείνονται ότι υπερασπίζονται την ατομική ελευθερία, ότι αντιτίθενται στην επέκταση της κρατικής εξουσίας σε ζητήματα που ανήκουν εξορισμού στην ιδιωτική πρωτοβουλία του ατόμου (νέος ολοκληρωτισμός), ότι αντιστέκονται στην επιβολή ενός υγειονομικού απαρτχάιντ που θα επιδεινώσει τις κοινωνικές διακρίσεις. Στην πραγματικότητα, όλα αυτά συνθέτουν ένα συγκεχυμένο ιδεολογικό αφήγημα που παρουσιάζει τον πραγματικό κόσμο των ιεραρχικών κοινωνικών σχέσεων στηριγμένο στο κεφάλι του. Για παράδειγμα, στο Ισραήλ , ένα πραγματικό καθεστώς απαρτχάιντ όπου οι Παλαιστίνιοι είναι τα θύματα κάθε είδους θεσμοποιημένης καταπίεσης και αποκλεισμού, οι ισραηλινοί Άραβες και οι Παλαιστίνιοι στα κατεχόμενα, έχουν 60 φορές λιγότερες πιθανότητες να έχουν πρόσβαση στο εμβόλιο απ’ ότι οι προνομιούχοι ισραηλινοί Εβραίοι.i Για να μην αναφερθούμε στην παγκόσμια κατάσταση , όπου ο διεθνοποιημένος καταμερισμός της εργασίας της οικονομίας της αγοράς, έχει καταδικάσει χώρες όπως η Ινδία να παράγουν από την μία την μεγαλύτερη ποσότητα εμβολίων στον πλανήτη, κι από την άλλη να μην έχουν τα μέσα να εμβολιάσουν τον πληθυσμό τους.ii
Ούτε βέβαια περνάει από το μυαλό των ντεμέκ αντιεξουσιαστων του αντιεμβολιαστικού κινήματος τι θα γινόταν αν το επίπεδο της διάθεσιμότητας του εμβολίου κατά του covid-19 είχε αφεθεί να διαμορφωθεί αποκλειστικά μέσα από τον μηχανισμό της αγοράς. Που θα είχε φτάσει η τιμή του σύμφωνα με τη ζήτηση κι αν θα μπορούσε να αποκτηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο από τα ετεροκαθοριζόμενα στρώματα. Το να υψώνει κανείς τη φωνή του απέναντι σε κάθε είδους διαχωρισμό είναι σίγουρα αξιέπαινο κι ακόμα περισσότερο όταν μια τέτοια στάση δεν μένει στα λόγια, αλλά υποστηρίζεται και με πράξεις. Παρ’ όλα αυτά, η κίνηση ενάντια στους εμβολιασμούς δεν καταπολεμά τις επιπτώσεις ενός ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, αλλά την προσπάθεια μετριασμού αυτών των συνεπειών της ανισότητας μέσω του γενικού προγράμματος εμβολιασμού που βρίσκεται σε εξέλιξη. Για να το πούμε διαφορετικά, όπως έλεγε και το σύνθημα για τον ρομαντικό εξωραϊσμό της καραντίνας, η άρνηση και απόρριψη του εμβολίου είναι ταξικό προνόμιο.
Γράφτηκε πρόσφατα ότι η γλώσσα του δικαιωματισμού, της καθοσίωσης της ατομικής επιλογής ήταν πάντοτε κι εξακολουθεί να είναι η γλώσσα της ανισότητας.iii Αυτό είναι απόλυτα σωστό με δύο έννοιες. Κατά πρώτο, η συμβολική φαντασίωση της κυρίαρχης ατομικότητας πραγματώνεται μέσα στο ανταγωνιστικό κοινωνικό παράδειγμα του καπιταλισμού έχοντας σαν αναγκαία προϋπόθεση την άρνηση του δικαιώματος επιλογής των υπολοίπων, των “ηττημένων” της κοινωνικής πάλης. Κατά δεύτερο, είναι ακριβώς αυτή η ικανότητα υπέρβασης του κοινωνικά παραγόμενου εγωισμού την οποία συνεπάγεται η ταξική χειραφέτηση , με την έννοια ενός επανακαθορισμού της ατομικότητας με κομμουνιστικούς όρους. Θα έλεγε κανείς ότι η πανδημία, ως η στιγμή μιας καταστροφής που έπληξε οριζόντια ολόκληρη τη κοινωνία, μας θύμισε πώς μπορούμε να νοηματοδοτήσουμε εκ νέου την έννοια της ατομικής ελευθερίας με όρους συλλογικούς και κομμουνιστικούς. Δηλαδή, μακριά από την εγωιστική φιγούρα του καταναλωτή και την παραδοσιακή φόρμουλα του φιλελευθερισμού που θέλει τη δική μου ελευθερία να σταματάει εκεί που ξεκινά η ελευθερία του διπλανού μου.
Στην εποχή της πανδημίας έγινε ξεκάθαρο ότι η ατομική μας ελευθερία (κι ευζωία) είναι το αποτέλεσμα που προκύπτει από μια κινητοποίηση των συλλογικών πόρων της κοινωνίας, μια συλλογική προσπάθεια. Ότι είναι αδιαχώριστη από το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων που μας διαμορφώνουν με πολλούς τρόπους και μας επικαθορίζουν. Το εμβόλιο δεν είναι παρά μια έκφραση αυτής της συνειδητοποίησης , εφόσον θεμελιώνει τη δική μας ασφάλεια από την μολυσματική (και γι’ αυτό κατεξοχήν κοινωνική) νόσο σε μια από κοινού προστασία όλων των μελών της κοινότητας. Αντί να μιλάει για το απαραβίαστο της αυτοδιάθεσης του σώματος, αναγνωρίζει ότι αυτό ενυπάρχει σε απόλυτη αλληλεξάρτηση με τους άλλους. Κι αυτό ισχύει όχι γιατί οι εμβολιασμένοι δεν μπορούν να κολλήσουν ή να μεταδώσουν τον ιό (σύμφωνα με τα στοιχεία κάτι τέτοιο δεν ισχύει), αλλά γιατί το εμβόλιο μειώνει δραστικά τις πιθανότητες κάποιος να νοσήσει βαριά και σε βαθμό τέτοιο ώστε να χρειαστεί περίθαλψη σε μια από τις δυσεύρετες ΜΕΘ, στερώντας έτσι αυτή τη δυνατότητα από κάποιον συνάνθρωπο του/της που το έχει πραγματικά ανάγκη.
Οι δύο στιγμές της άρνησης
Θα πρέπει εδώ ωστόσο να τραβήξουμε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα δύο πράγματα που κατά τη γνώμη μου αποτέλεσαν τις διαφορετικές στιγμές στην κοινωνική εξέλιξη ενός ενιαίου φαινομένου. Η αρχική εκδήλωση αυτού που τώρα βαφτίζεται ως “αρνητισμός” απέναντι στην πανδημία, δεν ήταν παρά μια κριτική στάση που εκπορευόταν από ένα θεωρητικά εκλεπτυσμένο κομμάτι του κινήματος αμφισβήτησης και είχε σαν αντικείμενο της κριτικής του ορισμένες όψεις της κρατικής διαχείρισης της κρίσης που προκάλεσε ο covid-19, τις οποίες κι εμείς οι ίδιοι (όσοι δηλαδή δεν αυτοπροσδιοριζόμαστε ως “αντιεμβολιαστές”) θεωρήσαμε εξίσου προβληματικές. Για παράδειγμα, ποιος μπορεί να διαφωνήσει με τον Αγκάμπεν όταν εκείνος αναδεικνύει τις καταστροφικές συνέπειες που μπορεί να έχει η ταύτιση της πολιτικής με την ιατρική και τις “αντικειμενικές”, επιστημονικές αλήθειες της; Ποιος μπορεί να αρνηθεί τον προβληματισμό που έκφρασε όταν διέβλεψε στην επικράτηση του ιδεολογήματος της κοινωνικής αποστασιοποίησης, “τίποτε λιγότερο από την κατάργηση οποιουδήποτε δημόσιου χώρου”;iv Σε εκείνη τη στιγμή της ιστορικής συγκυρίας , η “αντί-covid” πλευρά αμφισβήτησε την αναγκαιότητα για μια αντιμετώπιση της πανδημίας με τη λήψη μέτρων που θύμιζαν κοινωνία σε πόλεμο, πράγμα που νομίζω ότι δεν ερχόταν σε σύγκρουση με τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες οι οποίες είχαν κυριεύσει και τους φαινομενικά αντίθετους πόλους του ελευθεριακού κινήματος.
Η προέκταση αυτής της εύλογης (κι έλλογης) αντίδρασης στην ουσιαστική σύνθλιψη των συλλογικών και ατομικών δικαιωμάτων των ταξικών υποκειμένων με πρόσχημα την πανδημία, σε μια λογική της καθολικής απόρριψης του μαζικού εμβολιασμού, σε καμία περίπτωση δεν προκύπτει με τρόπο “φυσικό” και γραμμικό από την συλλογιστική ακολουθία της θεωρίας. Επιπλέον, κάτι που είναι ακόμη πιο σημαντικό, οι δύο εκδοχές της “άρνησης” βρίσκονται σε ένταση μεταξύ τους, στον βαθμό που ο μαζικός εμβολιασμός είναι το απαραίτητο βήμα για να καταργηθούν στην πράξη τα περιοριστικά μέτρα έκτακτης ανάγκης που πάρθηκαν κατά την πρώτη φάση της πανδημίας. Από την μία, οι εξέχοντες θεωρητικοί του αντί-covid “κινήματος” βρέθηκαν (και δικαιολογημένα, μέχρι έναν βαθμό) να ξιφουλκούν με τα γραπτά τους ενάντια στην υγειονομική κατάσταση εξαίρεσης που επιβλήθηκε σε διεθνές επίπεδο (Αγκάμπεν, Τερζάκης, κλπ.). Από την άλλη, αρνούνται και αντιδρούν απέναντι σε εκείνο το στοιχείο που δύναται να αποτελέσει τον καταλύτη για μια διαδικασία άρσης, ή έστω ιδεολογικής απονομιμοποίησης αυτής της νέας δικτατορίας, για την οποία οι ίδιοι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου.
Εξάλλου, αν όπως παρατηρούν οι σύντροφοι της “Αντίθεσης”, η αρχική οργισμένη αντίδραση των “αρνητών” ενάντια στον υποχρεωτικό εγκλεισμό αντικαθρέφτιζε τη δυσαρέσκεια ενός μέρους της νεοαστικής τάξης μπροστά στις ανέσεις που ήταν υποχρεωμένη να θυσιάσει στο βωμό μιας συλλογικής αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης, η ίδια μονοδιάστατη αναγωγή στο νεοαστικό ταξικό υπόβαθρο σίγουρα δεν εξηγεί ικανοποιητικά και το κίνημα του αντιεμβολιασμού.v Διότι είναι ακριβώς τούτες οι ανέσεις και τα προνόμια που καλείται να απαρνηθεί (προσωρινά έστω) ο αρνητής νεομπουρζουάς σαν το τίμημα για τη συνέχιση της απορριπτικής του/της στάσης έναντι του εμβολίου.
Όπως και να ‘χει, αν θέλουμε να αποφύγουμε έναν τρόπο σκέψης εν πολλοίς αντιδιαλεκτικό, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η ανορθολογική στάση των εν γένει “αρνητών” κρύβει μέσα της μια παραγωγική διάσταση, στον βαθμό που όλα τα συστήματα κοινωνικού ελέγχου δεν είναι απλώς όργανα για την επιβολή της κυριαρχίας της μιας ή της άλλης ομάδας, αλλά τείνουν να δημιουργούν από μόνα τους τις κοινωνικές συνθήκες που χρειάζονται για την αναπαραγωγή τους. Αν κάτι μάθαμε από την εμπειρία των προηγούμενων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, είναι ότι οι αυστηρά συγκεντρωτικές δομές της κρατικής διαχείρισης που αρχικά επιβλήθηκαν για να αντιμετωπίσουν κάποιον άμεσο αντεπαναστατικό κίνδυνο, επιβίωσαν για χρόνια αφότου οι αντεπαναστατικές τάξεις είχαν αποψιλωθεί και οι μηχανισμοί αυτοί έπαψαν να υπηρετούν τον σκοπό για τον οποίο είχαν αρχικά τεθεί σε κίνηση. Στην ΕΣΣΔ, η GPU του Dzerzhinsky δεν εξαφανίστηκε ήσυχα όταν η μετεπαναστατική κατάσταση ομαλοποιήθηκε, αλλά συνέχισε να αναζητά μανιωδώς και να εφευρίσκει καινούριους εχθρούς για να εξολοθρεύσει. Δεν πρόκειται για κάποια περίεργη μεταφυσική, αλλά για μια φυσιολογική εξέλιξη που απορρέει πρώτα και κύρια, α) από την ίδια την έμφυτη δυναμική του συστήματος ελέγχου και την αδυναμία του να μετασχηματίσει τον εαυτό του και, β) από τα συγκροτημένα ταξικά συμφέροντα που επωφελούνται από μια τέτοια εξέλιξη κι έχουν κάθε λόγο να μην θέλουν να αποχωριστούν την περίοπτη θέση που απέκτησαν στην κοινωνική ιεραρχία.
– Η φωτογραφία στο πάνω μέρος του κειμένου είναι από τα κελιά που βρίσκονται στο υπόγειο του πρώην ιστορικού αρχηγείου της KGB στη Ρίγα της Λετονίας. Το 2014 το κτήριο ανακαινίστηκε και είναι πλέον ανοιχτό σε επισκέψεις για το κοινό.
i https://www.msf.org/stark-inequality-covid-19-vaccination-between-israel-and-palestine.
ii India Cuts Back on Vaccine Exports as Infections Surge at Home, https://www.nytimes.com/2021/03/25/world/asia/india-covid-vaccine-astrazeneca.html.
iii Η γλώσσα των δικαιωμάτων ως γλώσσα των διαχωρισμών, https://www.alerta.gr/archives/22951.
iv G. Agamben, Που Βρισκόμαστε; Η Επιδημία ως Πολιτική (Εκδόσεις Αλήστου Μνήμης), σελ. 23.
v Η πραγματικότητα της άρνησης και η άρνηση της πραγματικότητας, https://antithesi.gr/?p=877.