«Θα πίστευα μόνο σε ένα θεό που ήξερε να χορεύει»
Νίτσε
Θα ήταν απάνθρωπο να είσαι τυφλός αυτές τις μέρες. Όχι γιατί ο κόσμος που ζούμε προσφέρει μια πανδαισία χρωμάτων —κάθε άλλο— αλλά γιατί στις μέρες μας απαγορεύτηκε η αφή˙ τα «μάτια» μέσα από τα οποία ένας τυφλός βλέπει τον κόσμο. Και ας μην έχουμε αμφιβολίες, δεν απαγορεύτηκε μόνο για τον καιρό που θα διαρκέσουν τα μέτρα, αλλά για απροσδιόριστο διάστημα οι άνθρωποι θα ζουν με το φόβο του αγγίγματος. Προμήνυμα τού τέλους κάθε σωματικής κοινωνικότητας; Ίσως.
Εδώ και χρόνια, οι κοινωνίες του αγοραίου ολοκληρωτισμού έχουν μετατραπεί σε κοινωνίες τής μαζικής εξατομίκευσης. Οι λαϊκές γιορτές έχουν «ξεπεραστεί» και ο οργιαστικός πανθεϊσμός τής φύσης έχει δώσει τη θέση του στον πουριτανισμό τού υγειονομικού απολυταρχισμού. Κι όμως υπήρχαν κάποιες ηχηρές υπενθυμίσεις. Η ζεστασιά που άφηνε ο άγνωστος συνεπιβάτης στην χειρολαβή τού λεωφορείου ήταν η υπόσχεση μιας χειραψίας˙ μια ελπίδα ανθρώπινης κοινωνίας˙ η σπίθα για να χτίσουμε τον κόσμο από την αρχή. Τώρα αυτή η υπόγεια χειρονομία θεωρείται υγειονομική βόμβα και παραδίδεται στους μηχανισμούς τής αποστείρωσης.
Η υγεία, έννοια εν πολλοίς ιδεολογικά προσδιορισμένη, εντοπίζεται σήμερα στην πλήρη ατομική απομόνωση. Μια υγεία βγαλμένη από εκείνο το δυστοπικό διήγημα του Ασίμοφ που διάβασα μικρός, στο οποίο κάθε άνθρωπος γεννιόταν και πέθαινε σε ένα ατομικό κελί κάτω από τη γη, επικοινωνώντας με τους άλλους μέσω οθονών και τηλεφώνων.
Πρόσφατα έγραψα σε μια φίλη μου πώς την αγαπάω αλλά εξαιτίας τής δυσλεξίας μου μπέρδεψα το γάμα με το φι. Ο Φρόιντ που συνήθιζε να σχολιάζει αυτές τις παραλεξίες, ίσως θα έλεγε πως αυτό το λάθος δεν ήταν τυχαίο, πως εκδηλώνει την έλλειψη αφής, πως το αίτημα τής σωματικής επαφής παρείσφρησε μέσα στην εκδήλωση τής αγάπης. Γλώσσα λανθάνουσα σε μια εποχή που από τους ψάλτες τής υγειονομικής ηθικής η σάρκα γίνεται ξανά «μιαρή».
Τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν σήμερα σε σκληρούς περιορισμούς. Οι περισσότεροι από αυτούς ελάχιστη σχέση έχουν με τη διάδοση του ιού, προκύπτουν περισσότερο ως αυταρχικό αντανακλαστικό απαγόρευσης μιας εξουσίας που σμίλεψαν τα ταμπού της πλατωνικής μεταφυσικής και ο θεολογίζων πουριτανισμός των σωματικών απαγορεύσεων. Οι φύλακες της Πολιτείας και οι πατέρες της θεολογίας, σε πλήρη ταύτιση, διαμόρφωσαν την για αιώνες απέχθεια κάθε ιδεολογίας για την αφή.
Δεν πρόκειται για το άλλοτε «μη μου άπτου» αντανακλαστικό τής αριστοκρατίας, που δεν ήθελα ποτέ να συναγελάζεται με τον πτωχό «λαουτζίκο», αλλά για την προμελετημένη ηθική των δούλων (Νίτσε), τον πολιτισμό των απαγορεύσεων, την ουσία του σωματικού υποβιβασμού. Οι δοξασίες της ερήμου και της στέρησης έχουν κληρονομήσει στον πολιτισμό μας αυτή την απέχθεια, που τροφοδότησε όλα τα ταμπού της πολιτισμικής καθαριότητας και θεμελιώνει την αφηγηματική ουσία κάθε ρατσισμού. Ο ξένος ήταν διαχρονικά ο μολυσματικός.
Σήμερα ο «άλλος» είναι η μόλυνση. Η κόλαση ενός μεταμοντέρνου υπαρξισμού. Μετά την τελευταία επιδημία τού SARS, σε Κορέα και Ιαπωνία οι άνθρωποι κυκλοφορούν για χρόνια με ιατρικές μάσκες στο δημόσιο χώρο. Βουβές ατομικότητας – ρομπότ μιας πόλης που απλά τρέχεις ασθμαίνοντας για να πας στη δουλειά σου και στις κάθε λογής «υποχρεώσεις».
Αν τα κινήματά μας μιλούν ακόμα στο όνομα μιας χαμένης (αλλά ζώσας) κοινότητας, αν πιστεύουν ακόμα στην δύναμη τής κοινωνικής επιθυμίας, αν διακηρύσσουν την κοινωνικής αυτοοργάνωση ενάντια στη μηχανική τού πανοπτικού εργοστασίου, είναι σίγουρο ότι πρέπει να εστιάσουν την προσοχή τους στο πρωταρχικό, στον θεμελιώδη κρίκο τής ανθρώπινης επαφής. Γιατί αυτός πάει σήμερα να σπάσει.
Το σήμερα αργά ή γρήγορα θα παρέλθει αφήνοντας όμως βαθιές ουλές στην συλλογική συνείδηση. Αύριο είμαστε αναγκασμένοι να διερευνήσουμε μια νέα γεωγραφία της αφής. Να ψηλαφίσουμε την ελεύθερη κοινωνική αλληλεπίδραση, τον έρωτα χωρίς υγειονομικούς περιορισμούς και ηθικές νοσοκόμες, έναν συλλογικό χορό που θα ηλεκτρίσει την αδρανή και φοβισμένη σωματικότηας, μπας και ανοίξουμε ξανά περπατώντας εκείνο το δύσβατο μονοπάτι του Δον Κιχώτη.
(εικόνα: Ο χορός, Ανρί Ματίς, 1910)