Κείμενο του συντρόφου Ερρόλ έπειτα από την απέλαση-απαγωγή του
Το πρωί της 19ης Δεκεμβρίου, ήρθαν και με ξύπνησαν οι μπάτσοι λέγοντάς μου ότι έπρεπε να με πάνε στο νοσοκομείο για να μου κάνουν τεστ covid, έτσι ώστε, επιτέλους, να τελειώσει η καραντίνα μου και να μεταφερθώ στο κλειστό καμπ που βρισκόταν πάνω από εκεί όπου κρατούμουν έως τότε.
Με έψαξαν, μου πέρασαν χειροπαίδες και με φόρτωσαν σε ένα βανάκι με ασφαλίτες. Μέσα στο βανάκι, τρεις μπάτσοι στεκόντουσαν δίπλα μου. Ρωτούσα επανειλημμένα πού με πήγαιναν , αλλά δεν έπαιρνα απάντηση. Μία βαριά σιωπή επικρατούσε στο βανάκι, κατάλαβα ότι κάτι ετοίμαζαν.
Σαράντα πέντε λεπτά αργότερα, η πόρτα άνοιξε και αντιλήφθηκα την παρουσία μίας ομάδας κουκουλωμένων και πάνοπλων αντρών. Κατάλαβα ότι βρίσκομαι στο αεροδρόμιο. Απαίτησα το δικηγόρο μου και ανακοίνωσα την άρνησή μου να φύγω, αλλά οι μπάτσοι παρέμειναν σιωπηλοί. Προσπάθησα, λοιπόν, να σηκωθώ για να διαμαρτυρηθώ αλλά η συνοδεία επιχείρησε να μου περάσει έναν ιμάντα στους αστραγάλους. Σκέφτηκα ότι είναι άχρηστο να αντιδράσω στο έπακρο εκείνη τη στιγμή και ότι καλύτερα να κρατήσω δυνάμεις για τη στιγμή που θα προσπαθούσαν να με βάλουν στο αεροπλάνο , όπου και θα καλούσα σε αλληλεγγύη τους/τις συνεπιβάτες/ισσες με την ελπίδα αυτοί/ές να αρνηθούν να ταξιδέψουν κάτω από αυτές τις συνθήκες.
Φτάνοντας , λοιπόν, στο αεροπλάνο, προσπάθησα να αντισταθώ με όλες μου τις δυνάμεις, αλλά τίποτα δεν είχε αποτέλεσμα μπροστά στους επαγγελματίες βασανιστές. Με σήκωσαν από το έδαφος και με έβαλαν με τη βία μέσα. Παρά της εκκλήσεις μου για βοήθεια, κανένας/καμία επιβάτης/ισσα δεν αντέδρασε. Αυτό που διάβαζα στο βλέμμα τους ήταν περισσότερο φόβος μπροστά σε μία τέτοια σκηνή.
Το αεροπλάνο απογειώθηκε, δεν μπορούσα πια να κάνω τίποτα. Πέρασα το ταξίδι με τα χέρια δεμένα, συνοδευόμενος από τους ίδιους τέσσερις μπάτσους με πολιτικά. Φτάνοντας στη Γαλλία, με άφησαν ελεύθερο, μετά από μία σύντομη ανάκριση από τη γαλλική αστυνομία, κατά την οποία αρνήθηκα να απαντήσω , ενώ υποβλήθηκα και σε τεστ covid. Είχα απελαθεί.
Οφείλω να πω ότι αυτές οι φαστιστικές πρακτικές είναι συνηθισμένες και δεν είναι καθόλου σπάνια η βίαιη απέλαση μεταναστών/ριών παρά τη θέλησή τους και εντός νομικού πλαισίου τόσο στην Ελλάδα όσο και αλλού. Ωστόσο, στη δική μου περίπτωση το κράτος ξέφυγε από τους ίδιους του τους νόμους.
Πιστεύω ότι οι προθέσεις του κράτους είναι ξεκάθαρες . Αυτό που θέλει είναι να εγγυηθεί με κάθε κόστος την “κοινωνική ειρήνη” ακόμη και αν αυτό σημαίνει τη χρήση παράνομων μέσων όπως η “απαγωγή” ώστε να ξεφορτωθεί όποιον/α ενοχλητικό/ή εναντιώνεται στην εξουσία. Με αυτό το σκοπό, εξάλλου, τέθηκαν σε ισχύ απαγορεύσεις διαδηλώσεων αλλά και έκτακτα μέτρα που με το πρόσχημα της “υγειονομικής κρίσης” χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της επετείου της εξέγερσης του πολυτεχνείου το Νοέμβρη, αλλά και αυτής της 6ης Δεκεμβρη.
Αυτό που φαίνεται είναι , κατά τη γνώμη μου, ότι το κράτος φοβάται πιο πολύ από ποτέ τις εξεγέρεσεις, την κοινωνική αναταραχή και την ανάμνηση της εξέγερσης, ενδεχομένως προβλέποντας μία ευρεία “οικονομική κρίση” που είναι να έρθει.
Δεν έχω καμία πρόθεση να αφήσω τα πράγματα έτσι και είμαι αποφασισμένος να συνεχίσω να αγωνίζομαι στην Αθήνα, δίπλα στους/στις συντρόφους/ισσές μου. Δε σκοπεύω να σταματήσω μπροστά στον τρόμο που θέλει να προκαλέσει το κράτος με τις φασιστικές του μεθόδους. Έχω αποφασίσει να επιστρέψω σύντομα στην Ελλάδα με ή χωρίς τη συμφωνία των νόμων,όπως ήδη κάνουν πολλοί/ές μετανάστες/ριες.
ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΟΥΜΕ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ, ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ
ΕΡΡΟΛ
21/12/2020
Πηγή: Athens Indymedia